Η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου είναι προϊόν της ελευθέρας βουλήσεως και της άκρας αγαθότητος του Θεού και σε αυτήν η Παλαιά Διαθήκη βλέπει την αφετηρία της θείας Οικονομίας. Ο Θεός δημιουργεί με σοφία την κτίση με κορύφωση την δημιουργία του ανθρώπου. Κατασκευάζεται καλός λίαν και εντάσσεται αρμονικά στην τάξη και στους σκοπούς της καλής λίαν δημιουργίας. Κάθε δημιούργημά Του έχει την αρχή του στην προαιώνια βούληση του Θεού. Ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο, το τελειότερο δημιούργημά του, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ (Γεν. 1,26). Του παρέχει την ευλογία του μέσα σε έναν κόσμο καλόν λίαν, όπου και τον καθιστά κυρίαρχο .
Μόνη εντολή του Θεού προς τον άνθρωπο είναι ἀπὸ … τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ (Γεν. 2,17). Ο πρωτόπλαστος όμως μη αντιλαμβανόμενος τον χαρακτήρα του περιορισμού αυτού, παραβαίνοντας την θεία εντολή, οδηγείται στην αμαρτία και την απομάκρυνση του από τον Δημιουργό του. Έτσι η αμαρτία εισέρχεται στην ζωή των πρωτοπλάστων, συμπαρασύροντας μοιραία την ανθρώπινη φύση και σύνολη την κτήση που την περιβάλει. Το αμάρτημα του Αδάμ ήταν η ιταμή συμπεριφορά προς τον Θεό και η συνεπεία τούτου διάρρηξη των σχέσεων του με τον πλησίον και κατεξοχήν με τον Δημιουργό. Αυτό άλλωστε καταφαίνεται και από την απάντηση του προς τον Θεό, ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον (Γεν. 3,12), με την οποία όπως φανταζόταν απεκδυόταν την ευθύνη της παραβατικής πράξης.
Παρά ταύτα ο Θεός δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπο. Μετά την πτώση του ανθρώπου, την απομάκρυνση από τον Θεό και κατά συνέπεια την υποταγή του στην φθορά και στον θάνατο, εμφανίζεται η ανάγκη της αποκαταστάσεως του ανθρώπου στο αρχαίο κάλλος και της επανατοποθετήσεώς του στον δρόμο της κοινωνίας με τον Θεό . Η επανατοποθέτησή του στον δρόμο της εκ νέου κοινωνίας με τον Δημιουργό πραγματώνεται δια της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, της σταυρικής Του θυσίας και της τριημέρου Αναστάσεως Του δια την ημών σωτηρία.
Όπως ήδη αναφέραμε μία από τις επιπτώσεις της παρακοής και της αμετανοησίας των Πρωτοπλάστων ήταν και η είσοδος του θανάτου στη ζωή τους και κατά συνέπεια κληρονομικώς σε όλο τον άνθρωπο. Κατά την Ορθόδοξη Διδασκαλία ο θάνατος κατανοείται είτε ως ο πνευματικός θάνατος, που σημαίνει το χωρισμό του ανθρώπου από το Θεό, είτε ως σωματικός θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ο πνευματικός θάνατος εισχώρησε στον κόσμο αμέσως με την πτώση των πρωτοπλάστων. Ο σωματικός θάνατος, που ακολούθησε, χαρακτηρίζεται στην πατερική παράδοση ως ευεργεσία του Θεού προς τον άνθρωπο, για να μη μείνει το κακό αθάνατο. Ο θάνατος δεν ήρθε ως εκδίκηση του Θεού, αλλά ως συνέπεια της πτώσης του ανθρώπου. Ο Θεός ούτε θέλησε ούτε έκτισε το θάνατο, η παρακοή όμως του ανθρώπου και η ρήξη των σχέσεων του με τον Θεό, είναι και η αιτία που έφερε τον θάνατο . Με την είσοδο όμως του θανάτου στον κόσμο, η θεία φιλανθρωπία μεταβάλλει την τιμωρία σε κέρδος και ευεργεσία για τον άνθρωπο . Ο αμαρτωλός άνθρωπος πεθαίνει, αλλά με το θάνατό του διακόπτεται και η αμαρτία. Έτσι, το κακό δεν καθίσταται αθάνατο, αλλά παραμένει πρόσκαιρο και θνητό .
Ο θάνατος λοιπόν είναι η συνέπεια της αμαρτίας, η οποία χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, ο οποίος είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Μετά το χωρισμό του ανθρώπου από το Θεό ο άνθρωπος έπαψε να υφίσταται ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη, επήλθε δηλαδή χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Κατά την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η ψυχή δεν είναι άναρχη, δεν είναι αγέννητη, δεν είναι άκτιστη ούτε προϋπάρχουσα. Είναι κτιστή και κατά χάρη αθάνατη , το δε σώμα και η ψυχή αποτελούν μια ενότητα και δεν υπόκεινται σε καμία έννοια δυϊσμού, δηλαδή δεν είναι δύο αυτόνομες αρχές, οι οποίες έχουν ξεχωριστή προέλευση και καταγωγή και που η μια αντιμάχεται την άλλη. Η βίαιη λύση της αρμονίας σώματος και ψυχής με το βιολογικό θάνατο είναι προσωρινή. Ο χωρισμός αυτός θα καταργηθεί, όταν εξαλειφθεί η αιτία της διάσπασης, δηλαδή η αμαρτία, και θεραπευτεί ο άνθρωπος απ’ αυτήν. Τότε το σώμα θα ενοικήσει και πάλι στην ψυχή και τούτο θα γίνει κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.
Πνευματικός θάνατος αποκαλείται στην ορθόδοξη Θεολογία, η πνευματική κατάσταση που περιέρχεται ο άνθρωπος εμμένοντας στην αμαρτία. Ο πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, το Θεό, γιατί η αμαρτία απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό και η απομάκρυνση αυτή είναι θάνατος. Όπως όταν χωρίζεται η ψυχή από το σώμα, πεθαίνει το σώμα, έτσι και όταν χωρίζεται ο άνθρωπος από τον Θεό, πεθαίνει πνευματικά ο άνθρωπος.
Συγκεκριμένα η αμαρτία του Αδάμ και της Εύας, η παρακοή δηλαδή της εντολής του Θεού και η αμετανοησία τους οδήγησαν στην είσοδο του θανάτου και της φθοράς στη ζωή του ανθρώπου, πρώτα ο πνευματικός θάνατος, ως η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και το θέλημα του, και έπειτα ο σωματικός θάνατος, ως η απομάκρυνση της ψυχής από το σώμα . Αυτό που συνέβη στον Αδάμ και την Εύα επαναλαμβάνεται πάντα στην ζωή μας κάθε φορά που αμαρτάνουμε. Αποτέλεσμα της παραμονής στην αμαρτία είναι ο πνευματικός θάνατος.
Όταν κάνουμε επομένως λόγο για πνευματικό θάνατο, εννοούμε την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, ο Οποίος είναι η αληθινή ζωή. Αυτός ο πνευματικός θάνατος συνδέεται με την παρουσία της αμαρτίας στη ζωή του ανθρώπου και την αιχμαλωσία του από αυτήν. Όταν όμως ο άνθρωπος έρθει σε μετάνοια τότε κάνουμε λόγο για την πνευματική ανάταση του. Όσο ο άνθρωπος δηλαδή παραμένει στην σωματική ζωή επί της γης μπορεί να μετανοήσει και να επανέλθει σε κοινωνία με τον Θεό. Όπως λοιπόν, ο άνθρωπος που δεν έχει ψυχή είναι νεκρός από τον κόσμο τούτο, με τον ίδιο τρόπο και εκείνος που δεν έχει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι νεκρός από τον Θεό και δεν είναι δυνατόν να ζήσει αιώνια. Η παράβαση του Αδάμ προξένησε τον πνευματικό θάνατο, διότι τον απομάκρυνε από την πηγή της ζωής, που είναι ο Θεός και είχε επιπτώσεις και στο σώμα, που έγινε φθαρτό και θνητό.
Εν κατακλείδι κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, υπάρχει πνευματικός θάνατος και πνευματική ανάταση, καθώς και σωματικός θάνατος και σωματική ανάσταση. Ο άνθρωπος μπορεί να πεθάνει πνευματικά, αλλά κάνοντας ορθή χρήση του αυτεξούσιου ανέρχεται πνευματικά μετέχοντας στα μυστήρια της Εκκλησίας, ενώ πεθαίνοντας σωματικά, ανασταίνεται κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Ο θάνατος κυριαρχεί με τη δύναμη της αμαρτίας, ο Χριστιανός όμως μέσα από την Χριστώ ζωή με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος νικά την αμαρτία και τον θάνατο και εισέρχεται στη διαρκή παρουσία του Θεού στη ζωή του. Μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να βιώσει ούτως ή άλλως το σωματικό θάνατο, αλλά μπορεί να αποτρέψει μέσω της μυστηριακής ζωής τον πνευματικό θάνατο.
Στο ερώτημα ποιος θάνατος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πραγματικός θάνατος ο σωματικός ή ο πνευματικός; Η απάντηση που δίδει η Εκκλησία μας μέσα από το καταστάλαγμα της Ευαγγελικής και Πατερικής διδασκαλίας είναι ότι και οι δύο περιπτώσεις θανάτου είναι πραγματικές, ο μεν σωματικός είναι προσωρινός, αφού όπως ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως μας προσδοκούμε ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ενώ ο πνευματικός θάνατος, εάν δεν υπάρξει μετάνοια από τον άνθρωπο όσο είναι εν ζωή, μετά τον κατά φύσιν θάνατο οδηγεί στην αιώνια κόλαση, καθ’όσον ἐν τῷ Ἅδῃ οὔκ ἐστι μετάνοια, άρα κατά φύσιν οδηγούμαστε στην αιώνια κόλαση. Μία κατάσταση που οφείλεται στη στάση του κολασμένου, αφού ούτε ο Θεός αρνείται ποτέ την μετάνοια μετά θάνατο, ο Θεός τη δέχεται, γιατί δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του, αλλά, όπως διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η ψυχή μετά θάνατο δεν τρέπεται, σκληραίνει στη θέα της θείας δόξας. Ο Θεός κανέναν δεν κολάζει, η κόλαση είναι αμεθεξία (ακοινωνησία) του Θεού, ενώ η μετοχή και η κοινωνία με Αυτόν είναι η τρυφή της παραδείσιας ζωής.
Άλλωστε Παράδεισος και Κόλαση εννοούνται ως καταστάσεις μέσα στην ίδια την θεία δόξα , κατά την πατερική παράδοση, δεν είναι ανταμοιβή και τιμωρία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Θεού, ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση . Ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος για τους αγίους και ο ίδιος ο Θεός είναι Κόλαση για τους αμαρτωλούς, γιατί αρνούνται την αγάπη Του και δεν βιώνεται η κοινωνία με Αυτόν . Τελικά ο πνευματικός θάνατος αποτελεί την κατάσταση εκείνη στην οποία ο άνθρωπος βρισκόμενος κατενώπιον της θέας του ακτίστου φωτός αδυνατεί απολύτως να εισπράξει την αγιότητα μετέχοντας σε αυτή. Αυτό είναι και η κόλαση του.
Γεωργίου Ν. Μανώλη, Θεολόγου
υπ. ΜΔΕ Ερμηνευτικής Θεολογίας