Όσο το παιδί μαθαίνει το αλφάβητο, τα γράμματα καθαυτά είναι για κείνο ένα είδος ειδώλων. Αποτελούν για κείνο την υλική πραγματικότητα. Καθώς το παιδί προφέρει, δίνει όλη την προσοχή του στα γράμματα και με όλη τη διάνοιά του σκέφτεται μόνο τα γράμματα.
Όταν διαβάσει μια λέξη γράμμα προς γράμμα και το ρωτήσεις να σου πει τί διάβασε, δεν ξέρει να σου απαντήσει. Και μάλιστα απορεί με τούτο πού το ρώτησες. Ούτε πού υποψιάζεται τη σημασία των γραμμάτων πού διάβασε. Το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα των γραμμάτων πού βλέπει, είναι τα μόνα πού έκαναν εντύπωση στην ψυχή του και αυτό είναι το μόνο πού γνωρίζει τούτη τη στιγμή για τα γράμματα.
Τα γράμματα είναι για κείνο μια υλική πραγματικότητα, το ίδιο όπως τα είδωλα για τον ειδωλολάτρη. Για τούτο και ο αρχάριος μαθητής και ο ειδωλολάτρης παρατηρούν τα είδωλα τους με φόβο και σεβασμό.
Όμοιοι με τούς αρχάριους μαθητές είναι και πολλοί ώριμοι άνθρωποι, αρκετοί επίσης πού ονομάζονται φιλόσοφοι και επιστήμονες. Με πολύ κόπο και ίδρωτα, μόλις πού καταφέρνουν να προφέρουν τα γράμματα της φύσης, αποτυγχάνουν όμως να φτάσουν στο νόημα και τη σημασία τους. Ενώ ο μορφωμένος άνθρωπος διαβάζει τα γράμματα δίχως καν να σκέφτεται για τα γράμματα και τα διαβάζει συλλαμβάνοντας έξυπνα το νόημά τους. Ο δάσκαλος θα πρέπει να μοχθήσει επί μακρόν ωσότου διδάξει στον μαθητή «να διαβάζει κατά το νόημα».
Αυτό πού ισχύει στην περίπτωση του βιβλίου, ισχύει και στην περίπτωση της φύσης. Οι λάτρεις της φύσης είναι το ίδιο με τούς λάτρεις των γραμμάτων. Οι λάτρεις της φύσης είναι ενήλικα αλλά ανώριμα παιδιά. Αν τούς ρωτήσετε τί σημαίνουν τα πράγματα και τα γεγονότα, θα σας κοιτάξουν το ίδιο απορημένα καθώς και οι αρχάριοι μαθητές όταν τούς ρωτούν για κείνο που διαβάζουν.
Έτσι, μπορούμε να πούμε: αμόρφωτοι είναι όλοι όσοι προσκυνούν τα είδωλα και μορφωμένοι μονάχα όσοι προσκυνούν το πνεύμα. Για τούς πρώτους, τα πλάσματα της φύσης αποτελούν υλική πραγματικότητα, η οποία εκφράζεται στη μορφή τους, το μέγεθος, το χρώμα, τις διάφορες λειτουργίες και σχέσεις. Για τούς δεύτερους πάλι, τα πλάσματα είναι σύμβολα ενώ η πνευματική πραγματικότητα είναι το νόημα και η ζωή και η αιτία υπάρξεως αυτών των συμβόλων.
Για το θέμα αυτό μιλά θαυμάσια ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος (λόγος 65): Τέτοιος είναι και ο πνευματικά μορφωμένος άνθρωπος. Δεν προφέρει τα γράμματα της φύσεως σαν αρχάριος στην ανάγνωση αλλά ψάχνει το νόημα, συλλαμβάνει το νόημα και εξηγεί το νόημα.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εκφράζεται παρόμοια λέγοντας: «Όλος γαρ ο νοητός κόσμος άλω τω αίσθητω μυστικώς τοις συμβολικοίς είδεσι τυπούμενος φαίνεται τοις οράν δυναμένοις. Και όλος τω νοητώ ο αισθητός, γνωστικώς κατά νουν τοις λόγοις απλούμενος, εν υπάρχων εστίν» (Μυσταγωγία, Κεφ. Β’ 669Α ο). Αυτό είναι ορατό σέ όσους έχουν μάτια για να δουν, πού σημαίνει: όσοι είναι μορφωμένοι και γνωρίζουν να διαβάζουν κατά το νόημα. Ή με άλλα λόγια: όσοι έχουν το πνευματικό οπτικό πεδίο ανοιχτό και μπορούν με το πνεύμα να βλέπουν πνευματικά και όχι μονάχα σωματικά με τα μάτια του σώματος.
Παρόμοια ομιλεί για το ίδιο θέμα και ο Απ. Παύλος λέγοντας τα εξής: το γάρ γράμμα αποκτέννει, το δέ πνεύμα ζωοποιεί (Β’ Κορ. 3, 6). Και πάλι: βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δέ πρόσωπον προς πρόσωπον (Α’ Κορ. 13, 12). Και συνεχίζει παρακάτω ακόμα πιο παραστατικά: μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γάρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δέ μη βλεπόμενα αιώνια (Β’ Κορ. 4, 18).
Από αυτά γίνεται φανερό πως, όποιος διαβάζει τη φύση δίχως πνεύμα και νόημα, αυτός διαβάζει το θάνατο, βλέπει το θάνατο και λαμβάνει το θάνατο. Και όποιος, εκλαμβάνει την ορατή φύση σαν υλική πραγματικότητα και όχι σαν αίνιγμα μέσα στον καθρέπτη του πνεύματος, αυτός δεν βλέπει τίποτα περισσότερο από τον αρχάριο μαθητή πού δεν κατάφερε να αποδεσμευτεί από το συλλάβισμα των γραμμάτων.
Όποιος βλέπει σαν αιώνιο αυτό που με τα μάτια είναι ορατό όπως έβλεπαν κάποιοι φιλόσοφοι από τους αρχαίους Έλληνες φυσιοκράτες μέχρι τούς νεώτερους Τεύτονες – Λατίνους ομοϊδεάτες τους, αυτός είναι πράγματι αμόρφωτος ειδωλολάτρης του οποίου η γνώση ολόκληρη βρίσκεται στο συλλάβισμα και τη λατρεία των ανόητων γραμμάτων. Στην αιωνιότητα ανήκει η πνευματική πραγματικότητα ενώ στο χρόνο τα σύμβολα αυτής της πραγματικότητας.
Ακόμα και η Σκηνή της Παλαιάς Διαθήκης την οποία κατασκεύασε ο θεόσοφος καλλιτέχνης Βελεσεήλ κατά την εικόνα πού υπέδειξε ο Θεός στο Μωυσή επάνω στο Σινά, εξυπηρετούσε ως υπόδειγμα και σκιά των επουρανίων (Έβρ. 8, 5). Η Σκηνή όμως καταργήθηκε με την έλευση του Χριστού καθώς χάνονται από μπροστά τα γράμματα όταν γίνει γνωστό το νόημα.
Όταν η πραγματικότητα έγινε ορατή, τότε το σύμβολο εκείνης της πραγματικότητας καταργήθηκε. Ερχόμενος ο Κύριος, διεύρυνε το συμβολισμό της πνευματικής πραγματικότητας σέ ολόκληρο το σύμπαν. Όχι μονάχα η Σκηνή αλλά ολόκληρο το σύμπαν, αποτελεί τύπο και σκιά των επουρανίων πραγμάτων.
Ο Χριστός, μπορούμε να πούμε πώς με τα δύο χέρια ελάμβανε τα φυσικά σύμβολα για να ερμηνεύσει πνευματικές πραγματικότητες τις οποίες ο ίδιος φανέρωνε στον κόσμο. Όταν γύρω Του μαζεύονταν πλήθη κόσμου, ελάλησεν αυτοίς πολλά εν παραβολαίς (Μτ. 13, 3). Η ελληνική λέξη παραβολή σημαίνει κάποια δραματική υπόθεση ή συνηθισμένο γεγονός ή κάποια σχέση των πραγμάτων με τον άνθρωπο μα με τρόπο πού αυτό να ενέχει πραγματικά και κάποιο φανερό αισθητό νόημα, αλλά ή ορθή και κύρια σημασία του βρίσκεται μονάχα στην περιοχή της πνευματικής πραγματικότητας, στο βασίλειο του πνεύματος. Διά τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, λέγει ο Κύριος, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακούωσι μηδέ συνώσι… επαχύνθη γάρ η καρδία τον λαού τούτου (Μτ. 3, 13-15).
Η καρδία πού επαχύνθη σημαίνει την κλεισμένη και τυφλωμένη πνευματική όραση η οποία ευρίσκεται μέσα στην καρδιά. Αυτή η πνευματική δράση της καρδίας, περιλαμβάνει όλα όσα από τούς επιστήμονες ονομάζονται με ασάφεια: υποσυνείδητο, διαίσθηση κ.ο.κ.
Ότι υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εκείνοις δε ου δέδοται (Μτ. 13, 11). Αυτά είπε ο Χριστός στους έμπιστους μαθητές Του.
Από ποιόν τούς είναι δοσμένο; Από Εκείνον τον Ίδιο. Αυτός έσυρε από τις καρδιές τους τα ζοφερά στρώματα και η πνευματική τους όραση διανοίχθηκε και μπορούσαν έτσι να θεωρούν άμεσα την πνευματική πραγματικότητα, καθώς και ο Αδάμ πριν από την αμαρτία, δίχως παραβολές και σύμβολα. Γιατί, ο αναμάρτητος Αδάμ στον Παράδεισο, ήταν τέλεια μορφωμένος στην ανάγνωση του νοήματος και της σημασίας όλων των κτιστών όντων και πραγμάτων.
Γι’ αυτό και μπορούσε να δώσει σέ κάθε πλάσμα το όνομά του το όποιο ανταποκρινόταν στην πραγματική ουσία ή έννοια την οποία το πλάσμα εκείνο παρίστανε συμβολικά. Γιατί δεν έδωσε ο Πλάστης τα ονόματα στα ζώα αλλά «ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ, ιδείν τί καλέσει αυτά». Και ο ’Αδάμ δεν έκαμε λάθος αλλά «εκάλεσεν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και πάσι τοις θηρίοις του αγρού» (Γεν. Β’ 19, 20).
Για τούς στοχαστές του υλισμού, των οποίων η καρδία επαχύνθη, αυτό, το να δοθούν δηλαδή ονόματα στα ζώα, αποτελεί λεπτομέρεια. Πράγματι, πρόκειται για μια λεπτομέρεια και για πράγμα μηδαμινό, αν υποθέσουμε ότι ο Αδάμ έδωσε τα ονόματα στα ζώα έτσι ανέμελα και τυχαία, όπως οι υλιστές δίνουν σήμερα ονόματα στα άλογα και τους σκύλους τους. Ο Αδάμ όμως, δεν το έκανε αυτό έτσι τυχαία και δίχως κάποιο σκοπό αλλά μέσα από τη βαθειά και ακριβή διόραση της πνευματικής πραγματικότητας την οποία παρίσταναν τα εν λόγω ζώα.
Τούτο το έργο, άκρως δύσκολο για έναν αμαρτωλό, ο Αδάμ το περάτωσε γρήγορα και εύκολα. Ανέγνωσε με ευκολία όλα τα σύμβολα της πραγματικότητας επειδή ακριβώς του ήταν δοσμένο να γνωρίζει το πραγματικό και χωρίς τα σύμβολα, να τα θεωρεί με την κρυστάλλινη διαυγή του καρδία εν τω Πλάστη και διά του Πλάστου. Αυτή τη διά της θεωρίας γνώση, εμβάθυνση και πραγμάτωση, ανανέωσε ο Σωτήρας μέσω των οικείων Του μαθητών. Την ανανέωσε μα όχι γρήγορα και μονομιάς αλλά βαθμηδόν και ομαλά, μέσα από σωφρονισμό, κάθαρση και τέλος τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος του Θεού.
Αυτή η θεωρία της πραγματικότητας δίχως λόγια, δίχως παραβολές την οποία κατείχε ό Αδάμ αλλά την απώλεσε και την οποία οι Απόστολοι επανέκτησαν ως άπωλεσθείσα, προορίζεται για όλους εμάς τούς Χριστιανούς. Όλοι εμείς, θα είχαμε αυτή τη θαυμαστή Ικανότητα του Αδάμ και των Αποστόλων, εκείνο το αισθητήριο για την άμεση παρατήρηση της αλήθειας, εάν μετά το Βάπτισμα παραμέναμε αλώβητοι και ασκότιστοι από την αμαρτία. Κάθε αμαρτία, καταρρίπτει το βλέμμα μας από τα ουράνια στα γήινα, από τον Πλάστη στην άβυσσο. Μετά από κάθε αμαρτία, κρυβόμαστε από το Θεό καθώς ο Αδάμ αμαρτάνοντας εν μέσω τού ξύλον του παραδείσου (Γεν. 3, 8).
Κρυβόμαστε και ξανακρυβόμαστε αμαρτάνοντας ξανά και ξανά, ώσπου στο τέλος η εξωτερική μας φύση, το αναγκαστικό μας καταφύγιο, δε γίνει θεός στη θέση του Θεού. Ώσπου δηλαδή η αλήθεια δεν εκλείψει πλήρως από το οπτικό μας πεδίο και τα σύμβολα της αλήθειας δεν αντικαταστήσουν όλη την αλήθεια και ολόκληρη την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, ώσπου η όραση της καρδίας δεν τυφλωθεί πλήρως και εμείς παραδοθούμε ολοκληρωτικά στη ζωώδη αισθησιακή όραση για να μάς καθοδηγεί εκείνη. Τότε συμβαίνει με εμάς εκείνο πού είναι ειπωμένο: τυφλός τυφλόν αν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται (Ματ. 15, 14).
Ο Χριστός είπε πάλι: το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν (Ίω. 6, 63). Όχι μονάχα το σώμα του άνθρωπου μα κανένα άλλο σώμα στο σύμπαν δεν χρησιμοποιεί τίποτα αφ’ εαυτού. Το σώμα μπορεί να χρησιμοποιήσει κάτι σέ τούτη τη ζωή μόνο τότε, εφόσον το πνεύμα το χρησιμοποιήσει για όργανό του, για δικό του σύμβολο. Το πνεύμα είναι πραγματικότητα και το σώμα το σύμβολο του πνεύματος. Ο βασιλεύς είναι βασιλεύς και το έμβλημα του βασιλέως είναι έμβλημα. Θα τα είχε χαμένα εκείνος πού θα ηρνείτο την ύπαρξη του βασιλέως και θα αναγνώριζε το έμβλημά του ως βασιλέα.
Τέτοιες ταλαίπωρες ψυχές, υπάρχουν δυστυχώς και στη δική μας χριστιανική εποχή, και στις μέρες μας. Σαν να ζούμε στην εποχή του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, τόσες χιλιάδες μέρες και νύχτες προ Χριστού και όχι στα χρόνια των βαπτισμένων βασιλέων, εικοσιπέντε αιώνες μετά τον ειδωλολάτρη Ναβουχοδονόσορα! Εσείς οι Χριστιανοί όμως, δεν πρέπει να δίνετε βάση στους αμόρφωτους ειδωλολάτρες των καιρών μας, είτε εκείνοι φορούν τη βασιλική κορώνα είτε την καθηγητική τόγα. Πρέπει να είστε βέβαιοι πως σας έχει αποκαλυφτεί η αλήθεια και την κατέχετε. Προσπαθείτε όμως αδιάλειπτα να την κατέχετε καλά.