«Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως… Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».
α. Τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (Ματθ. 5-7) ἀποτελεῖ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Β΄ Λουκᾶ, ἡ ὁποία κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ ἔγινε ἐπὶ τόπου πεδινοῦ. Μᾶλλον πρόκειται, ὅπως σημειώνουν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, περὶ δύο ὁμιλιῶν ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, δηλαδὴ τὴν ἴδια ὁμιλία ποὺ ἔκανε ἀρχικὰ σὲ πιὸ ἐκτεταμένη μορφὴ πάνω σὲ βουνό, τὴν ἴδια πιὸ περιληπτικὰ ἔκανε γιὰ δεύτερη φορὰ ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ αὐτὴν κατέγραψε ὁ Λουκᾶς. Ἡ πρώτη φράση τοῦ ἀναγνώσματος μάλιστα «καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς», ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ αὐτὸν ρυθμίζονται ἔτσι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ φανερώνεται ὁ Θεὸς στὴ ζωή τους.
β. 1. Θὰ πρέπει καταρχὰς βεβαίως νὰ θυμίσουμε ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς στὴν ἀρνητική του διατύπωση ἦταν κάτι ποὺ πρότεινε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπαντώμενος γιὰ πρώτη φορὰ στὸ βιβλίο τοῦ Τωβὶτ μὲ τὴ φράση «ὅ σὺ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς», αὐτὸ ποὺ ἐσὺ μισεῖς, μὴν τὸ κάνεις σὲ κανέναν ἄλλον. Ἐννοιολογικὰ καὶ μορφολογικὰ συναντᾶμε τὸν ἀρνητικὸ κανόνα αὐτὸ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἰουδαιοχριστιανικὴ ἀποκάλυψη, σὲ διαφόρους φιλοσόφους καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Κλεόβουλο τὸν Ρόδιο ἢ καὶ τὸν Κομφούκιο. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἕναν κανόνα ποὺ ρυθμίζει θετικὰ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ποὺ βασίζεται στὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν παγκόσμια καὶ πανθρησκειακὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία δὲν ἐπέφερε τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴ ζόφωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα του, ὅπως βεβαίως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄσαρκος μέχρι τὴν ἐνανθρώπησή Του, φώτιζε τὸν ἄνθρωπο (π.χ. μὲ τὸν σπερματικὸ λόγο ποὺ εἶπαν ὁρισμένοι Πατέρες), μὲ σκοπὸ τὴ διαπαιδαγώγησή του πρὸς μελλοντικὴ ἀποδοχὴ Ἐκείνου.
2. Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται τὸν κανόνα αὐτό. Ἀντιθέτως. Τὸν ἀποδέχεται καὶ τὸν ἐπεκτείνει, ἀνάγοντάς τον ὅμως σὲ ἐπίπεδο χαρισματικό, δηλαδὴ ἀντανάκλασης στὸν ἄνθρωπο τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι σὲ πρώτη φάση ὁ Κύριος διατυπώνει τὸν ρυθμιστικὸ αὐτὸν κανόνα τῆς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων συμπεριφορᾶς κατὰ τρόπο θετικό: «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ θέλει προσοχή. Ὁ Κύριος δὲν λέει «ὅ,τι σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτὸ νὰ κάνετε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς», διότι τοῦτο ἴσχυε ὡς ὁ πυρήνας τῆς ἰουδαϊκῆς ἠθικῆς, μὲ τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Μπορεῖ γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ ἦταν κανόνας ὑπέρβασης τῆς ἄκρατης ἐκδίκησης, περιορίζοντάς την στὴν ἴση ἀνταπόδοση, γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔφερε ὅμως ὁ Ἴδιος λειτουργοῦσε ὡς ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος λοιπὸν λέει «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν οἱ ἄνθρωποι», ὅ,τι θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅποια συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας θὰ θέλαμε, τὴν ἴδια συμπεριφορὰ πρὸς αὐτοὺς πρέπει καὶ νὰ ἐπιδεικνύουμε· μὲ ἄλλα λόγια: μὴν κοιτᾶμε, κατὰ τρόπο ἰουδαϊκό, ὅπως εἴπαμε, τὸ τί κάνει ὁ ἄλλος, ὥστε ἡ δράση μας νὰ εἶναι ἀντίδραση, δηλαδὴ μία ἀνώριμη συμπεριφορά, ἀλλὰ νὰ κοιτᾶμε τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας, ἄρα μέτρο τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἔτσι, ὁ κανόνας αὐτός, θὰ λέγαμε, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», κάτι ποὺ φανερώνει τελικῶς ἀφενὸς ὅτι ὁ ἐαυτὸς μας εἶναι «ἀξεπέραστος» ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους – ὁ ἄνθρωπος κρίνει τὰ πάντα μὲ βάση τὸν ἑαυτὸ του – ἀφετέρου ὅτι οἱ ἄνθρωποι μεταξὺ μας εἴμαστε ἴδιοι. Ὁ χρυσὸς αὐτὸς κανόνας ἀνάγλυφα μᾶς δείχνει τὴν κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὸ πόσο ἡ αὐτογνωσία λειτουργεῖ ταυτόχρονα σ’ ἕνα μεγάλο ποσοστὸ καὶ ὡς ἐτερογνωσία.
3. Τί συνήθως λοιπὸν θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὥστε αὐτὸ νὰ προσφέρουμε καὶ σ’ αὐτούς; Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ πιὸ καίριες ἐπιθυμίες μας ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου μας, ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας μας, τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου μας, ἡ ἀπονήρευτη καὶ ἄδολη συμπεριφορά τους, ἡ διακριτικότητά τους, μ’ ἕνα λόγο ἡ ἀγάπη τους. Αὐτὸ λοιπὸν συνιστᾶ, κατὰ τὸν κανόνα, καὶ τὸ μέτρο τῆς ἀντίστοιχης δικῆς μας συμπεριφορᾶς: κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἄλλον, νὰ τὸν σεβόμαστε, νὰ εἴμαστε διακριτικοὶ ἀπέναντί του, νὰ μὴν κάνουμε ὑπερβάσεις μὲ καταστρατήγηση κυρίως τῆς ἐλευθερίας τους. Πράγματι, χρυσὸς κανόνας, ποὺ στὴν ἐφαρμογή του ἡ κοινωνία μας θὰ λειτουργοῦσε ὡς παράδεισος. Ἀλλ’ εἴπαμε: πρόκειται γιὰ κανόνα, ποὺ ἐκφράζει ὅ,τι καλύτερο εἶχε νὰ πεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, στηριγμένο στὰ καλὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ὅμως εἶναι: μὲ ποιὰ δύναμη ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ τὸν πραγματοποιήσει; Πῶς αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ ὀρθὴ νοητικὴ σύλληψη, καλὴ κοινωνικὴ διδασκαλία, μπορεῖ νὰ γίνει πράξη; Μὲ ἄλλα λόγια πῶς θὰ ξεπεραστοῦν οἱ δεσμεύσεις τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη της, στὸν διάβολο καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου;
4. Ὁ Κύριος λοιπὸν δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ εἶναι σαφής: ἡ ὑπέρβαση τῶν δεσμεύσεων τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τοποθετεῖται ὀρθὰ ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό του εἶναι χαρισματικὴ κατάσταση. «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;» Δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῶν σχέσεών του, ἀπὸ ἕνα «δοῦναι καὶ λαβεῖν»: δίνω γιατί παίρνω – ὅ,τι συνιστᾶ, εἴπαμε, τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ τὴν κατὰ κόσμον γενικῶς ἠθικὴ – ἂν δὲν ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ τὸν ἄλλον, χωρὶς νὰ περιμένω ἀνταπόδοση, νὰ τοῦ συμπεριφέρομαι καλά, χωρὶς ἡ δράση μου αὐτὴ νὰ εἶναι ἀντίδραση, συνιστᾶ ὑπὲρ φύσιν κατάσταση, ποὺ προϋποθέτει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς χάρης Του στὸν κόσμο τοῦτο.
Συνεπῶς ὁ Κύριος τονίζει τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ κανόνα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἀλλὰ μᾶς προσανατολίζει στὴν ὀρθὴ καὶ πραγματικὴ ἐφαρμογή του: μόνον ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ὁ ἐνταγμένος στὸ Σῶμα Του, τὴν ἁγία Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει γίνει μέλος Του καὶ λειτουργεῖ σ’ αὐτὸν ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμή Του, αὐτὸς καὶ μόνον μπορεῖ νὰ στέκεται μὲ τρόπο ἀγαπητικὸ καὶ διακριτικὸ ἀπέναντι στὸν κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας ἔτσι τὴ στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ Πατέρα σὲ ὅλον τὸν κόσμο. «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Κι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο χωρὶς διακρίσεις – «Αὐτὸς (ὁ Θεὸς) χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηροὺς» – γι’ αὐτὸ καὶ ὁ χριστιανὸς ἀντιστοίχως μπορεῖ πιὰ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, χωρὶς νὰ προβληματίζεται γιὰ τὸ ἂν ἐκεῖνοι θὰ τοῦ ἀνταποδώσουν τὰ ἴσα. «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε, μηδὲν ἀπελπίζοντες». Ὁ χριστιανὸς δηλαδὴ ζεῖ καὶ κινεῖται σὲ ὑπὲρ τὰ κοσμικὰ καὶ πεσμένα στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινα ἐπίπεδα. Ἡ ἔγνοια καὶ ἡ μέριμνά του εἶναι νὰ ἀρέσει στὸν Θεό, Ἐκείνου τὸ ἅγιο θέλημα νὰ διακρατεῖ, προκειμένου νὰ Τὸν ἔχει ζωντανὸ μέσα στὴν ὕπαρξή του. Κι ἕνας τρόπος ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, γι’ αὐτό: νὰ ζεῖ σὰν τὸν Θεό, ἔχοντας καὶ αὐξάνοντας τὴ δύναμη Ἐκείνου.
γ. Τὸ πρόβλημα στὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη καλῶν λόγων, σπουδαίων κοινωνικῶν ἰδεῶν, «παραδείσιων» ὁραματισμῶν. Αὐτὰ πράγματι ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν στὸν κόσμο μας. Καὶ οἱ φιλοσοφίες καὶ οἱ θρησκεῖες, ὡραῖα πράγματα εἶπαν καὶ λένε. Μὲ πολλὴ πλάνη καὶ ψεῦδος ἀναμειγμένα τὰ ὡραῖα τους αὐτά, ὅμως καὶ πράγματι ὡραῖα. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι τὸ πῶς θὰ ἐφαρμοστοῦν τὰ ὡραῖα αὐτά. Γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη μας, ἡ λύση εἶναι μόνον ὁ Κύριος. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν Τὸν ἀποδεχτεῖ ὅπως ἀποκαλύφθηκε, ἂν δὲν γίνει μέλος Του μὲ ἄλλα λόγια, προκειμένου νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἁγία χάρη Του, πάντοτε θὰ πελαγοδρομεῖ στὴν ἀντίφαση μεταξὺ ἴσως καλῶν λόγων καὶ δαιμονικοῦ τρόπου ζωῆς. Διότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία».
Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο ἀφενὸς νὰ φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν, προκειμένου νὰ Τὸν γνωρίσουν, ἀφετέρου νὰ ἐνισχύει τὴ θέληση ἡμῶν τῶν θεωρουμένων χριστιανῶν, ὥστε νὰ κάνουμε πράξη αὐτὰ ποὺ ἤδη μᾶς ἔχει δώσει καὶ ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς τὰ ἀφήνουμε γιὰ ἀργότερα. Δηλαδὴ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν συνάνθρωπό μας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ στάση ἐκείνων. Ἀλλὰ τὸ ἀργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης