ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη
Ὑπάρχει στίς ἡμέρες μας μιά «διχογνωμία» σχετικά μέ τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς Λειτουργίας, ἄλλοι λένε, ὅτι πρέπει νά λέγονται ἐκφώνως, ἄλλοι μυστικῶς. Γιά νά βροῦμε τή σωστή ἀπάντηση, θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας τό ἑξῆς:
Ἡ Ἐκκλησία δέν παρέθετε στόν ὁποιονδήποτε τήν περί τῆς πίστεως διδασκαλία της, παρά μόνο στούς ἀξίους. Στούς ἀμυήτους καί ἁμαρτωλούς τήν ἀπέκρυβε. Ἡ κατήχηση γινόταν προφορικά (κατήχηση ἀπό τό «κατηχῶ» = ἠχῶ, φωνάζω δυνατά). Δέν ὑπῆρχαν γραπτές σημειώσεις, γιατί ὑπῆρχε κίνδυνος νά πέσουν σέ χέρια ἀμυήτων. «Σᾶς παραδίδω τήν πίστη σέ λίγους στίχους, γιά νά τούς ἀπομνημονεύσετε, καί ὄχι γιά νά τούς καταγράψετε καί φανερωθεῖ ἡ πίστη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στούς Κατηχουμένους (Κατήχηση V. P.G. 33:521).
Ἰδιαίτερη προσοχή ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία στήν ἀκρόαση τῶν εὐχῶν τῆς Θ. Ἀναφορᾶς. Δέν ἀρκοῦσε νά ἤσουν μέλος της γιά νά τίς ἀκούσεις, ἀλλά θά ἔπρεπε νά ἤσουν καί καθαρός ἀπό ἁμαρτία. «Ἄν δέν εἶσαι ἄξιος νά κοινωνήσεις, δέν εἶσαι ἄξιος οὔτε νά ἀκούσεις τίς εὐχές», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκφράζοντας τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς του. (Ὁμιλία Γ΄εἰς Ἐφεσσίους P.G. 62: 29 ). Κείμενα πού νά περιέχουν τίς εὐχές τῆς Θ. Ἀναφορᾶς, δέν «κυκλοφοροῦντο»· γιά τόν ἴδιο λόγο: Γιά νά μήν πέσουν σέ χέρια ἀμυήτων! Οἱ ἱερεῖς ὅ,τι ἤξεραν, τό ἤξεραν «ἀπό τῆς σιωπωμένης καί μυστικῆς παραδόσεως» (Μ. Βασίλειος, περί Ἁγίου Πνεύματος, ΚΖ΄ 66. P.G. 32:188). «Οὐ μή γάρ τό Μυστήριον τοῖς ἐχθροῖς Σου εἴπω», λέμε ἀκόμα καί σήμερα.
Ὅσοι ἦταν ὑπό ἐπιτίμιο, προκειμένου νά φθάσουν στό σημεῖο νά ἀκούσουν τίς εὐχές, ἔπρεπε νά περάσουν ἀπό τά ἐπώδυνα καί μακροχρόνια στάδια τῶν «προσκλαιόντων» καί τῶν «ὑποπιπτόντων» (ΙΑ΄ τῆς Α΄). Στό διάστημα αὐτό ἄκουγαν μόνο τή Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων, καί ποτέ τή Λειτουργία τῶν Πιστῶν, γι’αὐτό καί μόλις ἄρχιζε ἡ Λειτουργία τῶν Πιστῶν ἀναχωροῦσαν.
Ἦρθε ἡ ἐποχή (πέμπτος αἰώνας καί μετά) ὅπου στή Λειτουργία τῶν Πιστῶν παρέμεναν ἅπαντες, δηλαδή καί ὅσοι δέν ἦταν ἄξιοι νά ἀκούσουν τίς εὐχές (καί νά κοινωνήσουν). . Καί τώρα ἔπρεπε νά ἀκοῦνε καί τίς εὐχές. Καί προκειμένου νά προστατευθεῖ ἡ ἱερότητα, τό κῦρος τῶν εὐχῶν, θεσπίσθηκε ἡ χαμηλόφωνη ἀνάγνωσή τους, λέγοντας ἐκφώνως μόνο τόν ἐπίλογό τους. Καί τό «χαμηλοφώνως», τότε πού δέν ὑπῆρχαν μικρόφωνα, σήμαινε «εἰς ἐπήκοον τῶν συλλειτουργούντων ἱερέων».
Ὅσοι ὑποστηρίζουν πώς οἱ εὐχές θά πρέπει νά λέγονται ἐκφώνως, ἄς διερωτηθοῦν: Γιατί ὁ ἱερέας διαβάζει μυστικῶς τίς εὐχές τοῦ Λυχνικοῦ, Ἑσπερινοῦ; Γιατί διαβάζει μυστικῶς τίς εὐχές τοῦ Ὄρθρου; Γιατί οἱ Ἀκολουθίες τοῦ «Καιροῦ» καί τῆς Προσκομιδῆς γίνονται μυστικῶς; Γιατί ἡ Ἀπόλυση τοῦ Ὄρθρου στίς Κυριακές καί μεγάλες γιορτές γίνεται μυστικῶς; Γιατί τά εἰρηνικά καί οἱ εὐχές εἰς χειροτονίαν διακόνου, ἱερέως, ἀρχιερέως λέγονται μυστικῶς;
Aὐτό τό «τυπικό» μᾶς παρέδωσε ἡ Παράδοση. Ὅμως, ἡ Παράδοση μᾶς λέει, πώς καί οἱ εὐχές τῆς Θ. Ἀναφορᾶς (καί ὄχι μόνο) θά πρέπει νά λέγονται μυστικῶς. Αὐτό γιατί δέν τό τηροοῦμε;