Τό θέμα πού συζητᾶμε εἶναι σοβαρότατο καί οὐσιαστικό. Πρόκειται γιά τήν πρόταση ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ζητημάτων καί τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν. Δέν ἐπιθυμῶ νά συζητῶ μόνον τό θέμα τῆς ἀξιοποιήσεως τῆς περιουσίας καί νά ἀφήσω τό θέμα τῆς εἰσαγόμενης «θρησκευτικῆς οὐδετερότητας» στό Σύνταγμα
Θά καταθέσω τίς ἀπόψεις μου ὡς κείμενο (μπορεῖτε νά τὸ διαβάσετε ΕΔΩ «Θρησκευτική οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας καί ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας»), ἀλλά ἐδῶ στήν προφορική παρέμβασή μου θά ἤθελα πολύ συνοπτικά νά θέσω μερικούς προβληματισμούς μου.
1. Ἀπό τά δύο αὐτά θέματα τό πρῶτο εἶναι τό σοβαρότερο, ἀκολουθεῖ δέ τό δεύτερο.
Ἡ πρόταση γιά εἰσαγωγή στό ἄρθρο 3 τῆς φράσεως «Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη» μέ τήν δήλωση τῆς αἰτιολογικῆς ἔκθεσης «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά», δημιουργεῖ μεγάλο θέμα.
Τό Ἔθνος μας ἀπό τόν Ὅμηρο μέχρι τίς ἡμέρες μας εἶναι θρησκευόμενο, τό ἴδιο καί τό Κράτος ἀπό τήν συγκρότησή του μέχρι σήμερα, ὅπως δηλώνεται σέ ὅλα τά Συντάγματα. Πρώτη φορά αὐτό θά γραφῆ στό Ἑλληνικό Σύνταγμα. Ἐπίσης, εἶναι ἀκατανόητο τί ἐννοεῖται μέ αὐτή τήν φράση: «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά». Ὅλοι οἱ μετέπειτα νόμοι θά στηρίζονται πάνω σέ αὐτήν, ἀκόμη καί ἡ νομική προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Δημοσίου Δικαίου.
Στήν συζήτηση δέν πρέπει νά παρασυρθοῦμε καί νά ἀσχοληθοῦμε μέ τά περιουσιακά στοιχεῖα καί τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, πού καί αὐτό εἶναι σοβαρό, καί νά ἀγνοήσουμε τήν ἀλλοτρίωση τοῦ Ἔθνους καί τῆς Πολιτείας μας. Ἐγώ δέν θά συμμετάσχω σέ μιά τέτοια ὑποτίμηση τοῦ θέματος.
2. Ἡ «πρόθεση» γιά συμφωνία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας γιά τά οἰκονομικά ζητήματα μπορεῖ σέ βάθος χρόνου νά ἀποδειχθῆ συμφέρουσα γιά τήν Ἐκκλησία. Αὐτό δέν τό γνωρίζω τώρα. Ἐκεῖνο πού γνωρίζω εἶναι ὅτι αὐτή ἡ συμφωνία δέν εἶναι ἀντικείμενο οὐσιαστικοῦ διαλόγου μεταξύ Ἐκκλησίας, Πολιτείας, δέν ἀξιολογήθηκαν ὅλοι οἱ παράμετροι. Ἦταν μιά προσωπική πρόταση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, πού τήν διαβάζαμε κατά καιρούς, ἀλλά ποτέ δέν συζητήθηκε καί ἀποφασίσθηκε ἀπό τά Συνοδικά Ὄργανα.
3. Τό βασικό θέμα πού μέ ἀπασχολεῖ εἶναι τό πῶς λειτουργεῖ ἡ Ἱεραρχία μας, ὅπως φάνηκε καί σέ ἄλλες περιπτώσεις, ἤτοι στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί τῆς Συνόδου στήν Κρήτη. Συγκεκριμένα:
Ἡ Ἱεραρχία τῆς 4 Ὀκτωβρίου 2017 ἄκουσε τήν εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Διδυμοτείχου καί Ὀρεστιάδος κ. Δαμασκηνοῦ μέ θέμα «Μύθοι καί πραγματικότης ἐπί τοῦ θέματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἐν ὄψει τῆς Συνταγματικῆς ἀναθεωρήσεως» καί κατέληξε σέ ἕνα κείμενο 13 σημείων, τό ὁποῖο ἀπετέλεσε τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καί καταγράφηκε στό Δελτίο Τύπου τῆς ἡμέρας ἐκείνης.
Στήν συνέχεια ἡ Ἱεραρχία τῆς 4ης Ὀκτωβρίου 2018 ἄκουσε τήν εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Κηφισίας κ. Κυρίλλου μέ θέμα «Μελετώμενες συνταγματικές ἀλλαγές καί οἱ θέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας» καί κατέληξε στήν ἴδια ἀπόφαση, τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου 2017, δηλαδή υἱοθέτησε ἐκ νέου τά 13 ὡς ἄνω σημεῖα.
Ἔχουμε λοιπόν ἀποφάσεις δύο Ἱεραρχιῶν μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα.
Μεταξύ τῶν σημείων πού ἐνεκρίθησαν, καί μάλιστα τό πρῶτο, εἶναι ἡ πρόταση πού ἔκανε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στήν εἰσήγησή του τήν 4η Ὀκτωβρίου 2016, ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά κάνη διάλογο μέ τήν Κοινοβουλευτική Ἐπιτροπή πού θά συγκροτηθῆ καί ὄχι μέ τήν Κυβέρνηση:
«1. Ὁποιαδήποτε πρόταση ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος (ἄρθρο 110 παρ. 2) ἀπόκειται στήν πρωτοβουλία τῆς Βουλῆς. Ἑπομένως ἡ ὁποιαδήποτε συζήτηση γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό θά γίνει μέ διακομματική Ἐπιτροπή τῶν Κοινοβουλευτικῶν Κομμάτων καί ὄχι μέ ἐκπροσώπους τῆς Κυβέρνησης».
Ἄλλη πρόταση εἶναι νά εἰσηγηθῆ γιά τούς μισθούς τῶν Ἱερέων νά τεθῆ διάταξη στό Σύνταγμα μέ τό ἑξῆς περιεχόμενο:
«12. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει την προσθήκη μνείας στο Σύνταγμα ότι η μισθοδοσία του κλήρου και η ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί αναγνώριση των περιουσιακών υποχρεώσεων της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος χωρίς αποζημίωση της Εκκλησίας από την σύσταση του Κράτους και εντεύθεν».
Διερωτῶμαι, πῶς ἀνετράπησαν αὐτά καί ἄλλα μέ τήν μυστική συμφωνία;
Ἀκόμη, ἡ Ἱεραρχία τῆς 4ης Ὀκτωβρίου 2017 ἀπεφάσισε τήν συγκρότηση Ἐπιτροπῆς διαλόγου μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἡ δέ Ἱεραρχία τῆς 4ης Ὀκτωβρίου 2018 ἐπανέλαβε τήν ἴδια ἀπόφαση. Ἡ Ἐπιτροπή αὐτή ἀποτελεῖται ἀπό τέσσερεις Μητροπολίτες, Διδυμοτείχου, Ναυπάκτου, Πειραιῶς καί Κηφισίας καί δύο λαϊκούς, ἤτοι τόν Νομικό Σύμβουλο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κ. Θεόδωρο Παπαγεωργίου καί τόν καθηγητή τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κ. Μαγγιώρο.
Ἡ Ἐπιτροπή συνῆλθε 3-4 φορές, ἔκανε κάποιες προτάσεις στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, οἱ ὁποῑες δέν προχώρησαν. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ Ἐπιτροπή μας δέν ἀσχολήθηκε μέ τήν γνωμοδότηση ἤ ἔκφραση γνώμης γιά τά δύο θέματα πού ἀνέκυψαν, ἁπλούστατα γιατί δέν τῆς ἐτέθησαν ὑπ’ ὄψη, ἁπλῶς ἕνας μέρος τῆς Ἐπιτροπῆς ἐνημερώθηκε ἀπό τόν Μακαριώτατο γιά τήν συμφωνία λίγες ἡμέρες πρίν ἀνακοινωθῆ, καί παρά ταῦτα, ἐκφράσθηκαν ἐπιφυλάξεις στόν λίγο χρόνο πού εἴχαμε στήν διάθεσή μας.
Τελικά θέτω τό θέμα πῶς λειτουργεῖ ἡ Ἱεραρχία, πῶς λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις καί γιατί ἡ μία Ἱεραρχία ἀνατρέπει τήν ἄλλη. Δἐν εἶναι θέμα μόνον Ἀρχιεπισκόπου, ἀλλά καί ὅλων μας.
Ἡ πρότασή μου εἶναι:
Ἐπειδή ὑπάρχει Ἐπιτροπή ἐξ Ἀρχιερέων καί Νομικῶν, ἡ ὁποία συγκροτήθηκε μέ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 4ης Ὀκτωβρίου 2017, θά πρέπει νά παραπεμφθοῦν καί τά δύο θέματα, νά τά μελετήση καί νά φέρη Εἰσήγηση στήν Ἱεραρχία. Ἔτσι θά λειτουργήση τό συνοδικό σύστημα.