Η Θεία Λειτουργία αποτελεί το κορυφαίο μυστήριο της Εκκλησίας και τον βασικό χώρο φανέρωσης της εκκλησιολογικής ταυτότητας του πιστού. Στο λειτουργικό γεγονός συντελείται η ανακεφαλαίωση όλης της ιστορίας της σωτηρίας και ο άνθρωπος καλείται σε προσωπική μετοχή στο γεγονός της Θείας Οικονομίας.
Ωστόσο, η εκκλησιαστική εμπειρία του 21ου αιώνα καταδεικνύει ένα βαθύ λειτουργικό ρήγμα: οι πιστοί συχνά παρίστανται στη Λειτουργία χωρίς να μετέχουν ουσιαστικά, με αποτέλεσμα η ίδια η Εκκλησία να αποδυναμώνεται ως λειτουργική κοινότητα.
Η Ορθόδοξη λειτουργική παράδοση δεν αντιλαμβάνεται τη Θεία Λειτουργία ως απλή λατρευτική συνάθροιση, αλλά ως εσχατολογική συγκρότηση του σώματος του Χριστού εν χρόνω. Η σύναξη γύρω από το Ευχαριστιακό Ποτήριο δεν αποτελεί συμβολική πράξη, αλλά πραγματική εμπειρία της Βασιλείας. Η κοινωνία του Σώματος και του Αίματος τού Κυρίου είναι ο καρπός της εν Χριστώ ενότητας, αλλά και η προϋπόθεση της Εκκλησίας ως σώματος.
Η λειτουργία της Εκκλησίας δεν τελείται ιδιωτικώς αλλά «ἐκκλησιαστικῶς». Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μεμονωμένη σωτηρία ή ατομική «καλή σχέση με τον Θεό», αλλά μετοχή στο σώμα του Χριστού δια της κοινωνίας των πιστών.
Παρά την οντολογική κλήση της Εκκλησίας, η σύγχρονη ενοριακή πραγματικότητα φανερώνει ένα πλήρωμα που δεν κοινωνεί. Οι περισσότεροι πιστοί παρευρίσκονται, ακούν, ακόμη και σέβονται το Μυστήριο, χωρίς όμως να μετέχουν. Η θεία Κοινωνία τείνει να ιδιωτικοποιείται και να μετατρέπεται σε προσωπική επιλογή ή επιβράβευση ατομικής αρετής.
Η απομάκρυνση αυτή έχει ψυχολογικά, κοινωνικά και θεολογικά αίτια:
Α) Ψυχολογικά, πολλοί πιστοί αισθάνονται «ανάξιοι» να προσέλθουν, όχι με βάση την πατερική διάκριση μεταξύ ταπείνωσης και μετανοίας, αλλά ως αίσθημα φόβου και ενοχής.
Β) Κοινωνικά, η θρησκευτικότητα έχει συνδεθεί με πολιτισμική ταυτότητα παρά με υπαρξιακή αναζήτηση.
Γ) Θεολογικά, έχει επικρατήσει μία νομικιστική και ηθικιστική κατανόηση των Μυστηρίων, όπου η Θεία Κοινωνία δεν είναι τροφή ζωής αλλά ανταμοιβή για τους “πνευματικά ενάρετους”
Το αποτέλεσμα είναι η διαίρεση του σώματος: άλλοι λειτουργούν, άλλοι απλώς παρακολουθούν.
Η παθητική συμμετοχή του πληρώματος δεν συνιστά απλώς λειτουργικό πρόβλημα, αλλά πνευματικό αδιέξοδο. Η Εκκλησία χάνει τη ζωντάνια της όταν η Ευχαριστία παύει να είναι κοινό κτήμα. Όταν οι πιστοί παύουν να κοινωνούν, παύουν σταδιακά και να συγκροτούνται ως εκκλησία. Γίνεται φανερό τότε ότι δεν βιώνουν το μυστήριο ως γεγονός σωτηρίας, αλλά ως λειτουργικό καθήκον ή θρησκευτική παράδοση.
Η απουσία εκκλησιαστικής συνείδησης αντικαθίσταται από έναν εθιμικό χριστιανισμό, όπου η Λειτουργία μετατρέπεται σε «θέαμα ιερότητας». Ο πιστός στέκεται ενώπιον του Ποτηρίου όχι με τη δίψα της Θεογνωσίας, αλλά με φόβο και αποστασιοποίηση. Έτσι, η Εκκλησία λειτουργεί σε κατάσταση αναμονής σε μία λιτανεία που δεν φθάνει στον προορισμό της.
Η λειτουργική αποξένωση δεν διορθώνεται μόνο με διορθώσεις στο τυπικό ή στις συνήθειες. Προϋποθέτει ριζική επαναθεμελίωση της ποιμαντικής:
Α)Ανακαίνιση της κατήχησης, ώστε να αναδεικνύεται η Θεία Ευχαριστία ως το κέντρο της χριστιανικής ζωής.
Β) Ενίσχυση της κοινότητας: Η ενορία δεν είναι διοικητική μονάδα, αλλά η βασική εκκλησιαστική κοινότητα. Η αδελφική ζωή είναι προϋπόθεση για την ευχαριστιακή.
Γ) Ανάκτηση της λειτουργικής παιδείας, όπου ο λαός γνωρίζει το νόημα των λέξεων, των κινήσεων, των συμβόλων.
Δ)Απομυθοποίηση της “ανάξιας συμμετοχής”, που συχνά οδηγεί σε μακροχρόνια αποχή χωρίς μετάνοια ή πνευματικό διάλογο.
Η Θεία Λειτουργία πρέπει να επανανακαλυφθεί ως κοινή πρόσκληση στο πανηγύρι της Βασιλείας. Όχι ως τελετή των «καλών» χριστιανών, αλλά ως τόπος θεραπείας και αγάπης.
Η κρίση της λειτουργικής συμμετοχής δεν είναι ζήτημα ηθικής, αλλά θεολογικής και πνευματικής αλλοτρίωσης. Ο σημερινός πιστός καλείται όχι απλώς να παρίσταται στη Λειτουργία, αλλά να γίνει Εκκλησία. Να κοινωνεί όχι μόνο με το Ποτήριο, αλλά με τους αδελφούς του, με την καρδιά του, με τον Χριστό. Η αποκατάσταση της ευχαριστιακής ταυτότητας της Εκκλησίας είναι το στοίχημα του παρόντος και η προϋπόθεση της σωτηρίας για το μέλλον.