(1856 -1860, Δ΄ ΜΕΡΟΣ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Τα προβλήματα υγείας που κατά καιρούς αντιμετώπιζαν οι Στρατιωτικοί Ιερείς, είχαν σαν αποτέλεσμα όπως είναι φυσικό, να έχουν αντίκτυπο και στην ποιμαντική τους διακονία. Στο παρελθόν είχαμε συναντήσει αρκετές αναφορές που είχαν συντάξει και αποστείλει οι ίδιοι οι Ιερείς, εκθέτοντας το πρόβλημά τους. Στη συνέχεια ερχόταν η ίδια η Φρουρά που υπηρετούσαν, να αποστείλει την αναφορά τους, επισυνάπτοντας και ιατρικές βεβαιώσεις, όπου υπήρχαν, που πιστοποιούσαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Στο τέλος καλείτο η υπηρεσία να σταθεί με ιδιαίτερη προσοχή, στα αιτήματα-προβλήματα, όπως αυτά παρουσιαζόταν από την αλληλογραφία που είχε στα χέρια της και μέσα στην γενικότερη μέριμνά της για το προσωπικό, να βρει την λύση εκείνη, που θα εξυπηρετούσε και τις δύο πλευρές.
Στις 28 Ιουλίου 1856, το Φρουραρχείο της Τρίπολης, αποστέλλει αναφορά προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στην οποία αναφέρει, ότι ο Ιερέας που εξυπηρετεί τις ανάγκες της Φρουράς, ονόματι Παναγιώτης Σακελάριος, ήταν ηλικιωμένος, αφού είχε συμπληρώσει το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας του, δεν έβλεπε και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ιερουργεί, αλλά ούτε και να μεταλάβει τους ανθρώπους.
Μπροστά στο πρόβλημα αυτό, καλούσαν κάποιον άλλον Ιερέα, όταν απαιτείτο προκειμένου να πράξει τα ιερατικά καθήκοντα του Ιερέως Παναγιώτου. Επειδή το πρόβλημα αυτό δεν μπορούσε να λυθεί, ζητούν με την αναφορά τους αυτή, να αντικατασταθεί ο εν λόγω Ιερέας με τον Ιερέα Ιωάννη Οικονόμου. Στο έγγραφο αυτό, το Φρουραρχείο δεν έλαβε κάποια απάντηση, γι’ αυτό έρχεται με δεύτερη αναφορά να εκθέσει το θέμα προς το Υπουργείο, καταθέτοντας παράλληλα και μια ιατρική βεβαίωση.
Στις 10 Αυγούστου 1856, ο ιατρός της Φρουράς, συντάσσει μια βεβαίωση, όπου γνωματεύει για τον Ιερέα Σακελάριο, κρίνοντάς τον ακατάλληλο για να εκτελεί την ιερατική του διακονία. Την επόμενη ημέρα, στις 11 Αυγούστου 1856, το Φρουραρχείο της Τρίπολης, απευθυνόμενο στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, επαναλαμβάνει ότι ο Ιερέας τους, βρίσκεται εκτός υπηρεσίας τρεις μήνες, εξαιτίας των γηρατειών και της ασθενείας την οποία αντιμετώπιζε και ζητούν εκ νέου την αντικατάστασή του, χωρίς να προτείνουν και να υποδεικνύουν κάποιον συγκεκριμένο Ιερέα όπως είχαν κάνει στην προηγούμενη αναφορά τους.
Μετά τα τρία αυτά έγγραφα, έρχεται ο ίδιος ο Ιερέας, με αναφορά την οποία καταθέτει στις 18 Αυγούστου 1856 και ζητά ένεκα της ασθενείας του, να τον αναπληρώσει κάποιος άλλος Ιερέας, με την δική του ευθύνη και καθοδήγηση. Με την αναφορά αυτή κλείνει το θέμα το οποίο παρουσιάσαμε και κλείνει, διότι στο πλάι της αναφοράς του Ιερέα, υπάρχει μια σημείωση την οποία συναντούμε πολύ συχνά σε διάφορα έγγραφα «εις το αρχείον». Προφανώς το Υπουργείο δεν ασχολήθηκε περισσότερο με αυτό το θέμα, αφήνοντάς το ανοικτό άχρι καιρού, αναζητώντας μια ουσιαστική και μόνιμη λύση, η οποία και θα απάλλασσε τον Ιερέα από τα καθήκοντά του, αλλά και ο Ιερέας που θα κάλυπτε την θέση αυτή, θα ανήκε αποκλειστικά στο Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων.
Το 3ο Σύνταγμα του Πεζικού με αναφορά του, προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 3 Αυγούστου 1856, ζητά τον προβιβασμό του Ιερέως Παναγιώτη Πλατύκα, ο οποίος ήταν και αρχαιότερος του Ιερομονάχου Κυπριανού. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι ο εν λόγω Ιερέας υπηρέτησε στον ιερό αγώνα του έθνους, αναγνωρίσθηκε ως αξιωματικός και τιμήθηκε με το αργυρό παράσημο. Έχαιρε της εκτιμήσεως και του σεβασμού όλων, όπως αυτό καταγράφεται στην αναφορά, καθώς επίσης τονίζεται, ότι ήταν πατέρας πολυαρίθμου οικογενείας. Αυτό πιστεύω το παρουσιάζουν για να αποδείξουν, ότι η πολυάριθμη οικογένειά του, δεν αποτέλεσε εμπόδιο και τροχοπέδη, στην ακριβή και σωστή εκπλήρωση της αποστολής του.
Στη συνέχεια, ως προέκταση του ανωτέρω εγγράφου υπάρχει ένα άλλο, που επιγράφεται ꞉ « Έλεγχος Αρχαιότητας και υπηρεσίας του Ιερέως Παναγιώτη Πλατύκα». Το έγγραφο αυτό, που είναι υπηρεσιακό και υπογράφεται από τον Διοικητή του Συντάγματος στο οποίο ανήκε ο εν λόγω Ιερέας, στις 30 Αυγούστου 1856, θα λέγαμε αποτελεί τον προσωπικό φάκελο του Ιερέως και συντάχθηκε, προκειμένου να παρουσιασθεί το έργο και η προσφορά του, ώστε το Υπουργείο στη συνέχεια, έχοντας τα απαιτούμενα στοιχεία να προβεί στην προαγωγή του.
Από το φύλλο αυτό, συλλέγουμε τις εξής πληροφορίες ꞉ Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 7 Απριλίου 1800. Κατατάχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1854, ως Ιερέας του 2ου Τάγματος. Διορίστηκε στο 6ο Τάγμα της Γραμμής. Υπηρέτησε πέντε χρόνια στον ιερό αγώνα και παραβρέθηκε σε δύο εκστρατείες και στην πολιορκία του Μεσολογγίου, από 23 Μαΐου 1821 έως 14 Φεβρουαρίου 1826. Επίσης τιμήθηκε με τον «αργυρούν σταυρό». Και στο θέμα αυτό, αναμένουμε να συναντήσουμε τις ενέργειες στις οποίες το Υπουργείο θα προέβαινε, εάν και εφ’ όσον έκρινε, ότι συντρέχουν οι λόγοι για να προβιβάσουν τον Ιερέα Πλατύκα, όπως ζητούσε το Σύνταγμα, ως μια ηθική ανταμοιβή για το γενικότερο έργο και την προσφορά του.
Από τα ανωτέρω στοιχεία παρατηρούμε, ότι ο Ιερεύς Πλατύκας, κατατάχτηκε στο Στρατό σαν Στρατιωτικός Ιερέας, στην ηλικία των πενήντα τεσσάρων ετών. Δεν γνωρίζουμε από ποια ηλικία είχε ενδυθεί το τίμιο ράσο. Επίσης δεν αναφέρονται στοιχεία για το ποιος Αρχιερέας τον χειροτόνησε. Τα στοιχεία που αφορούσαν την χειροτονία του, σίγουρα τα γνώριζε η Ιερά Σύνοδος, η οποία και έδωσε την συγκατάθεσή της, για την πρόσληψή και τον διορισμό του. Και τέλος δεν αναφέρεται στο ανωτέρω έγγραφο, εάν στις εκστρατείες στις οποίες έλαβε μέρος, ήταν κληρικός ή λαϊκός. Πάντως η γενναιότητά του εκτιμήθηκε και αναγνωρίστηκε από την πολιτεία, γι’ αυτό και του απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού σταυρού.
Πέραν των ανωτέρω ερωτημάτων, που δεν μπορούμε να έχουμε κάποιες σαφείς απαντήσεις, αφού τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι ακριβή και πλήρη, αυτό που έχει σημασία είναι ότι μέσα στην καρδιά του έκαιγε ο πόθος της θυσίας και του μαρτυρίου, για την πατρίδα. Μέσα στην καρδιά του, όσο και αν φαίνεται περίεργο και πιστεύω ότι αυτό ήταν μια πεποίθηση όλων των αγωνιστών μας, που αγωνίζονταν ꞉ «για του Χριστού την πίστην την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν», έκαιγε ο πόθος του μαρτυρίου. Πορεύονταν προς ένα καινούριο και διαφορετικό μαρτύριο, ως νέοι μάρτυρες πλέον, πέραν της κατηγορίας των Νεομαρτύρων, που θα προσέθεταν όχι το όνομά τους, γιατί δεν τους απασχολούσε η υστεροφημία, αλλά το αίμα τους. Ήθελαν να ενώσουν το αγωνιστικό τους αίμα, με το αγιασμένο αίμα των Αγίων και των προγόνων τους και προγόνων μας, που ήθελαν και θέλουν, την χώρα μας ελεύθερη.
Το αν ήταν κληρικός ή λαϊκός, ο Ιερέας Παναγιώτης, κατά την διάρκεια της συμμετοχής του στις πολεμικές συρράξεις που έγιναν στον τόπο καταγωγής του, στην Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου και αυτό δεν έχει και τόσο σημασία. Σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές όλοι είχαν γίνει ένα, για τον ένα κοινό σκοπό. Ο ένα έπαιρνε δύναμη, θάρρος και κουράγιο, να συνεχίσει να αγωνίζεται, προκειμένου να φέρουν όλοι μαζί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έτσι το ράσο δεν ξεχώριζε και δεν υστερούσε σε αγωνιστικό φρόνημα σε τίποτα, από το αγωνιστικό φρόνημα των λοιπών ηρώων και αγωνιστών μας. Πολύ ωραία είχε γράψει ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Κιλίφης, στο βιβλίο του «Εκκλησία-Τουρκοκρατία-21», γι’ αυτή την ενότητα ꞉« το ράσο κόλπωνε μέσα του την ρωμιοσύνη και η ρωμιοσύνη κολπωνόταν μέσα στο ράσο».
Θα ήθελα τελειώνοντας την σημερινή μας αυτή επικοινωνία, να τελειώσω με τα λόγια του μακαριστού π. Τιμοθέου, ο οποίος επεξηγεί την παραπάνω θέση του και αποτελεί ένα σπουδαίο δίδαγμα για όλους εμάς σήμερα, που καλούμαστε να δώσουμε τις δικές μας μάχες, κάτω από αντίξοες συνθήκες, όπου ο εχθρός πολλές φορές δεν είναι και τόσο ορατός και αναγνωρίσιμος και το χειρότερο, είναι πολύ διπλωμάτης και ύπουλος. Η πίστη μας στο Θεό, η εμμονή μας στις ορθόδοξες ελληνικές παραδόσεις, η γνώση της ιστορίας μας και η αγάπη και ο σεβασμός μας γι’ αυτή την πατρίδα, που έδωσε τα πάντα σε όλο τον κόσμο, είναι τα εφόδια και τα όπλα μας, για να αντιμετωπίσουμε και να νικήσουμε, όλους εκείνους τους εχθρούς, που μας περικυκλώνουν επικίνδυνα και επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας μας και την αξιοπρέπεια του προσώπου μας.
Γράφει ο μακαριστός π. Τιμόθεος ꞉ « Αυτό δεν μπορεί να το ανατρέψει καμιά δύναμη. Η ρωμιοσύνη και η ορθόδοξη Εκκλησία και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας πορεύτηκαν αντάμα το δρόμο του μαρτυρίου τους, το δρόμο της σταυρικής τους πορείας κι’ επιβίωσαν χάρις στην πίστη τους στην Τριαδική Θεότητα. Χάρις στην ορθόδοξη παράδοση με τις άπειρες και παντοδύναμες διαστάσεις της. Μέσα από τη βυζαντινή εικόνα και το εκκλησιαστικό μέλος, μέσα από τα συναξάρια των αγίων και μέσα από τη ζωή των αρχαίων ηρώων κρατήθηκε η ελληνική ψυχή όρθια ως ότου βρήκε τη δύναμη και τίναξε από πάνω της τον τουρκικό ζυγό. Όσες προπαγάνδες κι αν θελήσουν ν’ αλλοιώσουν αυτή την ιστορική πραγματικότητα δεν θα το κατορθώσουν, γιατί μιλούν τα ίδια τα γεγονότα».
Συνεχίζεται {80}