(1857 -1860, Θ΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στο προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε παρουσιάσει και σχολιάσει δύο αναφορές δύο Στρατιωτικών Ιερέων, του Αρχιμ. Νικηφόρου Ρωμανίδη και του Αρχιμ. Στέφανου Σολίτη, οι οποίοι μέσα από τα γραπτά τους κείμενα, εξέφραζαν την πικρία τους, για την αδικία που προκλήθηκε σε αυτούς και κατ’ επέκταση σε όλους τους Ιερείς του στρατεύματος, με την μείωση του μισθού τους και γενικότερα με την αφαίρεση κάποιων δικαιωμάτων, έναντι των λοιπών Αξιωματικών του Στρατού, χωρίς να αναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες.
Όπως είχαμε τονίσει και το επαναλαμβάνουμε και σήμερα, αυτό που απασχολούσε τους συγκεκριμένους Ιερείς που αναφέραμε, δεν ήταν η μείωση του μισθού τους, ή η αφαίρεση δικαιωμάτων ή προνομίων. Αυτό που έβλεπαν πίσω από όλες αυτές τις κινήσεις, ήταν η αλλαγή στάσεως έναντι αυτών ως θεσμού και όχι ως προσώπων και του έργου τους, σε μια περίοδο που η προσφορά τους ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε μέσα από τα κείμενα της εποχής.
Έχουμε αναφέρει και παλαιότερα ότι οι Ιερείς του στρατεύματος και τότε και τώρα, δεν αποτελούσαν και δεν αποτελούν, μια φιγούρα εθιμική που ξεθωριάζει μέσα στο διάβα του χρόνου και χρειάζεται αντικατάσταση. Το έργο του Ιερέως μέσα στο στρατό, δεν μπορεί κανείς να το περιγράψει και να το οριοθετήσει, εάν δεν το ζήσει και δεν το προσεγγίσει μέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, που μέσα στη ζωή της είναι συνυφασμένη η πίστη, ο Χριστός, η Εκκλησία Του, αλληλένδετα όλα αυτά δεμένα και άρρηκτα ενωμένα σε μια κοινή πορεία με τα ήθη, τα έθιμα και της παραδόσεις του τόπου μας.
Επομένως αυτές οι αναφορές αποτελούσαν μια φωνή ξεχωριστή, μέσα στις φωνές που ακούγονταν τότε. Αυτές οι αναφορές αποτελούσαν μια κραυγή αγωνίας για το μέλλον και για την διατήρηση των θεσμών και των αξιών, που δεν έπρεπε τότε στο νεοσύστατο ελληνικό έθνος να χαθούν. Οι αναφορές αυτές επίσης, αποτελούσαν μια στάση ζωής, που ξεκινούσε από το παρελθόν με τους αγώνες και τις θυσίες αμέτρητων προσώπων, επωνύμων και ανωνύμων, λαϊκών και κληρικών, ανεξαρτήτου βαθμού, έφτανε στο παρόν με το μεγάλο δώρο της ελευθερίας το οποίο απολάμβαναν και καλούνταν να το διατηρήσουν με την ενότητα που έπρεπε να καλλιεργούν και προχωρούσε στο μέλλον, που εξασφάλιζε όλες κείνες τις προϋποθέσεις ώστε τα παιδιά τους, να ζήσουν μια ζωή ελεύθερη, που η δημιουργία και η πρόοδος θα τους χαρακτήριζε.
Αυτή η δημιουργία που θα επετύγχαναν μέσα πάλι από τους αγώνες τους, ήταν καρπός του αγώνα που προηγήθηκε και στον οποίο χύθηκε πολύ αίμα και ποτίστηκε η ελληνική γη από το ένα άκρο της, μέχρι το άλλο. Ήταν ένας αγώνας άνισος με μια χώρα που δοκιμάστηκε πάρα πολύ και γνώρισε με τον πιο σκληρό τρόπο τη σημαίνει να βρίσκεσαι κάτω από τον ζυγό του κατακτητή, που δεν υπολόγιζε τίποτα, προκειμένου να επιβληθεί, να καταστρέψει και να σβήσει και την πιο μικρή φλόγα που θα σκορπούσε φως και χαρά. Αυτό το μεγάλο δώρο της δημιουργίας, που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στον εαυτό του και το οποίο δεν αγοράζεται, δεν πουλιέται, δεν αντικαθίσταται, δεν μετριέται με τα μέτρα του κόσμου, το απολαμβάνεις και το αξιοποιείς, όταν βλέπεις που ήσουνα, που είσαι, που μπορείς να πας καλύτερα, αλλά και που μπορείς να καταλήξεις, εάν δεν προσέξεις τα βήματά και τις επιλογές σου.
Έτσι οι αναφορές αυτές και όσες θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, είχαν σκοπό να αφυπνίσουν συνειδήσεις, που είχαν επαναπαυθεί και είχαν ξεχάσει λίγο ή πολύ, τον κίνδυνο ο οποίος ακόμα ήταν ορατός και υπολογίσιμος. Είχαν σκοπό οι Ιερείς μας με έναν άλλο τρόπο να κηρύξουν και να υπενθυμίσουν στον καιρό της ειρήνης, το τεράστιο έργο το οποίο επιτέλεσε η Εκκλησία στους καιρούς τους χαλεπούς, τονίζοντας ότι και στον καιρό της ειρήνης, οι Ιερείς πάλι αγωνίζονταν, για την κατάκτηση υψηλοτέρων αγαθών και αξιών, που δεν θα αλλοίωναν το φρόνημα των ελλήνων και δεν θα διαφοροποιείτο από εκείνο των προγόνων τους.
Στις 10 Ιουλίου 1857, ο Ιερέας Βησσαρίων Λάσκαρης, καταθέτει μια αναφορά με το ίδιο θέμα. Απευθυνόμενος προς την Διοίκηση του Συντάγματος στο οποίο ανήκε, αναφέρει ότι οι Ιερείς, διορίζονταν με Βασιλικό Διάταγμα και ήταν : « πραγματικοί υπάλληλοι του στρατού καθ’ όσον ήτοι διηρημένοι εις τάξεις κατά βαθμόν και ο μισθός αυτών υποδιαιρήται και των λοιπών αξιωματικών και συνάμα υπάγονται εις όλας τας δια Βασιλικών διαταγμάτων και υπουργικών διαταγών επιβαλομένων κρατήσεων». Επίσης τονίζει στην αναφορά του ο Λάσκαρης, ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς με βάση τον κανονισμό της εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει και ακολουθούσαν, αντιστοιχούν με τους λοιπούς του στρατού υπαλλήλους, -εννοώντας τους αξιωματικούς- κατά βαθμό και τάξη, υπαγόμενοι στους αρχηγούς και λοιπούς αξιωματικούς ανωτέρους αυτών.
Στο τέλος της αναφοράς του, ζητούσε αφού ήταν διορισμένος με Βασιλικό Διάταγμα από το 1840, ως υπολοχαγός Ιερέας και υπηρετούσε συνεχώς σε αυτόν, να του χορηγηθεί η αύξηση του μισθού του, αφού ο Νόμος δεν ανέφερε ότι εξαιρούντο οι Ιερείς του Στρατού. Επίσης ζητούσε η αναφορά του αυτή να διαβιβαστεί προς το Υπουργείο : « το οποίον αφού ευαρεστηθή να ρίξη εν βλέμα νομικόν δικαιοσύνης επ’ αυτού του ιδίου νόμου να λάβη υπ’ όψιν του τα κατά καιρούς εκδοθέντα υψηλά Βασιλικά Διατάγματα εις και αυτόν τον κανονισμόν της εσωτερικής υπηρεσίας του πεζικού.»
Και αυτή η αναφορά, όπως και οι προηγούμενες, αλλά και οι επόμενες, προωθήθηκαν από τις Διοικήσεις στις οποίες οι ανωτέρω κληρικοί υπάγονταν, προς το Υπουργείο, προκειμένου να τοποθετηθεί και να δώσει απαντήσεις στα αιτήματα των. Όμως σε καμία από αυτές δεν απάντησε έστω και αρνητικά, μέχρι το σημείο αυτό, ούτε πάνω στις αναφορές υπήρξε κάποια σημείωση ή κάποια παρατήρηση, για να μπορούμε να πούμε οτιδήποτε. Αναμένουμε στη συνέχεια να δούμε εάν θα συναντήσουμε κάποιο έγγραφο του Υπουργείου, που να τοποθετείται επί του θέματος αυτού, ικανοποιώντας ή όχι τους Ιερείς επί του θέματος των, που επαναλαμβάνουμε δεν πρέπει και εμείς να το προσεγγίσουμε επιφανειακά, μέσα από την ανάγνωση των κειμένων αυτών, αλλά βλέποντας την ουσία των πραγμάτων.
Στις 9 Ιουλίου 1857, ο Ιερέας του 2ου Συντάγματος Πεζικού, Παναγιώτης Αντωνόπουλος, κατέθεσε μια αναφορά προς την Διοίκησή του, όπου ανέφερε, ότι τον πληροφόρησαν: « ότι δεν δικαιούνται της δια τον νόμον ψηφισθήσης ατομικής επιχορηγήσεως των εικοσιπέντε δραχμών κατά μήνα διότι δεν φέρει στρατιωτικόν βαθμόν.» Στη συνέχεια της αναφοράς του ο Ιερέας Αντωνόπουλος σημειώνει, ότι ο Στρατιωτικός Ιερέας είναι μέλος αναπόσπαστο του Στρατού όπως και οι γιατροί και ενεργούν την υπηρεσία τους, σύμφωνα με τον κανονισμό, λαμβάνοντας τις αποδοχές, όπως όλοι οι Αξιωματικοί.
Ακολουθεί μια ακόμα αναφορά, από τον Ιερέα Π. Αγαπάκη στις 9 Ιουλίου 1857, την οποία αποστέλλει προς το Φρουραρχείο της Ναυπλίας στο οποίο υπάγεται και έχει και αυτή η αναφορά την ίδια θεματολογία, όπως και οι προηγούμενες. Το Φρουραρχείο στις 13 Ιουλίου 1857, την αποστέλλει προς το Υπουργείο και το διαβιβαστικό έγγραφο της αναφοράς το υπογράφει ο Φρούραρχος, Συνταγματάρχης Νικολαίδης.
Με αυτή την αναφορά, κλείνουμε το κεφάλαιο εκείνο το οποίο παρουσιάσαμε και σχετίζεται με ένα θέμα το οποίο όσο και αν φαίνεται απλό ή ανάξιο παρουσιάσεως ή ακόμα και σχολιασμού, εντούτοις κρύβει πολλά πράγματα, πολλές αλήθειες, που όλα αυτά πρέπει να τα συνδυάσουμε και να τα ερμηνεύσουμε, μέσα στο πνεύμα εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης και με τα πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν στην εξουσία και γενικότερα για την στάση των, έναντι της Εκκλησίας και των λειτουργών Της. Αυτό το θέμα ανοίγει πολλά παράθυρα και ακόμα περισσότερες συζητήσεις, που μπορεί να μας οδηγήσουν μέχρι στις ημέρες μας.
Καλούμαστε μέσα από αυτά τα απλά πράγματα, να κοιτάξουμε και να προσέξουμε, να μην επαναλαμβάνουμε λάθη του παρελθόντος και σε καμία περίπτωση, να μην υιοθετούμε καταστάσεις, που μας έχουν αποδείξει ότι δεν μας ωφελούν, δεν μας βοηθούν στο να λύνουμε τα προβλήματά μας, απεναντίας μας οδηγούν στο να δημιουργούμε καινούρια και να προσθέτουμε περισσότερες έγνοιες και μέριμνες, μέσα στην πολυκύμαντη καθημερινότητά μας. Εάν πολλές φορές διαβάζαμε την ιστορία μας, την γνωρίζαμε και την κατανοούσαμε όπως έπρεπε, πολλά από αυτά τα οποία και σήμερα ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία και δημιουργούν μια ανυπόφορη και αποπνικτική κατάσταση και ατμόσφαιρά, δεν θα υπήρχαν και θα μπορούσαμε απερίσπαστοι να μεγαλουργούμε και να δημιουργούμε, χτίζοντας τα οικοδομήματά μας, πάνω σε γερές και ασφαλείς βάσεις, που θα αντέχουν στα
κάθε λογής χτυπήματα της κάθε εποχής και θα διευρύνουν ταυτόχρονα και τους πνευματικούς μας ορίζοντες, προς ένα δρόμο πνευματικής αναγέννησης και μεταμόρφωσης, είτε προσωπικής είτε συνολικής, με το ίδιο αποτέλεσμα και κέρδος.
Συνεχίζεται {85}
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.