(1857-1860, IΓ ΄ ΜΕΡΟΣ)
Οι αναφορές από τα Φρουραρχεία και τα Τάγματα δεν έχουν τελειωμό. Συνεχώς κατατίθενται και αποστέλλονται προς το Υπουργείο νέα αιτήματα που αφορούν την θρησκευτική υπηρεσία και τις ανάγκες που προέκυπταν. Μέσα από τα έγγραφα αυτά, φαίνεται το ενδιαφέρον και η αγωνία των Φρουράρχων και Διοικητών, να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτές, ζητώντας την συνδρομή της Εκκλησίας και την έγκριση της Πολιτείας, για τις ενέργειές τους.
Τα έγγραφα τα οποία αποστέλλονται προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, δεν είναι τυποποιημένα και απρόσωπα. Δεν είναι κείμενα που γράφτηκαν απλώς για να γραφτούν και να τεθούν στην συνέχεια στο αρχείο. Τα κείμενα αυτά φέρουν την προσωπική σφραγίδα του κάθε προσώπου που υπογράφει το έγγραφο αυτό και φέρει την ευθύνη των αναγραφομένων, αλλά και έχει προσωπική θέση και άποψη για το θέμα το οποίο τον ενδιαφέρει και τον απασχολεί, αφού και αυτός αποτελεί ένα μέρος του συνόλου.
Σε αντίθεση με την παραπάνω τοποθέτηση, τα έγγραφα που προέρχονται από το Υπουργείο, όπως και άλλες φορές έχουμε επισημάνει, είναι τυποποιημένα, γραμμένα με μια ξύλινη και διπλωματική γλώσσα, που δεν πρέπει να ξεφεύγει από το γράμμα του νόμου και την τάξη που πρέπει να τηρηθεί, χωρίς να βλέπει πρόσωπα, καταστάσεις και ανάγκες που υπάρχουν. Δεν φαίνεται μέσα από τις απαντήσεις που δίνονται στα έγγραφα αυτά, να υπάρχει διάθεση να δουν τα θέματα πιο προσωπικά, πιο ανθρώπινα. Δεν θέλουν να σκύψουν και να προσεγγίσουν λίγο διαφορετικά τα αιτήματα αυτά, προκειμένου να αμβλυνθεί η απόσταση που πολλές φορές υπάρχει και να υπάρξει έτσι μια κοινωνία, που μέσα από αυτή, θα λύνονται τα προβλήματα, δεν θα μεγαλώνουν και δεν θα δημιουργούνται μεγαλύτερα.
Το Φρουραρχείο της Στυλίδας, στις 28 Νοεμβρίου 1857, απευθυνόμενο προς το Υπουργείο, αναφέρει ότι ανέθεσαν στον Ιερέα Νικόλαο Δεληγιάννη, την θρησκευτική υπηρεσία της Φρουράς, με το ποσό των δέκα δραχμών, όπως έπαιρνε και ο προηγούμενος Ιερέας. Όμως ο κληρικός ατός που προσελήφθη, δεν ήταν πνευματικός και έτσι δεν μπορούσε να εξομολογεί. Ζητά το Φρουραρχείο την άδεια να καλούν κάποιον άλλον κληρικό από την Λαμία, προκειμένου να τελεί την Ιερά Εξομολόγηση στους επιθυμούντας και να δίνεται και σε αυτόν το ποσό των δέκα δραχμών.
Το Υπουργείο με έγγραφο που αποστέλλει στο Φρουραρχείο, εγκρίνει την ανάθεση της θρησκευτικής υπηρεσίας στον ανωτέρω Ιερέα και επειδή δεν έχει την άδεια να εξομολογεί, επιτρέπει να καλούν κάποιον πνευματικό, που θα θεραπεύει την πνευματική αυτή ανάγκη, τελώντας το μυστήριο της καθάρσεως και του αγιασμού, δίνοντάς του το ποσό των δέκα δραχμών.
Το Φρουραρχείο της Τρίπολης στις 14 Δεκεμβρίου 1857, αναφέρει ότι ο Ιερέας της Φρουράς Σακελλάριος, απεβίωσε. Πέρα από την ανακοίνωση του θανάτου του Ιερέως, το Φρουραρχείο αναφέρει στο έγγραφο αυτό, ότι κατά τα δύο τελευταία χρόνια, εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, αλλά και το ότι ήταν ηλικιωμένος, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που είχε η Φρουρά και ως εκ τούτου η θρησκευτική υπηρεσία εκτελείτο από κάποιον άλλον κληρικό, ονόματι Ιωάννη Αρσενόπουλο, ο οποίος σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχε εισπράξει καμία ανταμοιβή για την διακονία του, αφού το μισθό εκείνο τον ελάμβανε ο κανονικός Ιερέας της Φρουράς, αλλά και ούτε είχε ζητήσει τίποτα.
Μετά το θάνατο του διορισμένου και κανονικά τοποθετημένου Ιερέως, το Φρουραρχείο προτείνει, να προσληφθεί στη θέση του αποθανόντος, ο Ιερέας Ιωάννης, ο οποίος ήταν ένας ενάρετος και σεβάσμιος κληρικός, όπως χαρακτηρίζεται στο έγγραφο αυτό, που συνέχιζε να επιτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα με ζήλο και υπευθυνότητα και έχοντας πολυμελή οικογένεια. Τελειώνει το Φρουραρχείο την εισήγησή του, προτείνοντας να λαμβάνει την αντιμισθία των είκοσι δραχμών πλέον αυτός, όπως λάμβανε και ο προηγούμενος Ιερέας.
Μετά το έγγραφο που παρουσιάσαμε, ακολουθεί μια αναφορά του Ιερέως Ιωάννη Αρσενόπουλου, την οποία κατέθεσε στις 24 Δεκεμβρίου 1857 και απευθυνόταν προς το Υπουργείο. Προφανώς αυτή η αναφορά να συντάχθηκε κατόπιν υποδείξεως του Φρουραρχείου και έχοντας λάβει γνώση του εγγράφου που προηγήθηκε. Η προσωπική αυτή αναφορά, θα βοηθούσε ενδεχομένως στο να εγκρίνει το Υπουργείο την τοποθέτησή του στη Φρουρά, στη θέση του αποθανόντος Παναγιώτη Σακελλάριου.
Ο Αρσενόπουλος στην αναφορά του αναφέρει, ότι γεννήθηκε στην Τρίπολη στην επαρχία Μαντινείας, όπου και κατοικεί και είναι Ιερέας εκεί. Πριν χειροτονηθεί, είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες που δόθηκαν για την ελευθερία της πατρίδας, έχοντας υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις, όπως αυτό το αποδεικνύεται μέσα από σχετικά έγγραφα τα οποία προσκόμισε. Το 1856, διατάχθηκε από το Υπουργείο να αναπληρώσει τον ασθενή Εφημέριο της Τρίπολης. Με το θάνατό του, ζητά από το Υπουργείο να τον αναγνωρίσει ως Στρατιωτικό Εφημέριο της Φρουράς και να λαμβάνει πλέον εκείνος την αντιμισθία που του αναλογεί και αν αυτό είναι εφικτό, να του γίνει μια μικρή αύξηση, διότι είχε πολυμελή οικογένεια.
Η αναφορά αυτή επιστέφεται από το Υπουργείο στο Φρουραρχείο, προκειμένου να εκφέρει άποψη για τον εν λόγω κληρικό. Βεβαίως αυτή η επιστροφή της αλληλογραφίας μας δημιουργεί ένα ερωτηματικό. Γιατί το Υπουργείο επιστρέφει πίσω την αναφορά του Ιερέως και ζητά να τοποθετηθεί το Φρουραρχείο την στιγμή που το Φρουραρχείο με έγγραφό του ήδη πριν την αναφορά αυτή, είχε προτείνει τον εν λόγω κληρικό, ως άξιο και κατάλληλο για να καταλάβει την συγκεκριμένη θέση και να συνεχίσει το έργο του χωρίς καμία διακοπή και χωρίς στην πραγματικότητα να αλλάξει κάτι, παρά μόνο η τοποθέτησή του, με υπουργική απόφαση.
Το Φρουραρχείο εκ νέου τοποθετείται και εκφράζεται με πολύ θετικά σχόλια για το πρόσωπο του Ιερέως Ιωάννου και έτσι το Υπουργείο, στις 3 Ιανουαρίου 1858, με έγγραφό του προς το 1ο Σύνταγμα και με κοινοποίηση στο Φρουραρχείο της Τρίπολης και το Στρατιωτικό Λογιστήριο, εγκρίνει την τοποθέτηση του Ιερέως Αρσενόπουλου στην Φρουρά, με μισθό είκοσι δραχμές.
Ήδη με το προηγούμενο έγγραφο που αφορούσε τον Ιερέα Αρσενόπουλο, μπήκαμε στο έτος 1858. Ένα νέο έτος ξεκινά, με νέα αιτήματα και θέματα, τα οποία θα ξεδιπλώσουμε μέσα από την έρευνα των σχετικών εγγράφων που υπάρχουν και τα οποία θα σας παρουσιάσουμε, φωτίζοντας κάποιες πτυχές από την καθημερινότητα της εποχής εκείνης. Μέσα από τα έγγραφα αυτά, φέρνουμε στην δημοσιότητα την απλή και καθημερινή ζωή κάποιων ανθρώπων, όπου το σχήμα το οποίο έφεραν και το λειτούργημα το οποίο επιτελούσαν, τους έκανε να στέκονται ψηλά, χωρίς όμως να είναι μακριά από τον κόσμο, χωρίς να ζουν αποκομμένοι και αποξενωμένοι, σε έναν δικό τους κόσμο όπως τον ήθελαν, που όμως απείχε από την σκληρή πολλές φορές πραγματικότητα.
Ζούσαν και ανέπνεαν τον ίδιο αέρα με τους λοιπούς ανθρώπους, αφού και αυτοί ήταν ένα κομμάτι του συνόλου. Κινούνταν στον ίδιο χώρο με τους λοιπούς ανθρώπους και ζούσαν με ένα τρόπο, ώστε να αφουγκράζονται τον παλμό και τις απαιτήσεις που είχε η κοινωνία και ο τόπος και μέσα από τα προβλήματα και τις δυσκολίες, είτε τις προσωπικές είτε τις υπηρεσιακές είτε τις γενικότερες μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο στο οποίο κινούνταν και δραστηριοποιούνταν, να τις αντιμετωπίζουν με πιστή, θάρρος και ανδρεία, δίνοντας μάχες και μέσα από τα άψυχα αυτά χαρτιά τα οποία μελετούμε, προσπαθώντας πολλές φορές να κατακτήσουν ή να κερδίσουν το δίκιο τους ή και το αυτονόητο, που όμως αυτό το αυτονόητο πολλές φορές είναι διαφορετικό από εποχή σε εποχή.
Γι’ αυτό και το κάθε έγγραφο έχει την αξία του και την σημασία του, ακόμα και αν κάποια από αυτά μας φαίνονται κουραστικά, ανιαρά ή έγγραφα χωρίς νόημα ή ενδιαφέρον, όπως παρουσιάζονται. Εμείς τα παρουσιάζουμε έτσι όπως είναι και καλούμαστε να γνωρίσουμε αυτά τα πρόσωπα και να μοιραστούμε τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους. Σε αυτό το σημείο θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι σε αυτές τις αναφορές που κάνουμε, παρουσιάζουμε κάποια έγγραφα και όχι όλα όσα έχουν διασωθεί, διότι κάποια είναι επανάληψη προηγουμένων ή κάποια άλλα αφορούν το ίδιο θέμα. Παρουσιάζουμε όλα εκείνα τα έγγραφα, που μέσα και από μια τους απλή λέξη, έχουν να μας δώσουν πολλά μηνύματα, αρκεί να έχουμε την διάθεση να εισπράξουμε όλα εκείνα τα οποία χρειαζόμαστε για την δική μας πορεία στο παρόν, με την προοπτική του μέλλοντος, στηριζόμενοι πάντοτε στο παρελθόν μας.
Στις 16 Ιανουαρίου 1858, ένας Ιερομόναχος ονόματι Ζωσιμάς, αποστέλλει μια επιστολή προς τον Βασιλέα. Στην επιστολή αυτή διαβάζουμε ότι ο εν λόγω κληρικός, ζούσε στην ελεύθερη Ελλάδα σαράντα χρόνια, έχοντας λάβει μέρος σε πολλές μάχες, εκπληρώνοντας το χρέος και την αποστολή του όπως καταγράφει ο ίδιος, προς την πατρίδα.
Έφυγε από την Ήπειρο την πατρίδα του, αφήνοντας πίσω του την πατρική περιουσία: «λάφυρα του αγαρηνού», ενώ την χρηματική του περιουσία: «όσην ηδυνήθην να φέρω μεθ’ εαυτού επρόσφερα εις τα ταμεία της αγωνιζόμενης πατρίδας ανεπιστρεπτί». Ότι έκανε το έκανε όπως πάλι ο ίδιος αναφέρει στην επιστολή του, το έκανε έχοντας υπ’ όψιν του : « ότι έκαστος κατά χρέος οφείλει να προσφέρη πάσα ουσία προκειμένου περί πατρίδας». Στην πολύ ωραία αυτή επιστολή, ο Ζωσιμάς αναφέρει, ότι είχε χρηματίσει και Ιερέας σε κάποιον Ναό της πρωτεύουσας, χωρίς όμως να τον αναφέρει. Ζητά στο τέλος από τον Βασιλέα να τον διορίσει ως Στρατιωτικό Ιερέα.
Η επιστολή αυτή χωρίς να γνωρίζουμε ποία ήταν η επεξεργασία της από τα αρμόδια όργανα και αν έφτασε μέχρι τον Βασιλέα, τέθηκε στο αρχείο όπως και άλλες παρόμοιες που είχαμε συναντήσει στο παρελθόν. Πάντως και μέσα από αυτήν την επιστολή, μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να υποκλιθούμε με πολύ σεβασμό, μπροστά σε ένα πρόσωπο καθαρό, αγνό, με αισθήματα πατριωτικά και με κίνητρο για ότι έκανε και προσέφερε, μόνο την αγάπη του προς την πατρίδα. Ήταν ένας λεβέντης Έλληνας, που σεβόταν τους προγόνους του και αγωνιζόταν να τους μοιάσει, ως άξιος συνεχιστής του έργου και της προσφοράς τους, κάνοντας τοπ καθήκον του. Ήταν όμως και ένας άξιος κληρικός που τιμούσε το ράσο που φορούσε και αγωνιζόταν με διάφορους τρόπους, κατά περίπτωση και περίσταση: «υπέρ πίστεως και πατρίδας».
Συνεχίζεται {89}
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.