(1856 -1860, Γ ΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στις 20 Ιουνίου 1856, ο Ιερεύς Γεώργιος Παπανικολάου, αποστέλλει μια αναφορά προς την Βασίλισσα και μέσα από αυτό το έγγραφο γνωρίζουμε βασικά στοιχεία για τον αποστολέα του κειμένου αυτού. Τα έγγραφα αυτά, πέραν του ότι αποτελούν μια προσωπογραφία του συντάκτη, έχουν ιδιαίτερη αξία και σημασία, διότι μπορούμε να συλλέξουμε πληροφορίες και για άλλα θέματα, που μπορεί να φανούν χρήσιμα στην ιστορική μελέτη και έρευνα και να διαφωτίσουν κάποιες πτυχές που μέχρι σήμερα δεν τις γνωρίζουμε.
Ο Ιερέας Γεώργιος, μέσα από την αναφορά του, ζητά να προσληφθεί ως Στρατιωτικός. Αυτή ήταν η αιτία που τον έκανε να συντάξει την αναφορά αυτή και να την αποστείλει κατευθείαν προς την Βασίλισσα, όπου πίστευε ότι το αίτημά του θα ικανοποιείτο αυτή την φορά, διότι και στο παρελθόν όπως θα δούμε στη συνέχεια, είχε καταθέσει παρόμοιες αναφορές, οι οποίες όμως δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα για αυτόν. Ήταν έγγαμος κληρικός και είχε έλθει πρόσφυγας από την Θεσσαλία, χωρίς την πολυάριθμη οικογένεια του, αφήνοντάς την: « εις την διάκρισιν του εχθρού ήδη λιμώτουσαν».
Υπήρξε αρχηγός δύο τμημάτων του απελευθερωτικού αγώνα στα Γρεβενά, με βάση αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε από τους αρχηγούς Χατζηπέτρου και Θεόδωρο Ζιάκα, με τους οποίους πολέμησε μαζί. Μετά τον ερχομό του στην Αθήνα, με την άδεια του Μητροπολίτου Αθηνών, διορίστηκε ως τακτικός εφημέριος σε μια ενοριακή εκκλησία, που αποτελείτο από εικοσιοκτώ οικογένειες. Η παραμονή του στην Αθήνα ήταν πάρα πολύ δύσκολή. Τα προβλήματα και οι δυσκολίες που καλείτο να αντιμετωπίσει πάρα πολλές, ενώ η φτώχεια και η ανέχεια, επιδείνωναν ακόμα περισσότερο την ήδη βεβαρημένο βίο του. Για να δείξει την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αναφέρει κατά λέξη : « όπου τρώγω μόλις δια να ζω μόνον».
Ζητά «μετά δακρύων», από την Βασίλισσα, την οποία προσφωνεί «πολυευσπλαχνικωτάτη», να τον διορίσει στο νεοσχηματισθέν Τάγμα των Ακροβολιστών, ώστε μόλις αποκατασταθεί, να μπορέσει να φέρει και την οικογένειά του. Επίσης αναφέρει, ότι και στο παρελθόν είχε καταθέσει δύο ακόμα αναφορές με το ίδιο αίτημα : «αλλά τινές ιδιοτελείς φέροντες δια σοφισμάτων προσκόμματα»και έτσι δεν επιτεύχθηκε αυτό που ζητούσε και επιθυμούσε.
Το να σε κατηγορήσουν και να προσπαθήσουν να διαστρεβλώσουν την αλήθεια, είναι κάτι το οποίο το συναντούμε σε κάθε εποχή. Η κατηγορία και το ψέμα, δεν είναι φαινόμενο ή «προνόμιο», κάποιας εποχής. Δεν υπάρχει λαός, έθνος, κοινωνία, στην οποία δεν θα συναντήσουμε τα παραπάνω, με ότι αυτά φέρουν αυτά σαν επακόλουθα. Έτσι δεν μας παραξενεύει το γεγονός ότι και τον συγκεκριμένο κληρικό τον κατηγόρησαν και προφανώς του δημιούργησαν και άλλα προβλήματα, πέραν του ότι δεν προώθησαν τις αναφορές του ή το ότι δεν προσελήφθηκε ως Στρατιωτικός Ιερέας.
Δεν γνωρίζουμε γιατί τον κατηγόρησαν και ποιοί ήταν οι κατήγοροί του. Πιστεύω ότι δεν έχει και τόσο σημασία τα ανωτέρω. Σημασία έχει να καταλάβουμε και να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στα λόγια, στις εκφράσεις, στις κρίσεις μας και γενικότερα στη στάση και στην συμπεριφορά μας, έναντι των συνανθρώπων μας, που μπορεί από ένα λάθος, μια απροσεξία ή και από επιπολαιότητα και δόλο, ένας άνθρωπος να ταλαιπωρηθεί, ακόμα και να υποφέρει εξαιτίας της μικροψυχίας μας, χάνοντας την ηρεμία, την ησυχία και την γαλήνη του την εσωτερική, αλλά και την εξωτερική, αλλά κάποιες φορές ακόμα και την ίδια του την ζωή, οδηγώντας τον στον θάνατο.

Είναι πολύ ωραίο να δούμε, πως τα γράφει ο ίδιος ο Ιερέας Παπανικολάου, κάνοντας μια κατάθεση ψυχής, όπως αυτή μπορεί να αποτυπωθεί μέσα από τις λέξεις, σε ένα άψυχο χαρτί. Γράφει : « ιδού επιτέλους η ανταμοιβή αντί μάνα χολής και αντί μέλιτος όξος. Επίσης ανταμοιβομένη ως φαίνεται και της αρετής και της κακίας». Στο τέλος της αναφοράς αυτής τονίζει, ότι για την διαγωγή του και το ήθος του κατέθεσε ένα πιστοποιητικό από τους ενορίτες του, οι οποίοι γνώριζαν τον πνευματικό τους πατέρα και ήξεραν τον άνθρωπο εκείνο στον οποίο είχαν εμπιστευθεί τις ψυχές των.
Η αναφορά αυτή, χωρίς να ξέρουμε εάν έφτασε στα χέρια της Βασίλισσας και αν έλαβε γνώση των αναγραφομένων σε αυτή, ξέρουμε μέσα από τις σημειώσεις που έχουν σημειωθεί, ότι στις 27 Ιουνίου 1856, τέθηκε στο αρχείο όπως και οι προηγούμενες αναφορές του, καθώς επίσης και άλλες αναφορές άλλων Ιερέων που τις έχουμε συναντήσει στο παρελθόν.
Στις 5 Μαΐου 1856, ένας άλλος κληρικός, ο Ιερέας Αργύριος Παπαδόπουλος, κατέθεσε αναφορά προς το Βασιλικό Φρουραρχείο του Ρίου, με την οποία ζητούσε να διοριστεί Ιερέας της Φρουράς, μετά την παραίτηση του προηγουμένου κληρικού. Η αναφορά αυτή, αυθημερόν αποστέλλεται στο Υπουργείο και αυτό στις 10 Μαΐου 1856, την αποστέλλει στο Εκκλησιαστικών και εκείνο με τη σειρά του στην Ιερά Σύνοδο, η οποία και είχε τον τελευταίο λόγο στο θέμα αυτό.
Στις 25 Ιουλίου 1856, το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, απαντά στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, σχετικά με το αίτημα διορισμού κληρικού στο στρατό. Η Ιερά Σύνοδος δια του υπ’ αριθμόν 5973 εγγράφου της, αφού εξέτασε το θέμα, ενέκρινε ως άξιο και ικανό τον ανωτέρω Ιερέα, που διέμενε στην Πάτρα, για να διοριστεί ως Στρατιωτικός Εφημέριος της εν Ρίο Φρουράς. Τις πληροφορίες για την εν γένει διαγωγή του προτεινομένου κληρικού, η Ιερά Σύνοδος τις συνέλεξε από τον Αρχιερέα της Πάτρας, όπως αναφέρεται στο συγκεκριμένο έγγραφο.
Έτσι με την έγκριση της Εκκλησίας, ένας ακόμη κληρικός προστίθεται στο δυναμικό των Στρατιωτικών Ιερέων, που έρχεται και εκείνος με τον δυναμισμό και την ενεργητικότητά του, μα πάνω από όλα με την πίστη και την αγάπη του στο Θεό να καλλιεργήσει το «γεώργιον» εκείνο, που θα φέρει καρπό πολύ, εάν και εφ’ όσον ο γεωργός εργασθεί ως άξιος εργάτης, μέχρι την ενδεκάτη ώρα, λαμβάνοντας στο τέλος, τον μισθό της άξιας εργασίας του, από τον Κύριο της Δόξης.
Στις 21 Ιουνίου 1856, ο Λόχος των Απομάχων αποστέλλει αναφορά προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στην οποία αναφέρει ότι ο Ιερέας της Φρουράς, Παναγιώτης Αντωνόπουλος, με βάση διαταγής, προσκολλήθηκε, στο 3ο Τάγμα των Ακροβολιστών. Ζητά επί του θέματος αυτού, περισσότερες διευκρινήσεις για το τι να κάνουν, παρακαλώντας ταυτόχρονα το Υπουργείο να αφήσει στην Φρουρά τον ανωτέρω κληρικό, γιατί είναι ο μόνος κατάλληλος για τη θέση αυτή : «διότι εν τω διαστήματι δύο ετών έδειξεν την μεγαλυτέραν επιμέλειαν και ακρίβειαν της εκπληρώσεως των θρησκευτικών τούτου καθηκόντων».
Πόσο σεβασμό και τιμή για τον Ιερέα τους, κρύβουν και παράλληλα αποκαλύπτουν, τα παραπάνω λόγια του συντάκτη του εγγράφου εκείνου. Το έργο το οποίο είχε επιτελέσει ο ανωτέρω Ιερέας, τον καταξίωσαν στα μάτια των προϊστάμενων του, αλλά και των υφισταμένων. Ένα έργο το οποίο εκτιμήθηκε και αναγνωρίστηκε, με τον καλύτερο τρόπο, αφού η απήχησή του ήταν μεγάλη και ισχυρή, στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, που τον ένοιωθαν κοντά τους, μα πάνω από όλα έβλεπαν το ανύσταχτο ενδιαφέρον και την ανυπόκριτη αγάπη του, για το λειτούργημα το οποίο επιτελούσε: «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης».
Τα δύο χρόνια παραμονής και διακονίας του στον Λόχο, ήταν ικανά να αναδείξουν τα χαρίσματά και τα τάλαντα, με τα οποία είχε προικίσει ο Θεός, τον συγκεκριμένο κληρικό και τον έκαναν να χαίρει τις εκτιμήσεως και του σεβασμού για το σχήμα το οποίο έφερε και το τιμούσε με τον καλύτερο τρόπο. Πόση χαρά και δύναμη προσέφεραν αυτά τα λόγια στον Ιερέα Αντωνόπουλο, αλλά και πόση χαρά και ευθύνη, εναποθέτουν στους νεότερους, που πρέπει να φανούμε αντάξιοι των προκατόχων μας, αλλά και των απαιτήσεων της Εκκλησίας μας, για τις ανάγκες που υπάρχουν στην εποχή που ζούμε.
Συνεχίζεται {79}
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.