1858-1860, Γ΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Σε προηγούμενη αναφορά μας, είχαμε παρουσιάσει έγγραφο του Βασιλέως Όθωνα, με το οποίο κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού των Στρατιωτικών, έθετε εκτός του στρατεύματος τον Ιερέα Δημήτριο Κουμαριανό. Μετά λοιπόν την αποστρατεία του ανωτέρω Ιερέως, ο Υπουργός με έγγραφό του προς τον Βασιλέα, στις 5 Μαΐου 1858, ζητά να εγκριθεί η τοποθέτηση του Ιερέως Ανθίμου Ιωάννου, της Μοίρας Πυροβολικού, στην Φρουρά του Ναυπλίου. Στις 21 Ιουνίου 1858, με απόφαση του Βασιλέως, εγκρίνεται η ανωτέρω πρόταση και πλέον τη θέση στη Φρουρά του Ναυπλίου την καταλαμβάνει ο Ιερέας Άνθιμος. Το ανωτέρω διάταγμα το υπογράφει εν ονόματι του Βασιλέως, η Βασίλισσα Αμαλία.
Το Φρουραρχείο της Υπάτης στις 21 Μαΐου 1858, απευθυνόμενο προς το Υπουργείο, αναφέρει ότι ο Ιερέας της Φρουράς, Αθανάσιος Οικονόμου, απεβίωσε και ζητά την αντικατάστασή του. Στο έγγραφο και αίτημα αυτό του Φρουραρχείου, το Υπουργείο στις 26 Μαΐου 1858, με απόφασή του δεν εγκρίνει την αντικατάσταση του Ιερέως, διότι όπως αναφέρει δεν κρίνει απαραίτητη και αναγκαία την μόνιμη παρουσία Ιερέως στην εν λόγω Φρουρά με την αναπλήρωση της θέσεως αυτής με νέο μόνιμο κληρικό.
Το Υπουργείο για μια ακόμα φορά προτείνει στο έγγραφό του, μια πρόχειρη λύση και εντελώς επιφανειακή, χωρίς να αγγίζει την ουσία του θέματος και χωρίς να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες και πνευματικές απαιτήσεις της Φρουράς. Το Υπουργείο αναφέρει ότι εάν χρειαστεί να τελεστεί στη Φρουρά κάποια ιεροπραξία, να προσκαλέσουν κάποιον κληρικό από την περιοχή εκείνη και να κανονίσουν με τις αρχές του τόπου, την αντιμισθία την οποία θα του προσφέρουν. Αυτή την λύση την έχουμε συναντήσει πολλές φορές στο παρελθόν, που όμως μπορεί να υπάρξει μόνο σαν λύση ανάγκης και όχι ως μόνιμη όπως την παρουσιάζουν και την επιβάλλουν σε κάθε περίπτωση, χωρίς να εξετάζουν τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να υπάρχουν.
Με αυτές τις λίγες άχρωμες και άγευστες λέξεις, αποτυπωμένες σε ένα άψυχο και απρόσωπο έγγραφο, το Υπουργείο καταθέτει την απόφασή του, την οποία θα εκτελέσουν ως διαταγή οι αποδέκτες του εγγράφου αυτού και βεβαίως χωρίς να φέρουν καμία αντίρρηση. Ακόμα και αν υπάρξει αντίρρηση ή εάν επανέλθουν επί του θέματος με μια καινούρια γραπτή τοποθέτηση, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να εισπράξουν μια ακόμα οριστική άρνηση και στη συνέχεια να τεθεί στο αρχείο η υπόθεση, αφού δεν θα υπάρξουν άλλα περιθώρια για να ξανασυζητηθεί.
Το έγγραφο αυτό μοιάζει πάρα πολύ με το έγγραφο το οποίο παρουσιάσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας. Μοιάζει όχι ως προς την θεματολογία, αλλά ως προς την φιλοσοφία και την αντιμετώπιση παρόμοιων θεμάτων. Στο προηγούμενο έγγραφο, το αίτημα ήταν να χορηγηθεί μια αύξηση στην αντιμισθία του Ιερέως, για το έργο το οποίο επιτελούσε. Η απάντηση ήταν απλή και σαφής, ο Ιερέας να περιοριστεί στις απαραίτητες και απόλυτες ανάγκες της υπηρεσίας. Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω από αυτό που αναλογεί στο έργο το οποίο προσφέρει και έτσι δεν θα έχει αξιώσεις για αύξηση του μισθού του.
Στο σημερινό έγγραφο δεν κρίνεται αναγκαία η μόνιμη παρουσία του Ιερέως στην Φρουρά της Υπάτης. Υπήρχε παλιότερα Ιερέας, απεβίωσε, τώρα βρίσκουμε ευκαιρία και καταργούμε τη θέση αυτή και έτσι «γλυτώνουμε», έναν μισθό, μια θέση. Πάλι το έργο το ποιμαντικό και στην περίπτωση αυτή, περιορίζεται μόνο όταν χρειάζεται να τελεστεί κάποια ιεροπραξία και αυτή με έναν Ιερέα σήμερα, αύριο με κάποιον άλλο, μόνο και μόνο για να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει, ως μια καθαρά τυπική πράξη, χωρίς να βλέπουμε την αναγκαιότητα της πράξεως αυτής, ως συνέχιση της παράδοσης και της πίστης μας.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις και όχι μόνο, τα πάντα ερμηνεύονται με βάση οικονομικά κριτήρια. Τα πάντα εξετάζονται μέσα από το αν υπάρχει κάποιο οικονομικό όφελος, καταστρατηγώντας θεσμούς, αξίες, παραδόσεις. Βλέπουμε δυστυχώς κάποια λάθη που γίνονται σήμερα, να μην είναι καινούρια, να μην τα συναντούμε για πρώτη φορά, αλλά να έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν. Δυστυχώς πολλά λάθη από το παρελθόν, αντί να τα διαγράψουμε και να μην τα επαναλαμβάνουμε, αφού βλέπουμε την καταστροφή που έχουν προκαλέσει, εμείς σε πείσμα και άρνηση να διδαχθούμε από την ιστορία μας, επιστρέφουμε σε αυτά και στις λανθασμένες μας επιλογές, που μας φέρνουν ακόμα πιο πίσω, αντί να μας πηγαίνουν μπροστά.
Μιλούμε για πρόοδο, αλλά αυτή η πρόοδος δεν συναντά, ούτε θέλει να βλέπει την ιστορία και το παρελθόν. Μιλούμε για πρόοδο, αλλά αυτή η πρόοδος έχει μια ορισμένη θεματολογία, απορρίπτοντας πράγματα τα οποία προσέφεραν και προσφέρουν αναμφισβήτητα μέχρι και σήμερα πολύτιμη παρακαταθήκη για το παρόν και το μέλλον. Μιλούμε για πρόοδο, αλλά δεν θέλουμε το φως, την πρόοδο, την ελευθερία και άλλες αξίες, ώστε να μπορούμε να κινούμαστε μπροστά και να προοδεύουμε, χωρίς στεγανά και χωρίς σωματικές και πνευματικές αγκυλώσεις, που περιορίζουν τον άνθρωπο να έχει μια πραγματική πρόοδο σε όλους τους τομείς και όχι επιλεκτική και κατευθυνόμενη. Άρα για ποια πρόοδο μιλάμε και τι πρόοδο επιθυμούμε.
Το Υπουργείο με το έγγραφο του κρίνει, ότι η μόνιμη παρουσία Ιερέως στην Φρουρά ήταν περιττή. Δεν αναφέρει τους λόγους, δεν εξηγεί γιατί ο Ιερέας εκεί δεν χρειαζόταν. Διαβάζοντας την απάντηση αυτή, τίθεται ένα ερώτημα και δυστυχώς το ένα ερώτημα φέρνει το άλλο, που σε κάποια στιγμή θα οδηγηθούμε σε ένα αδιέξοδο, μέσα από τις απαντήσεις που θα εισπράττουμε, καταλαβαίνοντας στο τέλος ότι υπήρχαν άλλοι λόγοι που δεν ήθελαν την αντικατάσταση των κληρικών που μετατίθεντο ή που απεβίωναν.
Αφού ήταν περιττός ο Ιερέας στην εν λόγω Φρουρά, γιατί δεν μετακινούσαν νωρίτερα τον προηγούμενο, ώστε να τον αξιοποιήσουν αλλού που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και η παρουσία του θα ήταν καθοριστική, ουσιαστική και αποδοτική. Γιατί άφηναν μια άλλη Φρουρά κενή, που είχε μεγαλύτερη ανάγκη από την πνευματική παρουσία του κληρικού και μια μικρότερη σαν της Υπάτης να έχει έναν κληρικό έστω και μεγάλο σε ηλικία. Δεν θα επεκταθούμε στο να καταθέτουμε ερωτήματα, διότι αυτοί που θα έπρεπε να μας απαντήσουν δεν μπορούν και εμείς δεν πρέπει να βάζουμε στο στόμα τους τις δικές μας απαντήσεις. Καταλαβαίνουμε όμως ότι οι απαντήσεις που δίνονται στα παραπάνω ερωτήματα, αφήνουν πολλά κενά και φέρνουν νέα ερωτηματικά, τα οποία μας οδηγούν στην δική μας εποχή, που και σήμερα η χώρα μας αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο πρόβλημα με την έλλειψη κληρικών.
Η κάθε Φρουρά μικρή ή μεγάλη, είχε τις ιδιαιτερότητές της. Είχε τις απαιτήσεις και τις πνευματικές ανάγκες και αναζητήσεις της, τις οποίες γνώριζαν και καταλάβαιναν μόνο όσοι βρίσκονταν εκεί και βίωναν τις πραγματικές καταστάσεις, όπου η παρουσία του κληρικού ήταν ένα φως μέσα στο σκοτάδι της καθημερινότητας, μέσα στην απομόνωση της κάθε εποχής, μέσα στην εγκατάλειψη από τις αρχές και την εξουσία, που χανόταν μέσα στις αίθουσες που συσκέπτονταν και αποφάσιζαν για την πορεία τους, χωρίς πολλές φορές να έρχονται σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα που αντιμετώπιζε ο λαός μας είτε στις πόλεις είτε στα χωριά.
Ακόμα και στα χρόνια της σκλαβιάς, ακόμα και σε κείνα τα μαύρα χρόνια των τετρακοσίων χρόνων κάτω από τον τουρκικό ζυγό, οι Έλληνες είχαν μάθει να ζουν με τον παπά τους. Προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν την πίστη τους, τις γιορτές τους, τα εκκλησιαστικά έθιμα και τις παραδόσεις και ο ήχος της καμπάνας όπου ηχούσε και όσο ηχούσε, ήταν ένα μήνυμα ανάστασης για το υπόδουλο γένος μας. Ο παπάς ήταν η ενσάρκωση του μηνύματος της σταύρωσης, αλλά και της ανάστασης. Βίωναν την σταύρωση μέσα από την σκλαβιά, αλλά ζούσαν με την ελπίδα της αναστάσεως του γένους, όπου τότε θα ξαναφύτρωνε το χορτάρι στη γη και θα ξανάνθιζε το χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων, μέσα από την θυσία των ηρώων και των μαρτύρων.
Η έλλειψη ή η απουσία Ιερέων αποτελούσε ένα πλήγμα για την εκκλησιαστική κοινότητα. Ήταν πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. Ένοιωθαν την πνευματική τους ορφάνια και γύμνια και προσπαθούσαν να αναπληρώσουν το κενό αυτό, μένοντας πιστοί στις μακραίωνες παραδόσεις μας, χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Ένοιωθαν απροστάτευτοι και ευάλωτοι στους πειρασμούς και τις δυσκολίες που αναφύονταν καθημερινά, όταν ο Ιερέας τους δεν ήταν δίπλα τους, κοντά τους, να τους μεταδίδει την αισιοδοξία και την ελπίδα της σωτηρίας. Αυτό το γνώριζε ο κατακτητής και γι’ αυτό όταν ήθελα να χτυπήσει και να πονέσει τον λαό μας, τον κτύπαγε εκεί, στερώντας του το πνευματικό του στήριγμά.
Και μετά την τουρκοκρατία πάλι ο λαός μας πορεύτηκε με την ιεροπρεπή παρουσία του Ιερέως στα χωριά και στην πόλη. Ήταν και είναι σημείο αναφοράς ο Ιερέας ιδιαίτερα στην επαρχία, όπου τις περισσότερες φορές ακόμα μέχρι και σήμερα, μόνο αυτός έχει απομείνει να δίνει το πνευματικό στίγμα και το Φως της Αναστάσεως, όταν έχει σβήσει το φως του σχολείου, αφού δεν υπάρχει δάσκαλος και τα λιγοστά παιδιά πηγαίνουν αλλού σχολείο, αφού έχει σβήσει το φως του ιατρείου, αφού δεν υπάρχει γιατρός, έχει σβήσει το φως της κοινότητας, αφού πλέον υπάρχουν οι Καποδιστριακοί δήμοι και οι περιφέρειες, αφού έχει σβήσει ακόμα και το φως του αστυνομικού τμήματος, χωρίς να υπάρχει κάποιο ίχνος αστυνόμευσης και ασφάλειας, έχοντας αφήσει αυτούς τους ανθρώπους κυριολεκτικά όπως και οι ίδιοι το λένε: « στο έλεος του Θεού».
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα και κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι δυνατον να μην αναγνωρίζεται και να μην εκτιμάται η παρουσία του Ιερέως που πολλές φορές καλύπτει όχι μόνο μια ενορία ή ένα χωριό, αλλά και άλλα χωριά και οικισμούς, διανύοντας μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις, μη φειδόμενοι κόπου, μόχθου και εξόδων, βρισκόμενοι δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους που κάποιοι άλλοι τους έχουν ξεχάσει ή τους θυμούνται περιστασιακά. Βρίσκονται οι Ιερείς μας εκεί που υπάρχει και το πιο απομακρυσμένο εκκλησάκι για να χτυπήσουν την καμπάνα, να ανάψουν τα καντήλια και να κάνουν την Θεία Λειτουργία, μνημονεύοντας όλους εκείνους που αγωνίστηκαν να χτίσουν αυτόν Ναό, θυμίζοντας στις επερχόμενες γενιές, την πίστη των πατέρων μας, αλλά κι την δική μας υποχρέωση, να την διατηρήσουμε και να την μεταδώσουμε στα παιδιά μας.
Ανοίγουν τις εκκλησιές μας και τα μοναστήρια, θυμιάζουν τις εικόνες και ανάβουν τα καντήλια και αυτό το φως του καντηλιού, προσφέρει την ασφάλεια και την σιγουριά, ότι ο Θεός είναι μαζί τους. Και όταν πέφτει το σκοτάδι και δεν υπάρχει πουθενά ίχνος κάποιου φωτισμού, εκείνο το φως έξω από την εκκλησιά ή το μοναστηράκι, δίνει την παρηγοριά, την στήριξη και την βεβαιότητα, ότι όσο ανάβει αυτό το φως δεν κινδυνεύουμε. Όταν σβήσει το Φως του Χριστού, που εμείς οι ίδιοι θα το έχουμε σβήσει με τις δικές μας επιλογές και προτιμήσεις, τότε να περιμένουμε και τα χειρότερα.
Και οι Στρατιωτικοί Ιερείς, βρισκόμενοι καθημερινά στο χώρο της ποιμαντικής μας διακονίας, προσπαθούμε να ανάβουμε το καντήλι της πίστεως και να αναθερμαίνουμε την προσήλωση και την εμμονή μας στις αξίες ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο φυλάκιο της χώρας μας, στο πιο μικρό χώρο που υπηρετούν τα δικά μας παιδιά και με τον δικό τους τρόπο ξέρουν να δίνουν ένα δυναμικό παρόν προς κάθε κατεύθυνση.
Ο Ιερέας καλείται να γίνει κοινωνός κάθε καταστάσεως του ποιμνίου του. Καλείται να μοιραστεί με το λογικό του ποίμνιο μικρό ή μεγάλο, τις χαρές και τις λύπες του. Καλείται να μένει στη θέση του, φυλάσσοντας όχι μόνο πνευματικές Θερμοπύλες, αλλά να στέκεται μπροστά, ώστε μαζί με όλους να αποτρέψουν την ισοπέδωση και την πνευματική καταστροφή που αυτό θα επιφέρει και τον πνευματικό θάνατο.
Δεν είναι λίγες οι φορές, που έχουμε γίνει μάρτυρες τέτοιων καταστάσεων μέσα στην ποιμαντική μας διακονία. Δεν είναι λίγες οι φορές που συνειδητοποιούμε ότι και ο πιο μικρός χώρος γίνεται ένα σχολείο, για να διδαχτούμε κάτι διαφορετικό, που κάτω από άλλες προϋποθέσεις και συνθήκες, δεν θα το γνωρίζαμε και δεν θα το ανακαλύπταμε. Διαπιστώνουμε είτε άμεσα είτε λίγο αργότερα, ότι και οι ελάχιστοι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε κάποιες φορές έχουν ανάγκη της παρουσίας και του λόγου μας, που σε καμία περίπτωση αυτός ο λόγος δεν είναι δικός μας, αλλά είναι λόγος της Εκκλησίας.
Μέσα από αυτή την διαπίστωση που αγγίζει τα εσώτερα της καρδιά μας και πιστεύω δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο, μας κάνει να ριχνόμαστε με περισσότερη ορμή και με περισσότερη δύναμη στο έργο μας, χωρίς να μας φοβίζει «το μικρόν ποίμνιον», αλλά να μας ενδιαφέρει εάν σε αυτό το μικρό ποίμνιο εμείς ως ποιμένες, έχουμε προσφέρει αυτό το οποίο θα προσφέραμε και στο μεγαλύτερο, αντικρίζοντας και αντιμετωπίζοντας πρόσωπα και όχι αριθμούς ή κάποια μάζα.
Συνεχίζεται {92}