Ἡ στάσι μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν.
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ.3,10-11)
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε, ἀγαπητοί μου, ἡ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν 11η Ἰουλίου, ἡ σημερινὴ δηλαδή, νὰ εἶνε ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν πατέρων τῆς Τετάρτης (Δ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σήμερα ἑορτάζουν ὄχι ἕνας ἢ δύο ἀλλὰ 630 πατέρες, 630 «ἀστέρια» ὅπως λέει τὸ δοξαστικό. Συνῆλθαν στὴ Χαλκηδόνα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 451 μ.Χ., στερέωσαν τὴν ὀρθόδοξο πίστι, καὶ κατεδίκασαν τοὺς τότε αἱρετικοὺς, τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὸν Διόσκουρο, ποὺ προσέβαλλαν τὸ δόγμα τῆς θεαν δρικότητος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἂν θέλουμε ν᾽ ἀναλύσουμε τί δίδαξε ἡ Τετάρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, δὲν θὰ γίνουμε καταληπτοί. Ἔπαψε πιὰ ὁ κόσμος νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικά. Ἐνῷ τότε οἱ πιστοὶ παρακολουθοῦσαν μὲ ἐνδιαφέρον.
Στὴν Τετάρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ ἅγιοι πατέρες κατεδίκασαν τὴν αἵρεσι ποὺ προσέβαλλε τὴ θεανδρικὴ ὑπόστασι τοῦ Χριστοῦ καὶ δίδαξαν πῶς ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στὸ πρόσωπό του· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τέλειος Θεός· ὅτι ἐν τῷ Χριστῷ ὑπάρχουν δύο φύσεις, ἡ ἀνθρωπίνη καὶ ἡ θεία, κι αὐτὲς εἶνε ἑνωμένες «ἀχωρίστως» καὶ «ἀδιαιρέτως», «ἀτρέπτως» καὶ «ἀσυγχύτως». Ὅπως στὸν ἄνθρωπο εἶνε μυστήριο πῶς ἔχει σμίξει τὸ κορμὶ καὶ ἡ ψυχή, ἡ ὕλη καὶ τὸ ἄυλο, κατὰ παρόμοιο καὶ ἀκόμη πιὸ ἀνεξήγη το τρόπο εἶνε μυστήριο πῶς ἐν τῷ Χριστῷ ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ἡ θεία καὶ ἡ ἀν θρωπίνη φύσις ἑνώθηκαν «ἀτρέπτως» καὶ «ἀσυγχύτως». Δηλαδή; Οἱ πατέρες χρησιμοποιοῦν ἕνα βοηθητικὸ παράδειγμα. Ἂν πάρῃς ἕνα κομμάτι σίδερο καὶ τὸ βάλῃς μέσα στὴ φωτιά, θὰ γίνῃ κατακόκκινο, θὰ πάρῃ τὴ φωτιὰ ὅλη ἐπάνω του. Τὸ σίδερο ὅμως δὲν παύει νὰ εἶνε σίδερο, οὔτε ἡ φωτιὰ παύει νὰ εἶνε φωτιά· κρατοῦν καθένα τὴν ἰδιότητά του. Κάπως ἔτσι μποροῦμε νὰ νοήσου με πῶς στὸν Χριστὸ τὸ ἀνθρώπινο ἑνώθηκε μὲ τὸ θεῖο. Αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια δίδαξε ἡ Τετάρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
Ὅλη ἡ ἀκολουθία σήμερα ψάλλει τὸ ἐγκώμιο τῶν πατέρων. Ἀπ᾽ ὅλα ὅμως αὐτὰ θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε τὸ θεόπνευστο ῥητὸ τοῦ ἀποστόλου «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξ έστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»(Τίτ. 3,10-11). Τί μᾶς συμβουλεύει; Μᾶς λέει, ποιά πρέπει νά ᾽νε ἡ συμπεριφορά μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς.
* * *
Ἂς ρωτήσουμε κατ᾽ ἀρχήν· ποιός λέγεται αἱρετικός; Αἱρετικὸς εἶνε ὅποιος δὲν συμφωνεῖ μὲ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία· ὅποιος διαφωνεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία λέγεται αἱρετικός.
Ὑπάρχουν ὅμως δύο κατηγορίες αἱρετικῶν. Ἡ μιὰ κατηγορία εἶνε τὰ θύματα, οἱ ἁπλοϊκοὶ δηλαδὴ ἐκεῖνοι Χριστιανοὶ ποὺ δὲν πᾶνε ἐκκλησία, δὲν ἔχουν διαβάσει Εὐαγγέλιο καὶ πνευματικὰ βιβλία, καὶ μόλις ἀκούσουν κανένα προτεστάντη ἢ φράγκο ἢ χιλιαστὴ νὰ μιλάῃ, πιάνονται στὰ δίχτυα τους. Εἶνε ὅπως οἱ χάνοι, κάτι ψάρια ποὺ κινοῦνται μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ καὶ ὁ ψαρᾶς τὰ πιάνει ἀμέσως. Αὐτοὶ εἶνε τὰ θύματα, ποὺ εὔκολα τοὺς προσηλυτίζουν οἱ αἱρετικοί. Αὐτούς, ἂν τοὺς πλησιάσῃ ἕνας Χριστιανὸς καταρτισμένος καὶ τοὺς πῇ πέντε λόγια, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν εἶνε τροφὴ δηλητηριασμένη, συχνὰ καταλαβαίνουν τὴν πλάνη τους καὶ φεύγουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Γι᾽ αὐτὸ μὴ ἀδιαφοροῦμε· νὰ διαφωτίζουμε. Ἡ Γραφὴ λέει· Ἂν βρῇς κάποιον πλανεμένο καὶ τὸν ἐπαναφέρῃς στὴν Ἐκκλησία, θὰ σώσῃς «ψυχὴν ἐκ θανάτου» καὶ θὰ καλύψῃς «πλῆθος ἁμαρτιῶν»(Ἰακ. 5,20).
Ἡ ἄλλη ὅμως κατηγορία αἱρετικῶν δὲν εἶνε θύματα· εἶνε θῦται, ὀλετῆρες ψυχῶν. Ποιοί εἶν᾽αὐτοί; Εἶνε δάσκαλοι, οἱ κράχτες τῆς πλάνης. Ἡ γλῶσσα τους στάζει μέλι, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους εἶνε φαρμάκι. Ἀπ᾽ ἔξω τοὺς βλέπεις προβατάκια, ὅλο εὐγένεια, ἀλλὰ μέσα κρύβουν τὸ λύκο.
Ἀπ᾽ ἔξω φαί νονται ἄγγελοι, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα εἶνε σατανᾶς ὁλόκληρος. Μᾶς ἔρχονται ἀπὸ διάφορα μέρη, ἀφοῦ γίναμε ἀμπέλι ξέφραγο. Αὐτοὶ εἶνε «βαμμένοι» μέχρι τὸ κόκκαλο· τὸ μικρόβιο ἔχει μπῆ βαθειὰ μέσα τους καὶ δὲν ἀλλάζουν. Ἐνῷ οἱ πρῶτοι εἶνε θύματα, αὐτοὶ εἶνε θῦται, σφαγεῖς. Αὐτοὺς δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς ἐπηρεάσῃς, δὲν τοὺς ἀλλάζεις τὸ μυαλό. Εἶνε σὰν τὸν Ἄρειο, ποὺ οἱ πατέρες προσπάθησαν νὰ τοῦ δείξουν τὴν Ὀρθοδοξία, μὰ αὐτὸς δὲν ἄλλαζε. Εἶνε ἀμετάπειστοι. Ἔχουν ὑποστῆ ῥιζικὴ διαστροφὴ μέσα τους κ᾽ εἶνε ἀδύνατον νὰ τοὺς μεταβάλουμε.
Ἀπέναντι λοιπὸν σ᾽ αὐτοὺς τοὺς αἱρετικούς, τῆς δευτέρας κατηγορίας, τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; νὰ βάλουμε φωτιὰ νὰ τοὺς κάψουμε, νὰ πάρουμε ῥόπαλα νὰ τοὺς χτυπήσουμε; Τέτοια πράγματα δὲν συνιστᾷ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἂν εἴμαστε Χριστιανοί, ἂν νιώθουμε ὅτι ἀνήκουμε στὴν ἀληθινὴ πίστι, τὰ καθήκοντά μας εἶνε τὰ ἑξῆς.
⃝ Ἂν δῇς κανένα αἱρετικὸ ἰνστρούχτορα, ποὺ νομίζει ὅτι μπορεῖ μέσα σ᾽ ἕνα ποτήρι νὰ χωρέσῃ τὴ θάλασσα καὶ μὲ τὸ μυαλουδάκι του νὰ λύσῃ τὰ μυστήρια τῆς θρησκείας, μὴν ἀνοίγεις κουβέν τα μαζί του· ἔτσι λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶνε χαμένος καιρός. Καὶ ἐπὶ ὧρες νὰ μιλᾷς καὶ ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα νὰ τοὺς κατεβάσῃς, δὲν πρόκειται αὐτοὶ ν᾽ ἀλλάξουν. Πρῶτον λοιπόν, μὴ χάνεις τὸν καιρό σου μ᾽ αὐτούς.
⃝ Τὸ δεύτερο. Αὐτοὶ παίρνουν μιὰ τσάντα, τὴ γεμίζουν βιβλία αἱρετικά, καὶ πηγαίνουν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι. Ἂν λοιπὸν κάποιος πλασιὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἔρθῃ καὶ σοῦ χτυπήσῃ τὸ κουδούνι, μὴ τὸν δεχθῇς στὸ σπίτι σου· μὴ τὸν ἀφήσῃς ν᾽ ἀνεβῇ τὰ σκαλιά, μὴν πάρῃς κανένα ἔντυπο.
⃝ Τρίτον νὰ εἰδοποιήσῃς τὸν ἱερέα τῆς ἐνορίας ὅτι παρουσιάστηκε «λύκος», γιὰ νὰ λάβῃ μέτρα. Ἂν ὁ ἱερεὺς εἶνε πραγματικὸς ποιμένας, θὰ τὸν κυνηγήσῃ. Ἀκόμα, νὰ εἰδοποιήσῃς καὶ ἄλλους Χριστιανούς, νὰ ἔχουν τὸ νοῦ τους.
⃝ Ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε τὰ εὔκολα· τὸ δύσκολο ποιό εἶνε; Αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· ὅτι πρέπει κ᾽ ἐγὼ ποὺ φορῶ τὸ ῥάσο κ᾽ ἐσεῖς, κλῆρος καὶ λαός, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς νὰ εἶ νε φῶς, ἡ ζωή του νὰ λάμπῃ· «Οὕτω λαμψάτω», λέει, «τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»(Ματθ. 5,16).
Ἐδῶ λοιπὸν τί συμβαίνει; Μᾶς νικοῦν οἱ αἱρετικοί. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, αὐτοὶ τρέχουν δεξιὰ – ἀριστερά, σὲ φτωχοὺς – ἀρρώστους καὶ δίνουν βοηθήματα, ἐνῷ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν ἀγάπη ποὺ θὰ ἔπρεπε. Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι συχνὰ δὲν ἔχουμε ζωὴ χριστιανική· ἔτσι αὐτοὶ βρίσκουν δικά μας κακὰ παραδείγματα καὶ διαβάλλουν τὴν πίστι μας. Ἂν ἐμεῖς ἤμασταν ἐν τάξει, τηρούσα με τὸ Εὐαγγέλιο, ζούσαμε κατὰ Χριστόν, σὰν τοὺς ἀποστόλους, τοὺς πατέρας, τοὺς ἁγίους, σὰν τοὺς προγόνους καὶ τοὺς παπποῦδες μας τοὺς ἀγράμματους, ἂν ἤμασταν συνεπεῖς, κανένας αἱρετικὸς δὲν θὰ ὑπῆρχε· ἐμεῖς μὲ τὴν ἄτακτη ζωή, τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς διαιρέσεις μας ζημιώνουμε τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἐπιβάλλεται, ἀγαπητοί μου, νὰ κρατήσουμε μία αὐστηρὴ στάσι στὸν αἱρετικό, ὅπως συμβουλεύει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης· «Μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε»(Β΄ Ἰω. 10-12). Στὶς 14 Ἰουλίου ἑορτάζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐκ τῶν νεωτέρων ἁγίων μας. Ἂν δὲν θέλετε ν᾽ ἀκούσετε ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, ἀκοῦστε αὐτόν. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, λέει, ὅταν ἄκουγαν αἱρετικό, ἔφευγαν μακριά, ὅπως φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὸ φίδι. Ὅταν πήγαιναν σὲ δημόσια λουτρὰ –δὲν εἶχαν τότε λουτρὰ στὰ σπίτια– καὶ τοὺς ἔλεγε κάποιος ὅτι μέσα στὸ λουτρὸ εἶνε κάποιος αἱρετικός, ἀπ μακρύνονταν μὲ φρίκη. Ἂν ἐσὺ θέλῃς νὰ νοικιάσῃς ἕνα ὡραῖο σπίτι, ἀλλὰ μάθῃς ὅτι μέσα σ᾽ αὐτὸ πέθανε ἕνας φθισικός, πᾷς νὰ κατοικήσῃς ἐκεῖ; Ἂν σοῦ πῇ κάποιος «Μὴν πιάσῃς τὸ ποτήρι αὐτὸ νὰ πιῇς νερό, για τὶ ἀπ᾽ αὐτὸ ἤπιε ἕνας λεπρός», τὸ πλησιάζεις; Ἔ, ὅ πως προσέχεις νὰ μὴ προσβληθῇ τὸ σῶμα ἀπὸ μικρόβια, ἔτσι φυλάξου κι ἀπ᾽ τὰ μικρόβια τῆς αἱρέσεως.
Αὐτὰ διδάσκει ὁ ἅγιος Νικόδημος, αὐτὰ οἱ πατέρες, αὐτὰ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Νὰ προσέξουμε, γιατὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλὲς αἱρέσεις. Προσοχὴ ἰδίως ἀπὸ τοὺς ἰεχωβῖτες ἢ χιλιαστάς. Εἶνε «λύκοι βαρεῖς», ὅπως λέει σήμερα ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων. Ἤθελαν νὰ κάνουν διεθνὲς συνέδριο στὸ Μόναχο, μεγάλη πόλι τῆς Γερμανίας, καὶ τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ ᾽κεῖ. Ἂν ἔρθουν ἐδῶ, ἐμεῖς τί θὰ κάνουμε; Νομίζω ὅτι πρέπει νὰ τοὺς ποῦμε· Κύριοι, ἄλτ! πηγαίνετε ὅπου θέλετε, ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα ὄχι.
* * *
Σᾶς μίλησα, ἀγαπητοί μου, μὲ ζωηρότητα, γιατὶ πονῶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ λαό μας. Σᾶς παρακαλῶ, προσευχηθῆτε νὰ νιώσουμε καλὰ τὸ ῥητὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον με τὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος- Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Καλλιθέας – Ἀθηνῶν τὴν 14-7-1963