Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Βρισκόμαστε στο έτος 1852 και συνεχίζουμε την έρευνα μας για τους Στρατιωτικούς Ιερείς, όπου συναντούμε καινούρια και παλαιά πρόσωπα μέσα από αναφορές των ιδίων ή των Διοικήσεων που ανήκαν, ή και Ιερέων που εξυπηρετούσαν εκ παραλλήλου με τα λοιπά τους ιερατικά καθήκοντα στις περιοχές που βρίσκονταν τα Τάγματα, για να προωθήσουν προσωπικά – υπηρεσιακά θέματα τους. Συναντούμε τον Ιερέα Νικόλαο Κοκκινάκη, που με αναφορά του, ζητά αύξηση της αντιμισθίας την οποία λαμβάνει και το Υπουργείο εγκρίνει το αίτημα αυτό, αυξάνοντας την αντιμισθία την οποία ελάμβανε από έξι δραχμές σε δέκα.
Ένας άλλος κληρικός ονόματι Χρήστος Πανταζής, Εφημέριος του Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Αγρινίου, με αναφορά του, στις 19 Φεβρουαρίου 1852, ζητά να λάβει κάποια αντιμισθία για το έργο το οποίο επιτελεί στο Τάγμα που εδρεύει εκεί. Μέσα από αυτή την αναφορά βλέπουμε ότι δεν υπήρχε στη Φρουρά εκείνη τοποθετημένος κληρικός από το στρατό και ο Εφημέριος της πλησιέστερης προφανώς ενορίας, είχε αναλάβει να εκτελεί την πνευματική αυτή διακονία στο Τάγμα, χωρίς να ζητήσει κάποια αντιμισθία, αφού αυτός δεν ήταν ο σκοπός του, παρά μόνο να προσφέρει τον Λόγο του Θεού και να επιτελεί αυτά που η ιερατική του συνείδηση τον καλούσε.
Την ανάγκη που οδήγησε να συντάξει αυτή την επιστολή ο εν λόγω Ιερέας δεν την γνωρίζουμε και δεν νομίζουμε ότι έχει και τόσο αξία και σημασία. Αυτό που πρέπει να δούμε είναι ότι ζητά, χωρίς να απαιτεί, χωρίς να προσδιορίζει και να βάζει όρους, αλλά αφήνει την Υπηρεσία να κρίνει το αίτημά του και να αποφασίσει με τα δικά της κριτήρια, σε αυτό που ζητά, αν πρέπει να το ικανοποιήσει. Το Φρουραρχείο του Αγρινίου, την επιστολή αυτή την από- στέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και αυτό με τη σειρά του την αποστέλλει στον οικονομικό επιθεωρητή, όπως και άλλες φορές σε παρόμοιες περιπτώσεις έχει πράξει, προκειμένου να εκφέρει άποψη το αρμόδιο όργανο που χειριζόταν τα οικονομικά στοιχεία του Υπουργείου, αλλά και της Φρουράς, από όπου προερχόταν το αίτημα και με βάση αυτή την απάντηση, να απαντήσει στη συνέχεια το Υπουργείο.
Ο Οικονομικός Επιθεωρητής, ονόματι Παλαιολόγος, στις 9 Μαρτίου 1852, αφού εξέτασε το θέμα, αναφέρει στην απάντησή του ότι είναι δίκαιο, να χορηγηθεί μια αντιμισθία στον ανωτέρω Ιερέα για ένα χρόνο, που προσέφερε την υπηρεσία – διακονία του, ορίζοντας το ποσό των τριάντα δραχμών, ενώ όσο θα συνεχίσει να διακονεί στο εν λόγω Τάγμα, μέχρι να τοποθετηθεί κάποιος Στρατιωτικός Ιερέας, να του χορηγείται το ποσό των έξι δραχμών. Μετά την γνωμάτευση την οποία έλαβε το Υπουργείο, την επιστρέφει και πάλι στον Επιθεωρητή, προκειμένου αυτός να οριοθετήσει από πότε να αρχίσει η μισθοδοσία του κληρικού. Η απάντηση η οποία δίδεται είναι ότι, από τα στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεση του δεν βρέθηκε κάποια διαταγή μέχρι εκείνη την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που να όριζε την μισθοδοσία του Ιερέως, πολύ περισσότερο την ανάληψη των καθηκόντων του.
Προφανώς η εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων από τον εν λόγω Ιερέα, πρέπει να έγινε κατόπιν προφορικής απαιτήσεως και συζητήσεως με το Διοικητή του Τάγματος ή της Φρουράς, χωρίς να σταθούν στο τυπικό μέρος της συντάξεως εγγράφων, επιστολών, αναφορών, όπως έχουμε συναντήσει σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν. Μπροστά στην ουσία των πραγμάτων, τα χαρτιά και οι τυπικότητες δεν είχαν θέση. Αυτό που ήταν αναγκαίο και απαραίτητο σε εκείνη την συγκεκριμένη χρονική στιγμή και στον συγκεκριμένο χώρο, ήταν να υπάρχει Ιερέας, ο οποίος ανά πάσα στιγμή, θα ήταν έτοιμος να διακονήσει τη Φρουρά εκείνη.
Σε συνέχεια όλων αυτών, το Υπουργείο, στις 11 Απριλίου 1852, αποστέλλει στο Φρουραρχείο του Αγρινίου την απάντηση του για το ανωτέρω θέμα, σημειώνοντας, να χορηγηθεί στον Ιερέα Πανταζή, το ποσό των τριάντα δραχμών για την υπηρεσία την οποία προσέφερε από το 1851 έως το 1852, ενώ από εκείνη τη στιγμή και μέχρι να τοποθετηθεί Στρατιωτικός Ιερέας, στην εν λόγω Φρουρά, να του χορηγείται το ποσό των έξι δραχμών. Βλέπουμε λοιπόν, ότι αυτό το οποίο εφαρμόζεται στην περίπτωση που εξετάζουμε, είναι ακριβώς ότι είχε προτείνει ο Οικονομικός Επιθεωρητής.
Το επόμενο έγγραφο το οποίο θέλουμε να σας παρουσιάσουμε, δεν έχει να κάνει με κάποιον Στρατιωτικό Ιερέα ή άλλον κληρικό, που θέλει να εξετασθεί το θέμα του. Σε αυτό το έγγραφο, το οποίο το αποστέλλει το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 9 Μαΐου 1852, γνωστοποιείται η εκδημία του Μητροπολίτου Λοκρίδος και ζητείται η συνδρομή του αρμοδίου Υπουργείου σε θέματα εθιμοτυπίας αν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη με βάση και αυτά τα οποία αναφέρονται στο σχετικό έγγραφο. Το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, παρακαλεί το Στρατιωτικών, να διατάξει : «τα περί στρατιωτικής παρατάξεως επί τη εκφορά του νεκρού του εν μακαρία τη λήξη Σ. Μητροπολίτου Λοκρίδος κυρίου Αγαθαγγέλου». Το Υπουργείο με τη σειρά του το αποστέλλει στο Φρουραρχείο των Αθηνών προς υλοποίηση των διατασσομένων όπως αναφέρει.
Στο σημείο αυτό, θέλουμε να αναφέρουμε ότι μέχρι και σήμερα όλη την αλληλογραφία την οποία έχουμε παρουσιάσει, όπως αυτή έχει διασωθεί και φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), διακινείται μεταξύ Μονάδων, Ταγμάτων, Φρουραρχείων, προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών και μεταξύ των Υπουργείων, Εκκλησιαστικών και Στρατιωτικών, όταν θέλουν να γνωστοποιήσουν αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου ή να ζητήσουν την τοποθέτησή της σε θέμα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Το έγγραφο με το οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, μας βγάζει από τα παραδεδομένα και το συναντούμε για πρώτη φορά. Πρόκειται για ένα έγγραφο του Υπουργείο των Εσωτερικών, με ημερομηνία, 16 Μαΐου 1852 και απευθύνεται στο Υπουργείο των Στρατιωτικών.
Με το έγγραφο αυτό, τους κοινοποιούν αντίγραφο εγκυκλίου που είχε εκδώσει το Υπουργείο των Εσωτερικών και απευθυνόταν στους Νομάρχες και με αυτό τους καλούν να εφαρμόσουν αυτά τα οποία διατάσει το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, σχετικά με τους μοναχούς. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ότι το θέμα αυτό δεν μας αφορά και πραγματικά, δεν αφορά τους Στρατιωτικούς Ιερείς, αλλά αφορά το Υπουργείο των Στρατιωτικών και μόνο, που εκείνη την εποχή είχε στην δικαιοδοσία του και την Χωροφυλακή. Επομένως το έγγραφο αυτό υπάρχει στο συγκεκριμένο φάκελο, όχι γιατί έχει να κάνει με το σώμα των Ιερέων στο Στρατό, αλλά επειδή στο φάκελο που εξετάζουμε, έχει και έγγραφα που σχετίζονται με το Υπουργείο των Στρατιωτικών και παράλληλα μπορεί να εξεταστεί και να βγουν συμπεράσματα σε συνάρτηση και με ένα άλλο έγγραφο που θα δούμε στη συνέχεια και έχει να κάνει με τους κληρικούς γενικά και την προσαγωγή τους από τα αρμόδια όργανα, στα δικαστήρια είτε ως μάρτυρες είτε ως κατηγορούμενοι.
Αξίζει τον κόπο λίγο να το φυλλομετρήσουμε και να δούμε τι αναφέρεται σε αυτό το έγγραφο. Οι Νομάρχες λοιπόν, με τη λήψη του εγγράφου αυτού, καλούνταν με ενέργειες και διαταγές που θα εξέδιδαν, να περιορίσουν τους μοναχούς, να μην τους αφήνουν να περιφέρονται, ούτε και να τελούν την οποιαδήποτε ιεροπραξία άνευ της εγκρίσεως της Ιεράς Συνόδου. Στη συνέχεια αυτού του εγγράφου καλεί τους Νομάρχες, σε συνεργασία με την χωροφυλακή, αν βρουν κάποιο μοναχό να περιφέρεται ή να κάνει περιοδεία, άνευ της αδείας της Ιεράς Συνόδου, να τον οδηγούν στη Μονή της Μετανοίας των. Καλεί στο τέλος την Χωροφυλακή, να ενεργήσει με βάση τις διαταγές που θα λάβει από το Υπουργείο των Στρατιωτικών : «ευλαβούμενοι τον χαρακτήρα ον φέρουσιν οι μοναχοί». Επομένως το έγγραφο στέλλεται στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, αρχικά για να γνωστοποιήσει το πρόβλημα το οποίο υπήρχε και όσο μπορεί αυτό να χαρακτηριστεί ως πρόβλημα και στη συνέχεια να κινητοποιηθεί και αυτό στο θέμα που αναφερόμαστε, ώστε όλοι μαζί να δράσουν, αντιμετωπίζοντας αυτή την προβληματική κατάσταση, που ενδεχομένως να υπήρχε με αυτή την ανεξέλεγκτη κίνηση των μοναχών εκτός της μονής των, όπως επισημαίνεται στο εν λόγω έγγραφο.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών λαμβάνοντας αυτό το έγγραφο, αυθημερόν το αποστέλλει σε όλες τις Μεραρχίες και τα Φρουραρχεία, προκειμένου να ενημερωθούν και αυτά με τη σειρά τους και στη συνέχεια να εκδώσουν ανάλογες διαταγές, με βάση και τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, σε συνεργασία πάντοτε και με τους άλλους φορείς, όπως αυτό τονίζεται στο έγγραφο του Υπουργείου των Εσωτερικών, προκειμένου να είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να δράσουν όπως όφειλαν μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας και της αρμοδιότητας την οποία είχαν.
Η Χωροφυλακή και ο Στρατός, σε καμία περίπτωση δεν ήταν οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι και υπεύθυνοι για τον περιορισμό των κινήσεων των μοναχών ή και τον έλεγχο αυτών. Η συνδρομή των ανωτέρω στο θέμα αυτό έγκειτο, αφ’ ενός μεν στον έλεγχο της νομιμότητας των κινήσεων και των πράξεων των μοναχών εκτός μονής, με βάσει τα παραδεδομένα από την Εκκλησία, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και την Ιερά Παράδοση και αφ’ ετέρου προς αποφυγή καταστάσεων που θα προκαλούσαν ανεξέλεγκτες καταστάσεις, θα προκαλούσαν την κοινή γνώμη και θα σκανδάλιζαν τις συνειδήσεις των πιστών. Γνωρίζουμε ότι οι μοναχοί και γενικότερα ο κλήρος, βρισκόταν πολύ ψηλά στα μάτια και στις συνειδήσεις των ανθρώπων της εποχής εκείνης, μέσα από τη συμβολή και συνεισφορά τους στον αγώνα.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά τον αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωση τους από τον τουρκικό ζυγό και τα κηρύγματα του κλήρου, αλλά και των μοναχών, για ανάσταση την οποία γεύτηκαν και κέρδισαν με τους αγώνες που έδωσαν και το αίμα το οποίο έχυσαν, αποτελούσε ένα συνεχές και διαχρονικό κήρυγμα, για να συνεχίσουν να αγωνίζονται για την πρόοδο τους και την επούλωση των τραυμάτων που προξένησε ο κατακτητής, όλα αυτά τα χρόνια της σκλαβιάς. Επομένως η παρουσία των μοναχών μέσα στον κόσμο, έδιδε ένα άλλο μήνυμα που δεν είχε ανθρώπινη χροιά. Το κήρυγμά τους φανέρωνε μια αισιοδοξία διαφορετική και μια ελπίδα μοναδική, την οποία είχαν ανάγκη οι άνθρωποι εκείνη την εποχή να ακούσουν και να βιώσουν, ζώντας την πραγματικότητα, χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, αντιμετωπίζοντας τις νέες προκλήσεις στα νέα επίπεδα, όρθιοι, με το κεφάλι ψηλά και με την πίστη τους στο Θεό ότι θα τους βοηθήσει, όπως τους βοήθησε και στο παρελθόν.
Επομένως οι οποιεσδήποτε κινήσεις και αν γίνονταν, από οποιοδήποτε φορέα, σε συνάρτηση με τα παραπάνω που αναφέραμε ακροθιγώς, έπρεπε να είναι πολύ διακριτικές και πολύ μελετημένες, προκειμένου να μην διασαλευθεί η τάξη, η ησυχία, η γαλήνη και η ηρεμία και δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα, αντί να λυθούν τα προβλήματα, με μια άστοχη κίνηση που δεν θα είχε μελετηθεί και θα έδειχνε, χωρίς αυτό να ήταν αλήθεια, ότι δεν σέβονταν το σχήμα του μοναχού, όπως αυτό επισημάνθηκε στο εν λόγω έγγραφο.
Πάντως τα έγγραφα αυτά των Υπουργείων Εσωτερικών και Στρατιωτικών, προφανώς εκδόθηκαν κατόπιν κάποιου εγγράφου που έλαβαν από το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, σε συνέχεια αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, που είχε λόγους να επισημάνει την αταξία αυτή που είχε παρατηρηθεί και έπρεπε να αντιμετωπισθεί στην αρχή, πριν λάβει ανεξέλεγκτες καταστάσεις, που δεν θα ωφελούσαν ούτε την Εκκλησία ως θεσμό και ως διοίκηση, αλλά ούτε και τους μοναχούς, ως εκφραστές του μοναχικού ιδεώδους και ως πρόσωπα.
Συνεχίζεται {50}