Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στό βάθος τῆς ἁγιολογικῆς συνειδή-σεως, δεν ἔχει ἀρνηθεῖ θέση στό Ἁγιολόγιο της στόν Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, δεδομένου ὅτι τοιχογραφία του βρίσκεται στό ναό τῆς μονῆς τῆς Φανερωμένης στή Σαλαμίνα και ἱστορήθηκε τό ἔτος 1735 ἀπό τόν ἁγιογράφο Γεώργιο Μάρκο τόν Ἀργεῖο[1]. Ἐπίσης, σέ χειρόγραφα ἔργων τοῦ Θεοφύλακτου καί σέ ἔντυπα ἔργα του αὐτός ἀναγράφεται ὡς «ἅγιος». Ἔτσι, στό ὑπ’ ἀριθμ. 126 χειρόγραφο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης ἀναγράφεται: «Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοφυλάκτου, ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Παιδεία Βασι-λική πρός Πορφυρογέννητον Κωνσταντῖνον». Σέ βιβλίο πού ἐκδόθηκε στήν Ἀθήνα τό ἔτος 1850 καί ἐπιγραφόταν «Οὐρανοῦ κρίσις…», καταχωρίζεται «καί ὁ θεοφεγγής βίος τοῦ ἱεροῦ Κλή-μεντος τοῦ Βουλγαροκήρυκος καί ὁμολογητοῦ…συντεθείς ἑλλη-νιστί ὑπό τοῦ ἐν ἁγίοις Θεοφυλάκτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγα-ρίας…». Ἤδη δέ καί ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὀνομάζει τον Ἅγιο Θεοφύλακτο «μακάριον» καί «ἱερόν», χρησιμοποιεῖ δηλαδή χαρακτηρισμούς καί ἐπίθετα ἀποδιδόμενα στους ἁγίους.
ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω ὁ Εὐβοεύς Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγα-ρίας Θεοφύλακτος κατατάσσεται στήν Εὐβοϊκή Ἁγιολογία. Αὐτός γεννήθηκε «ἐν Εὐρίπῳ», δηλαδή στή σημερινή Χαλκίδα τῆς Εὔβοιας γύρω στό 1030 ἤ τό ἀργότερο τό ἔτος 1055, δεδομένου ὅτι τά χρονολογικά προβλήματα εἶναι τά δυσχερέστερα στή βιογραφία του. Τό ἐπίθετο του ἦταν Ἥφαιστος. Οἱ ἀδελφοί Γεώργιος καί Δημήτριος Τορνῖκες, ἀπό τούς ὁποίους ὁ πρῶτος διετέλεσε διδά-σκαλος τοῦ Ψαλτῆρος καί τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπομνηματογράφος, «μαΐστωρ τῶν ρητόρων» καί Μητροπολίτης Ἐφέσου († 1156/1157), ὁ δέ Δημήτριος «λογοθέτης τοῦ δρόμου», δηλαδή ὑπουργός τῶν ἐξωτερικῶν, τῶν ἐσωτερικῶν, τῆς συγκοινωνίας καί τῶν ταχυδρο-μείων († 1201/1202), εἶχαν μητέρα μητέρα τήν ἀνιψιά τοῦ Θεοφύλα-κτου, πού καταγόταν καί αὐτή ἀπό τήν Εὔβοια. ῎Αν καί δέν εἶναι γνωστό σέ ποιά ἀρχικῶς σχολεῖα φοίτησε ὁ Θεοφύλακτος, εἰκάζεται ὅτι φοίτησε στην Ἀθήνα, κοντά στή γενέτειρά του Χαλκίδα, σπού-δασε ὅμως στό πανεπιστήμιο στήν Κωνσταντινούπολη, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε ἀπό τόν Βάρδα καί διετέλεσε μαθητής τοῦ ὕπατου τῶν φι-λοσόφων Μιχαήλ Ψελλοῦ (1018-1078). Περί τοῦ διδασκάλου του γράφει σέ μία ἐπιστολή του μέ ἰδιαίτερη θέρμη[2].Ἦταν γνώστης ὅλων τῶν κλάδων τῶν ἐπιστημῶν, ἠσχολεῖτο δέ ὡς Ἀρχιεπίσκοπος μέ τή θεολογία καί τήν ἰατρική. Χειροτονήθηκε διάκονος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη καί δόθηκε σε αὐτόν τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα τοῦ «μαΐστορος τῶν ρητόρων», δηλαδή τοῦ διδασκάλου καί ἑρμηνευτοῦ τοῦ Εὐαγγελίου καί διδασκάλου στά ἐκκλησιαστικά σχολεῖα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ αὐτο-κράτορας Μιχαήλ Δούκας ὁ Παραπινάκης (1071-1078) ἀνέθεσε στόν Θεοφύλακτο τή μόρφωση τοῦ υἱοῦ του Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου. Κατά πᾶσα πιθανότητα, γύρω στό ἔτος 1090[3], ὁ Θεοφύλακτος χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας μέ ἕδρα τήν Ἀχρίδα, καί ἀπό ἐκεῖ καλεῖται καί Θεοφύλακτος Ἀχρίδος, μέ σκοπό να διοκήσει μία σλαβόφωνη ἀπομακρυσμένη ἐπαρχία τῆς αὐ-τοκρατορίας. Ὁ P. Gautier τοποθετεῖ την ἐκλογή του μεταξύ της 6ης Ἰανουαρίου 1088 καί τῆς ἄνοιξης τοῦ 1092. Πιθανότερη χρονολο-γία εἶναι τό 1091[4], ἀφοῦ κατά τήν ἑορτή τῶν Φώτων, στίς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1090, βρισκόταν ἀκόμη στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐκφώνησε τόν διασωθέντα λόγο στόν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο τόν Κομνηνό (1081-1118)[5].
Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος στάλθηκε στή Βουλγαρία ὡς Ἀρχιεπί-σκοπος αὐτῆς ἐξαιτίας τῶν πολλῶν ἱκανοτήτων του. Αὐτή ἡ θέση ἀπαιτοῦσε συμβιβασμούς, γιά νά ἐξασφαλίσει τήν πιστότητα τοῦ ποιμνίου του στο Βυζάντιο, ταυτόχρονα ὅμως καί τήν ἐκπλήρωση τῶν ποιμαντικῶν ὑποχρεώσεών του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐκεῖ ἀπο-τελοῦσε τόν κύριο ἀντιπρόσωπο τῆς βυζαντινῆς πολιτικῆς στήν πρόσφατα προσαρτημένη χώρα. Σέ ἐπιστολές του γράφει ὅτι στή Βουλγαρία αἰσθανόταν ὡς ἐξόριστος. Ἡ ἐντύπωσή του δέ αὐτή προῆλθε ἀπό τή διαφορά μεταξύ τῆς ἄριστης μορφωτικῆς κατά-στάσεως στή βυζαντινή ἐπαρχία τῆς Βουλγαρίας καί μάλιστα σέ σχέση πρός τούς κατοίκους αὐτῆς, τούς ὁποίους χαρακτηρίζει ὡς «ἀνομώτατον καί ὠμότατον ἔθνος». Ἄν καί ἐπιθυμοῦσε νά ἐπι-στρέψει στήν Κωνσταντινούπολη, δέν τό πέτυχε. Προσπαθοῦσε νά ἰσορροπήσει τή νοσταλγία του γιά τήν Κωνσταντινούπολη μέ τή συγγραφή Ἐπιστολῶν καί πνευματικῶν ἐργασιῶν. Πιστεύεται ὅτι κατά τά γηρατειά του ὁ Θεοφύλακτος ἀποσύρθηκε ἀπό τήν Ἀχρίδα καί ἔζησε στή Θεσσαλονίκη ὅπου κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ, ἴσως τό 1126, καθώς ὅπως τό ἔτος τῆς γέννησής του δέν εἶναι ἐξακριβωμένο, ἀλλά τόσο ἀνεξακρίβωτο εἶναι καί τό ἔτος τοῦ θανάτου του.
ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, «σοφώτατος» ἄνδρας, ὑπῆρξε συγ-γραφέας ἀξιόλογων ἔργων, διακρίθηκε δέ κυρίως ὡς ἑρμηνευτής πολλῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς στή βάση τῆς ἑρμηνείας τῶν Ἁγί-ων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἑρμήνευσε ἀπό τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τούς μικρούς Προ-φῆτες Ὠσηέ, Ἀββακούμ, Ἰωνᾶ, Ναούμ καί Μιχαία, ἀπό τά βιβλία δέ τῆς Καινῆς Διαθήκης τά τέσσερα Εὐαγγέλια, καί τίς δεκατέσσερις Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί τίς Καθολικές Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα. Ἔγραψε Λόγους παρηγορητικούς στήν προ-σκύνηση τοῦ Σταυροῦ, στήν ἑορτή τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου «ὅτε προσηνέχθη ἐν τῷ ναῷ παρά τῶν γεννητόρων αὐ-τῆς», εἰς τό ΙΑ΄ ἑωθινόν Εὐαγγέλιον. Ἐπίσης συνέγραψε τό «Μαρ-τύριον τῶν ἁγίων ἐνδόξων ΙΕ΄ ἱερομαρτύρων τῶν ἐν Τιβεριου-πόλει τῇ Βουλγαρικῶς ἐπονομαζομένῃ Στρουμνίτζῃ μαρτυρησάν-των, ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ δυσσεβοῦς Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου», τό Βίο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας († 916) καί πραγματεία ἐναντίον τῶν Λατίνων πρός τόν διάκονο Νικόλαο Καστρίνσιο, τόν μετέπειτα Ἐπίσκοπο Μελεσόβης, ἐπιγραφόμενη «Προσλαλιά τινι τῶν αὐτοῦ ὁμιλητῶν, περί ὧν ἐγκαλοῦνται Λατῖ-νοι», στήν ὁποία ἐλέγχει τίς λατινικές καινοτομίες καί χαρακτηρίζει τήν προσθήκη τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς πίστεως ὡς «μέγιστον σφάλμα»[6]. Ἔργο του εἶναι, ἐπίσης, ἡ «Παιδεία Βασιλική πρός τόν Πορφυρογέννητον Κωνσταντῖνον» καί ἰαμβικά ποιήματα. Τέλος, σώζονται ἀρκετές ἀξιόλογες Ἐπιστολές του «πλήρεις χάριτος, ἀττι-κῆς μούσης καί ἄξιαι ἀναγνώσεως». Ἐλάχιστα ἔργα του εἶναι ἀκό-μη ἀδημοσίευτα.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοφυλάκτου στίς 31 Δεκεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ὡς διδάσκαλος καί ἱεράρχης θεοφώτιστος τῆς Βουλγαρίας
ἀνεδείχθης, Θεοφύλακτε ἅγιε,
ἁγιοτόκον λαμπρύνας τήν Εὔβοιαν καί Ἐκκλησίαν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅθεν πάντοτε Αὐτόν ἐκτενῶς ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ
[1] Γεννήθηκε στό ἑνετοκρατούμενο Ἄργος, στα τέλη τοῦ 17ου αίώνα, διδάχθηκε τήν ἑλληνική γλώσσα ἀπό Ἀθηναίους διδασκάλους, πού εἶχαν προσφύγει στήν Ἀργο-ναυπλία ὕστερα ἀπό τά τραγικά ἑνετοτουρκικά γεγονότα τῆς Ἀθήνας καί μυήθηκε στή βυζαντινή ζωγραφική στόν τόπο του, ὅπου ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου αἰώνα δια-μορφώθηκε τό κέντρο τοῦ πελοποννησιακοῦ ἁγιογραφικοῦ ἐργαστηρίου, κυρίως μέ τίς ξακουστές μορφές τῶν Μόσχων καί τῶν Κακαβάδων ἁγιογράφων. Βλ. σχετικά: Ν. Δ. Καλογερόπουλου, «Μεταβυζαντινή καί νεοελληνική τέχνη», Ἀθήνα 1926. Τάσου Ἀθ. Γριτσόπουλου: «Παρουσία ζωγράφων ἐξ Ἀργολίδος κατά τούς ΙΖ΄καί ΙΗ΄ αἰώνας», Πρακτικά τοῦ Β΄ Τοπικοῦ Συνεδρίου Ἀργολικών Σπουδῦν, ἔκδ. Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Ἀθήνα 1989, σελ. 262-295. Φοίβου Πιομπίνου, «Ἕλληνες ἁγιογράφοι μέχρι τό 1821», β΄ ἔκδοση ἀναθεωρημένη καί συμπληρωμένη, ΕΛΙΑ, Ἀθή-να 1984. Ευάγγελου Ἀνδρέου, Γεώργιος Μάρκου ὁ Ἀργεῖος, Τό μέγιστο τῆς ἁγιο-γραφίας σχολειό στό 18ο αἰώνα, ἔκδ. Εὐρωπαϊκοῦ Κέντρου Τέχνης, 2012. Κώστα Δα-νούση, Ὁ Ἀργεῖος ἁγιογράφος Γεώργιος Μάρκου, ἔκδ. Πνευματικοῦ Κέντρου Δήμου Ἄργους, 2004. «Dal Peloponneso a Venezia e da Venezia all’Attica, Giorgio Marcou di Argos», L’ Eracliano, No 173/2012, Scandicci-Firenze (Marcello Falletti di Villafalletto).
[2] Meursius 15, P.G. 126, 384D: «Ἀμέλει και τῷ τρισμακαριωτάτῳ ὑπερτίμῳ τῷ Ψελλῷ καί ἀπαραμίλλῳ τήν γλῶτταν ὀφείλω μέν, ὡς εἰκός, οὐκ εὐαποδότους χάριτας. Πολλά γάρ οἶδα τῆς Μούσης τοῦ ἀνδρός ἀπονάμενος».
[3] P. Katicic, «Βιογραφικά περί Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος», Ἐπετηρίς Ἑταιρείς Βυζαντινῶν Σπουδῶν Λ΄, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 370-373. Βλ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ἡ Ἐκκλησία Βουλγαρίας (865-1938), Ἐκ τῶν Καταλοίπων, ἐν Ἀθήναις 1957.
[4] P. Gautier, Θεοφύλακτος Ἀχρίδος, σελ. 29-36.
[6] Ἀρχιμανδρίτου Ἀνδρονίκου Κ. Δημητρακοπούλου, Ὀρθόδοξος Ἑλλάς, ἤτοι περί τῶν Ἑλλήνων τῶν γραψάντων κατά Λατίνων καί περί τῶν συγραμμάτων αὐτῶν, Λειψία 1872, σελ. 9