Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι του προηγούμενου άρθρου μου με τους επαίνους προς την Υπουργό Παιδείας κ. Κεραμέως για την απόφασή της να εξορθολογήσει τον εορτασμό της ημέρας των Τριών Ιεραρχών και η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων μας θυμίζει ένα μέτωπο που αδικαιολόγητα κρατάει «ανοικτό» η κ. Υπουργός, ενώ θα έπρεπε να το είχε «κλείσει» προ πολλού. Πρόκειται για τον πόλεμο κατά των Θρησκευτικών που κήρυξε αμέσως μετά την άνοδό της στην εξουσία η προηγούμενη Κυβέρνηση των αθέων και δυστυχώς, τον συνεχίζει με άλλη μορφή η σημερινή Κυβέρνηση!
Είναι γνωστές οι συνθήκες, υπό τις οποίες οδηγηθήκαμε στον πόλεμο αυτό. Πριν από πέντε περίπου χρόνια ο Ελληνικός Λαός, αγανακτισμένος από την οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, πίστεψε τις ψευδείς υποσχέσεις εκείνων που δεν μπορούσαν να υφαρπάσουν με άλλο τρόπο την εξουσία και τους εμπιστεύθηκε, για να του λύσουν το οικονομικό πρόβλημα. Οι τυχάρπαστοι αυτοί άνθρωποι, αφού δεν μπόρεσαν να «σχίσουν» τα μνημόνια, όπως είχαν υποσχεθεί στον Λαό, θεώρησαν ότι έπρεπε να «σχίσουν» κάτι άλλο που τους ήταν βολικό. Αρχισαν έτσι να «ροκανίζουν» σιγά-σιγά την εθνική ταυτότητα του Ελληνισμού, συστατικό στοιχείο της οποίας αποτελεί η πίστη στην Ορθοδοξία. Και το έπραξαν αυτό καθ’ υπέρβαση της εντολής που τους είχε δοθεί. Βάλθηκαν λοιπόν να «ξεριζώσουν» τα παραδοσιακά πιστεύματα του Ελληνισμού από την ψυχή του λαού. Και αυτό έπρεπε φυσικά να ξεκινήσει από το «έδαφος» στο οποίο βρίσκονται οι «ρίζες» των σχετικών πιστευμάτων, δηλ. από την Παιδεία. Με περισσή θρασύτητα και όχι λιγότερη πολιτική αναλγησία, αντικατέστησαν αυθαίρετα, εφ’ όσον ενήργησαν κατά τρόπο κατηγορηματικά αντίθετο προς τις επιταγές του άρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος, τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα, έτσι ώστε τα Ελληνόπουλα να μη διδάσκονται πια στα σχολεία τις αρχές της Θρησκείας τους, αλλά να ενημερώνονται απλά για τις βασικές δοξασίες των διαφόρων θρησκειών στον κόσμο!
Κατά της εθνομηδενιστικής και πραξικοπηματικής πολιτικής των Κυβερνώντων της «αριστεράς του τίποτα», άρχισε αμέσως από όσους ανησυχούσαν για αυτή την κατάσταση και ιδίως από τους θεσμικούς φορείς, ένας πολυμέτωπος αγώνας, που είχε επιτυχή έκβαση σε όλα τα μέτωπα στα οποία διεξήχθη. Θα υπογραμμίσουμε εδώ, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που έχουν, τα δύο σπουδαιότερα από αυτά τα μέτωπα, ήτοι το νομικό και το πολιτικό μέτωπο. Στο νομικό μέτωπο κερδήθηκαν, όπως είναι γνωστό, όλες οι σχετικές προσφυγές ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο απεφάνθη ότι τα Θρησκευτικά έχουν ομολογιακό και όχι θρησκειολογικό περιεχόμενο, ενώ στο πολιτικό μέτωπο ο αγώνας έληξε με την αποπομπή από την εξουσία των αναιδών ενοίκων του Μαξίμου και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την παραδοσιακή Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη. Τι όφειλε λοιπόν, ύστερα από αυτά, να πράξει η Κυβέρνηση διά της αρμοδίας Υπουργού Παιδείας στο συγκεκριμένο ζήτημα των Θρησκευτικών, που προκάλεσε ισχυρούς «κραδασμούς» τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην ίδια την κοινωνία; Δεν θα έπρεπε η κ. Υπουργός Παιδείας να επαναφέρει τα πράγματα, διδακτικά και βιβλιογραφικά, στην προτέρα τους κατάσταση, στην κατάσταση δηλ. που ευρίσκοντο πριν αρχίσουν οι επιδρομές εναντίον της παραδοσιακής πίστης των Ελλήνων από τους άθεους Υπουργούς Παιδείας του προηγουμένου καθεστώτος; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά για όσους προσεγγίζουν λογικά τα γεγονότα είναι αυτονόητη.
Δυστυχώς όμως η Κυβέρνηση δείχνει ότι έχει κάποιο πρόβλημα εναρμόνισης της πολιτικής της με τα αυτονόητα. Δεν εξηγείται αλλιώς η απαράδεκτη εμμονή της Υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως να διατηρεί ακόμη σε ισχύ, όπως καταγγέλλει η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων, τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα για την διδασκαλία των Θρησκευτικών τα οποία ακύρωσε με τις σχετικές αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας! Η Κυβέρνηση δεσμεύεται εκ του Συντάγματος από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και είναι υποχρεωμένη να τις σεβαστεί. Προς τι λοιπόν αυτή η προκλητική ασέβεια της Κυβέρνησης όχι μόνο προς τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, αλλά και προς την βούληση του Λαού, που της έδωσε την εντολή να διορθώσει τα ημαρτημένα των προκατόχων της στην εξουσία; Συνιστά διόρθωση ημαρτημένων η διατήρηση της κατάστασης που αυτά δημιούργησαν ή η επανάληψη από τους σημερινούς Κυβερνώντες των ιδίων πλημμελημάτων; Φαίνεται ότι στους κόλπους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων έχουν παραμείνει αρκετά «σταγονίδια» εθνομηδενισμού, τα οποία υπό την ιδιότητα υψηλόβαθμων στελεχών του Υπουργείου πλαισιώνουν τις διάφορες επιτροπές που συγκροτεί ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας.
Δεν θα επαναλάβω εδώ τις εύστοχες επισημάνσεις της Πανελλήνιας Ενωσης Θεολόγων για τις ποινικές ευθύνες που έχουν τα στελέχη αυτά, εάν δεχθούν να συμμετάσχουν στις νέες επιτροπές του Υπουργείου, μολονότι είχαν λάβει μέρος στις επιτροπές που κατήρτισαν τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα τα οποία ακυρώθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Θα αρκεστώ μόνο να υπομνήσω την ποινική ευθύνη που έχει για το ίδιο ποινικό αδίκημα του άρ. 254 ΠΚ και η ίδια η Υπουργός Παιδείας ως ηθική αυτουργός, κατά το άρ. 46 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, περί των αρμοδίων υπαλλήλων, εφ’ όσον τους ξαναδιορίσει στην ίδια επιτροπή, μολονότι γνωρίζει την συμμετοχή τους στην προηγούμενη «αμαρτωλή» επιτροπή. Βέβαια η στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης για ηθική αυτουργία προϋποθέτει δόλο του ηθικού αυτουργού. Δεν αρκεί η αμέλεια αυτού. Υστερα όμως από όσα διαλαμβάνουν στην σχετική καταγγελία τους οι αρμόδιοι της Πανελλήνιας Ενωσης Θεολόγων, δεν θα μπορούσε ασφαλώς να επικαλεσθεί αμέλεια η κ. Κεραμέως, εάν αύριο βρεθεί κατηγορούμενη. Εν πάση περιπτώσει, μείζονος σημασίας για έναν πολιτικό, είναι το ζήτημα της ηθικής-πολιτικής ευθύνης που έχει για τους εσφαλμένους χειρισμούς του και όχι το ζήτημα της ποινικής του ευθύνης. Η ποινική ευθύνη μπορεί να παραγραφεί. Ουδέποτε όμως παραγράφεται η πολιτική ευθύνη.
Από την άποψη αυτή δεν αντιλαμβάνομαι την τακτική της κ. Κεραμέως να παρακάμπτει τα μέλη της Πανελλήνιας Ενωσης Θεολόγων και τους καθ’ ύλην αρμοδίους Πανεπιστημιακούς Καθηγητές, που αποτελούν τους φυσικούς συμβούλους της στην συνταγματικώς άψογη ρύθμιση της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία. Ουδεμία σημασία έχουν οι προσωπικές πεποιθήσεις της κ. Κεραμέως επί του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών. Εχω και με άλλη ευκαιρία τονίσει ότι ο πολιτικός που σέβεται την δημοκρατική νομιμότητα, πρέπει να χαράσσει πάντα με απόλυτη σαφήνεια τα όρια ανάμεσα σε αυτό που κουβαλάει μέσα του ως προσωπική δοξασία με εκείνο που καλείται να υπηρετήσει ως θεσμικό χρέος. Αλλωστε το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, όπως και του άλλου σπουδαίου μαθήματος της Ιστορίας, το καθορίζει δεσμευτικά για όλους ο ίδιος ο συντακτικός νομοθέτης στο άρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος, όταν μεταξύ των σκοπών που πρέπει να επιδιώκει η εκπαίδευση στα σχολεία, συμπεριλαμβάνει και την «καλλιέργεια της θρησκευτικής και της εθνικής συνείδησης των μαθητών». Τι άλλο νόημα μπορεί να έχει η εν λόγω συνταγματική διάταξη, πέρα από την κατηγορηματική επιταγή του συντακτικού νομοθέτη, που έρχεται ως ευχή και κατάρα από τα χρόνια της Εθνεγερσίας, να κουβαλάνε πάντα τα Ελληνόπουλα μέσα στην σχολική τσάντα τους μαζί με τα βιβλία και τα τετράδιά τους τον Χριστό και την Ελλάδα;
Και μία τελευταία παρατήρηση που απευθύνεται προσωπικά στον Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη. Εάν πραγματικά πιστεύει στην παραδοσιακή Ελλάδα, που υποσχέθηκε να υπερασπιστεί, πρέπει άμεσα, εδώ και τώρα, να δώσει εντολή στην κ. Κεραμέως να πράξει τα δέοντα, ώστε να λήξει επιτέλους αυτός ο ανόητος πόλεμος των Θρησκευτικών που κήρυξε στην Ελλάδα ο εσμός των εθνομηδενιστών της «αριστεράς του τίποτα». Ο Ελληνισμός, εάν «σβηστούν» τα δύο «υδατογραφήματα» της εθνικής του ταυτότητας, ο Χριστός και η Ελλάδα με όλα τα αξιακά τους «φορτία», όπως επιδιώκουν πολλοί, μαζί με αυτά θα χαθεί και ο ίδιος.