«Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή
«Φωτίζεται» ἡ Εὐρώπη
Κατά τήν διάρκεια τῆς 2ης ἱεραποστολικῆς του περιοδείας ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέπτεται τούς Φιλίππους.[1] Εἶναι τό πρῶτο μέρος στήν Εὐρωπαϊκή ἤπειρο πού ἐπισκέπτεται καί μιλᾶ γιά τήν χριστιανική πίστη. Στήν μικρή αὐτή πόλη ὑπῆρχε «μικτός πληθυσμός» ἑλλήνων καί ρωμαίων.[2] Ἦταν σπουδαῖο ἐμπορικό καί στρατιωτικό κέντρο.[3] Στήν πόλη ὑπῆρχε γιά τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν Ἰουδαίων συναγωγή καί γι’αὐτόν τόν λόγο, συνάζονταν γιά προσευχή ὅλοι-ἰδίως οἱ γυναῖκες-στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γαγγίτη (16,13).[4] Ὑπήρχαν, ὅταν ὁ Παῦλος κήρυξε για τον Χριστό, ἀρκετοί πού λάτρευαν πολλές θεότητες καί ἀκολουθοῦσαν διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις.[5]
Ἄς δοῦμε μέ ποιό τρόπο παρουσιάζει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀποστόλου στούς Φιλίππους: « Ἀπό τήν Τρωάδα ἀποπλεύσαμε καί πήγαμε κατευθείαν στήν Σαμοθράκη καί τήν ἑπόμενη στήν Νεάπολη. Ἀπό ἐκεῖ πήγαμε στούς Φιλίππους, πού εἶναι ἡ σπουδαιότερη πόλη ἐκείνης τῆς περιοχῆς τῆς Μακεδονίας, ἀποικία τῶν Ρωμαίων. Σ’αὐτήν τήν πόλη παραμείναμε μερικές μέρες∙ καί ὅταν ἦρθε τό Σάββατο, βγήκαμε ἔξω ἀπό τήν πόλη, στό ποτάμι, ὅπου σκεφθήκαμε ὅτι θά ἦταν τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ καθίσαμε καί μιλούσαμε στίς γυναῖκες πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ. Μία γυναίκα ἀπό τά Θυάτειρα πού ὀνομαζόταν Λυδία, ἔμπορος πορφυρῶν ὑφασμάτων, προσήλυτη, ἄκουγε, καί ὁ Κύριος ἄνοιξε τήν καρδιά της ὥστε νά δίνει προσοχή σ’αὐτά πού ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ἀφοῦ βαφτίστηκε αὐτή καί ὅλη ἡ οἰκογένειά της, μᾶς παρακαλοῦσε: «Ἄν μέ κρίνετε πιστή στόν Κύριο, ἐλᾶτε νά μείνετε στό σπίτι μου»∙ καί μᾶς τό ζητοῦσε μέ πολλή ἐπιμονή.
Μιά μέρα καθῶς πηγαίναμε στόν τόπο τῆς προσευχῆς, συνέβη νά συναντήσουμε μιά δούλη πού εἶχε μαντικό πνεῦμα καί μέ τίς μαντεῖες της ἀπέφερε πολλά κέρδη στούς κυρίους της. Αὐτή ἀκολουθοῦσε τόν Παῦλο καί τόν Σῖλα καί φώναζε: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δούλοι τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, πού μᾶς κηρύττουν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας!» Αὐτό τό ἔκανε πολλές φορές. Ὁ Παῦλος ἀγανάκτησε∙ γύρισε πίσω καί εἶπε στό πνεῦμα: «Σέ διατάζω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά βγεῖς ἀπ’αὐτήν». Τήν ἴδια στιγμή βγῆκε τό πνεῦμα. Ὅταν εἴδαν τ’ἀφεντικά της ὅτι μαζί μέ τό πνεῦμα χάθηκε καί ἡ ἐλπίδα τοῦ κέρδους πού εἶχαν ἀπό την ἐργασία της, ἔπιασαν τόν Παῦλο καί τόν Σῖλα καί τούς ἔσυραν στήν ἀγορά νά τούς παρουσιάσουν στίς ἀρχές. Τούς ὁδήγησαν μπροστά στούς ἀνώτατους ἄρχοντες τῆς πόλης καί εἶπαν: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι Ἰουδαῖοι καί προκαλοῦν ταραχές στήν πόλη. Θέλουν νά εἰσαγάγουν ἔθιμα πού δέν ἐπιτρέπεται σ’ἐμᾶς, πού εἴμαστε Ρωμαῖοι, νά τά δεχθοῦμε ἤ νά τά τηρήσουμε». Τότε ὁ λαός ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους. Οἱ ἄρχοντες τούς ἔσχισαν τά ρούχα καί ἔδωσαν διαταγή νά τούς ραβδίσουν. Τούς ἔδωσαν πολλά χτυπήματα καί μετά τούς ἔβαλαν στήν φυλακή καί ἔδωσαν ἐντολή στόν δεσμοφύλακα νά τούς φυλάει ἀσφαλισμένους καλά. Αὐτός, ἐφόσον πῆρε μιά τέτοια ἐντολή, τούς ἔβαλε στό πιό ἐσωτερικό κελλί καί γιά λόγους ἀσφαλείας ἔσφιξε τά πόδια στήν ξυλοπέδη.
Γύρω στά μεσάνυχτα, ὁ Παῦλος καί ὁ Σῖλας προσεύχονταν καί ἔψελναν ὕμνους στό Θεό∙καί τούς ἄκουγαν οἱ φυλακισμένοι. Ξαφνικά ἔγινε ἕνας σεισμός τόσο δυνατός, πού σαλεύτηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Ἀμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καί τά δεσμά τῶν φυλακισμένων λύθηκαν. Ὁ δεσμοφύλακας ξύπνησε∙ καί ὅταν εἶδε τίς πόρτες τῆς φυλακῆς ἀνοιχτές, ἔβγαλε τό σπαθί του καί ἤθελε νά σκοτωθεῖ, νομίζοντας ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν δραπετεύσει. Τότε ὁ Παῦλος τοῦ φώναξε: «Μήν κάνεις κανένα κακό στόν ἑαυτό σου! Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ». Ὁ δεσμοφύλακας ζήτησε νά τοῦ φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στό κελλί, καί τρομαγμένος ἔπεσε στά πόδια τοῦ Παύλου καί τοῦ Σῖλα. Ὕστερα τούς ἔβγαλε ἔξω καί τούς ρώτησε: «Κύριοι, τί πρέπει νά κάνω γιά νά σωθῶ;». Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Πίστεψε στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί θά σωθεῖς καί ἐσύ καί τό σπίτι σου». Καί κήρυξαν σ’αὐτόν καί σ’ὅσους ἦταν στό σπίτι του τό λόγο τοῦ Κυρίου.
Ὁ δεσμοφύλακας τούς πῆρε τήν ἴδια ἐκείνη ὥρα μέσα στήν νύχτα καί ἔπλυνε τίς πληγές τους∙ ὕστερα βαφτίστηκε ἀμέσως ὁ ἴδιος καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Κατόπιν τούς ἀνέβασε στό σπίτι του καί τούς ἔστρωσε τραπέζι, ἦταν πανευτυχής πού καί αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του εἶχαν βρεῖ τήν πίστη στό Θεό.
Ὅταν ξημέρωσε, οἱ ἄρχοντες ἔστειλαν τούς κλητήρες στό δεσμοφύλακα καί τοῦ εἶπαν: «Ἀπόλυσε τούς ἀνθρώπους ἐκείνους». Ὁ δεσμοφύλακας μετέφερε τά λόγια αὐτά στόν Παῦλο: «Οἱ ἄρχοντες», τοῦ εἶπε, «ἔστειλαν ἐντολή ν’ ἀπολυθεῖτε. Τώρα, λοιπόν, βγεῖτε καί πηγαίνετε στό καλό». Ὁ Παῦλος ὅμως εἶπε στούς κλητήρες: «Μᾶς ἔδειραν δημοσίως χωρίς νά μᾶς δικάσουν, ἄν καί εἴμαστε Ρωμαῖοι πολίτες, μᾶς ἔκλεισαν στήν φυλακή, καί τώρα μᾶς διώχνουν στά κρυφά; Ὄχι βέβαια! Νά’ρθοῦν νά μᾶς βγάλουν αὐτοί οἱ ἴδιοι». Οἱ κλητήρες μετέφεραν στούς ἄρχοντες τά λόγια αὐτά. Ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι εἶναι Ρωμαῖοι, φοβήθηκαν. Ἦρθαν καί τούς ζήτησαν συγνώμη, τούς ἔβγαλαν ἔξω καί τούς παρακαλοῦσαν νά φύγουν ἀπό τήν πόλη. Αὐτοί βγῆκαν ἀπό τήν φυλακή καί πήγαν στό σπίτι τῆς Λυδίας. Ἐκεῖ εἶδαν τούς ἀδελφούς, τούς ἐνθάρρυναν καί ἔφυγαν». (Πρ.16,11-40). Στό ἐπόμενο κεφάλαιο διαβάζουμε: «…πέρασαν ἀπό τήν Ἀμφίπολη καί τήν Ἀπολλωνία καί ἦρθαν στήν Θεσσαλονίκη…». (Πραξ. 17,1).
Εἴδαμε ἀπό τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελιστή τό πῶς ἡ «νύχτα» μετατρέπεται σέ «ἡμέρα», σέ αὐτήν τήν εὐλογημένη γῆ τῆς Μακεδονίας καί πῶς τό γεγονός αὐτό, τό νέο μήνυμα, θά γίνει ἡ ἀπαρχή γιά μιά νέα κατάσταση στήν Εὐρώπη καί στόν κόσμο ὁλόκληρο.
Ὅμως ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Ποιά ἦταν ἡ ἀφορμή πού ἀπέστειλε ὁ Παῦλος τήν «πρός Φιλιππησίους»;
Ὅταν οἱ κάτοικοι τῶν Φιλλίπων ἔμαθαν ὅτι συνέλαβαν τόν Παῦλο, ἔστειλαν κοντά του τόν Ἐπαφρόδιτο γιά νά τοῦ συμπαρασταθεῖ, ἔχοντας μαζί του καί ὑλική βοήθεια. Ἀφοῦ ἀνάρρωσε ἀπό κάποια ἀσθένεια στάλθηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο στούς Φιλίππους κομίζοντας τήν Ἐπιστολή.[6] Στήν Ἐπιστολή αὐτή ἀναφέρει ὅτι εἶναι δέσμιος, ὅτι διέρχεται κίνδυνο, ὅτι θα στείλει τόν Τιμόθεο γιά νά τούς ἐνισχύσει καί ὅτι ἐπιθυμεῖ καί ὁ ἴδιος νά τούς ἐπισκεφθεῖ ἐκ νέου (2, 19-24).[7] Τούς προτρέπει νά εἶναι ἰδιαιτέρως προσεκτικοί μέ τούς αἱρετικούς πού τούς χαρακτηρίζει «κύνες» καί «κακούς ἐργάτες».[8] Πιθανόν νά πρόκειται γιά Ἰουδαΐζοντες πού εἶναι ζηλωτές τῆς περιτομῆς καί βέβαια δηλωμένοι ἐχθροί τοῦ Παύλου.[9]
Οἱ «μεταβάσεις» πού παρατηροῦνται στά μέρη τῆς Ἐπιστολῆς, σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς, ἔθεσε ἕνα ζήτημα περί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐπιστολῆς.[10] Τό κατά τήν γνώμη τους «ἀσύνδετο» ἔχει ὅμως ὑποστηριχθεῖ ὅτι δέν ὑφίσταται καί ἔχουν δωθεῖ περί αὐτοῦ ἰκανές, πιθανές ἐξηγήσεις.[11] Τό θέμα τῆς «ἑνότητας» δέν ἀμφισβητεῖ τήν γνησιότητα τῆς Ἐπιστολῆς, τήν ὁποία παραδέχονται καί υἱοθετοῦν Πατέρες καί Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Πολύκαρπος, ὁ Ἰγνάτιος, ὁ Εἰρηναῖος, ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας, ὁ Τερτυλλιανός καί ἄλλοι. Ἡ σχολή τῆς Τυβίγγης[12] πού τήν ἀμφισβήτησε, τήν ἀποδίδει σέ κάποιον ἄγνωστο χαλκευτή τοῦ 2ου αἰώνα, χωρίς νά ἐπηρεάζει ὅμως την σχεδόν καθολική ἀποδοχή της.[13]
Ὡς πρός τόν τόπο καί τόν χρόνο συγγραφῆς τῆς Ἐπιστολῆς ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἡ Ἔφεσος κατά την περίοδο 54-55μ.Χ.[14] Πιθανές ἄλλες περιοχές πού ὑπήρχαν φυλακές εἶναι ἡ Ρώμη καί ἡ Καισάρεια. Ἄν πρόκειται γιά τήν Ρώμη ὁ χρόνος συγγραφῆς προσδιορίζεται κατά τό διάστημα 61-63 μ.Χ.
Τά κυριότερα θέματα τῆς Ἐπιστολῆς ἀφοροῦν στήν ἀλήθεια ὅτι τήν κάθε τοπική Ἐκκλησία τήν οἰκοδομεῖ καί τήν αὐξάνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Οὔτε ὁ κάθε ἀπόστολος μόνος του, οὔτε ὁ λειτουργός τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά κάνει μόνος του αὐτό το ἔργο. Ἐκτός αὐτοῦ θά ἀναφέρουμε μερικές βασικές διδασκαλίες τῆς Ἐπιστολῆς, οἱ ὁποῖες ἔχουν προεκτάσεις καί στήν ἐποχή μας, ὅπως τίς σημειώνει ὁ καθηγητής Καραβιδόπουλος: «…ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη πιστότητας στόν ἱδρυτή της, ὁ ὁποῖος λίγο πρίν ἀπό τόδ σωτήριο πάθος του προσεύχεται στό Θεό Πατέρα «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17,21). Μία διασπαρμένη καί χωρίς ἑνότητα καί ὁμόνοια Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή πού ἵδρυσε καί γιά τήν ὁποία προσευχήθηκε ὁ Χριστός…Δέν εἶναι παράδοξο ὅτι ὁμοφροσύνη καί ταπείνωση συνδέονται στενά ὄχι μόνο στήν ἐπιστολή αὐτή ἀλλά καί σέ ὅλην τήν Καινή Διαθήκη, γιατί μόνο στό ἔδαφος τῆς ταπεινοφροσύνης βλαστάνουν ἡ ὁμόνοια καί ἡ ἀγάπη καί μόνο ὁ ταπεινός ἀναγνωρίζει τήν ὑπεροχή τοῦ ἀδελφοῦ. Στόν σημερινό κόσμο βλέπει κανείς τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου να ἐπιβληθεῖ στόν ἄλλον, νά φανεῖ ἀνώτερός του, δίνοντας διέξοδο στίς ὑποσυνείδητες κυριαρχικές τάσεις του…».[15]
Τό δεύτερο θέμα πού σημειώνει ὁ καθηγητής ὅτι κυριαρχεῖ στήν Ἐπιστολή εἶναι «ἡ χαρά». Ἀναφέρει: «Τό θέμα τῆς χαρᾶς πού κυριαρχεῖ στήν ἐπιστολή αὐτή ὑπογραμμίζει τήν ἀλήθεια πώς ὁ χριστιανισμός εἶναι θρησκεία χαρᾶς καί αἰσιοδοξίας. Καί ἡ χαρά αὐτή δέν πρέπει ν’ἀναζητεῖται στήν ἐπιφανειακή σφαίρα τῆς ζωῆς, ὅπως συμβαίνει συνήθως, ἀλλά πηγάζει ἀπό τό βάθος της, ἀπό τήν λυτρωτική ἐμπειρία τοῦ πιστοῦ. Πραγματική χαρά αἰσθάνεται ὁ λυτρωμένος ἄνθρωπος, πού ζεῖ και ἐκφράζει αὐτή τή χαρά μέ ἔργα ἀγάπης καί προγεύεται τούς καρπούς τοῦ μελλοντικοῦ κόσμου τῆς ἀνάστασης. Μέσα σ’ἕνα κόσμο, ὅπου κυριαρχοῦν ἡ ἀγωνία και ἡ ἀπόγνωση καθώς καί ἡ ἀπελπισία καί τό παράλογο, ἡ πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τονίζει ὅτι «ἡμῶν το πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ και σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (3,20-21). Ἡ ἀναστάσιμη ἐλπίδα κάνει πιό γόνιμη καί δημιουργική τούτη ἐδῶ τήν ζωή, γιατί ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό ἀνασχετικές δεσμεύσεις πού συνδέονται μέ κάποιο δυσάρεστο παρελθόν καί τοῦ δίνει φτερά νά ἀτενίζει συνεχῶς πρός τό μέλλον, πρός τόν Ἐρχόμενο Κύριο». [16]
[1] Ἡ πόλη ἱδρύθηκε το 358 π.Χ. ἀπό τόν Φίλιππο τόν Β΄, τόν πατέρα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ὁ Ὀκταβιανός, ὁ «αὐτοκράτορας Αὔγουστος», την κατέστησε ρωμαϊκή ἐποικία και ἐγκατέστησε σ’αὐτήν ρωμαίους παλαιμάχους.
[2] Ἦταν «ρωμαική κολωνία» βλ. Klaus- Michael Bull, Βιβλιογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθήνα 2015, σ.148
[3] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.305.
[4] Παναγοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.263
[5] Παναγοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.263
[6] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.308.
[7] Βλ. Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.307.
[8] Καραβιδοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2016, σ.319.
[9] Klaus- Michael Bull, Βιβλιογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθήνα 2015, σ.149.
[10] Παναγοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.265.
[11] Βλ. Παναγοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.266.
[12] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.309.
[13] Παναγοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.266
[14] Βλ. Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.312.
[15] Καραβιδοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2016, σ.321.
[16] Καραβιδοπούλου Ἰω., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2016, σσ.321-322.
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.