Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Η συνήθεια της απονομής εκκλησιαστικών τιμητικών μεταλλίων είναι παλαιά στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και μπορεί να αναχθεί στην καθιέρωση, από τον Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Α’ τον Πηγά (1590 – 1601) του τάγματος του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Μάρκου. Φυσικά, η οργάνωση εκκλησιαστικών ιπποτικών ταγμάτων ανάγεται στον Πάπα Ρώμης Γρηγόριο τον Μέγα (590-604), ο οποίος κατά την παράδοση ίδρυσε το τάγμα του αγίου Ιωάννου των Ιεροσολύμων, παράδειγμα το οποίο ακολουθήθηκε από διάφορους εκκλησιαστικούς ηγέτες στη συνέχεια. Τα τάγματα αυτά με την πάροδο των αιώνων και τη διαμόρφωση νέων ιστορικών συνθηκών και συγκυριών απώλεσαν τον στρατιωτικό χαρακτήρα τους και εξελίχθηκαν σε «τάγματα τιμής» ή «τάγματα αριστείας», πολλά δε από αυτά εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι τις μέρες μας, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, καθώς τα διάσημά τους συνεχίζουν να απονέμονται.
Τα ορθόδοξα πατριαρχεία της Ανατολής ακολούθησαν σταδιακά την πρακτική αυτή ιδρύοντας τα δικά τους ανάλογα εκκλησιαστικά «τάγματα τιμής». Οπως έχει σωστά παρατηρηθεί, αυτό οφείλεται όχι τόσο σε τάσεις μίμησης και εκδυτικισμού, όσο στην προσπάθεια για κάλυψη αναγκών που προέκυψαν από τον εθναρχικό ρόλο, τον οποίο τα πατριαρχεία αυτά κατά καιρούς ανέλαβαν. Παραλλήλως δε, τα ορθόδοξα πατριαρχεία περιστασιακά κατασκεύασαν και απένειμαν και άλλες ανάλογες τιμητικές διακρίσεις, κατά κανόνα ανταποκρινόμενα σε ιστορικές ανάγκες, όπως η απόδοση τιμής σε βετεράνους ενός πολέμου, ή στην προσπάθεια να τονιστούν συγκεκριμένα γεγονότα ή επέτειοι, όπως η σύγκληση μιας συνόδου ή ο εορτασμός της χιλιετηρίδας του Αγίου Oρους.
Ετσι, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αρχή παρόμοιων σκέψεων διαπιστώνεται ήδη τον Οκτώβριο του 1912, από τον τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου, τον Μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό, ενώ ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’, που στα τέλη του 1959 επανέφερε το ζήτημα, ώστε τελικά να σχηματοποιηθεί ο σταυρός του αποστόλου Ανδρέα. Διάκριση η οποία συμπληρωματικά περιστοιχίστηκε και από άλλες παρόμοιες, όπως ο σταυρός της χιλιετηρίδας του Αγίου Ορους, ο σταυρός της 3ης Πανορθόδοξης Διασκέψεως της Ρόδου (1964) και ο σταυρός της Παναγίας της Παμμακαρίστου.
Από την άλλη πλευρά, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής, πέρα από το τάγμα του αγίου Μάρκου, το οποίο ξεκίνησε στα τέλη του 16ου αιώνα από τον Πατριάρχη Μελέτιο Α’, καθώς είδαμε παραπάνω, διαθέτει σήμερα τα τάγματα της αρχαίας πατριαρχικής τάξεως Παραβαλανέων Σάββα του Ηγιασμένου, το τάγμα του αριστείου της αρχαίας πατριαρχικής τάξεως Παραβαλανέων Σάββα του Ηγιασμένου και το τάγμα του Λέοντος της Αλεξανδρείας. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας διατηρεί το τάγμα των αγίων και κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων το τάγμα των Ορθόδοξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου, του οποίου η ίδρυση κατά την παράδοση ανάγεται στον 4ο αιώνα, στην πραγματικότητα όμως ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, σε εποχή ακμής και άνθισης του πατριαρχείου.
Τα τάγματα αυτά παρουσιάζονται ενίοτε αναπτυγμένα με τάξεις ανάλογες των δυτικών ταγμάτων αριστείας, δηλαδή με αργυρό σταυρό, χρυσό σταυρό, ταξιάρχη, ανώτερο ταξιάρχη, μεγαλόσταυρο και ενίοτε περιδέραιο. Ωστόσο η ανάπτυξη αυτή δεν υπήρχε αρχικά και διαμορφώθηκε με τον χρόνο, αναλόγως των συνθηκών και των αναγκών: οικονομικές ανάγκες που έφεραν στο προσκήνιο και την αναγκαιότητα να υπάρχουν τιμές ανάλογες των προσφορών για να τιμηθούν οι ευεργέτες, επισκέψεις στα πατριαρχεία πρωθυπουργών και αρχηγών κρατών ή εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων που έπρεπε να τιμηθούν αναλόγως και με διάκριση από τις μέχρι τότε απονεμόμενες τιμές κ.λπ.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατήρησε την παράδοση του ενιαίου τιμητικού παρασήμου άνευ τάξεων, ενώ τα υπόλοιπα πατριαρχεία βαθμιαία προέβλεψαν τάξεις -και φυσικά ανάλογα διάσημα- που δεν υπήρχαν εξαρχής. Ετσι, από τον τιμητικό χρυσό σταυρό ευλογίας που λάμβαναν οι ξεχωριστές πολιτικές προσωπικότητες οι οποίες επισκέπτονταν τα πατριαρχεία παλαιότερα, φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση των πολλών τάξεων. Είναι δε άξιο επισήμανσης το γεγονός ότι πέραν των παλαιών πατριαρχείων της Ανατολής, οι υπόλοιπες αυτοκέφαλες ορθόδοξες Εκκλησίες κατά κανόνα τηρούν την παράδοση της απονομής ενιαίας τιμητικής διάκρισης, ή σε σπάνιες περιπτώσεις τη διακρίνουν σε δύο ή τρεις τάξεις, χωρίς όμως να ακολουθούν την μορφολογία και την ονοματοδοσία των ανάλογων δυτικών «ταγμάτων τιμής».