Αρχιμ. Σωφρόνιος Γκουτζίνης, Πρωτοσύγκελλος Ι. Μ. Ξάνθης
Την προηγούμενη εβδομάδα παρουσιάσαμε εν συντομία το ενδιαφέρον άρθρο του Davor Dzalto, Καθηγητή και Διευθυντή του Προγράμματος για την Ιστορία Τέχνης και τις Θρησκευτικές Σπουδές στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ρώμης καθώς και Προέδρου του Ινστιτούτου Ερευνας του Πολιτισμού και του Χριστιανισμού, που δημοσιεύθηκε στο blog του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Fordham στις 12 Μαρτίου του 2018 με τίτλο «Η Νεοφιλελεύθερή μας Ορθοδοξία». (https://publicorthodoxy.org/2018/03/12/neoliberal-orthodoxy/#more-4242).
Θεωρούμε πως οι θέσεις που ανέπτυξε στο εν λόγω άρθρο αδικούν την Ορθόδοξη Εκκλησία. Είτε από μονομέρεια, είτε από σκοπιμότητα, είτε από άγνοια, είτε απλώς από υποκειμενικότητα, οι θέσεις του δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που οι ορθόδοξοι βιώνουμε ως πραγματικότητα. Ενώ αποτιμά τον νεοφιλελευθερισμό ως «μία ιδεολογία στην οποία η καταστροφή των πάντων, ακόμη και της ανθρώπινης ζωής, της φύσεως και ολόκληρων βιολογικών ειδών, γίνεται ανεκτή και μπορεί να νοηθεί ακόμη και ως ηθική, στον βαθμό που συντελεί στην αύξηση του κέρδους», θέση με την οποία πολλοί θα μπορούσαν να συμφωνήσουν ενώ ακόμη περισσότεροι θα διαφωνούσαν πλήρως, παράλληλα θεωρεί πως ο νεοφιλελευθερισμός εξαπλώθηκε ακόμη και στον χώρο των θρησκειών και μάλιστα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Θεωρούμε ότι η παραπάνω θέση του αρθρογράφου δεν μπορεί να δικαιωθεί ιστορικά. Μια ματιά στη γεωγραφία των κατά παράδοσιν ορθοδόξων χωρών αρκεί για να διαπιστώσει ο απροκατάληπτος αναγνώστης πως στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων καθώς και της Μέσης Ανατολής, ο νεοφιλελευθερισμός δεν πέρασε ποτέ ούτε καν ως «υποψία» κρατικής οργάνωσης ή κοινωνικής μεταβολής. Αν δε μιλήσουμε ιδιαίτερα για τη χώρα μας, τολμούμε να πούμε πως η κρατική και κοινωνική της οργάνωση είναι ακριβώς το αντίθετο του νεοφιλελευθερισμού. Τώρα πώς είναι δυνατόν σε κοινωνίες που ουδέποτε ανέπτυξαν φιλελεύθερες ή πολύ περισσότερο νεοφιλελεύθερες οικονομικές και κοινωνικές δομές, η Εκκλησία τους να χαρακτηρίζεται από νεοφιλελεύθερες τακτικές, μόνον ο συμπαθής αρθρογράφος θα μπορούσε να μας το εξηγήσει.
Αν αφήσουμε την ιστορική διάσταση του θέματος και περάσουμε σε μία περισσότερο πρακτική θεώρησή του θα δούμε ότι ο συγγραφέας παραλληλίζει, θεωρεί δείγμα νεοφιλελευθερισμού το γεγονός ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες στη δημόσια σφαίρα λειτουργούν τρόπον τινά ως εταιρείες οι οποίες σχετίζονται με οικονομικούς δεσμούς και έχουν δούναι και λαβείν με την πολιτεία. Ολοι όμως γνωρίζουν, και όσοι δεν το γνωρίζουν το πληροφορήθηκαν κατά την πρόσφατη συζήτηση για την αναθεώρηση του συντάγματος, ότι τα (νέο)φιλελεύθερα κόμματα (π.χ. Ποτάμι, Δημιουργία Ξανά κλπ.) έχουν ως πρόταγμά τους τον εξοβελισμό των Εκκλησιών από τον δημόσιο χώρο και επίσης την κοινωνική τους περιθωριοποίηση, αφού θεωρούν «το θρήσκευμα» προσωπικό δεδομένο που δεν θα πρέπει να επηρεάζει επ’ ουδενί τον δημόσιο χώρο. Είναι λοιπόν ολοφάνερο ότι και σε αυτό το πεδίο η επιχειρηματολογία του αρθρογράφου ελέγχεται.
Εκεί όμως που ο αρθρογράφος έρχεται να κάνει πραγματικά ένα new speak, δηλαδή να διαστρεβλώσει πλήρως το εννοιολογικό περιεχόμενο εκκλησιαστικών όρων όπως «παράδοση», «χριστιανική ζωή», «ευσέβεια», είναι όταν προσπαθεί να τις παραλληλίσει με το new speak του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος χρησιμοποιεί έννοιες όπως «ανταγωνιστικότητα», «κινητικότητα», «καινοτομία», για να υποκρύψει κάτω από αυτές αντιστοίχως μία οδυνηρή πραγματικότητα όπως «χαμηλά ημερομίσθια», «ελευθερία απολύσεων», «κατάργηση συλλογικών συμβάσεων» κλπ. Με άλλα λόγια ο συγγραφέας του άρθρου πιστεύει πως όροι όπως «παράδοση», «χριστιανική ζωή» και «ευσέβεια» δεν είναι τίποτε άλλο από γυμνά ονόματα στερούμενα περιεχομένου, τα οποία λειτουργούν παραπλανητικά ώστε να κρατούν ευτυχείς τους πιστούς, των οποίων η εκκλησία είναι ένα ολοκληρωτικό περιβάλλον και του οποίου οι επικεφαλής επίσκοποι δρουν απολυταρχικά και δεν ανέχονται «την ανυπακοή, τη διαμαρτυρία, τον διαφορετικό τρόπο σκέψης».
Δεν αντιλέγει κανείς ότι στην ορθόδοξη εκκλησία μπορεί να υπάρχουν και τέτοια ατυχή παραδείγματα που να διέπονται από την ανωτέρω «λογική». Ομως εδώ ο αρθρογράφος με τις διαπιστώσεις του έρχεται να χαρακτηρίσει το όλον από το επιμέρους και να κάνει γενικεύσεις οι οποίες αδικούν το σύνολο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον Συνοδικό της Θεσμό, με την ενορία, δηλαδή την κατά τόπον εκκλησία, στην οποία όλοι μετέχουν εξίσου, με το Κοινόβιο Μοναστήρι, που διατηρεί ως ζωντανό υπόδειγμα τον κοινό βίο της πρωτοχριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων και κυρίως με τη λατρευτική εν Χριστώ ζωή των μελών της, με τα Αγιασμένα και τα αγιαζόμενα μέλη της, είναι πασιφανές πως δεν έχει αναπτύξει ούτε νεοφιλελεύθερους θεσμούς ούτε νεοφιλελεύθερη νοοτροπία. Απεναντίας οι θεσμοί της, βαθιά κοινοτικοί και αλληλέγγυοι, πλησιάζουν περισσότερο σε έναν κοινωνικό σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, παρά σε μία σκληρά νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που αποτιμά τα πάντα με μέτρο το κέρδος.
Αν θεωρήσουμε τον νεοφιλελευθερισμό όχι ως στενά οικονομική θεωρία, αλλά ως παράγωγο των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών της Δύσης, τότε τα επιχειρήματα του αρθρογράφου καθίστανται έτι περισσότερο έωλα, για τον απλό λόγο ότι η ορθοδοξία ιστορικά αναπτύχθηκε μέσα σε καθεστώτα απολυταρχικά (Ρώμη, Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Οι ορθόδοξες εκκλησίες στη Διασπορά ζουν ως επί το πλείστον σε κοινωνίες με δημοκρατική παράδοση, οι οποίες εν τούτοις γέννησαν την «πολιτική ορθότητα» που απεχθάνεται και διώκει ποινικά κάθε διαφοροποιημένη φωνή.
Ισως τελικά ο νεοφιλελευθερισμός και ο ολοκληρωτισμός να μην απέχουν πολύ μεταξύ τους. Αυτό μας έδωσε να αντιληφθούμε και το άρθρο του Davor Dzalto.
Κιβωτός της Ορθοδοξίας