Εφ όλης της ύλης συνέντευξη στη «Βραδυνή της Κυριακής» (2/7) και στον δημοσιογράφο Δημήτρη Αλεξόπουλο, παραχώρησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος. Ο Σεβασμιώτατος τοποθετείται σε φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας, όπως το μάθημα των Θρησκευτικών, οι σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας, η αποχριστιανοποίηση της Ευρώπης και το έργο του στη Μητρόπολη Δημητριάδος. Ολόκληρη η συνέντευξη έχει ως εξής:
– Σεβασμιώτατε, το θέμα των Θρησκευτικών, υπήρξε το φλέγον ζήτημα της χρονιάς, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, ενώ τέθηκε στο επίκεντρο της πρόσφατης Ιεραρχίας. Ποιο είναι το συμπέρασμα που εξήχθη;
Η συζήτηση για το μάθημα των Θρησκευτικών θα μπορούσε να είχε λήξει προ καιρού, αν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως ορισμένα θεμελιώδη δεδομένα. Το πρώτο είναι πως η Πολιτεία αποφασίζει αποκλειστικά για την δομή και το περιεχόμενο του σχολικού προγράμματος. Το δεύτερο είναι πως η Εκκλησία έχει την ευθύνη παρεμβάσεως σε περίπτωση που διαπιστώνει δογματικά λάθη ή παρερμηνείες στην διδακτέα ύλη των Θρησκευτικών σε κάθε βαθμίδα ή εάν θεωρεί πώς δεν εκπληρώνονται συνταγματικές επιταγές, σχετικά με την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Συνεπώς, το μάθημα των Θρησκευτικών δεν αποτελεί επιβεβαίωση επιρροής της Εκκλησίας στον χώρο της Παιδείας, αλλά αναγνώριση της υποχρέωσης, εκ μέρους της Πολιτείας, να προσφέρει στους μαθητές πληροφορίες και απαντήσεις που σχετίζονται με την πατροπαράδοτη πίστη τους, αλλά και την ευρύτερη εθνική τους ταυτότητα. Συγχρόνως, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο πως Εκκλησία και Πολιτεία πρέπει, πλέον, να λάβουν υπόψη τους τα νέα δεδομένα και τις ριζικές ανατροπές στη σύνθεση των σύγχρονων κοινωνιών, μοιραία και της Ελληνικής κοινωνίας. Επιπλέον, πρέπει να λάβουν υπόψη και τις εξελίξεις στον χώρο της παιδαγωγικής επιστήμης. Η ανταπόκριση στις νέες αυτές προκλήσεις λύνεται μόνον με συνεννόηση και διάλογο, με σκοπό, όχι την επιβολή του ενός επί του άλλου, αλλά το μέλλον της νέας γενιάς. Και βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας πω πως, ενώ το μάθημα των Θρησκευτικών φάνηκε στην αρχή να διχάζει, διαπιστώνω πως, πλέον, αποτελεί αφορμή επικοινωνίας και διαλόγου σε πρωτόγνωρα για την κοινωνία μας επίπεδα μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Καρπό του διαλόγου αυτού θα αποτελέσει το γεγονός πως το νέο μάθημα των Θρησκευτικών θα αφορά όλους τους μαθητές, ενώ συγχρόνως δεν θα χάσει τον Ορθόδοξο χαρακτήρα του.
– Πώς βλέπετε τις προτάσεις για τον διαχωρισμό Κράτους- Εκκλησίας; Είσθε υπέρ μιας προτάσεως που θα προέβλεπε την επιστροφή του συνόλου της περιουσίας στην Εκκλησία, σε αντιστάθμισμα του διαχωρισμού;
Θα μου επιτρέψετε να σας πω πως δεν υπάρχουν προτάσεις για τον διαχωρισμό Κράτους –Εκκλησίας. Η θέση αυτή μοιάζει περισσότερο με ένα σύνθημα το οποίο, αναλόγως των περιστάσεων, αναδύεται και σύντομα αποσύρεται. Ίσως και να είναι δικαιολογημένο αυτό το γεγονός, καθότι στην πατρίδα μας, Κράτος και Εκκλησία έχουν σαφέστατα διακριτούς ρόλους. Η Εκκλησία ούτε μπορεί ούτε θέλει να επέμβει στο νομοθετικό έργο. Η Εκκλησία ούτε μπορεί ούτε θέλει να διαμορφώσει εξωτερική πολιτική. Ακόμη και στο μάθημα των Θρησκευτικών, που την αφορά άμεσα, δεν κατέθεσε όρους, αλλά προτάσεις. Δεν απαίτησε, αλλά κάλεσε σε διάλογο. Η στενή σχέση Κράτους και Εκκλησίας στην πατρίδα μας δεν αποτελεί νομικό κεκτημένο, αλλά συνέπεια της αυτοσυνειδησίας του μεγάλου μέρους των συμπατριωτών μας που αισθάνονται ‘Έλληνες και Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Όσο για την περιουσία, σας πληροφορώ πως το μεγαλύτερο μέρος της η Εκκλησία το έχει ήδη διαθέσει χωρίς ανταλλάγματα. Και ό,τι της απόμεινε αποτελεί το μέσον καθημερινής ανακούφισης χιλιάδων συμπατριωτών μας σε ανάγκες κάθε είδους. Η Εκκλησία δεν χρειάστηκε ποτέ οικονομικά αντισταθμίσματα, διότι δεν αισθάνθηκε ποτέ ασταθής. Αιώνες τώρα ο Θεός αποτελεί το στήριγμά της και αυτό θα συνεχίσει να γίνεται.
– Πιστεύετε ότι υπάρχει, τελικά, πεδίο διαλόγου και κοινής συνισταμένης μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας;
Μιλάμε για θεσμούς – Πολιτεία, Εκκλησία- ωσάν να αποτελούν αυτόνομες υπάρξεις. Οι θεσμοί δεν έχουν καμία υπόσταση χωρίς τους ανθρώπους. Και στην πατρίδα μας οι άνθρωποι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αποτελούν πολίτες του Ελληνικού Κράτους και μέλη της Εκκλησίας. Το γεγονός αυτό δίνει την απάντηση στο ερώτημα σας: Το πεδίο διαλόγου και η κοινή συνισταμένη υπάρχει και είναι ο ίδιος ο λαός. Και επειδή διανύουμε καιρούς, όπου έχει δικαίως αναδειχθεί η θέληση του λαού ως βασικός παράγοντας αποφάσεων, ας ακούσουμε αυτόν τον λαό, που αναζητά την ψυχή του, όπως ωραία το αναφέρει και ο Ελύτης στο «Άξιον εστί». Υποφέρει πολλά, ας μην του διχοτομήσουμε και την ψυχή.
– Επανειλημμένα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει μιλήσει για την ανάγκη ενίσχυσης των τριών βασικών πτυχών της Ευρώπης: της κλασικής αρχαιότητας, του Ρωμαϊκού δικαίου και του Χριστιανισμού. Θεωρείτε ότι αποχριστιανικοποιείται η Ευρώπη;
Η Ευρώπη δεν μπορεί να αποχριστιανοποιηθεί, ακριβώς διότι τα νάματα του ευαγγελίου βρίσκονται στα βαθύτερα θεμέλια του πολιτισμού της. Αυτό, από το οποίον κινδυνεύει η Ευρώπη είναι να λησμονήσει τις πηγές του πολιτισμού της. Αυτό δεν πλήττει την Εκκλησία ως θεσμό, αλλά στερεί την Ευρώπη από την ανανέωση και την εμβάθυνση της πνευματικότητάς της. Συμφωνώ, λοιπόν, με τη διατύπωση του Προέδρου της Δημοκρατίας μας και επιπροσθέτως επεκτείνω τη σκέψη του, ως προς την ανάγκη ενίσχυσης της χριστιανικής κουλτούρας και όχι απλώς των χριστιανικών θεσμών. Πρέπει να καταστεί σαφές, πως όλα ανεξαιρέτως τα ευρωπαϊκά ιδεώδη που τώρα περισσότερο παρά ποτέ υπάρχει η ανάγκη να αναδειχτούν, μπορούν να ενισχυθούν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο, μέσω της αναβάπτισής τους στα χριστιανικά ιδεώδη και στον ζωντανό θεολογικό λόγο. Ειδικά αυτό το τελευταίο πρέπει να αποτελέσει τον πρωταρχικό στόχο όλων των Χριστιανών της Ευρώπης.
– Σε λίγους μήνες συμπληρώνετε 20ετή διαποίμανση της ιστορικής επαρχίας Δημητριάδος και Αλμυρού. Πιο θεωρείται, σε αυτό το διάστημα, το μεγαλύτερο επίτευγμά σας;
Το μοναδικό επίτευγμα στην πνευματική ζωή είναι να διακρίνει κάνεις πίσω από κάθε μικρή ή μεγάλη επιτυχία την ζωντανή παρουσία του Θεού. Κατά συνέπεια, προσωπικά επιτεύγματα δεν έχω να σας παρουσιάσω. Γεγονός, όμως, είναι, πως αφιέρωσα και συνεχίζω να αφιερώνω όλες μου τις δυνάμεις για την ευόδωση κάποιων πρωταρχικών στόχων.
Ο πρώτος είναι να αποτελέσει η τοπική Εκκλησία ένα ανοιχτό χώρο υποδοχής, παρηγοριάς και στήριξης όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων. Όπως γνωρίζετε, είμαστε, πλέον, σε θέση να καλύπτουμε τις βασικές βιοτικές ανάγκες χιλιάδων συμπολιτών μας καθημερινά.
Ο δεύτερος στόχος είναι να συνδυάσει η τοπική μας Εκκλησία την πνευματικότητα των Μυστηρίων της και της διδασκαλίας της με τον πολιτισμό και την πνευματική καλλιέργεια όλων, μικρών και μεγάλων. Δεν σας κρύβω, πως σε αυτό το τελευταίο στηρίζω πολλές ελπίδες, πως αυτός ο τόπος και όλη η πατρίδα μας θα ξεπεράσουν την στενωπό που διερχόμαστε και θα βαδίσουμε όλοι ενωμένοι προς ένα φωτεινότερο μέλλον.
Υπάρχει και ένας τρίτος στόχος, στόχος πνευματικός και άρα σημαντικότερος: Να αποτελέσει η τοπική Εκκλησία παράγοντα ενότητας της τοπικής κοινωνίας και να κατευνάζει αντιπαραθέσεις και αντιθέσεις, που πάντα οξύνονται σε εποχές δύσκολες όπως η δική μας. Στον στόχο αυτό περιλαμβάνεται και η επιθυμία μου να αποτελέσει η πόλη του Βόλου τόπο ευρύτερης πνευματικής επικοινωνίας και θεολογικού διαλόγου. Είμαι απολύτως πεπεισμένος πως μόνον μια θεολογούσα Εκκλησία, που διαρκώς εμβαθύνει στην Πατερική της παράδοση, μπορεί να αρθρώσει πειστικό λόγο προς μία κοινωνία που αναζητά επειγόντως απαντήσεις σε ζωτικά ερωτήματα. Όλα αυτά τα θεωρώ ως καθήκον υπακοής στο λόγο του Κυρίου μας, και προσπαθώ καθημερινά να τα εφαρμόζω σε κάθε πτυχή της Επισκοπικής μου πορείας και παρουσίας. Έχω την βεβαιότητα ότι αυτό αναμένει ο πιστός λαός από τον Επίσκοπό του.
– Και στο μέλλον, Σεβασμιώτατε, τί ρόλο θα διαβλέπατε για τον Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιο Γεωργακόπουλο;
Η ζωή, αγαπητέ μου κύριε Αλεξόπουλε, με δίδαξε πώς δεν είμαστε εμείς αυτοί που καθορίζουμε τους ρόλους μας. Αρκεί να σας πω πως ακόμη και το αξίωμα που φέρω σήμερα, αυτό του Μητροπολίτη του Βόλου, προέκυψε εντελώς απάντεχα. Βαθιά μου πεποίθηση, όπως και κάθε κληρικού, που συνειδητά ακολούθησε τον δρόμο της ιερατικής διακονίας, είναι πως πίσω από κάθε εξέλιξη βρίσκεται η Θεια Πρόνοια, της οποίας η σκοπιμότητα πολλές φορές αποκαλύπτεται σε βάθος χρόνου. Άλλωστε, δεν υπάρχει λόγος να αναζητώ στο μέλλον, αυτό που ήδη έχει εκπληρωθεί εδώ και είκοσι χρόνια: Να διακονώ τον λαό του Θεού με όλες μου τις δυνάμεις και να είμαι ποιμένας μιας ευλογημένης επαρχίας με υπέροχους ανθρώπους, προικισμένους με πάμπολλα χαρίσματα και δυνατότητες. Η διακονία αυτή υπήρξε ο στόχος μου όταν πρωτοφόρεσα το ράσο, η διακονία αυτή παραμένει και ο μοναδικός μου στόχος στο παρόν. Συνεπώς, κατά μίαν έννοια, το μέλλον είναι ήδη εδώ.