Ας έχει δόξα ο Θεός, αγαπητοί αδελφοί, διότι εκτός των άλλων, μας δίνεται η δυνατότητα και δια του γραπτού θεοπνεύστου λόγου, να πληροφορούμαστε τι ακριβώς συνέβαινε στο ξεκίνημα της ζωής τη Εκκλησίας μας.
Είναι δε τόσο άμεσο το Αποστολικό κείμενο, που ακούμε την Κυριακή προ της Υψώσεως, ώστε αισθανόμαστε ότι βιώνουμε μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον αγώνα για να διατηρηθεί η πίστη ακέραιη και όπως ακριβώς την αποκάλυψε στους Αγίους Αποστόλους αυτός ο Κύριος Ιησούς Χριστός!
Το κείμενο είναι πολύ διαφωτιστικό στην ανάπτυξή του, και η ύλη του κυρίως ιστορικοεκκλησιαστική, διαφωτίζει το όλο ζήτημα.
Ας εμβαθύνουμε λοιπόν, αφού πρώτα μελετήσουμε ο καθένας ολόκληρο το ιερό κείμενο.
Είναι γνωστό ότι οι Ιουδαίοι, κατά τρόπο φανατικό, θεωρούσαν τον εαυτό τους «λαό του Θεού» και ονόμαζαν «έθνη» όλους τους άλλους λαούς, με την έννοια ότι οι λαοί αυτοί, αποξενωμένοι από τον αληθινό Θεό, θρήσκευαν στο σύνολό τους ως πολυθεϊστές και ειδωλολάτρες.
Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και ο κάθε άνθρωπος πλέον είχε την δυνατότητα να ενταχθεί οργανικά στο Σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία, τότε από μέρους των Ιουδαίων προέκυψε ένα σοβαρότατο θέμα.
Ενώ από πλευράς των Αποστόλων μπορούσε ελεύθερα, οποιοσδήποτε ήθελε να βαπτισθεί Χριστιανός, οι Ιουδαίοι προσήλυτοι στην πίστη, απαιτούσαν, οι «εξ εθνών» Χριστιανοί, να μην αρκούνται για την είσοδό τους στην Εκκλησία μόνο στο βάπτισμα, αλλά να εφαρμόζουν και την περιτομή του Μωσαϊκού Νόμου.
Το θέμα που είχε προκύψει, δεν ήταν καθόλου απλό και προϊόντος του χρόνου δημιουργούσε ισχυρούς τους κραδασμούς. Γι’ αυτό και λύνεται οριστικά πλέον στην Αποστολική Σύνοδο το 49 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα.
Όπως βλέπουμε στο ΙΕ’ κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων, φανατικοί υποστηρικτές της περιτομής, ήταν οι Φαρισαίοι που είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό. Ο φανατισμός τους μάλιστα είχε φθάσει σε τόσο ακραίο σημείο, ώστε επέμεναν ότι οι μη Ιουδαίοι Χριστιανοί, έπρεπε όχι μόνο να περιτέμνονται, αλλά και να υποχρεώνονται να τηρούν ολόκληρο τον Μωσαϊκό Νόμο! (Πράξ. Αποστ. ΙΕ’ 5)
Και προκύπτει στο σημείο αυτό το εξής βασικό ερώτημα: Οι Φαρισαίοι που εμφανίζονταν τώρα ως Χριστιανοί, είχαν όντως γίνει Χριστιανοί; Ή κάτι άλλο κρυβόταν κάτω από την επιφάνεια και πίσω από τα φαινόμενα; Η απάντηση στο ερώτημα θα διαμορφωθεί από την ιστορική ανάπτυξη του θέματος. Θα αποδειχθεί δηλ., ότι δεν πρέπει να υπάρχει αφέλεια και οι πιστοί δεν πρέπει να εξαπατώνται από τα φαινόμενα.
Οι φανατικοί λοιπόν Φαρισαίοι που «δέχτηκαν» τη νέα πίστη, ως «τέκνα υπακοής της Εκκλησίας και μάλιστα των Αποστόλων», όχι μόνο δεν αρκέστηκαν στο να υποστηρίζουν την απαράδεκτη αυτή γνώμη τους, αλλά και μετά το πέρας της Αποστολικής Συνόδου, οργάνωσαν και ισχυρή προπαγάνδα!
Απεσταλμένοι μάλιστα άνθρωποι των ιδίων αντιλήψεων, έφθασαν στη Συρία, την Κιλικία, και προπάντων στη μεγάλη Αντιόχεια, και επέμεναν να φωνάζουν προς τους εκεί πολυάριθμους εξ εθνών Χριστιανούς, ότι όφειλαν, έστω και εκ των υστέρων, να λάβουν τη Μωσαϊκή περιτομή, διότι, διαφορετικά η Χριστιανική πίστη και αυτό το Βάπτισμα «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», ήταν μάταια και ανίκανα για τη σωτηρία τους (Πράξ. ΙΕ’ 1).
Φυσικά οι ταλαίπωροι αυτοί Φαρισαίοι και τα μίσθαρνα όργανά τους, αποδείκνυαν στην πράξη ότι όχι μόνο τη νέα «εις Χριστόν πίστιν» αγνοούσαν και πολεμούσαν, αλλά ήταν άγευστοι και αυτού του πνεύματος της Παλαιάς Διαθήκης. Και τούτο, διότι η ορθή Πίστη και η κατά το δυνατόν τήρηση του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, οδηγεί στην Πίστη του Χριστού.
Ήταν μάλιστα τόσο «συνεπείς» και με τόση ακρίβεια «βίωναν» την εν Χριστώ ζωή, ώστε όχι μόνο περιφρόνησαν την Σύνοδο των Αποστόλων, η οποία έκλεισε με τη Θεόπνευστη φράση «έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξ, ΙΕ’ 28), αλλά κηρύχθηκαν φανερά κατά αυτής της Αποστολικής Αποφάσεως. Και αφού δεν κατόρθωσαν να την ματαιώσουν, και αφού είχε ληφθεί ομόφωνη Αποστολική απόφαση, οργάνωσαν τώρα την αντίπραξή τους «μυστικά».
Όταν κανείς μελετά με προσοχή και σε βάθος τις ενέργειές τους, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί ότι συνεννοήθηκαν και με τα εκτός της Παλαιστίνης Χριστιανομάχα – Χριστοκτόνα φαρισαϊκά κέντρα. Αν αυτό αποτελεί κάτι το δύσκολο για κάποιους άλλους, για τον Φαρισαϊσμό αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ. Και τούτο αποδεικνύεται, διότι, αμέσως και ταυτοχρόνως αρχίζει η Ιουδαΐζουσα επιβολή στους κόλπους της Εκκλησίας, από τα Ιουδαΐζοντα στοιχεία, με διπλό και καταχθόνιο σκοπό. α)Την ποικίλη νόθευση του δόγματος, με κύριο στόχο αυτή τη Θεότητα του Χριστού, και β)την παράλυση της Εκκλησιαστικής οργανώσεως και πειθαρχίας, με απώτερο σκοπό την διάσπαση και κατακερμάτιση της πολύτιμης ενότητας.
Η κατάσταση από εκείνη τη στιγμή έγινε περισσότερο από τραγική. Και μόνο από αυτό το αντικειμενικό πρίσμα των γεγονότων μπορεί να αισθανθεί κανείς την αγωνία και το δράμα που ζούσε ο Απόστολος Παύλος, για να κρατηθεί σε αρραγή ενότητα το Σώμα του Χριστού.
Ο ίδιος μάλιστα ο Απόστολος των Εθνών, μαρτυρεί ότι η εβραϊκή προπαγάνδα είχε περάσει στις Εκκλησίες της Γαλατίας, της Εφέσου, των Κολοσσών, και των Φιλίππων. Και δεν αρκέστηκαν μόνο σ’ αυτό. Συνάμα, η φαρισαϊκή επιβουλή οργάνωνε στις διάφορες πόλεις που δέχονταν το λόγο του Θεού, επιθέσεις κατά του Παύλου και των συνεργατών του. Φανάτιζαν από τη μια τους όχλους των πολυπληθών Ιουδαϊκών κοινοτήτων, παρουσιάζοντας τον Απόστολο ως δήθεν αποστάτη της «πατρώου θρησκείας», και από την άλλη διέγειραν εναντίον του αποστολικού κλιμακίου τα πλήθη των ειδωλολατρών.
Ομολογουμένως, στο σημείο αυτό ανακαλύπτει κανείς τις ρίζες του φοβερού μίσους των Εβραίων εναντίον του Αποστόλου Παύλου. Μίσος που φθάνει έως και των ημερών μας και ολοένα και περισσότερο μέσω των αιώνων διογκώνεται.
Εάν στη συνέχεια θελήσουμε να δούμε κάτι από την μέθοδο της φαρισαϊκής προπαγάνδας, κατά της Χριστιανικής Εκκλησίας, θα ανακαλύψουμε ότι την εσωτερική επιβουλή διηύθηναν σε κάθε τοπική Εκκλησία, σμήνη ιουδαϊζόντων ετεροδιδασκάλων και ψευδοδιδασκάλων, οι οποίοι μάλιστα χρησιμοποιούσαν και πρόσωπα του γυναικείου κόσμου, πολυφαύλου ποιότητος για την προπαγάνδα των οικογενειών (Β’ Τιμ. Γ’ 6).
Φυσικά για το ποιόν των ψευδοδιδασκάλων αυτών, έκανε λόγο ο ίδιος ο Απόστολος, που δεν γνώριζε την διανοητική και ηθική τους κατάσταση για πρώτη φορά όταν, αυτοί του ξεκίνησαν τον πόλεμο, αλλά τους είχε ζήσει και τους γνώριζε πολύ καλά, όντας ο ίδιος Φαρισαίος πριν από «την οδόν της Δαμασκού».
Πρόκειται περί ανθρώπων δίχως συνείδηση και πίστη. Ανθρώπων αντιφατικών, ματαιολόγων, τυφλωμένων, αλλοπρόσαλλων, διεφθαρμένων και ψυχών που μένουν αδιάφοροι προς την Αλήθεια. Ταυτοχρόνως αποδεικνύονται σκανδαλοποιοί και κυρίως άνθρωποι του χρήματος.
Δρούσαν δε κατά συνωμοτικό τρόπο και αναλόγως τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή που έφθαναν. Φυσικά, το όλο σχέδιο της τακτικής ελάμβανε την τελική έγκριση από τα φαρισαϊκά κέντρα.
Στην Εκκλησία των Κολασσών, επί παραδείγματι, νόθευαν και το δόγμα για τον Χριστό, με θεολογήματα και φιλοσοφήματα της κοινής απάτης. Επίσης, προπαγάνδιζαν περί των καθαρών και ακαθάρτων φαγητών και πραγμάτων, έκαναν λόγο για τις νουμηνίες και άλλες πολύπλοκες και ανεφάρμοστες φυσικά διατάξεις του Νόμου.
Σε άλλη περιοχή, στην Εκκλησία της Γαλατίας, δεν έθιγαν μεν αμέσως το Χριστολογικό – θεολογικό δόγμα, το κατέλυαν όμως εμμέσως, και τούτο διότι εξιουδάιζαν τον Χριστιανισμό, και για την σωτηρία του ανθρώπου απαιτούσαν τον παλαιοδιαθηκικό τυπικισμό.
Αλλά στο σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα, ο Απόστολος Παύλος προσθέτει και αποκαλύπτει τελείως τον χαρακτήρα των ψευδοδιδασκάλων και «ψευδαδέλφων» αυτών.
Και η ουσία είναι ότι απέφευγαν το κεντρικό κήρυγμα της Πίστεως στον Εσταυρωμένο Ιησού. Αυτό το έκαναν διότι δεν ήθελαν να ενοχλούνται και να διώκονται από τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς, ακριβώς διότι αυτοί δεν μπορούσαν να δεχθούν την Αλήθεια περί του Σταυρού του Χριστού. Ο Σταυρός, αποτελούσε και αποτελεί σκάνδαλο για τους Ιουδαίους και μωρία για τους ειδωλολάτρες.
Όμως, παρά τη δειλία τους αυτή για το κήρυγμα του Σταυρού, έναντι των Ιουδαίων και των Εθνικών, και ενώ θα έπρεπε, εάν ήσαν γνήσιοι Απόστολοι, να δίνουν και τη ζωή τους για την Αλήθεια, και παρά την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου, αυτοί «ηνάγκαζαν» δηλ., με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να πείσουν τους εξ εθνών Χριστιανούς ότι όφειλαν να περιτέμνονται.
Και ας μη νομίσει κανείς, αφελώς, ότι η επιμονή τους αυτή οφειλόταν σε ειλικρινή πεποίθηση.
Ουδέποτε συνέβαινε αυτό. Οι ετεροδιδάσκαλοι Φαρισαίοι – Εβραίοι, δημιουργούσαν τις πεποιθήσεις τους όχι από το Νόμο ή την ανιδιοτελή τους δήθεν συνείδηση, αλλά από αυτά τα συμφέροντά τους.
Και πάλι ο Παύλος αποκαλύπτει την όλη αλήθεια περί των προσώπων αυτών, για να μη θεωρηθεί ως συκοφαντία η παραπάνω θέση.
Τονίζει ότι το έκαναν αυτό, διότι «ήθελαν να ευπροσωπούν εν σαρκί». Πράγμα το οποίο σημαίνει, να είναι αρεστοί, να ευαρεστούν, να ευχαριστούν. Με τη φράση δε «εν σαρκί», εννοείται εδώ «ο κατά σάρκα Ισραήλ». Οι Φαρισαίοι δηλ. και γενικώς οι Ιουδαίοι, κατ’ αντίθεση προς τον «Ισραήλ του Θεού», των «εν Πνεύματι Θεού», δηλ. τους πιστούς του Χριστού!
Αλλά, γιατί ήθελαν να είναι ευάρεστοι στον «κατά σάρκα Ισραήλ»; Απλώς για λόγους στενά εθνικιστικούς; Αναμφιβόλως όχι. Αλλά, διότι οι αρχηγοί τους και οι πρόκριτοι του «κατά σάρκα Ισραήλ» στην εβραϊκή διασπορά, μεταξύ των εθνών, διέθεταν πλούσια ταμεία και γνώριζαν να ανταμείβουν τα ποικίλα όργανά τους, και μάλιστα τα όργανα αυτού του είδους και του επιπέδου.
Και δεν χρειάζεται καν να τονίσουμε ότι και στο σημείο αυτό η ιστορία της κάθε εποχής αντιγράφει τις σελίδες της.
Και πάλι ο Θεόπνευστος Απόστολος σημειώνει ότι οι ψευδοδιδάσκαλοι αυτοί έκαμαν χρηματοπορισμό την ευσέβεια και είχαν θεό τους την κοιλιά τους (Α’ Τιμ., στ’ 5, Φιλιπ., Γ’ 18-19).
Αλλά είναι ανάγκη αδελφοί μου να συνεχίσουμε την όλη ανάπτυξη του θέματός μας σε συνδυασμό με το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Ύψωσιν.
Πολλά τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από το όλο θέμα.
Εμείς ας μείνουμε σε τούτο. Στο ότι οποιοσδήποτε παρουσιάζεται ως κήρυκας και διδάσκαλος, δεν σημαίνει ότι είναι και αυθεντικός εκφραστής και ερμηνευτής του λόγου του Θεού και της ζωής της Εκκλησίας μας.
Γι’ αυτό προσοχή και πάλι προσοχή στους «λύκους» που εισέρχονται «εν δορά προβάτου».
Ο λόγος του Αγίου Ιγνατίου, σε κάθε εποχή, κυρίως όμως στις ημέρες μας γίνεται αφυπνιστικός και αποτελεί λυδία λίθο για τα πρόσωπα που παρουσιάζονται ως καθοδηγηταί του ποιμνίου.
Λέει λοιπόν ο Αποστολικός Πατήρ: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, κάν’ τε αξιόπιστος η, καν νηστεύει, καν παρθενεύει, καν σημεία ποιεί, καν προφητεύει, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά, προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος»!
Το λοιπόν, αδελφοί, άγρυπνη προσοχή και αδιάλειπτη προσευχή.
Αμήν.
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος