«Ἑτοίμη ἡ καρδία μου πρός σέ, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου»
(Ψαλμ. 107,2).
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Ιερώνυμε, Θεοτίμητε Προκαθήμενε της καθ’ Ελλάδα Αγιωτάτης, Αποστολικής και Αυτοκεφάλου Εκκλησίας,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Αδελφοί μου συμπρεσβύτεροι και διάκονοι,
Εντιμώτατοι Άρχοντες,
Λαέ του Θεού ευλογημένε και περιούσιε,
Ψήφω και δοκιμασία της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ανεβαίνω «ἐν ὑπερώῳ τόπῳ» (Όρθρος Μεγάλης Τετάρτης) αυτή την ευλογημένη στιγμή. Καλούμαι εν Αγίω Πνεύματι να προσλάβω και να διακονήσω το ύψιστον δώρον της «δεσποτικῆς ξενίας»: να καταστώ προεστώς «τῆς ἀθανάτου τραπέζης» και πατήρ του λαού της θεοσώστου επαρχίας, την οποία η Εκκλησία μου εμπιστεύεται, για να προσλάβω «το φως το αληθινόν» και να το μεταδίδω μέχρις ότου ο Δίκαιος Κριτής «μέλλει παρ ἐμοῦ απαιτείσθαι».
Κατά την μεγάλη και ιερή αυτή ώρα αντηχούν μέσα στον νου και στην καρδιά μου τα λόγια του θεοφόρου Αγίου Ιγνατίου, Επισκόπου Αντιοχείας: «Γνωρίζω ότι ο επίσκοπος δεν λαμβάνει το χάρισμα της διακονίας της εκκλησιαστικής κοινότητας αφ᾽ εαυτού του, ούτε από τους ανθρώπους, ούτε για να γίνει κενόδοξος, αλλά χάρη στην αγάπη του Θεού και Πατρός, και του Κυρίου Ιησού Χριστού» (Προς Φιλαδελφείς). Κι αυτός είναι ο δρόμος που καλούμαι να ακολουθήσω: δρόμος αγάπης, σταυρικής και κενωτικής. Δρόμος καρδίας παραδομένης στο έλεος του Θεού, αλλά, την ίδια στιγμή, δρόμος ηγετικός.
«Ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ. 10, 43-44). Αυτός είναι ο επίσκοπος. Ηγείται του λαού του ως ο διακονών. Το εγκόλπιο και ο σταυρός που φέρει, τίθενται στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς. Έτσι η Εκκλησία του υπενθυμίζει κάθε στιγμή ότι αυτό που έλαβε δεν είναι δόξα ανθρώπινη και πρόσκαιρη, αλλά πρόσκληση συνάντησης με τον Θεό στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά.
Η διακονία του αυτή πηγάζει από την «καιομένη καρδία» (Λουκ. 24,32)· μία καρδία στερεωμένη στη μαρτυρία περί της αληθείας, στην επίγνωση της αποστολής του να είναι «λύχνος επί την λυχνίαν» της Εκκλησίας (Ματθ. 5,15), για να φέγγει το φως της Αναστάσεως σε έναν κόσμο που τυραννιέται από τον φόβο του θανάτου, για να συνεχίζει το έργο του Χριστού, των αποστόλων και των συνεπισκόπων του, που δεν μπορεί να είναι παρά αυτό: «να ευαγγελιστεί τη λύτρωση στους πτωχούς και ταπεινούς, να θεραπεύσει τους συντετριμμένους στην καρδία, να κηρύξει στους αιχμαλώτους των παθών την συγχώρηση και στους τυφλωμένους από την αμαρτία την ανάβλεψη, να αποστείλει υγιείς και ελεύθερους από την ενοχή όσους συνετρίβησαν από το κακό, να κηρύξει την αρχή μιας νέας εποχής, ευπρόσδεκτης από τον Κύριο» (πρβλ. Λουκ. 4, 18-19).
Ο κάθε επίσκοπος αποτελεί μία συνέχεια στον κρίκο της αλυσίδας της Εκκλησίας, αλλά και μία καινούργια αρχή. Είναι αυτός που αιτείται την χάρη και λαμβάνει το δώρημα της αγάπης του Θεού και Πατρός, και του Κυρίου Ιησού Χριστού, εν Αγίω Πνεύματι. Και καλείται να ζήσει την διακονία του ως σταυρό και ανάσταση. Διότι ο επίσκοπος λησμονεί τον εαυτό του, καθώς στο πρόσωπό του η εν τόπω Εκκλησία, στην οποία καθίσταται πατέρας και ποιμένας, αγωνίζεται να εκπληρώσει την αποστολή που της δόθηκε: να είναι ενωμένη με την σύμπασα Εκκλησία και να μαρτυρεί την αλήθεια και την παράδοσή της. Εγγυητής αυτής της μαρτυρίας είναι ο επίσκοπος, ζώντας και πολιτευόμενος σταυρικά.
Ο επίσκοπος αποδέχεται, αγκαλιάζει και διακονεί σαν γνήσιος πατέρας, προσευχητικά και θυσιαστικά, όλα τα μέλη της εν τόπω Εκκλησίας: τους εγγύς και τους μακράν, τους αγωνιζομένους και τους πεπτωκότας, τους δι εὐλόγους αιτίας απολειφθέντας και τους δυνάμει πιστούς, αυτούς που ζουν το μυστήριο της χάριτος και όσους δεν το βιώνουν αλλά έχουν κάθε δικαίωμα και δυνατότητα να το πράξουν, αυτούς που αποδέχονται την αλήθεια της Εκκλησίας και αυτούς που δοκιμάζονται από τον πειρασμό της ιδίας γνώμης, την οποία, άλλοτε από γνήσια αγωνία και άλλοτε από έλλειμμα ταπείνωσης προσπαθούν να επιβάλουν. Κανείς δεν περισσεύει, διότι όλοι είναι «σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. 12, 27). Για τον επίσκοπο όλοι είναι οικείοι, παιδιά του. Σηκώνει το φορτίο τους, κι ας είναι σταυρικό. «Καθ ὑπερβολήν οδόν δείκνυσι» (Α’ Κορ. 12, 31), την οδό της αγάπης. Όριό του το «άχρις ου μορφωθή ο Χριστός» (Γαλ. 4, 19) «ενί εκάστω» των μελών της ποίμνης του, διότι η αποστολή του είναι να παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού όχι μόνος του, αλλά ομολογώντας και βιώνοντας το· «ιδού εγώ και τα παιδία α μοι έδωκας, Κύριε» (Εβρ. 2, 13)
Για να γίνει αυτό, δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλον δρόμο εκτός από την συνοδικότητα, δηλαδή από την δική του υπακοή στην Εκκλησία, την οποία επαναβεβαιώνει σε κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύοντας: «εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, της Ιεράς ημών Συνόδου της ορθοτομούσης τον λόγον της σης αληθείας». Με τον τρόπο αυτό καλεί κλήρο και λαό να οικειώνονται την μετοχή στην Εκκλησία όχι μόνο ως ευχή και προσευχή, αλλά και ως βίωμα σώζουσας υπακοής. Διότι η αλήθεια βρίσκεται εν τη Εκκλησία. Δεν αποτελεί ατομικό κατόρθωμα.
Ωστόσο, η αλήθεια αποκτάται με πόνο, δίδεται αντί σταυρού. Κερδίζεται με υπομονή, διότι δεν κατανοείται πάντοτε τη στιγμή που οι άνθρωποι επιθυμούμε. Και η ευθύνη του προεστώτος είναι η μεγαλύτερη. Απαιτούνται δάκρυα προσευχής, διάθεση συνοδοιπορίας, πολλή ταπείνωση, μετοχή στην αποστολική εμπειρία: «λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν· ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α’Κορ. 4, 12-13).
Ο επίσκοπος είναι ο εγγυητής της ορθοδόξου παραδόσεως. Η παράδοση διαφυλάσσεται στην Εκκλησία και αποτελεί τη βάση, για να αναζωογονείται η ύπαρξή μας, για να μπορούμε να εξερχόμαστε στο σήμερα και να διαλεγόμαστε μαζί του. Δεν αρνούμεθα και δεν αφιστάμεθα της παραδόσεως, διότι «Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8). Παράλληλα, ζούμε το σήμερα, όχι με πικρία η φόβο για ο,τι περιορίστηκε η χάθηκε, αλλά με την επίγνωση της κλήσεώς μας να εργαστούμε εν χρόνω και εν κόσμω, «καθά συνέταξε ημίν Κύριος» (Ματθ. 27, 10).
Ο επίσκοπος είναι ο προεστώς της συγκεκριμένης εν τόπω Εκκλησίας. Και αυτό καλούμαι από σήμερα ισόβια να ζήσω, αυτόν τον άρρηκτο δεσμό με την Εκκλησία της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Μεταφυτεύομαι από τη φιλόξενη Μαγνησία, που αγάπησα, σε ένα τόπο τρισευλογημένο και πολλαπλώς από τον Θεό ευεργετημένο.
Κάθε τι σε αυτόν είναι μοναδικό στην ελληνική μας πατρίδα:
Η φυσική του ομορφιά θαυμαστή και πολυποίκιλη, από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο με τη σπάνια πανίδα, και από τα Ακαρνανικά Όρη μέχρι τον ποταμό Αχελώο.
Η ιστορικότητά του χαμένη στα βάθη των αιώνων, από την πολιορκία της Τροίας και τη μυθική Αργώ, όπου Αιτωλοί και Ακαρνάνες έδιναν το στίγμα της ιστορικής παρουσίας τους, μέχρι τα ποτισμένα με ελληνικό αίμα χώματα επί Τουρκοκρατίας και, προπαντός, μέχρι το ιερό Μεσολόγγι, που με την Έξοδό του έγινε παγκόσμιο σύμβολο ηρωϊσμού και αντίστασης σε κάθε μορφή βαρβαρότητας και ανελευθερίας.
Ιδιαιτέρως η πόλη του Αγρινίου, λίκνο της δημοκρατίας από την αρχαιότητα, γενέτειρα αργότερα μεγάλων μορφών που αναδείχθηκαν στην παιδεία, στη σπουδή, στα γράμματα, στην τέχνη, και κατεστάθησαν μεγάλοι ευεργέτες του γένους τους. Πόλη που φιλοξένησε με σπλάγχνα οικτιρμών τους αδελφούς πρόσφυγες της Μικρασίας, και πλουτίστηκε έτι και έτι από αυτούς με την αγάπη για τον Θεό, το φιλοπρόοδο ήθος, την απλότητα που γίνεται αρχοντιά και ευλογημένη δημιουργία.
Η Αιτωλοακαρνανία είναι ένας τόπος, που μέχρι σήμερα γεννά αγίους. Στα χώματα αυτά γεννήθηκε ο φλογερός εθναπόστολος και ιερομάρτυς άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος έδειξε με την ζωή, τις διδαχές, την μαρτυρία και το μαρτύριό του ότι η πίστη ανοίγει οδό θυσίας, άσκησης, παιδείας, συνάντησης των ανθρώπων που οφείλουν να διαφυλάξουν την παράδοση, να κρατήσουν ταυτότητα, γλώσσα, αρχοντιά, μαχητικότητα, που νιώθουν ότι «ψυχή και Χριστός μας χρειάζεται».
Εδώ γεννήθηκε ακόμα ο προπομπός του άγιος Ευγένιος ο Αιτωλός, ο οποίος, 100 χρόνια νωρίτερα, δίδαξε την οδό της ταπείνωσης, της ελεημοσύνης, της λειτουργικής ζωής, της κατήχησης, της αγάπης για τα γράμματα, του γνήσιου εκκλησιαστικού φρονήματος.
Εδώ ασκήτεψαν άγιοι όπως ο Όσιος Βάρβαρος ο Πενταπολίτης, αλλά και μαρτύρησαν άλλοι, όπως ο άγιος νεομάρτυς Ιωάννης ο εν Βραχωρίω.
Εδώ και ο φλογερός επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο επικεφαλής της αντίστασης των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Μεσολογγίου, θυσιάστηκε μαζί με τους ιερείς του, για να μην αφήσει τον άμαχο πληθυσμό να πέσει στα χέρια των βάρβαρων εχθρών.
Εδώ, τέλος, είδε το φως και ο σύγχρονός μας άγιος Καλλίνικος, Μητροπολίτης Εδέσσης, ο «ασκητής Επίσκοπος», ο «διάφανος Ιεράρχης», «το κόσμημα της Εκκλησίας», ο «μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ᾽ εαυτού».
Ταπεινά ασπάζομαι τα ίχνη που άφησαν στο πέρασμά Τους όλοι αυτοί οι γίγαντες της πίστεως και της πατρίδος. Επικαλούμαι τις πρεσβείες Τους, ώστε να συνεχίσω με τη Χάρη του Θεού το δικό Τους έργο, σε ένα τόπο που γίνεται πλέον η πατρίδα μου, και σε μια τοπική Εκκλησία, που είναι στερεωμένη σε τέτοια ιερά και άσειστα θεμέλια.
Μνημονεύω τούτη την στιγμή τους τρεις τελευταίους αειμνήστους επισκόπους αυτής της ιεράς κιβωτού και προκατόχους μου: τον Ιερόθεο Παρασκευόπουλο, που στήριξε με δυναμισμό τον λαό του Θεού, ιδίως στα χρόνια της Κατοχής. Τον Θεόκλητο Αβραντινή, τον «δεσπότη των μεγάλων έργων», ο οποίος πρωταγωνίστησε στο να έχει η ιερά αυτή Μητρόπολη, ναούς και ιδρύματα και καλούς κληρικούς. Τέλος, τον πολύκλαυστο και πολυσέβαστο Κοσμά Παπαχρήστου, τον απλό και ταπεινό στην καρδιά, τον φλογερό ιεραπόστολο, τον σπουδαίο πνευματικό καθοδηγητή, αυτόν που αγαπήθηκε όσο κανείς. Μνημονεύοντάς τους στο ιερό θυσιαστήριο, ζητώ τη στήριξη των αγίων ευχών τους, ώστε να μιμηθώ την αγάπη τους για την Εκκλησία και την αφοσίωσή τους στον λαό του Θεού, τον οποίο θεοφιλώς διεποίμαναν.
Με άγιο πόθο και πατρική αγάπη περιμένω την ώρα που θα κοινωνήσω με τους ταπεινούς και αφανείς εργάτες του ευλογημένου αυτού Γεωργίου του Χριστού, τους ευλαβεστάτους ιερείς, τους μοναχούς, τις μοναχές, εκείνους και εκείνες που επιμελούνται το έργο της κατήχησης, της μελέτης του Θείου λόγου και κάθε άλλης δράσης, που αποσκοπεί στην οικοδομή του Σώματος της τοπικής Εκκλησίας.
Όλους αυτούς τους καλούς οικονόμους της χάριτος, οι οποίοι στο εξής θα αποτελούν αναφαίρετο κομμάτι της καρδιάς και της αγάπης μου, τους παρακαλώ από τούτη την στιγμή να προσεύχονται για εμένα. Τους θεωρώ συνοδοιπόρους μου εν Χριστώ, συνεργάτες στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων και τους προσκαλώ σε συσστράτευση ενότητας και αγάπης.
Χαιρετίζω τον φιλόθεο και φιλοπρόοδο λαό της Θεοσώστου επαρχίας την οποία καλούμαι να ποιμάνω, της αγιωτάτης Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, τον καθένα και την καθεμιά στους έξι δήμους που την απαρτίζουν. Αυτόν τον λαό, τον ευγενή, τον προσηλωμένο στις παραδόσεις της πίστεώς μας, τον καλλιεργημένο πνευματικώς, με ιερή προσμονή λαχταρώ και εγώ να εναγκαλιστώ εν «σπλάγχνοις Ιησού Χριστού», και αυτόν να διακονήσω με όλες μου τις ψυχικές και σωματικές δυνάμεις, όλα τα χρόνια της ζωής μου.
Το συναίσθημα που με κυριεύει αυτή την ιερή στιγμή, είναι η χαρμολύπη. Βιώνω, συγχρόνως, φόβο και ελπίδα, τέλος και αρχή. Εισήλθα στον Ιερό τούτο Καθεδρικό Ναό των Αθηνών ως ο Πρεσβύτερος Δαμασκηνός. Και τώρα καλούμαι να καταθέσω αυτή μου την ταυτότητα, να εγκαταλείψω όσα μέχρι στιγμής γνώριζα ως τρόπο ζωής και διακονίας.
Ιδού, γέγονε καινά τα πάντα. Ο Πρεσβύτερος δίνει τη θέση του στον Αρχιερέα. Αναμένω να λάβω τη Χάρη της Αρχιερωσύνης, όχι ως προνόμιο και ιδιοκτησία, αλλά για να ταυτίσω ολοκληρωτικά την ύπαρξή μου με την Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού· για να απαρνηθώ έτι και έτι το ίδιον θέλημα και να καταστήσω τον εαυτό μου επιφάνεια λευκή, ελεύθερη από ιδιοτελείς σκοπούς και αγωνία προσωπικής καταξίωσης, ώστε πάνω σε αυτήν να εγγραφούν ο πόνος, η αγωνία, η πνευματική αναζήτηση των ψυχών, που μου εμπιστεύεται σήμερα η Χάρις του Θεού. Επωμίζομαι την οδύνη ολοκλήρου του λαού του Θεού, με την επιθυμία να μιμηθώ τον Κύριο, που με τη σταυρική Του θυσία φέρει τις πληγές σύνολης της ανθρωπίνης φύσεως. Τα τραύματα των ανθρώπων καθίστανται πληγές δικές μου αλλά και καύχησή μου, διότι με αξιώνουν να μετάσχω στο σχέδιο της θυσιαστικής αγάπης του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Προς Αυτόν προσβλέπω και άλλο δρόμο δεν έχω από την ταύτιση με τη θυσία Του, ώστε να γευθώ και να προσφέρω την ανέκφραστη χαρά της Αναστάσεώς Του. Προσφέρομαι προς συσταύρωση, ώστε να καλέσω σε συνανάσταση.
***
Προσεγγίζοντας μετά φόβου και τρόμου τη μεγαλύτερη και ιερότερη στιγμή της ζωής μου, στιγμή που μετράει για την αιωνιότητα, αισθάνομαι την ανάγκη να αναμετρήσω όλη μου την πορεία, και ευχαριστία και δοξολογία να αναπέμψω στον Άγιο Θεό, που με αξίωσε να περάσω από τόπους και να γνωρίσω ανθρώπους, που έγιναν σταθμοί καθοριστικοί, οδηγώντας την ταπεινή κιβωτό του βίου μου σε τούτη την ώρα την ανεπανάληπτη, μέσα σε αυτόν τον ιερό και σεβάσμιο Ναό.
Σάμος, ο πρώτος μου σταθμός, η γενέτειρά μου. Το νησί, που ανασαίνει ειρηνικά στη γαλανή ευρύτητα του Αιγαίου τη μυρωμένη αύρα της Μικρασίας, το μελτέμι της Ανατολής, τη μυστική πνοή του νησιού της Αποκάλυψης. Εδώ με περιμένει το πατρικό μου σπίτι, που με κράτησε στην αγκαλιά του τα δεκαοκτώ πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ευλαβικά ασπάζομαι τα τιμημένα χέρια των γονιών μου, του πατέρα μου Σταύρου και της μητέρας μου Σταματίας, που οδήγησαν τα βήματά μου από την παιδική μου ηλικία στην Εκκλησία. Αναπολώ την πληρότητα των νεανικών μου χρόνων, που μου εξασφάλισαν οι γονείς μου, διδάσκοντάς με την πίστη στον Θεό, την έμπρακτη αγάπη στον συνάνθρωπο, τον σεβασμό στις παραδόσεις της πατρίδας μου. Τους ευγνωμονώ για όλα αυτά, όπως ευγνωμονώ και την αγαπημένη μου αδελφή Μαρία, τον γαμπρό μου Πέτρο και τα ανίψια μου Νικόλαο και Σταματία, διότι στα κατοπινά μου χρόνια υπήρξαν για μένα συνοδοιπόροι πλήρεις αγάπης και σεβασμού προς τον αγώνα και τις επιλογές μου. Αναπολώ ακόμα τη σεβάσμια μορφή του ταπεινού εφημερίου της Ενορίας μου π. Σταματίου, που έγινε πρότυπο και έμπνευση στην ιερατική μου κλήση. Τέλος, με απέραντο σεβασμό φέρω ενώπιόν μου τη μορφή του ασκητικού επισκόπου του νησιού μου μακαριστού Παντελεήμονα Μπαρδάκου, που είχε προφητεύσει τη μελλοντική μου αφιέρωση στην Εκκλησία, ιδιαίτερα, όμως, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου κ. Ευσεβίου, που αποτελεί για μένα στηλογραφία εργατικότητας, μεθοδικότητας, απαράμιλλης εντιμότητας και ακλόνητης υπομονής. Κλίνω το γόνυ μπροστά τους και τους ευχαριστώ από καρδίας.
Δεύτερος σταθμός της ζωής μου, ο Πειραιάς, το μεγάλο λιμάνι της πατρίδας μας, γίνεται το κατ ἐξοχήν λιμάνι της ψυχής μου. Οι ανησυχίες της νιότης μου, οι αγώνες μου και τα όνειρά μου βρίσκουν ανταπόκριση και διέξοδο, η πορεία μου νόημα μοναδικό. Η σπουδή μου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μου προσφέρει γνώσεις θεολογικές· η δε Πρόνοια του Θεού με συνδέει με πρόσωπα που στάθηκαν για μένα θησαυροί ανεκτίμητοι και επηρέασαν έκτοτε ευεργετικά τη ζωή μου. Από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού υπήρξε η γνωριμία μου με τον Πρωτοσύγκελο της Ι. Μ. Πειραιώς, τον πατέρα Ιγνάτιο Γεωργακόπουλο, που αναλαμβάνει την πνευματική μου καθοδήγηση. Αναπαύει την ψυχή μου η ηρεμία του χαρακτήρα του, η ακεραιότητα του ήθους του, η γαλήνη του προσώπου του. Πείθει χωρίς να δεσμεύει, εμπνέει χωρίς να προβάλλεται, χειραγωγεί διακριτικά την ψυχή μου στο μυστήριο της Ιερωσύνης. Μητροπολίτης τότε της Πειραϊκής Εκκλησίας ο Γέροντας Καλλίνικος, με εισάγει στο ιερό Βήμα, αναβιβάζοντάς με στον βαθμό του διακόνου. Όσο ζούσε, στεκόμουν με δέος και απεριόριστο σεβασμό μπροστά στον δυναμικό αυτό Ιεράρχη, τον ιεροπρεπή λειτουργό, τον δεινό ιεροκήρυκα με τον απαράμιλλο ιεραποστολικό ζήλο και την καλλίκαρπη διακονία. Και τώρα, που έχει πλέον μετατεθεί στα ουράνια σκηνώματα, είμαι βέβαιος ότι με περιβάλλει προστατευτικά η πατρική του στοργή και αισθάνομαι ακαταμάχητη την ανάγκη, αυτήν την ιερή στιγμή, να ζητήσω την αγία του ευχή.
Και, ιδού, ο τρίτος σταθμός της ζωής μου με περιμένει: ο Βόλος, η Μητρόπολη Δημητριάδος, η ευλογημένη Μαγνησία. Στην πρόσκληση του νεοεκλεγέντα Γέροντά μου Μητροπολίτου Δημητριάδος απαντώ με την υπακοή μου. Τον ακολουθώ με πνεύμα μαθητείας, με την επιθυμία να σταθώ πιστός συνοδοιπόρος του στην επισκοπική του αποστολή και να θυσιαστώ μαζί του για την Εκκλησία. Κι εκείνος με τιμά με την εμπιστοσύνη του και με την ανάθεση ευθυνών: της Αρχιδιακονίας, του Ιδιαιτέρου του Γραφείου, του Μητροπολιτικού Παρεκκλησίου, της Ποιμαντικής των Αναγνωστών και των Ιεροπαίδων, της ιδρύσεως της Παιδικής και Νεανικής Χορωδίας της Μητροπόλεως, της ανέγερσης και αποπεράτωσης Ι. Ναών.
Μου προσφέρει με τα σεπτά του χέρια τη χάρη της Ιερωσύνης, και μαζί, την ευχή του να ποιμαίνω τη μεγαλώνυμη ενορία της Αναλήψεως. Ο περικαλλής Ναός της αποτελεί έκτοτε την πνευματική μου κιβωτό, όπου καταθέτω τις βαθύτερες δυνάμεις της ψυχής μου, βιώνοντας μοναδικές εμπειρίες λατρείας μέσα σε μια ζωντανή εκκλησιαστική κοινότητα. Συνεφημέριοι, στελέχη και ενορίτες, σε ένα θεοφιλή συναγωνισμό αγάπης, στηρίζουν κάθε φιλανθρωπική και ιεραποστολική δραστηριότητα, και παράλληλα αναπαύουν την ψυχή μου.
Με τέτοια αποθέματα δύναμης, μου δίνουν χαρά τα διαρκώς αυξανόμενα καθήκοντά μου: ως Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου αρχικά και Πρωτοσυγκέλλου κατόπιν· ως Προέδρου του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και υπευθύνου του Βρεφονηπιακού Σταθμού της Μητροπόλεως· ως προϊσταμένου της ιστορικής Ενορίας της Μακρινίτσας, δημιουργού δε και διευθυντού του πρώτου Εκκλησιαστικού Μουσείου της Μητροπόλεως, στο γραφικό αυτό πηλιορείτικο χωριό· ως συντονιστού του Γραφείου Νεότητας και της έκδοσης σύγχρονων κατηχητικών βοηθημάτων· ως Προέδρου του Γηροκομείου Καναλίων, με τους τροφίμους και το προσωπικό του οποίου συνδέθηκα με δεσμούς αγάπης και έγινα μέλος της οικογένειάς τους· και τέλος, ως οραματιστού του «Μικρού Παραδείσου» και της «Γωνιάς του Θεού», δύο πρότυπων και πρωτότυπων χώρων απασχόλησης των παιδιών.
Όλες αυτές οι πνευματικές επάλξεις μου προσφέρουν την ευκαιρία να γευθώ την ευλογία της συμπόρευσης και της επικοινωνίας με αναρίθμητους συνεργάτες, ιερείς, μοναχούς και λαϊκούς αδελφούς, σε μια πορεία πολυσχιδούς προσφοράς. Κρατώ όλους μέσα στην καρδιά μου σε μια θέση ξεχωριστή και τους εκφράζω την πιο βαθειά μου ευ-γνωμοσύνη.
Η κατ ἐξοχήν, όμως, ευλογία τούτων των χρόνων είναι η μαθητεία μου στο πλευρό σας, Σεβασμιώτατε Γέροντά μου. Στο πρόσωπό σας είδα όχι μόνο τον οραματιστή Ιεράρχη με το ευρύ πνεύμα και τον εύστροφο νου, με το επικοινωνιακό χάρισμα και την εκπληκτική οξυδέρκεια, αλλά και τον καλό ποιμένα, που σε καιρούς πολυδιάσπασης και κατακερματισμού, μοναξιάς και απομόνωσης, λειτουργεί ως παράγοντας και εγγυητής ειρήνης, συναλληλίας και ενότητας. Στο πρόσωπό σας γνώρισα τον στοργικό πατέρα, που δεν φείδεται κόπων και θυσιών, προκειμένου να εμπνεύσει στα παιδιά του τον στόχο της αγιότητας. Με διδάξατε έμπρακτα την ταπείνωση, που ενώνει και συγχωρεί, την υπομονή, που ανέχεται και μακροθυμεί, την αγάπη, που ελευθερώνει και εμπιστεύεται, την εμπιστοσύνη, που αναδεικνύει τα χαρίσματα και δίνει καρποφορία στους κόπους.
Ανήκει σε σας, Σεβασμιώτατε Γέροντά μου, η χαρά της σημερινής ημέρας, ως ελάχιστη ανταμοιβή των κόπων σας για μένα και της καθοριστικής συμβολής σας στην εκκλησιαστική μου καταξίωση. Τώρα που ήλθε η ώρα από την αγαπημένη πόλη του Βόλου να ξεκινήσω για την ευλογημένη γη της Αιτωλοακαρνανίας, ζητώ ταπεινά την ευλογία και την ευχή σας, Σεβασμιώτατε Πατέρα μου, για να την έχω εφόδιο πολύτιμο στην πορεία και στη διακονία μου. Μαζί με αυτήν ζητώ ακόμη ως επιστηριγμό τις προσευχές των μελών του «κοινοβίου» μας της επισκοπικής Σας κατοικίας: του π. Μαξίμου, του π. Ιγνατίου, του π. Σεραφείμ, του π. Καλλινίκου και, βέβαια, της «ψυχομάνας» της πνευματικής μας οικογένειας, της πιστής και αφοσιωμένης κας Μαρίας.
Κρατώ πυξίδα αλάνθαστη, Σεβασμιώτατε Γέροντά μου, το φωτεινό σας παράδειγμα. Και στο θησαυροφυλάκιο της ψυχής μου φυλάσσω με ευλάβεια τις παρακαταθήκες που έλαβα από σας. Με τη χάρη του Θεού και δι εὐχῶν σας, δεν θα διαψεύσω τις προσδοκίες σας. Δεν θα υποστείλω τα λάβαρα του αγώνα μου. Θα πορεύομαι «νήφων εν πάσιν, έργον ποιών ευαγγελιστού, την διακονίαν μου πληροφορών».
Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα. Αυτή την ιερή για μένα ώρα επιτρέψτε μου να απευθυνθώ προς το Σεπτό Πρόσωπό Σας με ιδιαίτερο σεβασμό, τιμή και ευλάβεια. Τα λόγια δεν είναι ικανά να εκφράσουν τη βαθειά και ισόβια ευγνωμοσύνη μου για την αγάπη Σας, την οποία γεύθηκα «εν πλησμονή»· αγάπη γνήσια πατρική, που υπεραμύνεται των δικαίων της Εκκλησίας, που λαχταρά και κάνει το παν για να ανακουφίσει τον ανθρώπινο πόνο, που γνωρίζει να συγχωρεί, που αφουγκράζεται τις ανάγκες των παιδιών της και παλεύει και αγωνίζεται γι αὐτά. Ένδειξη μόνο, μέσα στις πολλές, για του λόγου μου το αληθές, είναι η θεσμοθέτηση από την πολιτεία, χάρη στις δικές Σας άοκνες προσπάθειες, των οργανικών θέσεων των ιερέων σε όλη την ελληνική επικράτεια, για την οποία και εγώ προσωπικά και – είμαι βέβαιος – και όλος ο Ιερός Κλήρος σας ευγνωμονεί!
Οιακοστρόφος στους δύσκολους καιρούς μας της κιβωτού της Εκκλησίας της Ελλάδος, δίνοντας μαρτυρία Χριστού ισχυρή, εργαζόμενος για την δόξα Του και την προαγωγή του Σώματός Του ταπεινά και αθόρυβα, μέσα σε μια ευλογημένη πολλές φορές σιωπή που ιερουργεί το μυστήριο της ενότητας, με μια αμετάθετη σταθερότητα που χαρίζει ασφάλεια σε όλους μας, θα αποτελείτε πάντα για μένα ένα οδοδείκτη αυθεντικής πορείας, ένα πρότυπο προς μίμηση. Ταπεινά υπόσχομαι να ακολουθήσω το φωτεινό Σας παράδειγμα ως γνήσιος υιός φιλοστόργου Πατρός. Η παντοτινή μνημόνευση του Σεπτού Ονόματός Σας σε κάθε Θεία Λειτουργία θα είναι η έκφραση της υιϊκής αφοσίωσης και της ειλικρινούς αγάπης μου προς Εσάς και δι Ὑμῶν στην αγία Εκκλησία του Χριστού.
Ολόθερμες και υιικές είναι οι ευχαριστίες μου και προς όλους τους Αρχιερείς, τα τίμια μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όσους συμμετέχουν στην Ιερή Μυσταγωγία της σημερινής εύσημης ημέρας, αλλά και όσους συμπαρίστανται συμπροσευχόμενοι για την αναξιότητά μου.
Ιδιαιτέρως τους λειτουργούς Αρχιερείς:
Τον Άγιο Σιδηροκάστρου, τον φιλακόλουθο και φιλόκαλο Επίσκοπο της Εκκλησίας.
Τον Άγιο Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, τον αεικίνητο και φίλεργο Ποιμενάρχη της προσφυγικής Μητροπόλεως της Δυτικής Θεσσαλονίκης.
Τον Άγιο Λευκάδος και Ιθάκης, τον γλυκή και μειλίχιο Ποιμένα της Παναγιοσκεπάστου νησιωτικής Μητροπόλεως.
Τον Άγιο Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος κ. Γαβριήλ, τον πρωτοπόρο, δυναμικό, επικοινωνιακό και εργασιομανή Μητροπολίτη·
Τον Άγιο Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερώνυμο, τον εμβριθέστατο Επίσκοπο με την πλούσια εκκλησιαστική εμπειρία και με τον γνήσιο και ασυμβίβαστο εκκλησιαστικό του λόγο·
Τέλος, τον Άγιο Πολυανής και Κιλκισίου κ. Βαρθολομαίο, τον πολυφίλητο αδελφό και αχώριστο συνοδοιπόρο μου από τα φοιτητικά μας χρόνια, τον πλήρη φόβου και ευλαβείας για τον Θεό, σεβασμού για τον άνθρωπο, αγάπης και ευγένειας αρχοντικής, το πολύτιμο και αδιατάρακτο στήριγμά μου αυτά τα 30 χρόνια της ευλογημένης συμπόρευσης μας.
Ευχαριστιακά στρέφω την καρδιακή προσευχή μου, στους δύο ακουσίως απουσιάζοντες Αγίους Αρχιερείς:
Τον Άγιο Ναυπάκτου και Άγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, τον ησυχαστή επίσκοπο, τον εμβριθή θεολόγο, τον πολυγραφότατο συγγραφέα, τον μαθητή σύγχρονων Αγίων και κληρονόμο της χάριτός Τους. Ως τοποτηρητής της χηρευούσης Ι. Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας επί δέκα ολόκληρους μήνες εργάστηκε θυσιαστικά, περιοδεύων, κηρύττων, ιερουργών και διδάσκων, για να παραδώσει το θείο αυτό Γεώργιο στον νέο Επίσκοπο, έτοιμο προς καλλιέργεια και καρποφορία. Θα του είμαι γι αὐτό από τα βάθη της καρδιάς μου εσαεί ευγνώμων.
Και τον Άγιο Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Ιουστίνο, τον καρδιακό και επιστήθιο φίλο, που γνωρίζει να αγαπά τους ανθρώπους με απλότητα μέσα από τα βάθη της παιδικής του καρδιάς, να λατρεύει τον Θεό με θείο έρωτα, να διακονεί την τοπική του Εκκλησία με στιβαρότητα, συνέπεια και ανδρεία.
Ευχαριστώ ακόμα και τους ιερείς, που περιστοιχίζουν τούτη την ώρα το Ιερό Βήμα, και ιδιαιτέρως τον νεώτερο των αδελφών μου, αλλά τόσο ξεχωριστό για τα τάλαντά του Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο Μουρτζανό, τον ρέκτη, γλωσσομαθή, εργατικότατο και μεθοδικότατο Πρωτο-σύγκελλο της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης, που λαμπρύνει την διακονία του μέσα στην εκκλησία με τα πολλά του χαρίσματα.
Ομοίως ευγνωμονώ και όλους όσοι παρίστανται, συμ-προσεύχονται και συμμετέχουν στο κορυφαίο αυτό γεγονός της ζωής μου: άρχοντες από τον Βόλο και την Αιτωλοακαρνανία, Μέλη της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσώπους στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση, Πρόεδροι και Μέλη τοπικών φορέων και συλλόγων.
Με καρδιακή και ευχαριστιακή επιθυμία απευθύνομαι, τέλος, στους συγγενείς, φίλους, μοναχούς και μοναχές, πνευματικά μου παιδιά, συνεργάτες, οι περισσότεροι των οποίων υποβλήθηκαν στην ταλαιπωρία μεγάλου ταξιδιού για χάρη μου. Τους ευχαριστώ και πάντα θα τους προσφέρω την αγάπη μου και την προσευχή μου.
Τέλος, αισθάνομαι την ανάγκη να μνημονεύσω και τους κεκοιμημένους αρχιερείς Λαρίσης και Τυρνάβου Ιγνάτιο, Ελασσώνος Βασίλειο, Καστορίας Σεραφείμ, Σισανίου και Σιατίστης Παύλο, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία, Κεφαλληνίας Γεράσιμο και Τράλλεων Ισίδωρο, για τους οποίους ανέκαθεν έτρεφα αισθήματα ιδιαίτερης αγάπης και σεβασμού. Τούτη την αγία ώρα επικαλούμαι τις ευπαρρησίαστες ευχές τους, για να τις έχω εφόδιο στο στάδιο που ανοίγεται μπροστά μου.
Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Υιϊκώς και ταπεινώς παρακαλώ να έχω την προσευχή και την στήριξή Σας, ώστε να είναι η επισκοπική μου διακονία θεάρεστη και ανεπίληπτη, σύμφωνη με τις προτροπές του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου προς τον άγιο Πολύκαρπο επίσκοπο Σμύρνης, προτροπές τις οποίες αισθάνομαι ότι ακούω από τα δικά Σας πατρικά χείλη αυτή τη στιγμή:
«Σε παρακαλώ στο όνομα της χάριτος που φέρνεις, να συνεχίσεις τον δρόμο σου και να στηρίζεις κλήρο και λαό στην πίστη, για να σωθούν. Να υπερασπίζεσαι τον τόπο με κάθε επιμέλεια, σωματική και πνευματική. Να φροντίζεις την ενότητα, από την οποία δεν υπάρχει ανώτερο. Να τους υπομένεις όλους, όπως και ο Κύριος υπομένει εσένα. Να ανέχεσαι με αγάπη. Να αφοσιώνεσαι σε αδιάλειπτες προσευχές. Να ζητάς περισσότερη σύνεση. Να μένεις άγρυπνος, έχοντας πνεύμα ακοίμητο. Στον κάθε άνθρωπο να μιλάς κατά τρόπο που ταιριάζει στον Θεό. Να καταβάλλεις τελικά περισσότερο κόπο, για να λάβεις τον στέφανο του Θεού».
Αμήν.