τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη για το Poimi.gr
Παραμονές Χριστουγέννων καί ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ στά τροπάρια της γιά φάτνη, ζῶα, βρέφος. Ὁδηγεῖ σιγά-σιγά τόν ἄνθρωπο στό μυστήριο. Ὅλα γίνονται γι᾽αὐτό τό Θεῖο Βρέφος πού γεννᾶται μέσα σέ νεκροκρέββατο. Μέσα στό μοναστήρι ἡ ἀτμόσφαιρα ἄκρως κατανυκτική. Ὁ μοναχός ψάλλει ἀνεπιτήδευτα. Δέν γνωρίζει τήν παρασημαντική ἀλλά μᾶς βοηθᾶ ὅλους νά βροῦμε αὐτόν πού ξάχνουμε νά γεννηθεῖ μέσα μας. Δέν γνωρίζει τά μουσικά ἀλλά αὐτό τόν διαφυλάσσει ἀπό τόν μεγάλο κίνδυνο τῆς οἴησης. Ἡ λειτουργία προχωρᾶ καί πλέον δέν γίνεται νά μήν ἀφήσεις τά βιοτικά πίσω σου. Αὐτή ἡ θεία λειτουργία εἶναι μιά γεύση ἀπό τόν Παράδεισο. Γιά φαντάσου, ὅταν θά πεθάνεις, θά ζεῖς αὐτήν τήν ἀπίστευτη πληρότητα καί γλυκύτητα αἰώνια. Θά ζεῖς τήν συνέχεια αὐτῆς τῆς θεία λειτουργίας. Τί πλέον θέλεις; Μοῦ μιλᾶς γιά ἀθεΐα καί μοῦ ζητᾶς νά σοῦ ἀποδείξω τήν ὕπαρξή Του. Μοιάζει αὐτό πού λές, σάν νά θέλεις νά χωρέσει ὁ ὠκεανός μέσα σέ ἕνα ποτήρι! Δέν θά σοῦ μιλήσω λοιπόν γιά ἀποδείξεις, οὔτε κἄν γιά ἐνδείξεις. «Ἔρχου καί εἴδε», μόνο θά σοῦ πῶ. Καί πρίν ἔρθεις, ἄν μπορεῖς, πέταξε καί ὅτι ἔχεις φορτώσει τόσα χρόνια ἐπάνω σου καί δέν μπορεῖς νά κινηθεῖς καί δέν μπορεῖς πλέον νά ζεῖς. Δέν θά σοῦ μιλήσω γιά τόν ἀόρατο μέ ἐξισώσεις, δέν γίνεται αὐτό. Θά σοῦ πῶ ὅμως γιά τήν ψυχή ὅταν σκιρτᾶ, ἀναγνωρίζοντας τόν Πλάστη της. Πράγματι, χάνεις! Ἔτσι ἀπλά στό λέω. Δέν ὑπάρχει τίποτα ἀνώτερω «μήτε στήν γῆ μήτε στόν οὐρανό». Ἡ γῆ μοιάζει μέ τά ἐπάνω καί ὁ οὐρανός καταβαίνει κάτω. Σέ ἐσένα πού λές ὅτι δέν πιστεύεις καί ἀγωνίζεσαι νά μήν πιστέψεις καί προσπαθεῖς νά τό πιστέψουν καί ἄλλοι. Ὅσο καί νά μήν τό βλέπεις, ὁ ἥλιος ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ὅταν βρίσκεσαι μόνος σου, ἐσύ καί ἐαυτός του, τό σκέφτεσαι. Λές: «μήπως…». Ἐάν τό νομίζεις, ἀμφισβήτησέ Τόν μέ τήν καλή σου τήν καρδιά ὄχι μέ ἐμπάθεια. Ἄφησέ τον νά σέ πλησιάσει. Ἔχει νά σοῦ δώσει καί δέν θέλει νά τοῦ δώσεις. Ἔχει νά σέ γεμίσει, νά σέ πληρώσει ἔως ἄνω χωρίς κανένα ἀντάλλαγμα. Ἀπό ἀγάπη σοῦ μιλῶ καί ἀπό πόνο γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο πού πνίγεται μέσα στίς σκέψεις του.
Παραμονές Χριστουγέννων καί ἐσύ θά λές πάλι, χρόνια πολλά, ἔτσι, χωρίς λόγο, χωρίς νά πιστεύεις ὅτι ἔγινε τό μέγιστο, ὅτι «ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει Θεός».Γιατί ἀφήνεις μιά ἀκόμα εὐκαιρία χαμένη; Προσπάθησε νά τό ζήσεις τούτη τήν χρονιά, μήν τό ἀφήνεις καί πάλι. Μήν δοξάζεις τό ἐγώ σου πανηγυρικά ψάχνοντας μάλιστα καί ὀπαδούς. Εἶναι ὁ ἐγωισμός, γιά σένα, γιά μένα, γιά ὅλους, τό καρκίνωμα τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀπό αὐτόν τόν ἀρχαῖο ὄφι, τόν ἐγωισμό, ὅλα τά ἄσχημα στόν κόσμο, εἶναι πασιφανές. Ἄνοιξε ἐφέτος τήν καρδιά καί περίμενέ Τόν νά γεννηθεῖ. Θά ἔρθει, κάλεσέ τον καί θά ἔρθει! Ἐκεῖνος πάντα, μέ ἀγάπη, τρυφερότητα, σεβασμό καί διάκριση ἀναζητᾶ καρδιές γιά νά γεννηθεῖ…«Σπῆλαιο εὐτρεπίζου…»! Ἔρχεται σιγᾶ-σιγᾶ καί ψάχνει χώρους, καρδιές νά γεννηθεῖ, ὅπως τότε, μέσα στήν ἤρεμη μοναδική νύχτα, μέ τήν δημιουργία ὅλη νά κραυγάζει δοξολογώντας γοερῶς, «εὐρήκαμεν τόν μεσσίαν»!