«Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ ὅλη σχεδόν τήν ἱεραποστολική του πορεία ἀμφισβητήθηκε ἔντονα ὡς πρός τό κῦρος τῆς ἀποστολικότητάς του. Οἱ «ψευδαπόστολοι», ὅπως τούς ὀνόμαζε, χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐπιχείρημα γιά νά ἀκυρώσουν τό ἔργο του, ὅτι δέν ἦταν στήν χορεία τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Αὐτό βλέπουμε νά συμβαίνει καί στήν Α΄ Πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του, τήν ὁποία συντάσσει καί στέλνει ἀπό τήν Ἔφεσο περίπου τό 55 μ.Χ.[1] Ὡς πρός τό θέμα τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, οἱ ἐρευνητές δέν εἶναι ὁμόφωνοι.[2] Ὑποστηρίζουν ὅτι ἐκτός τῶν γνωστῶν δύο (Α΄καί Β΄) κάνουν λόγο καί γιά κάποιαν ἤ κάποιες ἄλλες.[3] Μία δέ ἐξ αὐτῶν ἔχει ὀνομαστεῖ «ἐπιστολή τῶν δακρύων» γιατί ἀφορᾶ σέ θέματα μέ ἔντονο συναισθηματικό χαρακτήρα.
Ἡ ἀφορμή γιά νά σταλεῖ ἡ Α΄ Ἐπιστολή, τήν ὁποία κομίζουν πιθανόν τρεῖς Κορίνθιοι συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου ( Στεφανᾶς, Φορτουνάτος καί Ἀχαϊκός), σχετίζεται μέ τίς ἐσωτερικές δυσκολίες στήν τοπική αὐτή Ἐκκλησία. Τό κυριότερο καί δυσκολότερο θέμα πού εἶχε ἀνακύψει ἀφοροῦσε στόν διαχωρισμό τῶν χριστιανῶν σέ ὀμάδες καί μάλιστα «χριστιανικές». Πληροφόρησαν, λοιπόν, τόν Ἀπόστολο καί πόνεσε γι’ αὐτό, ὅτι στήν Ἐκκλησία αὐτή πού πολύ ἀγάπησε, γιατί ὁ ἴδιος τήν «γέννησε» καί τήν γαλούχησε, οἱ πιστοί «ὁμολογοῦν πίστη στόν Παῦλο, ἄλλοι στόν Ἀπολλώ, ἄλλοι στόν Κηφᾶ καί ἄλλοι στόν Χριστό», σχηματίζοντας ξεχωριστές ὁμάδες.[4] Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀνακηρύσσουν δικούς τους «ἀρχηγούς» καί μερίζουν τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία σέ κόμματα.[5] Πῶς ἀκριβῶς προέκυψαν αὐτές οἱ ὀμάδες καί τί πίστευαν θά τό ἀνάφερουμε μέ συντομία.
Εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι οἱ «ὀμάδες» αὐτές δημιουργήθηκαν ἐξαιτίας κάποιου ὑπερβάλλοντα ζήλου τῶν «ὑποστηριχτῶν» τῆς καθεμιᾶς πρός τόν «ἀρχηγό» τους. Ἔτσι, τό πρόσωπο πού κατήχησε καί στήν συνέχεια βάπτισε τούς χριστιανούς αὐτούς γινόταν «ἀρχηγός» χωρίς νά τό θέλει. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ὑποστήριζε μία μερίδα, μᾶς εἶναι γνωστός. Ὁ Ἀπολλώ ἦταν λόγιος «ἀλεξανδρινός τό γένος».[6] Γνωρίζουμε μάλιστα, ὅτι ὁ Παῦλος τόν ἐκτιμοῦσε, ἀφοῦ τόν ὀνομάζει ἀδελφό (16,12). Κατά τό Πράξ. 18,26 κατηχήθηκε ἀπό τούς Ἀκύλα καί Πρίσκιλλα στήν Ἔφεσο (Πράξ.18,27. 19,1.) Οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀπολλώ τόνιζαν ἰδιαιτέρως τό ρητορικό στοιχεῖο καί τήν σοφία στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.[7] Ἀπό τήν ἄλλη, οἱ ὀπαδοί τοῦ Κηφᾶ ἦταν ἰουδαϊκῆς προελεύσεως. Ὅσοι ἐπικαλοῦνταν τόν Χριστό ὡς ἀρχηγό τους, -πιθανόν ριζοσπάστες Ἰουδαΐζοντες ἤ ἐλευθεριάζοντες γνωστικοί- ὑποστηρίζουν ὅτι δέχονται μόνο τόν Χριστό καί κανέναν ἄλλον «μεσολαβητή», οὔτε κἄν κάποιον Ἀπόστολόν Του. Ἄλλοι ἔχουν ὑποστηρίξει ὅτι ἡ ἔκφραση «ἐγώ δέ Χριστοῦ» μπορεῖ να εἶναι μεταγενέστερη προσθήκη τοῦ κειμένου. Τό βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος πικράθηκε πολύ ἀπό την κατάσταση αὐτή καί σέ ὅλους τούς τόνους διακήρυττε τήν μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν πολύτιμη ἱερή προσφορά καί τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐπίσης καί τήν ἀναγκαιότητα γιά ἑνότητα σέ ὅσους ἐπικαλοῦντο τό ὄνομά Του.
Ἐκτός τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος, στήν Κόρινθο, εἶχαν προκύψει καί ἄλλα σοβαρά ζητήματα στήν ζωή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτά ἀναγκάζουν τόν Παῦλο νά συγγράψει τήν Α΄ Ἐπιστολή του, προκειμένου νά διευκρινίσει καί διευθετήσει τά κακῶς κείμενα. Ὡς ἕνα βαθμό ἦταν φυσικό νά δημιουργηθοῦν κάποια προβλήματα στόν καθημερινό βίο τῶν πρώτων αὐτῶν χριστιανῶν, ὅμως δυστυχῶς πήραν μεγάλη ἔκταση γι’αὐτό καί ἦταν ἀναγκαῖα πλέον ἡ παρέμβαση τοῦ Ἀποστόλου. Ἡ νέα χριστιανική κοινότητα δέν ἔχει ἀκόμα συνειδητοποιήσει ἀπόλυτα τήν νέα «ἐν Χριστῷ» ζωή. Ἔτσι, τά θέματα τῆς πορνείας, τοῦ γάμου, τῆς παρθενίας, τῶν δικαστηρίων, τῶν εἰδωλοθύτων, τῆς θέσης τῶν χαρισματούχων στήν λατρεία καί τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν χρειάζονταν ἄμεση καί σαφή ἀπάντηση. Ὁ Ἰ. Παναγόπουλος καταγράφει συνοπτικά ὅλη τήν προβληματική περί τῶν θεμάτων αὐτῶν: «…ὁρισμένοι Κορίνθιοι πιστοί κατεύφευγαν στα ἐθνικά δικαστήρια, γιά νά ἐπιλύσουν τίς διαφορές τους, ἄλλοι ἀνέχονταν κάποιον πιστό, πού εἶχε σχέσεις μέ τήν μητρυιά του, ἐνῶ ἄλλοι περιφρονοῦσαν τόν γάμο. Ἄλλοι, λόγω ἀγνοίας, συμμετεῖχαν σέ λατρευτικά δεῖπνα τῶν ἐθνικῶν καί ἔτρωγαν εἰδωλόθυτα. Ἐπίσης, στά δεῖπνα τῆς ἀγάπης οἱ πλούσιοι καταντοῦσαν σέ κορεσμό καί ἄφηναν νηστικούς τούς πτωχούς. Ἀκόμα, κατά τίς λατρευτικές συνάξεις τους ἐπικρατοῦσε μεγάλη ἀταξία, καθόσον ὁρισμένοι προτιμοῦσαν τήν γλωσσολαλία καί περιφρονοῦσαν τούς ἄλλους χαρισματούχους. Τέλος, μερικοί πιστοί ἀρνοῦταν τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου».[8]
Γιά τά παραπάνω, θά δωθεῖ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀποστόλου, πού ἀποτελεῖ καί πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς πρός τό θέμα τῆς πορνείας τούς προτρέπει νά τήν ἀποφεύγουν καί νά μήν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς πόρνους. « Ἕνας ἁμαρτωλός μπορεῖ νά μολύνει ὅλη τήν κοινότητα. Πρέπει, λοιπόν, νά ἀποβάλλουν τήν κακή ζύμη, γιά νά γίνουν τό νέο φύραμα τοῦ Χριστοῦ».[9] Τό σῶμα τους εἶναι σῶμα Χριστοῦ καί δέν πρέπει νά τό μεταβάλλουν σέ πόρνης μέλη. Τό σῶμα εἶναι «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ὡς πρός τό θέμα τῶν δικαστηρίων, ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, προτρέπει νά μήν καταφεύγουν σέ αὐτά, ἀφοῦ εἶναι «δικαστήρια ἀπίστων». Ὅμως τό καλύτερο γι’αὐτούς εἶναι νά μήν χρειάζεται νά προσέρχονται, ἀφοῦ ἡ ζωή τους εἶναι μιά νέα, καινούργια, ἀνακαινισμένη ζωή. Προτρέπει γενικότερα νά μήν ἀδικοῦν κανέναν ἄνθρωπο.
Γιά τό θέμα τοῦ γάμου, παρθενίας καί χηρείας τονίζει καί συνιστᾶ, ὅτι κατά τήν χριστιανική προσέγγιση, τήν πλήρη κοινωνία τῶν συζύγων ὡς ἄμυνα ἐναντίον τοῦ σατανᾶ, ἐκτός ἄν συμφωνοῦν γιά ἀπό κοινοῦ ἀποχή, ὥστε νά ἐτοιμάζονται γιά νηστεία καί προσευχή. Οἱ ἄγαμοι καί οἱ χῆρες νά παραμένουν ὡς ἔχουν, ἐκτός ἄν δέν μποροῦν νά ἐγκρατεύονται.[10] Οἱ παρθένες εἶναι καλό νά μένουν ὅπως εἶναι, ἄν ὅμως παντρευτοῦν δέν ἁμαρτάνουν. Οἱ ἔγγαμοι μεριμνοῦν γιά τό γάμο, δέν πρέπει ὅμως νά παρασύρονται ἀπό τίς ἀνάγκες τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος παρέρχεται. Οἱ χῆρες εἶναι ἐλεύθερες νά παντρεύονται, θά εἶναι ὅμως μακάριες ἄν μείνουν ὅπως εἶναι.[11]
Ἄλλα θέματα τῆς Ἐπιστολῆς ἀποτελοῦν τά περί τῆς Χριστολογίας σέ σχέση μέ τήν ζωή τῶν πιστῶν καί τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό κέντρο τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος καταργεῖ τήν σοφία τῶν ἀνθρώπων καί ἀποκαλύπτει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας.[12] Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἑνώνονται οἱ πάντες σέ ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Τέλος, ἡ Ἐπιστολή «μᾶς πληροφορεῖ» ὅτι τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί «τά βάθη τοῦ Θεοῦ», γνωρίζει ὁ πιστός μέ τό ἅγιο Πνεῦμα.[13]
Μέ μεγάλη συντομία ἀναφέρθηκαν τά σημαντικά θέματα τῆς Α΄ Πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς τοῦ «Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν». Θά προχωρήσουμε στήν μελέτη τῆς Δεύτερης Ἐπιστολῆς του πρός τήν ἴδια τοπική Ἐκκλησία.