’Απ’ άνατολές καί δύσες κι’ άπό κάθε ξέμακρη τής γης γωνιά καί ξακουσμένη, στή γαλάζια γή μας έφτασαν οί ξένοι!
Κι’ είπαν καί ρωτήσανε:
-Ποιά τοϋ τόπου τούτου είναι ή Κυρά;
Καί τούς άποκρίθηκαν χίλια μύρια στόματα μέ μιά:
-Ξένοι,
Ή «Κυρά» κι’ ή «Δέσποινα» τούτου έδώ τοϋ τόπου είναι ή Παναγιά!
* * *
Καί ξαναρωτήσανε:
-Ποιά ’ναι ή Ρηγοπούλα
ή παινεμένη,
πού ποτέ της-λένε-
δέν πεθαίνει…
κι’ όπου τή φυλάνε έδώ
χρυσαετοί άκοίμητοι
μέ χαλκά φτερά;…
Καί τούς άπαντήσανε άργυρά τραγούδια, χώματα άγιασμένα, πέλαγα άλμυρά κι’ αύρες καί αιθέρια γαλανά:
-Τής γαλάζιας χώρας μας, ξένοι, ή Ρηγοπούλα είναι ή Λευτεριά!
* * *
Καί ρωτούν τό τρίτο:
-Ποιο είναι τό ψωμί όπου τρέφει-λένε-τούτη τή Φυλή;…
Τρέφει τούς τιτάνες καί τούς άθανάτους, καί στή γής αύτή ώριο κάστρο έκτίσθη-κάστρο λεβεντιάς, κάστρο άρετής, όπου δέν έσείστη χρόνους καί καιρούς;…
-Ποιος δέν τό έλογίστη;
Τό ψωμί, πού τρέφει
τούτη τή Φυλή,
τού Χριστού είναι ή Πίστη!.