Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Ο Aγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ψάχνοντας να βρει κάποιες λέξεις που να συνδέουν τον Χριστό με εκείνους που θέλουν να Τον εκπροσωπούν, σκέφτηκε τις έννοιες του «τύπου» και του «τόπου» και τις ταύτισε με τους Επισκόπους της Εκκλησίας. Αυτοί, λέει, «ίστανται εις τύπον και εις τόπον Χριστού». Και τη φράση αυτή του Αγίου Ιγνατίου την επικαλούνται συχνά οι Επίσκοποι, ιδίως κατά τη χειροτονία τους ή την ενθρόνισή τους. Αλλο ασφαλώς το ζήτημα ότι ορισμένοι από αυτούς, όπως προκύπτει από την αρχιερατεία τους, λησμόνησαν μέσα στα χειρόγραφα των σχετικών προσφωνήσεών τους τη φράση αυτή του Αγίου Ιγνατίου. Πάντως η προαναφερθείσα ταύτιση, στην οποία προβαίνει ο Αγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, έχει μία λογική, εάν ληφθεί υπόψη ότι οι Επίσκοποι θεωρούνται συνεχιστές του έργου των Αποστόλων, οι οποίοι διά της Επιφοιτήσεως του Αγίου Πνέυματος, την ημέρα της Πεντηκοστής έλαβαν την Ευλογία της «καλλιέργειας» του «αμπελώνος» του Κυρίου και της υλοποίησης της εντολής που τους έδωσε ο Ιησούς, όταν τους συνάντησε μετά την Ανάστασή Του στο όρος της Γαλιλαίας. Εκεί λοιπόν τους εξουσιοδότησε να βαπτίζουν όλα τα Εθνη στο Ονομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και να διδάσκουν τους ανθρώπους να τηρούν όλα όσα τους άφησε ως πολύτιμη Ιερή Παρακαταθήκη ο Κύριος. Για αυτό ορθώς λέγεται ότι δεν νοείται Εκκλησία χωρίς την ύπαρξη Επισκόπων («Εκκλησία άνευ Επισκόπων ου καλείται»). Αυτός ο «τύπος» και ο «τόπος» Χριστού, που αποδίδει ο Αγιος Ιγνάτιος στους Επισκόπους, έχει μία θετική και μία αρνητική διάσταση. Θετικά τους υποδεικνύει, τι ακριβώς πρέπει να πράττουν, για να φέρνουν καθημερινά τον Χριστό ως Ομολογία μπροστά στους ανθρώπους και να τους καθοδηγούν στον δρόμο προς Αυτόν. Αρνητικά δε τους προτρέπει να παραλείπουν συμπεριφορές που συνιστούν βλασφημία του Ονόματος του Χριστού, από εκείνους που εμφανίζονται ως εκπρόσωποί Του.
Κάτι ανάλογο είχε πει πολύ πριν από τον Αγιο Ιγνάτιο ο Ιδιος ο Χριστός, όταν μιλώντας στους Μαθητές Του (και συνεπώς και στους μαθητές των Μαθητών Του), τους παρομοίαζε με «λυχνάρια», που τα τοποθετούμε ψηλά για να «φωτίζουν» όλους τους χώρους και όλους τους ανθρώπους. Τους προέτρεπε δε να ελέγχουν συνεχώς τα «λυχνάρια» τους και να φροντίζουν να τα συντηρούν, ώστε να «εκπέμπουν» πάντα καθαρό και λαμπερό «φως». Διότι μόνον όταν βλέπουν τέτοιο «φως» από τους μαθητές του Χριστού οι άνθρωποι δοξάζουν το Ονομα του Επουράνιου Πατέρα. Εμμέσως πλην σαφώς τους έλεγε δηλ. ο Κύριος, ότι όταν τα «λυχνάρια» των μαθητών Του αντί για «φως» «βγάζουν» «μουτζούρες», βλασφημείται από τη συμπεριφορά τους το Ονομα του Θεού. Ετσι δεν λειτουργούμε άλλωστε και εμείς σήμερα, όταν βλέπουμε αντιστοίχως ένα καλό ή κακό παράδειγμα από κάποιον που προβάλλεται ως χριστιανός; Τι λέμε, αλήθεια, όταν αναφερόμαστε στους Σταυροφόρους, οι οποίοι εν ονόματι του Χριστού αιματοκύλησαν τους λαούς στη Μέση Ανατολή και ταύτισαν έτσι με τα έργα τους τον Θεό της Ειρήνης και της Αγάπης με σφαγές και λεηλασίες; Δεν είναι αυτό βλασφημία του Ονόματος του Θεού; Και πώς σχολιάζουμε από την άλλη μεριά το γεγονός ότι ένα αρχοντόπουλο αποφασίζει σε νεαρή ηλικία να ακολουθήσει τον Χριστό, να διαθέσει ολόκληρη την περιουσία του στην υπηρεσία των φτωχών και των ανήμπορων (βλ. Βασιλειάδα) και να γίνει στη συνέχεια βαθυστόχαστος και συναρπαστικός κήρυκας του λόγου του Χριστού με τον τίτλο ενός μεγάλου, αλλά και ταπεινού Επισκόπου Του, που έμεινε σε όλη την σύντομη ζωή του με ένα τριμμένο ράσο; (περίπτωση Αγίου Βασιλείου).
Από την άποψη αυτή, γίνεται νομίζω φανερό, ότι και η φράση του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου που μιλάει για «τύπο» και «τόπο» Χριστού μπορεί να απευθύνεται πρωτίστως στους Επισκόπους, δεν αναλώνεται όμως σε αυτούς. Καλύπτει και όλους εμάς, οι οποίοι με το Βάπτισμά μας στον Χριστό, «ντυθήκαμε» τον Χριστό, όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει ο Απόστολος Παύλος. «Τύπος» και «τόπος» Χριστού είμαστε σε τελευταία ανάλυση όλοι, όσοι θέλουμε να λεγόμαστε Χριστιανοί. Το όνομα του Θεού επομένως δεν βλασφημείται μόνον από έναν ανάξιο Επίσκοπο, αλλά και από έναν ασυνεπή με τα πιστεύματά του Χριστιανό, άσχετα αν η ζημιά που κάνει η αναξιότητα ενός Επισκόπου είναι πολύ μεγαλύτερη από τη βλάβη που προξενεί η ασυνέπεια ενός πιστού. Δεν είναι το ίδιο πράγμα η φιλαργυρία κάποιου πιστού με τη φιλοχρηματία ενός Επισκόπου, ο οποίος θησαυρίζει, πολλές φορές μάλιστα παράνομα, ιδιοποιούμενος χρήματα της Εκκλησίας. Ούτε μπορεί να ταυτιστεί η πορνική ή ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ενός πιστού με την αντίστοιχη συμπεριφορά ενός Επισκόπου. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο ένας είναι μαθητής στο σχολείο της αγνότητας που κηρύσσει η Εκκλησία και ο άλλος δάσκαλος της σχετικής διδαχής. Εάν ξεστρατίσει ένας μαθητής, μικρό το κακό. Μπορούμε όμως να το πούμε αυτό και όταν ξεστρατίζει ο δάσκαλος; Η ασυνέπεια του μαθητή δείχνει ότι δεν έμαθε καλά το μάθημά του. Η ασυνέπεια όμως του δασκάλου «γκρεμίζει» το πρότυπο που αυτός εκπροσωπεί. Ποια είναι η τύχη μίας κοινωνίας – και ιδίως των νεαρών μελών αυτής – όταν ψάχνει να βρει πρότυπα και βλέπει γύρω της «ερείπια»;
Η παρεμπίπτουσα αναφορά μας πιο πάνω στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις ορισμένων Επισκόπων, απολακτίζει τον λόγο του Αγίου Ιγνατίου από τον χώρο της αγιότητας, στον οποίο αυτός κινείται και αναδεικνύει μία μεγάλη υποκρισία, η οποία επιχωριάζει, δυστυχώς, και στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν συνιστά ασφαλώς «τύπο» και «τόπο» Χριστού. Οχι μόνο διότι ο Χριστός ήταν πρότυπο αγνότητας και αναμαρτησίας, αλλά και διότι ο Ιδιος ο Ιησούς καυτηρίασε αυστηρά την υποκρισία που εξεδήλωνε το Ιερατείο της εποχής Του, δηλ. οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Σε σχέση με το φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας το ζήτημα του «τύπου» και του «τόπου» Χριστού για τους Επισκόπους τίθεται σήμερα και με μία άλλη μορφή. Πρόκειται για τη φραστική αποδοκιμασία του εν λόγω φαινομένου από ορισμένους Επισκόπους. Οσο κι αν συμφωνήσει κάποιος με την αρνητική αξιολόγηση του νοσηρού κοινωνικού φαινομένου της ομοφυλοφιλίας εκ μέρους ορισμένων Επισκόπων, δεν θα συμμερισθεί ασφαλώς το λεκτικό τους ύφος, με το οποίο εκφέρεται η σχετική απαξιολόγηση. Εκφράσεις του τύπου «Φτύστε τους», «κακοποιείστε τους» και άλλες συναφείς, δεν αποδίδουν «τόπο» Χριστού. Και τούτο, διότι ενέχουν μία επιθετική στάση έναντι του συντηρούντος το κοινωνικά νοσηρό αυτό φαινόμενο, η οποία είναι εντελώς ξένη προς τη διδασκαλία αλλά και προς το παράδειγμα του Χριστού. Ο Χριστός ήταν ασυμβίβαστος με την αμαρτία, συγχωρητικός όμως απέναντι στους αμαρτωλούς, τους οποίους προσπαθούσε πάντα με μειλίχιο λόγο και ύφος να οδηγήσει στη μετάνοια. Δεν «έφτυσε» ποτέ κανέναν. Και δεν χειροδίκησε επίσης εναντίον ουδενός. Μας δίδασκε αντιθέτως να ευλογούμε εκείνους που μας κακοποιούν. Με τέτοια υπέροχα λόγια που έδειχναν άλλο ήθος και άλλο ύφος, λόγια που γαλήνευαν τις ψυχές, κέρδιζε ο Χριστός τους ανθρώπους και τους έκανε να ομολογήσουν ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει άλλος άνθρωπος με τέτοιο τρόπο στον κόσμο. Βέβαια ο Χριστός αναγκάστηκε κάποια στιγμή να πάρει το φραγγέλιο και να μιλήσει με πολύ σκληρά λόγια στους Φαρισαίους, όταν τους αποκαλούσε «φίδια φαρμακερά» ή «γεννήματα εχιδνών». Η σχετική οργισμένη αντίδραση του Χριστού όμως, δεν αποδοκίμαζε, με υβριστικό μάλιστα λεκτικό ύφος, νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα και όσους τα συντηρούσαν. Στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον ενός σάπιου και υποκριτικού συστήματος θρησκευτικής εξουσίας που εκπροσωπούσαν οι Φαρισαίοι, οι οποίοι εμπορεύοντο με το αζημίωτο τον Θεό ή παραμόρφωναν με ένα γεμάτο αντιφάσεις στερεότυπο εξουσίας, την ουσία της Ιουδαϊκής θρησκείας. Νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα, όπως ήταν π.χ. η τοκογλυφία, την οποία ασκούσαν οι Τελώνες, δεν τα αντιμετώπισε ο Χριστός με υβριστικό λεξιλόγιο προς τους τοκογλύφους, αλλά με τις παραβολές και τον λόγο του, που έφερνε την αγαθή αλλοίωση στους ανθρώπους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα για αυτό αποτελούν οι περιπτώσεις του Ματθαίου και του Ζακχαίου, που ήσαν Τελώνες, δηλ. τοκογλύφοι της εποχής τους. Ο ένας έγινε μαθητής του Χριστού, Απόστολος και Ευαγγελιστής του και ο άλλος, ένας αμαρτωλός που μετά την επίσκεψη του Χριστού στο σπίτι του, μετάνιωσε και αποζημίωσε στο δεκαπλάσιο όσους είχε εκμεταλλευθεί με την τοκογλυφία.
Θα χρειαστεί όμως να επανέλθουμε στο θέμα, διότι ο λόγος του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου δοκιμάζεται σήμερα και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.