Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἁπλᾶ λόγια ἀπὸ τὸν ταπεινὸ ἅγιο τῆς Βίτσας,
Γέροντα Ἰάκωβο Βαλαδῆμο
+ 15 Φεβρουαρίου 1960
Στὸ Ἀγρίνιο ὁ Ἅγιος Γέροντας τῆς Βίτσας Ζαγορίου, ὁ θαυμαστὸς Ἰάκωβος Βαλαδῆμος, κατέβαινε γιὰ ἰατρικὲς ἐξετάσεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ συμπνευματισθεῖ μὲ πνευματικοὺς ἀδελφούς, ὅπως τὸν ἀοίδιμο καὶ ἐφάμιλλό του στὴν ἀρετή, πατέρα Βενέδικτο Πετράκη. Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος, ἀγράμματος, ἀλλὰ θεόσοφος, ἦταν μὲν ἡσυχαστής, ἀλλὰ καὶ ἱεραπόστολος. Σὲ αὐτὸ ἔμοιαζε στὸν ἅγιο ἐπίσης Γέροντα, τὸν πατέρα Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς ἀγαθοεργίες του εἶχε κερδίσει τὸν σεβασμὸ τῶν κατοίκων τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, ποὺ μέχρι σήμερα τὸν φέρνουν στὴν μνήμη τους ὡς ἄξιο λειτουργό, κατηχητὴ καὶ ἀνύστακτο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος μακριὰ ἀπὸ τὸ Μοναστηράκι του, τὸν Προφήτη Ἠλία, στὰ ψηλώματα τοῦ Ζαγορίου, ἔνιωθε σὰν τὸ ψάρι ἔξω ἀπὸ τὸ νερό. Ἀνέπνεε μόνο γιὰ τὸν Χριστό μας καὶ κάθε περισπασμὸς ἐκτὸς Μοναστηριοῦ τοῦ δυσκόλευε τὴν ἀναπνοή, τοῦ ἀφαιροῦσε τὸ ὀξυγόνο τῆς ἐπικοινωνίας του μὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἦταν τὸ ἐφετὸ τῆς καρδιᾶς του. Ὅμως, οἱ Ἅγιοι ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους καὶ εὐφραίνονται ἀπὸ τὶς συναντήσεις τους. Ἔτσι, ὁ Γέροντας Ἰάκωβος πήγαινε στὸ Ἀγρίνιο μὲ χαρὰ καὶ χαλάλιζε τὴν ἡσυχία του γνωρίζοντας ὅτι θὰ ἐπέστρεφε πίσω πλουσιότερος σὲ πνευματικὰ ἀγαθά, ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν ἐπίσης Ἠπειρώτη, τὸν Μετσοβίτη Γέροντα Βενέδικτο.
Κάποια ἡμέρα ρώτησε ὁ πατὴρ Βενέδικτος τὸν Γέροντα Ἰάκωβο:
-Γέροντα, πέστε μας λόγο οἰκοδομῆς γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν μας!
-Τί νὰ σᾶς πῶ, ἐγὼ ὁ ἀγράμματος. Ἀπάντησε. κάθε φορὰ ποὺ ἑτοιμάζομαι γιὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία σκέφτομαι ὅτι θὰ πάρω μέσα μου τὸν Χριστό μου καὶ ἀποφεύγω τὶς πτώσεις, γιὰ νὰ ἔλθει Αὐτὸς νὰ βρεῖ καθαρὴ τὴν ψυχή μου καὶ νὰ δεχθεῖ νὰ κατοικήσει σὲ αὐτήν. Μετὰ πάλι ἀπὸ τὴν Θεία Μετάληψη σκέφτομαι, πῶς νὰ ἁμαρτήσω, ἀφοῦ ἔχω κάνει ἔνοικο τῆς καρδιᾶς μου τὸν Κύριο; Ἔτσι πορεύομαι καὶ ἀποφεύγω τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Ἡ ταπείνωση τοῦ Γέροντα ἦταν μοναδική. Ἔλεγε στὶς ἐκεῖ συνάξεις:
Κάθε φορὰ ποὺ ἑτοιμάζω τὰ ἄχραντα μυστήρια κλαίω, γιὰ τὴν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ μας στὴν ἀναξιότητά μου. Πῶς τολμῶ ὁ ἀνάξιος νὰ προσεγγίζω τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς καὶ νὰ κοινωνῶ Σώματος καὶ Αἵματος Κυρίου; Κλαίω καὶ δυστυχῶς τὰ βρωμερά μου δάκρυα πέφτουν μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ τὸ μολύνουν. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ ἐλεήσει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τρισάθλιο.
Αὐτὸ ἦταν τὸ δυσθεώρητο ὕψος τῆς ταπεινώσεως τοῦ ὁσίου Γέροντος, ποὺ θαύμαζαν ὅλοι καὶ ὁ ὁμόζηλός του ἱεροκήρυκας τοῦ Ἀγρινίου, Βενέδικτος, ὁ συμπαθής, ὁσιώτατος καὶ ἀκάματος ἱεραπόστολος.