τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου Κόνωνος τοῦ Ἰσαύρου.
Ὁ Ἅγιος Κόνων ἐγεννήθηκε περί τά τέλη τοῦ 1ου αἰῶνος μ.Χ. στή Βαδινή, χωριό τῆς Ἰσαυρίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί ἔζησε στούς ἀποστολικούς χρόνους. Οἱ γονεῖς του Νέστωρ καί Νάδα ἦσαν ἀρχικά εἰδωλολάτρες. Σέ νεαρή ἡλικία ἔγινε Χριστιανός καί ὅταν οἱ γονεῖς του τόν ἐπίεσαν νά νυμφευθεῖ, συμφώνησε μέ τή σύζυγό του νά ζοῦν ὡς ἀδελφοί ἀφιερωμένοι στόν Θεό.
Στό Συναξάρι ἀναφέρεται, ὅτι τόν Ἅγιο καθοδηγοῦσε ὁ Ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐβάπτισε, τοῦ ἐδίδαξε τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, μετέδωσε τά θεῖα Μυστήρια σέ αὐτόν καί μέχρι τέλους ἀφοῦ συνυπῆρχε καί τοῦ ἐχορήγησε τή χάρη τῶν παράδοξων θαυμάτων.
Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁδήγησε στήν χριστιανική πίστη καί τούς γονεῖς του, ὁ δέ πατέρας του Νέστωρ ἐμαρτύρησε γιά τόν Χριστό. Ἀλλά καί τούς Ἕλληνες, πού ἀντιστέκονταν σέ αὐτόν καί ἔλεγαν ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός ἐκτός τῶν εἰδώλων, τούς ἔπεισε καί τούς προετοίμασε νά ὁμολογήσουν μέ μεγάλη φωνή τόν Χριστό καί νά βαπτισθοῦν. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἅγιος ὑπέταξε καί τούς δαίμονες· καί ἄλλοι μέν μέ ἐντολή του προστάτευαν τούς ἀγρούς, ἄλλοι δέ ἐκλείστηκαν σέ πιθάρια.
Ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες συμπολίτες του ἀντιμετώπιζαν μέ μεγάλη δυσαρέσκεια τήν ἱεραποστολική δραστηριότητά του καί τήν ἐπιρροή πού ἀσκοῦσε ἐπάνω στούς Ἐθνικούς. Κάποια ἡμέρα ὁ Ἅγιος ἐπισκέφθηκε ἕναν εἰδωλολατρικό ναό, ὅπου προσευχήθηκε θερμά στόν Κύριο. Ἀποτέλεσμα ἦταν νά γίνουν κομμάτια ὅλα τα εἴδωλα τοῦ ναοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό συνελήφθη ἀπό τόν ἄρχοντα Μάγνο καί ἐβασανίσθηκε. Ὅταν ἀφέθηκε ἐλεύθερος, οἱ Χριστιανοί τόν περιέθαλψαν καί τόν περιέβαλαν μέ τό σεβασμό τους.
Μετά δυό χρόνια, ὁ Ἅγιος Κόνων ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη παραδίδοντας τήν ἁγία του ψυχή στόν Θεό.
Ἴσως στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Κόνωνος νά ὑπῆρχε ναός, ὁ ὁποῖος ἔκειτο πέραν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀναφέρεται ὡς μονή κατά τή βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α΄ (527-565 μ.Χ.)[1].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νέστορος, πατρός τοῦ ἁγίου Κόνωνος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοφίλου, ἐπισκόπου Καισαρείας.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἦταν Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Παλαι-στίνης. Ἔλαβε μέρος σέ Σύνοδο πού συγκλήθηκε στήν Παλαιστίνη γιά τόν καθορισμό τῆς ἡμέρας τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἐμαρτύ-ρησε ἐπί αὐτοκράτορος Κομμόδου (180-192 μ.Χ.)[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κόνωνος τοῦ κηπουροῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπό τή Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας καί ἔζησε κατά τά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἦλθε στή χώρα τῆς Παμφυλίας καί ἐδιάλεξε μικρό τόπο, τόν μετασκεύασε σε κῆπο φυτεύοντας λάχανα, ἀπό τά ὁποῖα προμήθευε τόν ἑαυτό του καί τούς πτωχούς ξένους μέ τροφή. Ἦταν ὅμως στό χαρακτήρα ἁπλός, ὥστε καί αὐτούς πού ἐπρόκειτο νά τόν συλλάβουν καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν ἄρχοντα, γιά νά τιμωρηθεῖ, ἐπειδή ἦταν Χριστιανός, ὅταν τόν ἀσπάσθηκαν μέ περιπαικτικό τρόπο, τούς ἀνταπέδωσε τόν ἀσπασμό. Καί ὅταν τοῦ εἶπαν, ὅτι σέ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας, ἀποκρίθηκε: «Γιατί; ποιά ἀνάγκη ἔχει ἐκεῖνος ἀπό ἐμένα, καί περισσότερο πού εἶμαι Χριστιανός;». Οἱ στρατιῶτες, τόν ἔδεσαν καί τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἐκεῖνος τόν προέτρεψαν νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος τότε εἶπε πρός τόν ἡγεμόνα μέ πνευματική ἀνδρεία: «Μακάρι, ἡγεμόνα, καί ἐσύ νά μποροῦσες νά ἀπαρνηθεῖς τά εἴδωλα καί νά προσέλθεις στόν Χριστό». Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά τόν βασανίσουν. Τοῦ ἐτρύπησαν τούς ἀστράγαλους, τόν ἐκαθήλωσαν μέ σιδερένια καρφιά καί τόν ἀνάγκασαν νά τρέχει μπροστά ἀπό ἅρμα ἀλόγων.
Ἔτσι ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Κόνων καί εἰσῆλθε στή χαρά τοῦ Κυρίου του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀρχελάου, Κυρίλ-λου, Φωτίου καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀριθμοῦνται στά Μηναῖα σέ 142, στούς δέ Συναξαριστές σέ 152.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Εὐλαμπίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐλάμπιος ἐμαρτύρησε στήν Παλαιστίνη διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Εὐλογίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐλόγιος καταγόταν ἀπό τήν Παλαιστίνη καί ἦταν υἱός πλούσιων εἰδωλολατρῶν γονέων. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἐπίστεψε στόν Χριστό καί ἐβαπτίσθηκε, μετά τό θάνατο τῶν γονέων του, διεμοίρασε τά πλούτη του στούς πτωχούς καί περιερχόταν σέ ὅλη τήν πόλη καί τή χώρα, διδάσκοντας στούς εἰδωλολάτρες τό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί βαπτίζοντας πολλούς ἀπό αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὅμως κατηγορήθηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες στόν ἄρχοντα τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τόν συλλάβουν καί νά τόν ὁδηγήσουν ἐνώπιό του. Ὁ Ἅγιος μέ θάρρος καί παρρησία ὁμολό-γησε τήν πίστη του στόν Χριστό καί ἀρνήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἀμέσως ἄρχισαν τά βασανιστήρια. Ἀφοῦ τόν ἔγδυσαν, τόν ἐκτύπησαν βίαια μέ σκληρές χορδές ἀπό νεῦρα βοδιῶν καί ἀπέκο-ψαν τήν τιμία κεφαλή αὐτοῦ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καί εἰσῆλθε στή οὐράνια ζωή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κόνωνος, τοῦ ἐκ Κύπρου.
Ὁ Ὅσιος Κόνων ἔζησε περί τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Ἐγεννήθηκε στήν περιοχή τοῦ Ἀκάμα τῆς Κύπρου, λίγα χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος τοῦ Μεγάλου (21 Ὀκτωβρίου), ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς. Ἀπό παιδική ἡλικία ἀγάπησε τήν ἐγκράτεια, τήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή. Ἔτσι ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο καί νά ἐγκατασταθεῖ σέ ἕνα σπήλαιο μακρυά ἀπό τό χωριό του.
Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀγωνιζόταν τόν καλό ἀγώνα καί προέκοπτε στήν κατά Χριστόν ζωή. Σιγά-σιγά γύρω του συγκεντρώθηκε μιά ὁμάδα νέων ἀνθρώπων καί ἔτσι ἐδημιουργήθηκε μιά μοναστική ἀδελφότητα.
Τά χρόνια ἦσαν δύσκολα. Ἡ φτώχεια καί οἱ ἀσθένειες ταλαιπωροῦσαν τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, τόν ὁποῖο ἐχαρακτήριζε ἡ φιλοθεῒα καί ἡ φιλανθρωπία, ἐφρόντισε νά ἱδρύσει γύρω ἀπό τή μονή ἕνα νοσοκομεῖο καί γηροκομεῖο, τό γνωστό Πτωχεῖο, γιά νά εὑρίσκουν ἐκεῖ ἐλπίδα καί καταφύγιο οἱ ἀσθενεῖς καί οἱ πτωχοί.
Ὁ Ὅσιος Κόνων, ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε θεοφιλῶς μέ τέλεια ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας. Ἱερά λείψανά του φυλάσσονται στίς μονές Κύκκου καί Μαχαιρᾶ τῆς Κύπρου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μάρκου τοῦ Ἀθηναίου.
Ὁ Ὅσιος Μάρκος, ἦταν Ἀθηναῖος καί ἔζησε τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα. Ἀφοῦ ἔλαβε ἀξιόλογη μόρφωση, ἐγκατέλειψε τήν Ἀθήνα καί πῆγε στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐμαθήτευσε κοντά στόν Ἄγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἀργότερα ἐκάρη μοναχός καί ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στή μελέτη τῶν θείων γραφῶν καί ἔφθασε στόν ὕψιστο βαθμό τῆς ἀρετῆς. Φανερές ἀποδείξεις καί οἱ λόγοι πού ἐγράφησαν ἀπό αὐτόν γιά τήν ὠφέλεια καί ἡ ἐνέργεια τῶν θαυμάτων. Γιατί ἐνῶ ἡσύχαζε, ἐπλησίασε κάποτε αὐτόν μιά ὕαινα, πού εἶχε τό παιδί της τυφλό, μέ ταπεινή στάση σάν νά παρακαλοῦσε νά τήν εὐσπλαγχνισθεῖ γιά τήν τύφλωση τοῦ παιδιοῦ της. Καί ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ κατάλαβε, ἔπτυσε στά μάτια τοῦ ζώου καί αὐτό εὑρῆκε τήν ὅρασή του. Μετά ἀπό ἡμέρες, ἀφοῦ ἦλθε πάλι ἡ ὕαινα, μετέφερε δέρμα μεγάλου κριαριοῦ στόν Ἅγιο, ὡς ἀνταπόδοση γιά τή θεραπεία. Αὐτός ὅμως δέν ἐδεχόταν νά τό λάβει, προτοῦ τό θηρίο ὑποσχεθεῖ νά μή βλάπτει πιά τά πρόβατα τῶν πτωχῶν.
Ὁ Ὅσιος εἶχε φθάσει σέ τέτοια ὑψη ἀρετῆς, ὥστε ὁ πρεσβύτερος τῆς μονῆς ἔλεγε ὅτι ποτέ αὐτός δέν μετέδωσε Θεία Κοινωνία στόν Ὅσιο, ἀλλά παρεῖχε σέ αὐτόν αὐτή τή Θεία Κοινωνία χέρι Ἀγγέλου.
Ὁ Ὅσιος Μάρκος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας. Ἀπό τά ἔργα του σώζονται μόνο μερικοί λόγοι, ἐπιστολές καί συμβουλευτικές πραγματεῖες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κιερανοῦ, τοῦ ἐξ Ἰρλανδίας.
Ὁ Ὅσιος Κιερανός ἔζησε στήν Ἰρλανδία κατά τόν 5ο καί 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Ὀσσόρυ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 530 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἰωάσαφ καί Βασιλείου, τῶν ἐκ Ρωσίας.
Οἱ Ὅσιοι ἔζησαν καί ἀσκήτεψαν στή Ρωσία κατά τό 13ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Σνετογκόρσκ καί ὅ Ὅσιος Βασίλειος ἀσκήτεψε στή μονή τοῦ Σωτῆρος τοῦ Μιρώζ. Καί οἱ δύο ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη τό ἔτος 1299.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἀδριανοῦ καί τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Λεωνίδου, τῶν ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανός τοῦ Ποσεσόνε ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀρχικά ἐμόνασε στή μονή τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τῆς περιοχῆς Κομέλ, ὅταν τό 1540 εἶδε σέ ὅραμα ἕνα γηραιό μοναχό μέ τό ὄνομα Βεστούζ, πού τόν ἐκαλοῦσε νά ἱδρύσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, πού τοῦ παρέδωσε μία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ Ὅσιος Ἀδριανός καί ὁ μαθητής του Ὅσιος Λεωνίδας ἄφησαν τήν μοναστική κοινότητά τους. Φθάνο-ντας στά βάθη ἐνός δάσους, οἱ δυό μοναχοί τοποθέτησαν τήν εἰκόνα ἐπάνω σέ μία ψηλή βελανιδιά καί ἀπομακρύνθηκαν, γιά νά διαλέξουν τό νέο τόπο τῆς ἀσκήσεώς τους. Ἐπέρασαν ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο κάποιοι ψαράδες καί, βλέποντας τήν εἰκόνα, προσπάθησαν νά τήν πάρουν, ἀλλά μία μυστική δύναμη τούς ἀπωθοῦσε. Τρομαγμένοι ἀπό τό θαυμαστό γεγονός, ἄφησαν ψωμί καί ψάρια κάτω στό δένδρο. Οἱ μοναχοί εὐχαρίστησαν τόν Θεό γιά τό θεόσταλτο δῶρο καί κατάλαβαν, ὅτι ἐκεῖνο ἦταν τό μέρος πού τούς παραχωρήθηκε, γιά νά οἰκοδομήσουν τό νέο μοναστήρι πρός τιμήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Λεωνίδας, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1549.
Δέκα χρόνια μετά τήν ἵδρυση τῆς μονῆς, στίς 5 Μαρτίου 1550, μιά συμμορία ληστῶν ἐλεηλάτησε τό μοναστήρι, ἐβασάνισε καί ἐφόνευσε τόν ἡγούμενο Ὅσιο Ἀδριανό.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ εὑρέθησαν τό ἔτος 1626 καί μέ εὐλάβεια, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριάρχου Φιλάρετου, μετεκομίσθησαν στό μοναστήρι πού ὁ ἴδιος ἵδρυσε στήν πόλη τοῦ Ποσεσόνε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου, τοῦ ἐκ Βουλγαρίας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης καταγόταν ἀπό τή Βουλγαρία καί ἦταν ὡραῖος τήν ὄψη καί ἐγγράμματος. Περιπλακείς κάποτε σέ μιά περιπέτεια ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Αἰσθανόμενος τύψεις γιά τήν ἀποστασία του, ἔφυγε ἀπό τή Βουλγαρία καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκανε ὑπακοή σέ κάποιον ἀνάπηρο κατά τό ἕνα χέρι μοναχό στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Σέ ἡλικία 18 ἐτῶν ἀνεχώρησε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐνδύθηκε τουρκικά ἐνδύματα καί εἰσῆλθε στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, πού εἶχε μετατραπεῖ σέ τέμενος (τζαμί). Ἐνώπιον τῶν Τούρκων ἔκανε τό σταυρό του καί προσκύνησε στό ναό χριστιανο-πρεπῶς.
Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως τόν συνέλαβαν καί τόν ἐπίεσαν νά ἀρνη-θεῖ τόν Χριστό. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μέ πνευματική ἀνδρεία ὁμολόγη-σε τήν πίστη του στήν πατρώα εὐσέβεια. Ἔτσι τόν ἀποκεφάλισαν στήν αὐλή τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τό ἔτος 1784.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ ἐκ Ραψάνης.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἀνῆκε σέ ἀνώτερη κοινωνικά και οἰκονομικά οἰκογένεια τῆς Ραψάνης. Ὁ πατέρας του ὀνομα- ζόταν Χατζηλάσκαρης καί ἦταν υἱός τοῦ Ἀναστασίου Ψάλτου. Δέν εἶναι γνωστό ὅμως ἄν τό Ψάλτου εἶναι ἐπώνυμο ἤ ἰδιότητα τοῦ Ἀναστασίου. Ἡ μητέρα τοῦ Νεομάρτυρος Σμαράγδα ἦταν θυγα- τέρα τοῦ Θεοδώρου Σακελλαρίδου. Σέ κωνικό πῶμα παλαιᾶς -πρίν τό 1900- ἀργυρῆς λειψανοθήκης, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε ἀκόμη παλαιότερη πρόχειρη καί ἁπλή κατασκευή, εἶναι χαραγμένα μέ κεφαλαῖα γράμματα ἀκριβῶς τό ἑξῆς:
Ο ΕΝΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΘΛΗΣΑΣ ΕΝ ΤΥΡΝΑΒΩ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ
1818 ΕΠΙ ΒΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΥΙΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ
ΗΤΟΝ ΥΙΟΣ ΧΑΤΖΗ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ ΥΙΟΥ
ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΟΥ ΨΑΛΤΟΥ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ
ΣΜΑΡΑΓΔΑΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΟΥ.
Δεν εἶναι γνωστό ἄν εἶχε καί πόσους εἶχε ἀδελφούς καί ἀδελφές ὁ Νεομάρτυς. Ὅμως ἡ παράδοση ὁμόφωνα παρουσιάζει τόν Γεώργιο νά συνδέεται συγγενικά μέ τό λογιώτατο κληρικό τῆς Ραψάνης «παπά κύρ Χριστόδουλον» Καραζήση, πού ἦταν οἰκο- νόμος.
Ἕνα πωλητήριο ἔγγραφο τοῦ 1852, τό ὁποῖο εὑρῆκαν μαζί μέ ἄλλα ἔγγραφα στήν παλαιά βιβλιοθήκη πού φυλασσόταν στήν παλαιά καί ἀρχοντική οἰκία Καραβασίλη, εἶναι ἀρκετά διαφωτι- στικό. Σέ αὐτό παρουσιάζεται «ὁ ἐλάχιστος ἱερεύς και οἰκονόμος (Χριστόδουλος) υἱός Χατζηβασιλείου Καραζήση καί Κερασίνης θυγατρός παπᾶ Ἀθανασίου Γεροπασχάλη» νά πωλεῖ «πρός τόν ἀνεψιόν αὐτοῦ Βασίλειον Χαδούλη Γογούρα» κτήματα, τά ὁποῖα στό ἑξῆς «ὑπάρχουσιν…ἰδιοκτησίαι τοῦ ρηθέντος ἀνεψιοῦ αὐτοῦ Βασιλείου ἀναπόσπαστοί τε καί ἀναφαίρετοι παρά παντός ἑτέρου κληρονόμου αὐτοῦ καί τῆς μακαρίτιδος συζύγου αὐτοῦ Μαρίας Α. Χατζηλασκαρέως…».
Ἀπό αὐτό συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Νεομάρτυς εἶχε τουλάχιστον μία ἀδελφή, τή Μαρία, τόν δέ παπά κύρ Χριστόδουλο Καραζήση, γαμπρό ἀπό τήν ἀδελφή του. Ἀξίζει να ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τήν ἐξ ἀγχιστείας αὐτή συγγένεια συμπλήρωσε ἡ πνευματική, γιατί ὁ Χριστόδουλος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Γεωργίου. Μόνο δέν γνωρίζουμε ἀκριβῶς ποιά ἀκολούθησε πρώτη ἤ ἐάν ἡ μία συγγένεια προεκάλεσε τήν ἄλλη.
Ὁ Γεώργιος παρουσιάζεται ἀπό τήν παράδοση ὡς τρόφιμος καί ἀπόφοιτος τῆς ἀνωτέρου ἐπιπέδου Σχολῆς Ραψάνης, στήν ὁποία ἐχρημάτισε διδάσκαλος καί ὁ κύρ Χριστόδουλος Καραζήσης. Σύμφωνα μέ τίς ὑπάρχουσες πληροφορίες, ἡ ὀρεινή κωμόπολη τῆς Ραψάνης ἄκμαζε οἰκονομικά τόν 18ο αἰώνα, ὅπως καί ὁ Τύρναβος καί τά Ἀμπελάκια. Εἶχε βιομηχανία, ἐξήγαγε ἐξαίρετο κρασί, και ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξεως γιά τά γύρω χωριά τοῦ κάτω Ὀλύμπου.
Ἐνῶ λοιπόν ὑπῆρχαν οἱ οἰκονομικές προϋποθέσεις, ὁ λογιώτατος καί ἰδιαίτερα δραστήριος Ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος καί Λυκοστομίου Διονύσιος, ὁ ὁποῖος ἐθεμελίωσε καί ἐπροστάτευσε καί τήν Σπουδαία Σχολή στά Ἀμπελάκια, προέβη στήν ἵδρυση καί τῆς ἐν λόγῳ Σχολῆς στή Ραψάνη τό ἔτος 1767. Ὀνομαστό ὑπῆρξε τό πνευματικό αὐτό Ἵδρυμα. Στήν ἀκμή του συγκρινόταν μέ τίς Σχολές τῶν Μηλέων, τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀμπελακίων, τοῦ Τυρνάβου κ.ἄ. Σέ αὐτή ἐμαθήτευσαν καί ὁ Βασίλειος ὁ Ραψανιώτης, ἕνας ἀπό τούς ἄριστους μαθητές στήν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία (1753-1758) τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη, καί ὁ Ἰωνᾶς Σπερμιώτης, ἕνας ἀπό τούς διακεκριμένους δασκάλους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί περιζήτητος γι’ αὐτό στή Μακεδονία, στή Θεσσαλία, καί ἄλλοι. Κατά τήν Ἐπανάσταση καί λίγο πρίν ἀπό αὐτή, ἐσταμάτησε να λειτουργεῖ ἡ Σχολή και ἐπαναλειτούργησε τό 1830.
Μέ τό δεδομένο ὅτι ὁ Νεομάρτυς ἄθλησε τό 1818, θά πρέπει νά συμπεράνουμε μέ ἀσφάλεια ὅτι ἀποφοίτησε ἀπό τή Σχολή τό 1815-16. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε ὁ Γεώργιος ἀπό τή Σχολή, ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ γραμματοδιδασκάλου στή γενέτειρά του μέ ζῆλο ἔνθεο καί νεανικό σφρίγος, ἀσκώντας γοητεία στούς νεαρούς μαθητές του καί δημιουργώντας στίς ἀδιαμόρφωτες ψυχές τους ζωηρά ἱερά και ἐθνικά βιώματα.
Ἀναφέραμε πρίν ὅτι ἡ Ραψάνη ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξεως γιά τά χωριά τοῦ κάτω Ὀλύμπου. Αὐτό συνέβαινε γιά πολλές δεκαετίες μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Καί ὄχι μόνο βέβαια γιά τήν ὑλική εὐπορία καί τήν ἐμπορική καί βιομηχανική της κίνηση, ἀλλά καί γιά τήν πνευματική της ἄνθηση καί καλλιέργεια τῶν γραμμάτων, ὅπως ἐλέχθη. Ἀποτελοῦσε ἀφορμή καυχήσεως γιά ἕνα γονέα νά ἀποστέλλει γιά σπουδές τόν υἱό του στη Ραψάνη. Τήν ἐποχή ἐκείνη, γιά τήν ὁποία κάνουμε λόγο, τά παραποτάμια χωριά τῆς περιοχῆς κατοικοῦνταν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀπό Ὀθωμανούς πού συναλλάσσονταν, μέχρι καί συνδέονταν ἀκόμη μέ Ἕλληνες Χριστιανούς, σέ περιορισμένη βέβαια κλίμακα.
Ἕνας ἀπό τούς Ὀθωμανούς, κάτοικος τῆς κωμοπόλεως Δερελί (Γόννοι), οἰκογενειάρχης, ἐπιθυμώντας ὁ υἱός του νά τύχει ἀξιόλογης παιδείας, τόν ἀπέστειλε οἰκότροφο σέ φίλο του πού διέμενε στή Ραψάνη. Ἄρχισε τό τουρκόπουλο νά παρακολουθεῖ καί νά μαθαίνει τά στοιχειώδη γράμματα μαζί μέ τά ἑλληνόπουλα στά πόδια τοῦ γραμματοδιδάσκαλου Γεωργίου.
Ὁ μικρός Ἀγαρηνός προσαρμόσθηκε σύντομα στό κλίμα τοῦ σχολείου καί συναγωνιζόταν τούς συμμαθητές του, ἐνθαρρυνόμενος καί ἀπό τό διδάσκαλό του, ἴσως τυγχάνοντας ἀπό ἐκεῖνον καί ἰδιαίτερης φροντίδος.
Μέ τό δεδομένο ὅτι αἰῶνες πρίν ἡ Ἑλληνική παιδεία μέ δυσκολία διαχωριζόταν ἀπό τή χριστιανική κατήχηση, ὁ μικρός ἀλλοεθνής, συγχρόνως πρός τήν ἑλληνική ἐκπαίδευση, λίγο-λίγο ἀλλά σταθερά ἐπηρεαζόταν ἀπό τή χριστιανική πίστη καί ζωή. Σέ αὐτό ἀσφαλῶς καί ἀποφασιστικά συνέβαλε καί ἡ προσωπικότητα τοῦ δασκάλου του. Συνέβαλε ὅμως καί ἡ γοητεία τῶν ἐκκλησια- στικῶν Ἀκολουθιῶν, τίς ὁποῖες ὡς αὐτοπρόβλητος κατηχούμενος παρακολουθοῦσε.
Ἀλλά ἡ σημειούμενη ἀλλαγή στά φρονήματα, τίς πεποιθήσεις καί τά ἤθη τοῦ μικροῦ Ἀγαρηνοῦ δέν ἦταν δυνατόν νά μείνει ἀπαρατήρητη. Ἀρχικά στό οἰκογενειακό του περιβάλλον, κάθε φορά πού μετέβαινε γιά διακοπές στό Δερελί, καί στή συνέχεια στόν συγγενικό καί εὐρύτερο κύκλο γινόταν αἰσθητή ἡ μεταβολή, κάτι πού ἐδημιουργοῦσε ἀνησυχίες καί ἐρέθιζε τούς Ὀθωμανούς. Ἀλλά ἡ πρόκληση ἔγινε μεγαλύτερη καί ἡ δυσφορία τῶν Ἀγαρηνῶν ἀφόρητη, ὅταν μέ τόν καιρό, ὁ μικρός καί αὐθόρμητος προσήλυτος, ὄχι μόνο ἐκφραζόταν μέ ἐκτίμηση γιά τά ἱερά τῶν Ρωμιῶν, ἀλλά καί ἀντιδιαστέλλοντας αὐτά πρός τά ἀντίστοιχα τῶν ὁμοεθνῶν του, ὑποτιμοῦσε τά ἱερά τῶν Μωαμεθανῶν καί τά περιφρονοῦσε.
Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ὅσοι ἐξοργίσθηκαν ἀναζήτησαν τόν ἔνοχο τῆς «προσβολῆς». Τόν ἐντόπισαν στό σχολεῖο τῆς Ραψάνης. Τόν ἔσυραν δέσμιο γιά τά περαιτέρω στόν Τύρναβο, ὅπου ἀπό τό 1811 εἶχε τήν ἕδρα του ὁ διορισμένος Σατράπης τῆς Θεσσαλίας, Βελῆ Πασᾶς, υἱός τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τοῦ Τεπελενλῆ, ἀφοῦ ἡ Ὑψηλή Πύλη τόν μετέθεσε ἐκεῖ ἀπό τήν Πελοπόννησο.
Ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ κατηγορουμένου ἦταν συγκε- κριμένη, σαφής καί σύμφωνα μέ ὅσα ἴσχυαν στούς Ὀθωμανούς βαρύτατη: ἀπόπειρα ἐκχριστιανισμοῦ μουσουλμανόπαιδος. Αὐτό καί μόνον, ἀνεξάρτητα τοῦ ἀποτελέσματος τῆς προσπάθειας, συνεπαγόταν ἀνελέητη καταδίκη σέ μαρτυρικό θάνατο.
Στόν Τύρναβο εἶχε τήν ἕδρα του Στρατοδικεῖο. Δέν εἶναι, ἐν τούτοις, γνωστό ἄν τόν Γεώργιο ἐδίκασε στρατοδίκης, προσωπικά ὁ Βελῆ πασᾶς, κάποιος ἄλλος μουλᾶς (δικαστής) ἤ δικαστήριο μέ πολυμελή σύνθεση, ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ Γεδεών πού ἐμαρτύρησε τό ἴδιο ἔτος στόν Τύρναβο.
Γνωστό εἶναι ὅτι ἡ διαδικασία ἦταν σύντομη καί τελεσίδικη. Ἡ ἀπόφαση δέ ἦταν ἡ προβλεπόμενη καί ἡ συνηθισμένη σέ παρό- μοιες ἀφορμές: ἐκτέλεση διά βασανισμοῦ. Συγκεκριμένα ὁ Νεομάρ- τυς Γεώργιος ἀποκεφαλίσθηκε, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη πολλά καί ποικίλα ὀδυνηρότατα μαρτύρια.
Τόν ἔκλεισαν σέ λουτρό πυρακτωμένο γυμνό ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια. Τόν ἐτρύπησαν μέ σιδερένια νύχια. Τοῦ ἐκάρφωσαν τά πόδια σέ πέταλα. Τόν διαπόμπευσαν σέ ὅλο τόν Τύρναβο. Τόν ἐκάρφωσαν σέ τετράγωνο στύλο ἴσο στό ὕψος μέ τόν Μάρτυρα, καί ἀφοῦ τόν περιτύλιξαν μέ σχοινιά βουτηγμένα στήν πίσσα, στή νάφθα (ἀκάθαρτο πετρέλαιο) καί σέ ἄλλα ἐλαιώδη καί οἰνοπνευ ματώδη ὑγρά, τόν παρέδωσαν στή φωτιά. Ὅμως μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πρός ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου, ὁ Μάρτυρας δέν ἔπαθε τίποτε.
Στίς ἱστορήσεις τῶν εἰκόνων παρουσιάζονται συμπληρωματικά καί ἄλλες σκηνές βασανισμῶν. Στραγγαλισμοί, ἐξαρθρώσεις, κτυπήματα μέ τό σπαθί, μέχρι καί τοποθέτηση πυρακτωμένου σιδερένιου στεφανιοῦ πάνω στό γυμνό σῶμα τοῦ Νεομάρτυρος.
Στίς ἱστορήσεις τῶν εἰκόνων παρίσταται ὁ ἀθλητής τῆς πίστεως Γεώργιος, ἔχοντας τό κεφάλι στούς ὤμους νά μεταφέρεται πρός ἐνταφιασμό, παρουσία κάποιου ἱερέα ὀνόματι Δημητρίου, πού θυμιάζει, ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ καί διαταχθεῖ εἰδικά γιά τό λόγο αὐτό, καί σύμφωνα μέ ἄλλη παράδοση ὁ Νεομάρτυς ἀποκεφα- λίζεται προτοῦ προλάβει νά πεθάνει ἀπό τά μαρτύρια πού ἤδη εἶχαν γίνει. Σέ αὐτό συνηγορεῖ καί τό γεγονός ὅτι μεταξύ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου δέν ὑπάρχει ἡ ἁγία του κάρα, ἀφοῦ ἐξαφα- νίσθηκε ἀπό τούς Ἀγαρηνούς.
Τό ἔτος τῆς ἀθλήσεως τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου εἶναι τό 1818. Τότε ὁ Ἅγιος εὑρισκόταν στό εἰκοστό, τουλάχιστον, ἔτος τῆς ἡλικίας του.
Ἀπό τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα ὑποδηλώνεται ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ μαρτυρίου ἔγινε σέ κάποιο διοικητικό κτίριο στόν Τύρναβο. Ἴσως, ὅπως καί τοῦ Ὁσιομάρτυρος Γεδεών «εἰς τό τοῦ Ἡγεμόνος Παλά- τιον». Ἀκολούθως καί «ἐπειδή τοῖς ἀνωτέρω βασάνοις οὐκ ἀνέδωκε (ὁ Γεώργιος), δι’ ἐπιταγῆς τοῦ Βαλῆ πασιᾶ, δι’ ὤλου τοῦ Τυρνάβου πομπευθείς καί τοῦ ποταμοῦ (Τιταρησίου) περαιωθείς…» ὁδηγήθηκε στή δεύτερη καί σκληρότερη φάση τῶν βασανιστηρίων του. Γι’ αὐτό καί ἦταν ἄλλοι δήμιοι ἐδῶ, ὁ Ἀγά Σεβράνι καί κάποιος Φράγκος.
Ἀπό τά παλαιότατα χρόνια μέχρι καί σήμερα, ἀπό τή μεριά τοῦ Τιταρησίου (ἤ Σαλαμπριᾶ ἀποκαλούμενου) ποταμοῦ, ὑπῆρχαν στρατῶνες. Ἐκεῖ λοιπόν, καί κοντά στή μακρά γέφυρα ἄθλησε καί ἐνταφιάσθηκε ὁ Νεομάρτυς Γεώργιος. Ἡ ἄποψη αὐτή ἐνισχύεται καί ἀπό τό λόγο ὅτι καί στίς δύο τίς ἱστορήσεις στίς ἅγιες εἰκόνες στά πόδια τοῦ Ἁγίου εἰκονίζεται ἡ ἐν λόγῳ γέφυρα.
Τήν πρώτη ἤδη ἐκείνη νύκτα εἶδαν οἱ Τοῦρκοι σκοποί τῶν στρατώνων «οὐρανομήκη» στήλη φωτός πού ἐσημάδευε τόν τάφο τοῦ Νεομάρτυρος. Τήν ἑπομένη ἐνημέρωσαν γι’ αὐτό τούς προϊσταμένους τους. Ἐκεῖνοι καί μέ τά ἴδια τά μάτια τους διεπίστω- σαν τή φωτοφάνεια καί κατά τή δεύτερη νύκτα καί ἀνέφεραν σχετικά τήν ἑπομένη στόν Βελῆ πασᾶ, τόν ὁποῖο καί προκαλοῦσαν, ἐάν ἐπιθυμοῦσε, νά διαπιστώσει καί προσωπικά το ἐξαίσιο φαινό- μενο.
Ἐκεῖνος ὁ ὑπερφίαλος, ἀφοῦ ἀπαξίωσε νά ἀσχοληθεῖ μέ τό συγκεκριμένο γεγονός, διέταξε νά προσκληθοῦν τό συντομώτερο στή Ραψάνη οἱ συγγενεῖς τοῦ Νεομάρτυρος, νά ξεθάψουν καί νά παραλάβουν τό ἱερό σκήνωμά του, πράγμα τό ὁποῖο καί ἔγινε
Μετά ἀπό λίγο καιρό, μέ πολλή εὐλάβεια καί κατάνυξη τά ἅγια λείψανα μετακομίσθηκαν ἀπό τό κοιμητήριο τῆς Ραψάνης, τό ὁποῖο ἦταν στόν χῶρο γύρω ἀπό τό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτό- κου, στήν εὐρύχωρη ἀρχοντική οἰκία Καραζήση πού εὑρισκόταν κοντά, ὅπου καί μέχρι σήμερα εὑρίσκονται θησαυρισμένα σέ εἰδικά γι’ αὐτό ἀφιερωμένο δωμάτιο, το ὁποῖο φωτίζεται ἀπό ἄσβεστο καντήλι μέ ἱλαρό φῶς καί εἶναι προσιτό σέ κάθε εὐλαβή προσκυ- νητή.
Πραγματικά, ἐφαρμόστηκαν πλήρως καί οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τούς ὁποίους γράφοντας στό Νέο Μαρτυλόγιον ἀπηύθυνε πρός τούς Νεομάρτυρες: «Τά τίμια λείψανά σας θέλει δοξάσει (ὁ Θεός) ἐδῶ κάτω εἰς τήν γῆν ἤ μέ τήν ἐπιφά- νεια τοῦ Φωτός Tου ἤ καί μέ ἄλλα σημεῖα καί θαύματα, καθώς ἤθελε κρίνει ἡ θεία δικαιοσύνη Του, ἤ τό ὀλιγώτερον-ὀλιγώτερον θέλει τά τιμήσῃ μέ τήν παρά τῶν Χριστιανῶν προσκύνησιν και εὐλάβειαν…».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ πρίγκηπος καί τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἁγίων Δαυῒδ καί Κωνσταντίνου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικολάου, ἐπισκόπου Ἀχρίδος καί Ζίτσης.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐγεννήθηκε στίς 23 Δεκεμβρίου 1880 στό χωριό Λέλιτς τῆς κεντροδυτικῆς Σερβίας. Ἦταν τό πρῶτο ἀπό τά ἐννέα τέκνα τῶν εὐσεβῶν ἀγροτῶν Δραγομίρου καί Αἰκατερίνης. Ἀσθενικός στή σωματική του διάπλαση καί κράση, ἐπέδειξε ἀπό μικρός τήν εὐφυῒα του, τή μεγάλη του ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί τήν κλίση πρός τό μοναχικό βίο. Ἐσπούδασε, παρά τό γεγονός τῆς μεγάλης πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του, στή θεολογική σχολή Βελιγραδίου, ἀνεκηρύχθηκε διδάκωρ τῆς Θεολογίας στή Βέρνη τῆς Ἑλβετίας (1908), διδάκτωρ στήν Ὀξφόρδη τῆς Ἀγγλίας (1909) καί στό Χαλλε τῆς Γερμανίας (1911). Ἐγνώριζε ἑπτά γλῶσσες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν ἑλληνική.
Ὁ Νικόλαος ἐλάτρευε τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἰσχύος καί διανοίας αὐτοῦ, καί ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε στόμα καί σοφία ἀσυναγώ-νιστο καί ἀκαταγώνιστο. Ἐκάρτη μοναχός καί ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος στή μονή Ρακόβιτσα, κοντά στό Βελιγράδι, τόν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1909. Εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά ἀπό δυσεντερία καί ἔταξε ἐάν ὁ Κύριος τόν θεραπεύσει, νά Τοῦ ἀφιερωθεῖ διά βίου μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη, ὅπως καί ἔγινε.
Κατά τήν περίοδο 1915-1919 ἀπεστάλη στήν Ἀμερική καί στήν Ἀγγλία, γιά νά συντρέξει καί ἐνισχύσει τόν πολύπαθο Σερβικό λαό. Τό ἔτος 1919 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζίτσης στήν κεντρική Σερβία καί τό ἔτος 1920 μεταφέρθηκε στήν Ἀχρίδα, ὅπου ἀνέπτυξε ἕνα τεράστιο ἱεραποστολικό, ποιμαντικό, κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος, παρά τήν τεράστια μόρφωσή του καί τά πολλά του χαρίσματα, διακρινόταν γιά τήν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του, τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη του. Ἡ ἀρετή, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχήν τόν ἐστόλιζε, ἦταν ἡ ταπείνωση. Ἡ μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ συναναστροφή του μέ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐπλού-τιζαν τήν πνευματικότητά του. Μέ τά συγγράμματά του καί τήν πνευματική του καθοδήγηση ὁ λαός ἀναγεννᾶται πνευματικά καί ὁ μοναχισμός ἀνθίζει.
Τό 1941 οἱ ἀρχές κατοχῆς τῆς χώρας του, οἱ Γερμανοί, τόν συλλαμβάνουν, τόν περιορίζουν καί τό 1944 τόν στέλνουν στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τοῦ Νταχάου στή Γερμανία, ὅπου ὑπέστη πάνδεινα βασανιστήρια. Ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου ἐβάσταζε τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου στό σῶμα του, πού ὅλο ἦταν μία πληγή. Μάλιστα δέρμα στήν πλάτη καί στά πέλματα δέν ὑπῆρχε.
Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, τό Μάϊο τοῦ 1945, δέν ἠθέλησε πλέον νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του. Τό τότε καθεστώς τόν ἐθεωροῦσε ἀνεπιθύμητο πρόσωπο. Πῆγε, λοιπόν, στήν Ἀμερική καί παρά τήν κλονισμένη ὑγεία του συνέχιζε τό φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐδίδαξε στήν ἱερατική σχολή τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στό Λίμπερτβιλ τοῦ Ἰλλινόϊς καί ἀπό τό 1951 ἐγκαταστάθαηκε στή ρωσική μονή τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στήν Πενσυλβάνια, ὅπου καθοδηγοῦσε τούς μοναχούς καί διηύθυνε τό θεολογικό σεμινάριο τῆς μονῆς. Οἱ δυσκολίες καί τά προβλήματα δέν τόν ἀποθάρρυναν ποτέ. Αἰσθανόταν ἔντονα τήν παρουσία τῆς Θεόας Πρόνοιας στό βίο του καί αὐτό τοῦ ἔδιδε δύναμη, ἀνδρεία καί χαρά.
Ἡ προσευχή του ἦταν ἀδιάλειπτη καί ἔρρεε ὡς ποταμός τοῦ παραδείσου. Ἐπενθοῦσε ἀβίαστα καί ἔχυνε δάκρυα μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας καί δοξολογίας. Προσευχόμενος τό πρωῒ τῆς Κυριακῆς τοῦ ἔτους 1956 στό ταπεινό κελλί του καί προετοι-μαζόμενος νά λειτουργήσει, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 80.
[2] Ἐμμανουήλ Γ. Παντελάκη, Θεόφιλος, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγυκλοπαιδεία, τόμος 12ος, Ἀθῆναι, 1930, σελ. 546.