Το Σάββατό 10 Μαρτίου ε.έ., ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ.κ. Ιωάννης, μετέβει εις την Ιερά Μόνη Αναστάσεως του Κυρίου-Εμμαούς, όπου και προεξήρχε της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας και εν συνεχεία του 40/θημέρου Μνημοσύνου υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μακαριστού Αρχιμ. π. Μαξίμου Ψιλόπουλου, Κτίτωρος και Γέροντος της Μονής.
Τον Σεβασμιώτατο πλαισίωναν Κληρικοί των Ιερών Μητροπόλεων Θεσσαλονίκης και Λαγκαδά, ενώ παρέστησαν ακόμη ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σοχού, Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, αντιπροσωπίες Μοναχών και Μοναζουσών, εκπρόσωποι της Ακαδημαϊκής Κοινότητος του Α.Π.Θ., καθώς επίσης πλήθος κόσμου και πολλά πνευματικά παιδιά του αοιδίμου Γέροντος.
Στην ομιλία του προ της Απολύσεως ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στην σημερινή Ευαγγελική Περικοπή, ενώ κάνοντας αναφορά στο πρόσωπο του π. Μαξίμου, ετόνισε την αφιέρωση του στην ζωή της Αγίας μας Εκκλησίας, στην ζωή της συνεχούς Διακονίας του προς τον πλησίον και στην ζωή της Μαρτυρίας της Πίστεως μας, που τον χαρακτήριζαν καθ΄όλη την βιωτή του.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ακολούθησε Αρχιερατικό Τρισάγιο επί του τάφου του π. Μαξίμου, ο οποίος και ευρίσκεται όπισθεν του Ιερού Βήματος του Καθολικού της Μονής, ενώ εν συνεχεία προσφέρθηκε κέρασμα προς όλους και παρατέθηκε Μοναστηριακή Τράπεζα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ὁ μακαριστός γέροντας Μάξιμος, κατά κόσμον Ἐμμανουήλ Ψιλόπουλος, γεννήθηκε στή Σπηλιά τῆς Κυπαρισσίας στίς 25 Δεκεμβρίου 1924.
Οἱ γονείς του Κωνσταντῑνος καί Μαρία, ἁπλοί καί εὐλαβείς τοῦ ἐνεφύτευσαν τήν ἀγάπη γιά τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό καί τούς ἁγίους.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία εἶχε τόν πόθο νά γίνει μοναχός γι΄αὐτό ἔφυγε κρυφά γιά τό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία 17 ἐτῶν. Μοναχοπαίδι καθώς ἦταν καί ἀνήλικος ἀκόμη, ἀναγκάστηκε νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του μετά τήν παρέμβαση τῆς ἀστυνομίας, πού εἶχε κινητοποιήσει ὁ πατέρας του.
Στή συνέχεια τελείωσε τήν Παιδαγωγική Ἀκαδημία Τριπόλεως καί τήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν καί ὑπηρέτησε ὡς ἀνθυπολοχαγός στό στρατό.
Διετέλεσε μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων “Ἡ Ζωή”, ἐργάστηκε ὡς ἱεροκήρυκας στή Θεσσαλονίκη καί Διευθυντής τοῦ Φοιτητικοῦ Οἰκοτροφείου “Ἀπόστολος Παῦλος”, καί ὅταν ἀργότερα ἀποχώρησε, συνέχισε τίς σπουδές του στό Πανεπιστήμιο τοῦ Στρασβούργου στή Γαλλία καί τή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρούπολης στή Ρωσία, ἀπ΄ὅπου ἔλαβε διδακτορικά διπλώματα.
Ὅλα αὐτά τά χρόνια δέν ἔπαψε νά καίει στήν καρδιά του ἡ ἀγάπη γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί τό μοναχισμό ὁπότε τελικά ἐκάρη μοναχός στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.
Ἀπό ἐκεῖ, ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος τόν κάλεσε νά διακονήσει στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν. Χειροτονήθηκε ἱερεύς τό 1969 καί τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ὀργάνωση τῶν Ἱερατικῶν Σχολῶν. Γιά μιά δεκαετία περίπου ὑπηρέτησε στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Δημητρίου Ἀμπελοκήπων ἐνῶ παράλληλα ἦταν Γενικός Διευθυντής Ἐκκλησιαστικῆς Παιδείας.
Στό διάστημα αὐτό συνδέθηκε πνευματικά διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως μέ τόν Ὅσιο Πορφύριο, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη καί τά βιώματα ἐπηρέασαν καθοριστικά τή μετέπειτα πορεία του.
Ξεκίνησε τή διοργάνωση προσκυνημάτων στούς Ἁγίους Τόπους καί τό Ὄρος Σινᾶ, στά ὁποῖα, ἐπί δεκαετίες, χιλιάδες ἄνθρωποι μέ τή βοήθειά του ἀναγεννήθηκαν πνευματικά.
Στή συνέχεια ἐπέστρεψε στό ἀγαπημένο του Ἅγιον Ὄρος, ὁπότε ἐγκαταβίωσε μόνος στήν ἔρημο τῆς Καψάλας γιά τρία περίπου χρόνια.
Ἀπό ἐκεί πῆγε στήν Κερασιά, στό Κελλί Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅπου σιγά σιγά μιά μικρή συνοδία μοναχῶν δημιουργήθηκε κοντά του.
Τό 1983 ἐκλήθη ἀπό τόν πρώην Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Λεωνίδα γιά νά διακονήσει ὡς πνευματικός στό ἔργο τοῦ Συλλόγου “Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος” στά ὁμώνυμα ἐκπαιδευτήρια καί στό πνευματικό κέντρο “Φάρος”.
Ἔκτοτε ὁ Γέροντας ἄρχισε νά μοιράζει τό χρόνο του μεταξύ Ἁγίου Ὄρους καί Θεσσαλονίκης καί νά ἀνεβοκατεβαίνει τό ἀνηφορικό καί δύσβατο μονοπάτι τῆς Κερασιᾶς μία ἤ καί δύο φορές τό μήνα, ὅταν τό καλοῦσαν οἱ ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου.
Παράλληλα μέ τήν ἐργασία του στά Ἐκπαιδευτήρια, τό Φάρο, τίς κατασκηνώσεις, τόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Πανοράματος, τήν Ἀδελφότητα τῆς Ἁγίας Μακρίνας καί τήν πνευματική καθοδήγηση πλήθους πιστῶν, ὁ Γέροντας ἵδρυσε τό Ἱερό Γυναικεῖο Ἡσυχαστηρίο ” Ἡ Άνάστασις τοῦ Χριστοῦ – Ἐμμαούς”, τελευταία θυσιαστική προσφορά του στήν Ἐκκλησία, ὅπου καί ἐγκαταβίωσε τά τελευταῖα χρόνια τοῦ ἐπίγειου βίου του, χωρίς νά ἀποχωριστεῖ τό Κελλί Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Κερασιᾶς, ὅπου ἀνέβαινε μέ λαχτάρα ὅσο τοῦ ἐπέτρεπε ἡ κλονισμένη πλέον ὑγεία του.
Παρέδωσε ἐν εἰρήνη τήν ψυχή του στόν Κύριο, στίς 2 Φεβρουαρίου 2018, ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.