Kάθε Σάββατο «Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Τό ὄνομα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θά ἦταν πιό ἀκριβές ἄν λεγόταν ἁπλᾶ «Σοφία» καί αὐτό γιατί τά γραφόμενα δέν εἶναι ἔργο τοῦ Σολομώντα. Τό ὄνομα τοῦ βασιλιά αὐτοῦ πιθανόν νά συνδέεται μέ τό βιβλίο ἐξαιτίας τῆς ἐξαιρετικῆς φήμης του ὡς σοφοῦ ἄνδρα καί συνθέτη σπουδαίων σοφιολογικῶν ἔργων. Συχνά ὑπῆρχε αὐτή ἡ συνήθεια ὁρισμένοι συγγραφεῖς νά χρησιμοποποιοῦν τό ὄνομα κάποιας φημισμένης καί ἀναγνωρισμένης προσωπικότητας προκειμένου νά λάβει κύρος τό δικό τους ἔργο. Στήν περίπτωσή μας ὅμως τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου εἶναι ὄντως σπουδαῖο καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία τό συμπεριέλαβε στόν κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ «Σοφία» δέν ὑπάρχει στήν συλλογή τῶν βιβλίων τοῦ ἰουδαϊκοῦ κανόνα ἀλλά συμπεριλαμβάνεται στόν ἑλληνικό κανόνα, στό τμῆμα τῶν Ποιητικῶν βιβλίων. Γράφτηκε πρωτοτύπως στήν ἑλληνική γλῶσσα καί δέν ἔχει ὑποστηριχθεῖ κάποια σημαντική ἀμφιβολία ὡς πρός τήν ἑνότητα καί τήν ἀκεραιότητά του.
Ὡς πρός τον συγγραφέα, πού ἤδη ἔγινε μιά σύντομη ἀναφορά, θεωρεῖται ἀπίθανη, ὅπως προείπαμε, ἡ προέλευση τοῦ βιβλίου ἀπό τόν Σολομώντα καί πιό πιθανή θεωρεῖται γιά τό ἔργο αὐτό ἡ ἀναζήτηση κάποιου «ἑλληνιστή ἰουδαίου ἀπό τήν Διασπορά τῆς Αἰγύπτου». Εἶναι σαφές ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου γνωρίζει πολύ καλά τήν ἑλληνική γλῶσσα ἀλλά καί τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα καί τῶν Στωικῶν. Ἀκόμα, καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα τόλμημα γιά τήν ἐποχή του, προχωρᾶ σέ μία σύζευξη μεταξύ τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί τῆς σοφίας. «Χρησιμοποιεῖ τόν ἑλληνικό τρόπο ἔκφρασης ἐπενδύοντάς τον μέ τήν ἑβραϊκή θρησκευτική σκέψη», γεγονός πού ἀποτελεῖ πραγματικά τολμηρή πρωτοτυπία.
Ὡς πρό τόν χρόνο συγγραφῆς τοῦ κειμένου θά πρέπει νά τόν ἀναζητήσουμε στόν 2ο αἰώνα π.Χ. καί τό πιθανότερο στήν Ἀλεξάνδρεια.
Μέ συντομία τό κεντρικό θέμα τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ ἀναφορά στό ὕψιστο ἀγαθό τῆς σοφίας, τόσο τῆς ἀνθρώπινης ὡς ἐπίκτητης ἰδιότητας τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καί τῆς θείας ὡς ‘ἀπαύγασμα τοῦ ἀϊδίου φωτός τοῦ Θεοῦ’. Ἀπευθύνεται σέ ἰουδαίους κυρίως ἀλλά καί σέ ἐθνικούς».
Ὁ συγγραφέας θέλει ἀπό τήν μιά μεριά νά παρηγορήσει τούς συμπατριῶτες του ἰουδαίους γιά ὅτι ἔχουν ὑποστεῖ καί ἀπό τήν ἄλλη νά τούς τονώσει τήν πίστη. Θέλει νά τούς ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰουδαϊσμός δέν ὑστερεῖ σέ καμία περίπτωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Σπουδαία εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ βιβλίου πού ἀπαντᾶ στά 19 κεφάλαια τῆς «Σοφίας». Τό θέμα πού κυριαρχεῖ στό βιβλίο, ὅπως προείπαμε, εἶναι ἡ ἔννοια τῆς σοφίας. Ἡ σοφία αὐτή παρουσιάζεται μέ δύο τρόπους: α) ὡς ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καί β) ὡς θεῖο πρόσωπο. Γιά τό πρῶτο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «προκαθόρισε ἀϊδίως τό δημιουργικό σχέδιο (τοῦ Θεοῦ) καί ἦταν ἐνεργῶς παροῦσα στήν Δημιουργία».
Ὡς πρός τήν ἔννοια τῆς σοφίας ὡς Θείου προσώπου, τό βιβλίο παρέχει ὑψηλή θεολογία. Τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ἑνωμένο μέ τόν Θεό Πατέρα καί ἔχει τίς ἰδιότητες τοῦ θείου πνεύματος.
«Ἐνεργεῖ στήν ἰστορία καί ρυθμίζει τά γεγονότα αὐτῆς» .
Μιά ἄλλη σημαντική ἰδέα τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπη. Περιγράφεται γλαφυρά ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιά ὅλη τήν δημιουργία. Ὅλους καί ὅλα τά ἐλεεῖ καί τά συντηρεῖ στήν ζωή. Δέν περιορίζεται τό βιβλίο στήν ἔννοια τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ ἀλλά παρουσιάζει τήν πρόνοιά Του γιά κάθε πλᾶσμα, μέ μία φροντίδα στοργική γιά κάθετι πού ὑπάρχει στή γῆ.
Γιά τό θέμα τῆς μετά τόν θάνατο ζωῆς ἀναφέρεται κάτι πού δέν ἀπαντᾶ σέ ἄλλα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στήν «Σοφία Σολομῶντος» ἡ ἀμοιβή ἤ ἡ τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου δέν σταματᾶ στή παροῦσα ζωή ἀλλά ἀφορᾶ στήν μέλλουσα. Ἀθανασία γιά τήν παροῦσα ζωή εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ ἀκόμα δέ καί ἡ συνύπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς σοφίας. Γνώμη τῶν ἀσεβῶν εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτα μετά τόν θάνατο, ὅμως οἱ εὐσεβεῖς γνωρίζουν ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θά ἐφαρμοστεῖ πλήρως μετά τόν θάνατο. Συναφής εἶναι ἡ ἄποψη πού ἀναφέρεται στό βιβλίο, ὅτι ὁ πρόωρος θάνατος δέν εἶναι ἕνα σημάδι ἀσέβειας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως νομιζόταν, ἀφοῦ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δέν σχετίζεται μέ τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν ζωῆς. Ὡστόσο, πολλές φορές ἡ παράταση τῆς ζωῆς δίνει τήν εὐκαιρία στόν ἄνθρωπο νά ζήσει πνευματικά, πιό κοντά στό Θεό. Αὐτό ὅμως πού πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ, νά τονιστεῖ καί νά ἀκουστεῖ παντοῦ εἶναι μιά φράση τοῦ βιβλίου, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ σέ ἕνα σύνηθες διαχρονικό ἐρώτημα: «Γιατί ὁ Θεός ἔφτιαξε τό θάνατο; Γιατί νά πεθαίνουμε;». Ἡ ἀπάντηση δίνεται λιτή καί σαφής: « Ὅτι ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε, οὐδέ τέρπεται ἐπ᾽ἀπωλείᾳ ζώντων» (1,13).
Τέλος, στό βιβλίο γίνεται ἀναφορά περί τῆς εἰδωλολατρίας. Ἡ εἰδωλολατρία δηλώνει ἀνοησία καί ἀσέβεια. Δηλώνει ἄγνοια τῆς πηγῆς τῆς δημιουργίας καί κάθε καλοῦ. «Ταλαίπωροι» χαρακτηρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ στηρίζουν τίς ἐλπίδες τους σέ ἄψυχα ἀντικείμενα. «Εἰδώλων θρησκεία παντός ἀρχή κακοῦ καί αἰτία» (14,7).
Σημειώνουμε ἐπίσης ὅτι στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας γίνεται χρήση κάποιων περικοπῶν τοῦ βιβλίου ἐνῶ οἱ Πατέρες καί οἱ Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς δέν ἔχουν ὑπομνηματίσει ὁλόκληρο ἤ μέρος τοῦ βιβλίου. Στήν Καινή Διαθήκη βλέπουμε νά ὑπάρχουν οἱ «ἰδέες του» καί μάλιστα χρησιμοποιοῦνται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στίς ἐπιστολές του Ρωμ.1,18-32. Ἐφεσ. 6,13-17. Ἑβρ.1,3 κ.ἄ.)