τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀπό τά ὀνόματα καί μόνο πού ἔδωσε ὁ λαός μας στήν Παναγία, καί πού μέ αυτά τήν καταστόλισε, φαίνεται πόσο πνευματική ἀληθινά εἶναι ἡ τιμή πρός τό ὑπερευλογημένο πρόσωπο τῆς Παναγίας στήν ὀρθόδοξη πίστη καἰ ζωή. Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ, ἐνδοξωτέρα τῶν Σεραφείμ, Κεχαριτωμένη, ἔμψυχος κιβωτός, ἡγιασμένος ναός, παράδεισος λογικός, ρόδον τό ἀμάραντον, χρυσοῦν θυμιατήριον, χρυσή λυχνία, μαναδόχος στάμνος, κλῖμαξ ἐπουράνιος, πρεσβεία θερμή, τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή, τοῦ κόσμου καταφύγιον, Βασιλέως καθέδρα, χρυσοπλοκώτατος πύργος καί δωδεκάτειχος πόλις, ἡλιοστά-λακτος θρόνος, σκέπη τοῦ κόσμου, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ξύλον εὐσκιό-φυλλον, ἀκτίς νοητοῦ ἡλίου, Σιών ἁγία, Θεοῦ κατοικητήριον, ἐπουράνιος πύλη, ἀδικουμένων προστάτις, βακτηρία τυφλῶν, θλιβομένων ἡ χαρά, καί μύρια ἄλλα, πού βρίσκονται μέσα στά λειτουργικά βιβλία τῆς Εκκλησίας καί στά κείμενα τῶν Πατέρων μας. Κοντά σ’ αὐτά εἶναι καί τά ὀνόματα πού ἔχουν ἀποδοθεῖ στά ἱερά εἰκονίσματά της: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, Ἐλπίς τῶν ἀπελπισμένων, Ταχεῖα Ἐπίσκεψις, Ἀμόλυντος, Παραμυθία, Ἐλεοῦσα, Ἐπακούουσα, Γοργοϋπήκοος, Μυροβλί-τισσα, Ἀντιφωνήτρια, Παραμυθία, Γαλακτοτροφοῦσα, Φανερωμένη, Παμμακάριστος, καί ἄλλα πολλά. Πόση αγάπη, πόσο σέβας καί πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουν μοναχά αὐτά τά ὀνόματα, πού χαράχ-θηκαν στίς ψυχές μέ πόνο, μέ ταπείνωση, μέ πίστη.
Αὐτή ἡ κοινή πίστη καί ἡ καθολική συνείδηση καί διαχρονική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας ἀποτυπώθηκε καί στήν ἐκκλησιαστική τέχνη καί ἰδιαίτερα στήν ἁγιο-γραφία καί τήν εἰκόνα.
Ἡ εἰκόνα δέν εἶναι διακοσμητικό στοιχεῖο, οὔτε ἀκόμη καί μία ἁπλή εἰκονογράφηση ἑνός προσώπου. Εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς λειτουρ-γίας τοῦ ἐκκλησιαστικού σώματος καί ἀποτελεῖ μέσο γιά νά γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Ὁ λόγος καί ἡ εἰκόνα στή Λειτουργία σχηματίζουν μιά ἀδιάσπαστη ἑνότητα καί ὁλότητα διά μέσου τῆς ὁποίας ἡ Παράδοση καθιστᾶ ἐπίκαιρο καί ζωντανό τό Εὐαγγέλιο. Ἡ εὐλάβεια πρός τίς εἰκόνες εἶναι συνεπῶς μιά θεμελιώδης ὄψη τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας, δηλαδή τῆς προθεωρίας, τῆς πρόγευσης, τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέσα ἀπό τίς πράξεις τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
Σημαντικό ἀκόμη στοιχεῖο γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῆς ὀρθοδόξου εἰκόνας εἶναι καί ἡ σημασία πού ἀποδίδει ἡ Ἐκκλησία στά πρότυπα τῶν εἰκόνων της. Γι’ αὐτό καί ὁ Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ὅτι «ἡ τῆς εἰκό-νος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».
Ἡ Πατρίδα μας εἶναι «κατάσπαρτη» ἀπό θαυματουργές ἱερές εἰκόνες τῆς Παναγίας πού φυλάσσονται σέ Ναούς καί Μοναστήρια καί ὑπενθυμίζουν σέ ὅλους μας τή χαρά τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, γιατί Ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστά τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἔτσι ἀποτυπώσαμε τίς σκέψεις αὐτές μέ τήν εὐχή νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας καί νά σφυρηλατεῖται στήν καρδιά μας ἡ ἐλπίδα και ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Ἐναποθέτοντας τήν ἐλπίδα μας στόν ποταμό τόν γλυκερό τοῦ ἐλέους τῆς Ὑπεραγίας Θεομήτορος, ἄς ἀγωνισθοῦμε νά καρποφορήσουμε καρπούς ἄξιους τῆς σωτηρίας, κάτω ἀπό τή δική της χαριτόβρυτη προστασία. Εἶναι αὐτό πού κάθε ἀπόβραδο ἐκμυστηρευόμαστε μπροστά στήν εἰκόνα της: «Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σέ ἀνατίθημι, μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου».
Τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἑορτάζουν σέ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας τήν Παναγία πού ἔχει καί τό ἀνάλογο προ-σωνύμιο ἀπό τήν ἰδιότητα πού τῆς ἀποδίδουμε ἤ τό τοπωνύμιο καί τόν τόπο εὑρέσεώς της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἁγιάσου.
Στην Αγιάσο, στους πρόποδες του Λεσβιακού Ολύμπου, βρίσκεται το ιερό προσκύνημα της Παναγίας, πού γιορτάζει στις 15 Αυγούστου. Κατά την παράδοση την εικόνα της Παναγίας στη Λέσβο την έφερε ένας Μοναχός από τα Ιεροσόλυμα, ο Αγάθων ο Εφέσιος, στα χρόνια της Εικονομα- χίας. Το 1170 οι καλόγεροι της Καρυάς έχτισαν – με άδεια του τότε διοικητή Λέσβου Κωνσταντίνου Βαλέριου – την εκκλησία της Παναγίας, στο ύψωμα που βρισκόταν τα οστά του Αγάθωνα. Ο ναός ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1173. Διατηρήθηκε επί 633 χρόνια. Γύρω στην εκκλησία σχηματίστηκε ένας μικρός οικισμός ο οποίος εξελίχτηκε με την πάροδο του χρόνου σε μεγάλη και αξιόλογη κωμόπολη. Όταν το νησί υποδουλώθηκε στους Τούρκους, πολλοί χριστιανοί πήραν τις οικογένειές τους και κατέφυγαν στην εκκλησία της Παναγίας για να σωθούν. Επειδή όμως ο πρώτος ναός ήταν πλέον ετοιμόρροπος και επικίνδυνος, λόγω της φθοράς του χρόνου, κατά το έτος 1806 με την πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιερεμίου και των προκρίτων της Αγιάσου κατεδαφίστηκε και κτίστηκε νέος ναός, μεγαλύτερος, παρόλο που οι τουρκικές αρχές είχαν δώσει αυστηρή εντολή να αναγερθεί ο νέος ναός πάνω στα θεμέλια του παλιού. Ο διάκοσμος του ναού ήταν βαρύτατος, όπως και του παλιού, γιατί τα δωρήματα των χριστιανών ήταν πλούσια.
Ο ναός απόκτησε ωραία έργα εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, όπως το τέμπλο, το θρόνο, τον άμβωνα, τα προσκυνητάρια. Από το 1783 είχε διαλυθεί το Μοναστήρι του Αγάθωνα και ο ναός είχε γίνει Ενοριακός της Κοινότητας και Ενορίας Αγιάσου. Ενώ οι τεχνίτες εργαζόταν ακόμη για τα έργα της ξυλογλυπτικής, ξαφνικά, τη νύχτα της 6ης του Αυγούστου 1812, ο ναός έγινε παρανάλωμα της μεγάλης φωτιάς που αποτέφρωσε μεγάλο μέρος της κωμόπολης. Ευτυχώς από τις εικόνες του τέμπλου μόνο μία, η εικόνα του Χριστού, καταστράφηκε, όλες δε οι άλλες διασώθηκαν. Κατά το έτος 1815 με τις δωρεές, τις οποίες με ενθουσιασμό προσφέρουν οι Χριστιανοί της Αγιάσου, και με τους εράνους που ενεργεί ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος με απεσταλμένους του στην επαρχία, αλλά και στα απέναντι μέρη της Μικράς Ασίας, ανεγείρεται πάνω στα θεμέλια του παλιού νέος ναός, ο τρίτος στη σειρά, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα. Ο ναός χτίστηκε με άδεια του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, που χορηγήθηκε ύστερα από αίτηση των κατοίκων της Αγιάσου, με τον όρο να μη γίνει μεγαλύτερος απ’ τον παλιό. Το μήκος του ναού είναι 32,20 μ. και το πλάτος 26,20 μ. Είναι τρίκλιτη βασιλική με τρεις κόγχες Ιερού Βήματος, τρεις Άγιες Τράπεζες (απ’ τις οποίες η δεξιά είναι αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και η αριστερή στον Άγιο Νικόλαο), μαρμάρινο τέμπλο και μεγάλο γυναικωνίτη. Επί πολλά χρόνια ειδικοί τεχνίτες καταγίνονταν με την κατασκευή του τέμπλου, του θρόνου και του άμβωνα. Τα αφιερώματα των πιστών, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες που κοσμούν το ναό, αποτελούν ένα θησαυρό αμύθητης αξίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἁγίας Λαύρας.
Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῶν Καλαβρύτων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἁγίας Μόνης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Μόνης φυλάσσεται σέ παλαιά μονή τῶν Κυθήρων. Το Ιερό Προσκύνημα της Αγίας Μόνης βρίσκεται ανατολικά των Κυθήρων στην οροσειρά πάνω από το Διακόφτι. Στις 23 Σεπτεμ-βρίου 1767 ένας βοσκός επ’ ονόματι Βιάρος βρήκε μέσα σε σκίνο μία αμφιπρόσωπη εικόνα της Παναγίας και του Αγίου Γεωργίου με την επι-γραφή «Ἡ Μόνη τῶν πάντων Ελπίς». Στην περιοχή είχε πέσει αστρο-πελέκι και κατεστράφησαν τα πάντα εκτός από την εικόνα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἀμπε-λακιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀμπελακιώτισσας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Ναυπακτίας. Το Μοναστήρι της Παναγίας της Αμπελακιώτισσας (ή μονή Κοζίτσης) βρίσκεται πάνω από το ομώνυμο χωριό, περίπου 27 χλμ. από την Ελατού. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η ιστορική και θρησκευτική αξία της μονής είναι τέτοια που την αποκαλούν «κιβωτό της Ναυπακτίας». Ιδρύθηκε το 1455 όταν, όπως θέλει η παράδοση, ένας βοσκός από το χωριό βρήκε μια εικόνα της Θεοτόκου κάτω από ένα δέντρο που σώζεται ακόμα και σήμερα. Η εικόνα αυτή λέγεται ότι προερχόταν από το χωριό Αμπελάκια Θεσσαλίας το οποίο λεηλάτησαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Την εικόνα την πέταξαν στον Πηνειό οι Τούρκοι, όταν κατέλαβαν το χωριό. Με θαυματουργό τρόπο η εικόνα βρέθηκε κρεμασμένη στα κλαδιά της βελανιδιάς που βρίσκεται πίσω από το ιερό, στις 15 Αυγούστου του 1455. Τότε χτίστηκε και το πρώτο μοναστήρι, ενώ είκοσι χρόνια μετά (το 1475) στο πλαίσιο ενός εράνου αποκτήθηκε η λάρνακα με το δεξί χέρι του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἀγνάντας.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀγνάντας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Ν. Ἐπιδαύρου. Σύμφωνα μέ τήν τοπική παράδοση ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου εὑρέθηκε μέ θαυματουργικά τρόπο. Στό βουνό, πού εὑρίσκεται ἡ μονή, στό Ἀσπρο-βούνι, ἐφάνηκε κάποτε ἕνα φῶς πού ἔφεγγε στόν ἀκατοίκητο τόπο. Οἱ λιγοστοί διαβάτες ἔβλεπαν μέ ἀπορία ἕνα ἄϋλο φῶς πού ἐχανόταν μόλις τό ἐπλησίαζαν. Ἔσκαψαν λοιπόν στό σημεῖο ἀπό τό ὁποῖο ἀκτινοβολοῦσε τό φῶς καί μέ δέος καί κατάνυξη εὑρῆκαν τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τό σημεῖο αὐτό ἦταν στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, καί θέλοντας νά δείξουν πώς ἀπό ἐκεῖ ἡ Παναγία θά μποροῦσε νά ἀγναντεύει προ-στατεύοντας τούς ἀνθρώπους, τήν ὀνόμασαν Παναγία Ἀγνάντα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Ἀγριλίων.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Ἀγριλίων φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς νήσου Κεφαλληνίας. Η Παναγία στ’ Αγρίλια της Σάμης ιδρύθηκε ως μοναστήρι το 1722. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική ιστορία, τότε στο σημείο αυτό, δύο βοσκοί της περιοχής και η υπηρέτριά τους βρήκαν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Το θεώρησαν θεϊκό σημάδι, και οι τρεις πήραν την απόφαση να μονάσουν και έχτισαν εδώ το μοναστήρι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα πέρασε από την Παναγία στ’ Αγρίλια και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, προς τιμήν του οποίου χτίστηκε εκκλησάκι μέσα στην περίβολο της Μονής, το οποίο γιορτάζει στις 24 Αυγούστου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἀρα-κιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀρακιώτισσας φυλάσσεται στόν ὅμώ-νυμο ναό, στά Λαγουδερά τῆς Κύπρου. Το μοναστήρι της Παναγίας του Άρακα βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χωριού Λαγουδερά. Η εκκλησία του μοναστηριού είναι διακοσμημένη με ωραιότατες τοιχογραφίες της υστεροκομνήνειας τεχνοτροπίας, οι οποίες έγιναν με δαπάνη του Λέοντος Αυθέντη, τον Δεκέμβριο του 1192, και που αποτελούν την πιο ολοκληρω-μένη σειρά τοιχογραφιών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο. Μερικοί μελετητές της βυζαντινής τέχνης ταυτίζουν τον ανώνυμο ζωγράφο της Παναγίας του Άρακα, τον οποίο θεωρούν πολύ μεγάλο καλλιτέχνη, με τον Θεόδωρο Αψευδή, ο οποίος ζωγράφισε το 1183, την Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου. Πιθανόν την περίοδο που διακοσμήθηκε ο ναός να ιδρύθηκε και το μοναστήρι, σε μια εποχή που παρατηρείται άνθιση του μοναστικού βίου στο νησί. Ωστόσο, λείπουν μαρτυρίες για τη λειτουργία του πριν από το 1735, που το επισκέφθηκε ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ. Σύμφωνα με παράδοση, την οποία διέδωσε ο Μπάρσκυ, το μοναστήρι ιδρύθηκε από κάποιο πρίγκηπα, ο οποίος βρήκε μία εικόνα της Παναγίας, όταν διέταξε να κόψουν τους θάμνους για να ελευθερώσουν το κυνηγετικό γεράκι του, που είχε εγκλωβιστεί σ’ αυτούς. Η Παναγία στην εικόνα της παρουσιάζεται όρθια να κρατά στην αγκαλιά της τον Χριστό. Ο Μπάρσκυ αναφέρει το μοναστήρι με το όνομα «Παναγία του Αράκου ή Ιεράκου», γεγονός που πιθανολογεί ταύτισή του με το μοναστήρι του Ιεράκος, που αναφέρεται στον Παλατινό κώδικα 367. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην επιγραφή του έτους 1192 η εκκλησία του μοναστηριού αναφέρεται ως Παναγία του Άρακος, ενώ στην τοιχογραφία της Παναγίας με τον Χριστό, στον νότιο τοίχο, και στη φορητή εικόνα, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείου του Ιδρύματος Μακαρίου Γ’, η Παναγία αναφέρεται με το επώνυμο Αρακιώτισσα, που πιθανόν να είναι φυτωνυ-μικό, όπως τα Παλλουριώτισσα, Μακεδονίτισσα, Ζαλακιώτισσα και άλλα, να προέρχεται δηλαδή από το φυτό αρακάς ή μπιζέλι. Ο Μπάρσκυ σχεδίασε το μοναστήρι και διέσωσε την αρχική του μορφή πριν από την κατεδάφιση του δυτικού τοίχου. Αναφέρει επίσης ότι ήταν μικρό και διέμεναν σ’ αυτό τρεις μοναχοί και πώς, σύμφωνα με αρχαία παράδοση, απαγορευόταν η είσοδος στον ναό στις γυναίκες, οι οποίες, όταν το επισκέπτονταν, παρέμεναν και προσεύχονταν στο προαύλιο. Όπως καταγράφεται σε κατάστιχο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, το μοναστήρι της Παναγίας του Άρακα εξακολουθούσε να λειτουργεί μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αφού, το έτος 1825, διέμεναν σ’ αυτό τουλά-χιστον τέσσερις μοναχοί. Στη συνέχεια, όμως, λόγω των επιπτώσεων των τραγικών γεγονότων του 1821 στην Κύπρο, παρήκμασε και εγκατελείφθη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἀρχαγ-γελιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀρχαγγελιώτισσας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Ξάνθης. Γιά την παλαιότερη ζωή του μοναστηριού δυστυχώς δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Το μόνο ενδεικτικό στοιχείο απο πλευράς κτισμάτων είναι μια κρύπτη του μοναστηριού που βρίσκεται πίσω και κάτω απο το ιερό βήμα του η οποία ανάγεται στα 1000 εώς 1100 μ.Χ. Αλλά την έλλειψη των πληροφοριών απο επιγραφές ή άλλες πηγές έρχονται να φωτίσουν κάπως ορισμένες σημειώσεις και ενθυμήσεις που καταχωρήθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία απο τους μοναχούς του. Απο αυτούς λοιπόν τους κώδικες και τα εκκλη-σιασπκά βιβλία πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι υπήρχε και έφερε το ίδιο όνομα ακόμα και κατά το 1559, Έτσι σε ένα κώδικα υπήρχε η ενθύ-μηση : “Το παρόν μηνιαιον εστίν της υπεραγίας Θεοτόκου της κεκλημένης Αρχαγγελιώτισσας, άνωθεν της πόλεως Ξάνθης”. Απο που ακριβώς πήρε το ονομά το μοναστήρι είναι άγνωστο. Κατά μια εκδοχή το πήρε απο την μικρή θαυματουργή εικόνα του 16ου αιώνα πού παριστάνει την Θεοτόκο να παραστέκεται απο τους αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ και η οποία εχει την επιγραφή : Αρχαγγελιώτισσα. Είναι δυνατό όμως ο ζωγράφος να εμπνεύσθηκε την εικόνα απο την ονομασία του μοναστηριού. Παράλληλα με την ονομασία Αρχαγγελιώτισσα εκεινα τα χρόνια – ίσως και απο πιό μπροστά – το μοναστήρι αυτό λεγόταν και Παναγία η Χαλκαλιώτισσα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βουλκα-νιωτίσσης
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας φυλάσσεται στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βουλκάνου Μεσσηνίας. Στη συμβολή των ορέων της Ιθώμης και της Εύας (Ἁγίου Βασιλείου) και ενδιάμεσα στα χωριά Αρχαία Μεσσήνη (Μαυρομμάτι) και Βαλύρα του Δήμου Ιθώμης, υψώνεται τεράστιο και μεγαλοπρεπές το Ιστορικό Μοναστήρι του Βουλκάνου, το οποίο ιδρύθηκε το 17ο αιώνα μ.Χ. Το όνομά του «Βουλκάνος» και παλαι-ότερα «Βουρκάνο», «Δορκάνο» και «Βουλκάνη», το οφείλει κατά πάσα πιθανότητα σε βυζαντινό άρχοντα ή κτίτορα, στον οποίο ανήκε η περιοχή πέριξ του όρους Ιθώμη. Πρόδρομος βέβαια, αυτού του μοναστηριού είναι η Μονή της Παναγίας της «Κορυ-φής» ή της Παναγίας «Επανωκα-στριτίσσης», η σήμερα ονομαζομένη «Καθολικόν» και ευρισκομένη στην κορυφή του όρους Ιθώμη, εκεί που άλλοτε υπήρχε η Ακρόπολις της Αρχαίας Μεσσήνης. Υπάρχει παράδοση ότι η Μονή της Κορυφής κτίστηκε στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ., γύρω στο 725 μ.Χ. από εικονολάτρες Μοναχούς, εκεί όπου ευρέθη η σεπτή Εικόνα της Παναγίας, κρεμασμένης σ’ ένα πουρνάρι και με τη συντροφιά ενός αναμένου καντηλιού αλλά και άλλη παράδοση, που αναφέρει ότι κτίτοράς της είναι ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282 – 1328 μ.Χ.) χωρίς όμως και οι δύο να επιβεβαιώνονται ιστορικά. Ο Ναός της παλαιάς μονής είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική, σήμερα δίκλιτη, μέ πολλές μεταγενέστερες παρεμβά-σεις και έχει κτισθεί επάνω στο χώρο του ειδωλολατρικού ναού του «Ιθωμάτα» Δία αφού χρησιμοποίησαν ογκόλιθους απ΄αυτόν. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του Ναού που έχουν ζωγραφηθεί από τους Ναυπλιώτες αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχου, το έτος 1608 μ.Χ. Στη συμβολή της μεσημβρινής με τη δυτική πτέρυγα των κελλιών του μοναστηρίου υπάρχει το βυζαντινό Φωτάναμα, που ήταν ειδικός χώρος με εστία φωτιάς και πεζούλια γύρω απ’ αυτή, στα οποία κάθονταν οι μοναχοί και ζεσταίνονταν κατά το χειμώνα. Για την ιστορία αναφέρεται, ότι Φωτανάματα στην Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχουν 11 συνολικά. Το μοναστήρι της Κορυφής εγκατέλει-ψαν οι Πατέρες το έτος 1625 μ.Χ. λόγω του αβάσταχτου ψύχους των χειμερινών μηνών αλλά και της δυσκολίας των προσκυνητών να φτάσουν σ’ αυτό κι έτσι αναζήτησαν τόπο νοτιότερα και τον βρήκαν στο σημερινό χώρο του νέου μοναστηριού αφού τον αγόρασαν από τον πατέρα του Τούρκου αγά της Ανδρούσης αντί 10.500 γροσίων. Στον αγορασθέντα τόπο βρήκαν μια πηγή ύδατος, τη γνωστή έως και σήμερα «Μάνα του νερού» κι έναν διώροφο πύργο, που έγινε η αρχή του νέου μοναστηριού αφού συνέχεια αυτού έκτισαν το σημερινό επιβλητικό συγκρότητα με τα χαγιάτια και τις καμάρες. Ο Ναός της νέας κάτω μονής ανηγέρθη το 1701 μ.Χ. και είναι Βυζαντινού ρυθμού σταυροειδής μετά τρούλλου. Τιμάται στο Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου καθ’ όσον ο Ναός της παλαιάς μονής τιμάται στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, που αποτελεί την κεντρική πανήγυρη και των δύο μοναστηριών. Παλλάδιο και θησαυρός του μοναστηριού είναι η θαυ-ματουργός Εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας, πού φέρει την επιγραφή «Η Οδηγήτρια η επονομαζομένη τω όρει Βουλκάνω».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βυτουμᾶ.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλάσσεται στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βυτουμᾶ Καλαμπάκας. Η Ιερά Μονή Βυτουμά βρίσκεται στα Μετέωρα και είναι γυναικείο μοναστήρι που φέρει το όνομα της Κοι-μήσεως της Θεοτόκου. Οι κτήτορες ήθελαν να τιμήσουν την Παναγία και έδωσαν στο Μοναστήρι το όνομα της πιο μεγάλης και σπουδαίας εορτής της. Το Μοναστήρι είναι κτισμένο στους πρόποδες του καταπράσινου Κόζιακα σε υψόμετρο περίπου 540 μ. Για την Ιερά Μονή Βυτουμά και την ιστορία της δεν έχουν διασωθεί επίσημα γραπτά κείμενα. Όμως, τα τελευταία χρόνια, αναφέρουν στοιχεία της Μονής, παρουσιάσθηκε ένα σημαντικό ντοκουμέντο. Στον υπ΄ αριθ. 141 κώδικα της Ιεράς Μονής Με-ταμορφώσεως ή Μεγάλου Μετεώρου, που είναι αντίγραφο του 17ου αιώνα, υπάρχει το κείμενο μιάς επιγραφής. Ήταν γραμμένη πάνω από την έξοδο του Καθολικού, μέσα στο Ναό και σύμφωνα μ΄ αυτήν, το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1161 με έξοδα του Κωνσταντίνου Ταρχανιώτη. Σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις, μία εικόνα της Παναγίας, που βρισκόταν στην Καλαμπάκα, κάποτε έφυγε από τη θέση της. Όλοι τότε ανησύχησαν και ξανοίχθηκαν για την ανεύρεση της. Δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη όταν τη βρήκαν στο χώρο, πού είναι σήμερα το Μοναστήρι. Γεμάτοι χαρά την πήραν και την επανατοποθέτησαν στη θέση της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γηροκο-μιτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γηροκομιτίσσης φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν. Η Μονή Γηροκομείου μία από τις αρχαιότερες Μονές της Ελλάδας, ιδρύθηκε στα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα, τότε δηλαδή που εμφανίστηκε ο μοναχισμός στην κυρίως Ελλάδα. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το όνομά της το οφείλει στο γεγονός ότι στο χώρο όπου ιδρύθηκε η Μονή, προϋπήρχε γηροκομείο που διέθετε και ναό, και άλλοι στο ότι, όταν οι μοναχοί ίδρυσαν το μοναστήρι, έκτισαν ταυτόχρονα και συντηρούσαν γηροκομείο, πράγμα σύνηθες για τα μοναστήρια της Βυζαντινής εποχής. Μία όμως παλιά παράδοση, συνδέει την ίδρυση και το όνομα της Μονής με τον Άγιο Αρτέμιο, τη μεταφορά του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ανδρέου στην Κωνσταντινούπολη και το υδραγωγείο της Πάτρας. Στο ναό φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της “Παναγίας της Γηροκομιτίσσης”, σε επιβλητικό μαρμάρινο θρόνο, καθώς και η αξιόλογης τέχνης εικόνα της Παναγίας, που φέρει την επιγραφή “Μητηρ Θεού, η Αληθινή” (η μόνη διασωζομένη εικόνα με την ονομασία αυτή), η οποία είναι έργο του 14ου αιώνα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γοργο-επηκόου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γοργοεπηκόου φυλάσσεται στήν ὁμώ-νυμη μονή τῆς Νεστάνης, κοντά στήν Τρίπολη. Είναι ένα παράδειγμα λατρευτικής συνέχειας, μιας και ο λόφος υπήρξε πάντα αφιερωμένος σε γυναικεία έκφάνση του θείου. Εικάζεται πως η μονή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα, από τον Αλέξιο Κομνηνό. Τα επιβεβαιωμένα έγγραφα δείχνουν πως ήταν σε λειτουργία από το 1536 μ.Χ. Το όνομα Γοργοεπήκοος είναι άγνωστο πότε δόθηκε στη Μονή, που έγινε Σταυροπηγιακή το 1594 από τον Πατριάρχη Ιερεμία τον Β. Η Μονή ακμάζει το 13ο αιώνα και γίνεται ευρύτερα γνωστή. Πυρπολείται κατά τα Ορλωφικά το 1769 -1770 και το 1805 έχει 20 μοναχούς. Εποπτεύει προνο-μιακά το Μαντινικό πεδίο από τα 680 μέτρα υψόμετρο. Πρόκειται για τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική, αρμονικής ναοδομίας. Προβάλει ανάμεσα στα πεύκα με το λίθινο μονο-πάτι να οδηγεί στην καρδιά της μονής. Σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι. Η θαυματουργή εικόνα που φυλάσσεται στη Μονή αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γουμε-νίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς πόλεως τῆς Γουμένισσας. Προφορικές παραδόσεις 7 αἰώνων, που φτάνουν μέχρι το παρόν, τοπο-θετούν την εικόνα της Παναγίας, αρχικά, στη σκήτη της Αγίας Παρα-σκευής στον Πεντάλοφο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Γουμένισσα. Η εικόνα ήρθε τρεις φορές από τη σκήτη στη Γουμένισσα με θαύμα, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το Μοναστήρι.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Δακρυρ-ροούσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Δακρυρροούσσας φυλάσσεται στή μονή Ὑπεραγίας Θεοτόκου Κορωνάτου τῆς νήσου Κεφαλληνίας. Η εικόνα της Παναγίας της Δακρυροούσας ή Κορωνιώτισσας φυλάσσεται στην ομώνυμη μονή του Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας. Η Παναγία κατά την ημέρα αυτή διέσωσε τη μονή από τον ισχυρό σεισμό του έτους 1867 μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, τότε κάποιος ευσεβής Χριστιανός κάτοι-κος των περιχώρων Ληξουρίου «είδε όραμα ότι ο σεισμός έγινε από τον Θεό και ότι θα βυθιστεί το νησί, αλλά η Κορωνιώτισσα, Δακρυρροούσα δια των δεήσεων αυτής σώθηκε η νήσος Κεφαλληνίας». Το πρωί πήγαν κάτοικοι μαζί με τον ευσεβή χριστιανό στο Μοναστήρι της Παναγίας της Κορωνιώτισσας, για να την ευχαριστήσουν και βρήκαν την Αγία Εικόνα του θρόνου πεσμένη κάτω και εξερχόμενα δάκρυα από τους οφθαλμούς της, τα οποία φαίνονται ως σήμερα. Η Παναγία η Κορω-νιώτισσα ονομάζεται και «Δακρυρροούσα» γιατί στους σεισμούς της 23ης Ιανουαρί-ου 1867, ενώ δεν γκρεμίστηκε ο Ναός η εικόνα βρέθηκε στο δάπεδο με δάκρυα στα μάτια. Η Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Κορωνάτου βρίσκεται σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από την πόλη του Ληξουρίου. Κατά την παράδοση ο άρχοντας Λέων Πολυκαλάς, αφού έφυγε καταδιω-κόμενος από την Κορώνη Πελοποννήσου, κατέφυγε στην επαρχία Παλλικής στην Κεφαλονιά και έφερε μαζί του μία εικόνα της Θεομήτορος. Στη συνέχεια την απέθεσε με τιμές σε ναό, που ανηγέρθη με δική του φροντίδα και έξοδα γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα. Τον επόμενο αιώνα ο ναός καταστράφηκε πιθανότατα από σεισμούς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἕβρου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ἕβρου φυλάσσεται στή μονή Κοιμή-σεως τῆς Θεοτόκου κοντά στήν κωμόπολη Μάκρη τοῦ νομοῦ Ἕβρου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εἰκο-σιφοινίσσης.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας Εἰκοσιφοίνισσας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή του Παγγαίου ὄρους. Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή ιδρύθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα από τον τότε Επίσκοπο Φιλίππων Σώζοντα. Στην πραγματικότητα, όμως, πρώτος επίσημος κτήτοράς της θεωρείται ο Άγιος Γερμανός από την Παλαιστίνη, ένας από τους φωτιστές των Σλάβων τον 9ο αιώνα. Δεύτερος κτήτορας θεωρείται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α’, ο οποίος συνέβαλε στην ανακαίνισή της, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση και ενίσχυση του Ελληνισμού στην περιοχή. Το 1507 καταστράφηκε από τους Τούρκους και οι μοναχοί του σφαγιάστηκαν, αλλά σύντομα αναδιοργανώθηκε και ανακαινίσθηκε. Αργότερα, κατά την περίοδο των δύο παγκοσμίων πολέ-μων, η μονή λεηλατήθηκε επανειλημμένα από τους Βούλγαρους, οι οποίοι -μεταξύ άλλων- το έτος 1917 αφαίρεσαν σημαντικό αριθμό βυζαντινών χειρογράφων. Το 1943 καταστράφηκε από πυρκαγιά όλο το συγκρότημα εκτός από το καθολικό. Η μονή ανασυστάθηκε το 1965, όταν εγκα-ταστάθηκε εδώ πολυάριθμη γυναικεία αδελφότητα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἑκα-τονταπυλιανῆς.
Ο ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής βρίσκεται στην Παροικία, πρωτεύουσα της νήσου Πάρου, σε μικρή απόσταση από το λιμάνι της. Είναι ένας από τους αρχαιότερους και καλύτερα διατηρημένους χριστιανικούς ναούς, που βρίσκονται στην ελεύθερη ελληνική γη. Yπάρχουν δύο ονομασίες γι’ αυτόν το ναό: “Καταπολιανή“ και “Εκατονταπυλιανή“. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, επικρατούσε η άποψη ότι το πραγματικό όνομα του ναού είναι το πρώτο, και τούτο γιατί βρισκόταν “κατά την πόλιν”, προς το μέρος δηλαδή της αρχαίας πόλης, και ότι το δεύτερο είναι δημιούργημα των λογίων του 17ου αιώνα, που θέλησαν να δώσουν μ’ αυτό περισσότερη μεγαλοπρέπεια στο ναό. Νεώτερες όμως έρευνες στις πηγές απέδειξαν ότι και οι δύο αυτές ονομασίες είναι σύγχρονες και βρίσκονταν σε παράλληλη χρήση από τα μέσα του 16ου αιώνα. Η ονομασία Καταπολιανή αναφέρεται για πρώτη φορά σε υπόμνημα περί Νάξου και Πάρου του δούκα τα Αρχιπελά-γους Ιωάννη Δ΄, του έτους 1562, ενώ η δεύτερη, “Εκατονταπυλιανή”, μνημονεύεται σε έγγραφο του Πατριάρχη Θεολήπτου Β΄ του έτους 1586. Σήμερα η επίσημη ονομασία του ναού είναι Εκατονταπυλιανή. Πολλές παραδόσεις αναφέρονται στην ίδρυση της Εκατονταπυλιανής. Η πρώτη μας πληροφορεί ότι, όταν η Αγία Ελένη μητέρα του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα Κωνστνατίνου του Μεγάλου, πήγαινε στην Παλαιστίνη για να βρεί τον Τίμιο Σταυρό, ήλθε με το πλοίο της στην Πάρο. Κοντά στο λιμάνι, στη θέση που βρίσκεται η Εκατονταπυλιανή, υπήρχε τότε ένας μικρός ναός. Σ’ αυτόν το ναό προσευχήθηκε κι έκανε ένα τάμα: Αν βρεί τον Τίμιο Σταυρό, να κτίσει στη θέση αυτή έναν μεγάλο ναό. Η προσευχή της εισακούστηκε, βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και, πραγματοποιώντας το τάμα της, ανήγειρε αυτόν τον μεγαλόπρεπο ναό. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι η Αγ. Ελένη δεν πρόφτασε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της. Έδωσε όμως εντολή στον γιό της, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος πραγματοποίησε το τάμα της μητέρας του, κτίζοντας αυτόν το ναό. Οι έρευνες που πραγματοποίησε από το 1959 έως το 1965 ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος, κατά την αναπαλαίωση τηs κατονταπυλιανής, απέδειξαν ότι οι παραδόσεις που θέλουν κτήτορες του ναού τους αγίους Κων/νο και Ελένη είναι σωστές. Απέδειξαν δηλαδή ότι υπήρχε ναός στο σημείο αυτό, τον 4ο αιώνα, δηλαδή δύο αιώνες πριν από την εποχή του Ιουστινιανού. Η παράδοση που διασώζεται μέχρι σήμερα σχετικά με την ονομασία Εκατονταπυλιανή έχει ως εξής: “Ενενήντα εννέα φανερές πόρτες έχει η Κατά-πολιανή. Η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Θα φανεί η πόρτα αυτή και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη”..
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσης φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς νήσου Παμβώτιδος τῶν Ἰωαννίνων. Στη μικρή έκταση αυτή του νησιού κατά τον 16ο αιώνα η μοναστική κοινότητα γνώρισε πολύ μεγάλες δόξες και στις ήδη υπάρχουσες τότε μονές προστέθηκαν η Μονή του Αγίου Νικολάου Mεθοδίου, που μετονομάστηκε αργότερα σε Αγία Ελεού-σα καθώς και η Μονή του Προδρόμου. Αρχικά το μοναστήρι της Παναγίας Ελεούσας, ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο των Ανέμων και έφερε την προσωνυμία των πλούσιων οικογενειών εμπόρων των Ιωαννίνων, που το ευεργέτησαν, δηλαδή «των Μεθοδάτων» ή «των Γκιουμάτων». Για το χρόνο ίδρυσης της Movής δεν σώζονται μαρτυρίες, όμως ήδη τον 16ο αιώνα υφίσταται και μετονομάστηκε σε Παναγία Ελεούσα λόγω της μεταφοράς στη μονή της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου. Στην εικόνα αυτή, παρίστανται η Παναγία ως Βρεφοκρατούσα τον Χριστό, γέρνοντας τρυφερά το κεφάλι της προς το πρόσωπο του υιού της κατά τον τύπο της βέβαια, της εικόνας της Παναγίας Γλυκοφιλούσας. Η εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, πριν από την άλωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους το 1431, βρισκόταν στη Μονή της Αγίας Παρασκευής μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων (στη θέση της σημερινής Νομαρχίας). Όταν η Μονή μετα-τράπηκε σε τζαμί, η εικόνα χάθηκε αλλά κατόπιν ενός οράματος κάποια μοναχή Παρθενία την εντόπισε και την μετέφερε στη Μονή, το 1548 και έκτοτε η Μονή ονομάσθηκε Μονής της Ελεούσας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Ἀχαῒας. Το Μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσης, κτισμένο πάνω στον αυχένα ενός λοφίσκου, μοναχικό, μέσα στο δάσος, κάτασπρο, πολύ περιποιημένο, σου δίδει από μακρυά την εντύπωση μιας επαύλεως που στεφανώνει το δάσος. Στους πρόποδες του λοφίσκου, ένας μικρός παλαιότατος συνοικισμός (προ του 1821), το Βοτένι, που στα “Ελληνικά” του ο Ραγκαβής το ονομάζει Βοτέλι και Βοτάλη. Δεξιά του, προσβλέπεις λεύτερα τον ποταμό Φοίνικα, έως τις εκβολές του στον Πατραϊκό. Πίσω του ο Παναχαϊκός και τα γραφικά και κατάφυτα υψώματα “Ψηλός”, “Όχ-τος” και τα “Γαβρίλια”. Ως έτος ιδρύσεως της Μονής αναφέρεται το 1510. Κατά την παράδοση το πρώτο Μοναστήρι είχε κτιστεί στον Παναχαϊκό στο μέσον των ελάτων σε σπήλαιο, όπου μέχρι σήμερα ευρίσκεται η εκκλησία της Αναλήψεως. Λέγεται δε πως ο ακριβής τόπος επελέγη από την ίδια την Παναγία, εκφράσασα κατά δήλον τρόπον την επιθυμία της. Ο τότε Ηγούμενος ευρήκε την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας ακριβώς εις το σημείον όπου σήμερα είναι κτισμένο το ιερό του Ναού.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλπίδος τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Βρεφοκρατούσας, πού ἐπονομάζεται «Ἐλ-πίς τῶν Χριστιανῶν», φυλάσσεται στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Δή-μιοβας Μεσσηνίας. Σε απόσταση 15 χλμ. από την Καλαμάτα, πάνω από το Ελαιοχώ-ρι (Γιάννιτσα) στις παρυφές του Ταΰγετου και χτισμένη μέσα στα δέντρα βρίσκεται η Μονή Δήμιοβας. Το όνομα της Μονής Δήμιοβας είναι σλα-βικής προέλευσης και σημαίνει «κροκοτόπι», τόπος, δηλαδή, όπου ανθίζει το φυτό κρόκος που ακόμα και σήμερα φυτρώνει την άνοιξη στο δάσος που περιβάλει το μοναστήρι. Η Μονή Δήμιοβας γιορτάζει κάθε 15 Αυγούστου ενώ ξεχωριστή είναι στις 3 Σεπτεμβρίου η λιτανεία της εικόνας της Παναγίας Δημιοβίτισσας που ξεκινά στις 12 το μεσημέρι από τη μονή και καταλήγει μετά από πεζοπορία 13 χιλιομέτρων στον ιερό ναό Γενεσίου της Θετόκου στα Γιαννιτσάνικα. Εκεί η εικόνα παραμένει για δέκα ημέρες και στη συνέχεια επιστρέφει στο μοναστήρι. Η εικόνα της Παναγίας που έχει την ονομασία «Ελπίς των Χριστιανών», έχει μια πληγή με ξεραμένο αίμα στο κεφάλι της Θεομήτορος που προήλθε από χτύπημα με αιχμηρό όργανο. Ο θρύλος θέλει το χτύπημα να έχει γίνει από τον αδερφό του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντα Ίσαυρου την περίοδο της Εικονομαχίας. Η Μονή Δήμιοβας χτίστηκε τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα και καταστράφηκε το 1770 από τους Τούρκου ως αντίποινα για τα «Ορλοφικά», την αποτυχημένη, δηλαδή, απόπειρα επανάστασης από τους ρώσους αξιωματικούς Θεόδωρο και Αλέξιο Ορλώφ. Στην Επα-νάσταση του 1821 η Μονή Δήμιοβας, όπως και η Μονή Μαρδακίου, αποτέ-λεσαν καταφύγιο για τους αρματωλούς και τους κλέφτες που δρούσαν στην περιοχή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Καλα-μιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Καλαμιωτίσσης φυλάσσεται στή μονή Καλαμίου τῆς Ἀργολίδος. Ἡ τεμπλαία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφο-κρατοῦσας εἶναι ζωγραφισμένη ἀπό ἀριστοτέχνη ἁγιογράφο καί εἶναι ἡ Κυρά-Προστάτιδα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἐπιδαύρου. Οἱ θαυματουργικές ἐπεμβάσεις τῆς Μάνας Παναγιᾶς στά προβλήματα τῶν αἰτουμένων τή βοήθειά της εἶναι πάμπολλες. Ἄτεκνες μητέρες ἔγιναν πολύτεκνες καί ἀπό εὐγνωομοσύνη βαπτίζουν τά παιδιά τους δίδοντας τό ὄνομά της. Ἀνίατες ἀσθένειες καί ἀτυχήματα εὑρίσκουν ἄμισθο ἰατρό καί προστάτη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Κάστρου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κάστρου φυλάσσεται στήν ἀκρόπολη τῆς νήσου Λέρου. Στα βορειοανατολικά της Λέρου, στην κορυφή του λόφου Πιτύκι και σε ύψος 200 περίπου μέτρων από τη θάλασσα, δεσπόζει το κάστρο του νησιού (Κάστρο Παντελίου). Στη δυτική πλευρά του φρου-ρίου οικοδομήθηκε ο ναός της Παναγιάς, θρησκευτικό και πνευματικό σύμβολο των κατοίκων της Λέρου. Σύμφωνα με την παράδοση, μια εικόνα της Παναγίας εμφανίστηκε από τη θάλασσα στο νησί και εγκαταστάθηκε από θαύμα στο μπαρουτχανέ (πυριτιδαποθήκη) του κάστρου ανάμεσα σε δύο αναμμένες λαμπάδες, παρά τις προσπάθειες του Τούρκου αγά για την απομάκρυνσή της. Προς τιμήν της οικοδομήθηκε ναός στον ίδιο τόπο, ο οποίος πολύ σύντομα έγινε το κύριο προσκύνημα του νησιού και των ναυτικών του. Ο ναός στη σημερινή του θέση, οικοδομήθηκε μετά το 1669. Η αρχική μικρή εκκλησία πρέπει να ανακαινίστηκε και να διευρύνθηκε ως το 1719, έτος κατά το οποίο εγκαινιάσθηκε από τον μητροπολίτη Καρ-πάθου Νεόφυτο Γαιρμάνη. Ο μονόχωρος ναός δέχθηκε πολλές επεμβά-σεις και προσθήκες κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Πολύτιμο κειμήλιο της λατρείας των Λερίων αποτελεί η μικρών διαστάσεων εικόνα της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, που είναι τοποθετημένη σε ξυλόγλυπτο πλαίσιο και φέρει χρυσάργυρη επένδυση, που φιλοτεχνήθηκε περί το 1732.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κερνι-τσιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κερνιτσιωτίσσης φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Γορτυνίας. Η Mονή Κερνίτσης βρίσκεται 2 χλμ. βόρεια από τη Νυμφασία και 6 από τη Βυτίνα. Ιδρύθηκε από τους αδελφούς Δήμου, Θεοφίλο και Συνοδινού Περτζοκολέα οι οποίοι το Μάρτιο του έτους 1116 έθεσαν το θεμέλιο λίθο καθ’ ομολογία τους, ενώ οι πρώτοι μοναχοί προήλθαν από τη Νυμφασία. Το όνομά της το πήρε από την ομώνυμη μεσαιωνική πόλη Κερνίτσα, η οποία αρχικά κατοικήθηκε από Σλάβους. Η μονή ως το 1940 κατοικούνταν από άντρες, αλλά από τότε μέχρι σήμερα μονάζουν γυναίκες. Μέχρι το 1833 η μονή ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και έτσι μπορούσε να απολαμβάνει φορολογικά προνόμια. Τέλος σύμφωνα με φήμες τα χρόνια της Tουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε σαν κρυφό σχολειό. Στον περίβολο της Μονής ανατολικά είναι κτισμένος στην κεφαλή ενός βράχου ο Βυζαντινός Ναός της Κερνίτσας όπου βρίσκεται και η θαυματουργική εικόνα. Τιμάται στο όνομα της Παναγίας και εορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Οι κυριότεροι ναοί της ενορίας Κερνίτσης είναι 1) της Πανα-γίας, 2) του Τιμίου Προδρόμου, 3) του Αγ. Νικολάου, και 4) των Ταξιαρ-χών. Πρόκειται για ένα ναό αριστούργημα τέχνης με καλλιτεχνικό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Η “Εύρεση”, ένα κατανυκτικό παρεκκλήσιο όπου βρέθηκε η θαυματουργική εικόνα μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο των Αγ. Πάντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τη βοήθεια της Παναγίας έχουν γίνει πολλά θαύματα σε άτομα με ανίατες ασθένειες και σοβαρές ψυχοπά-θειες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κεχαρι-τωμένης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κεχαριτωμένης φυλάσσεται στόν ὁμώ-νυμο ναό τῆς Καλύμνου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κισσιω-τίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Κισσιωτίσσης φυλάσσεται στή μονή Πανα-γίας Ἄνω Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ. Η ιστορική Ιερά Μονή της Άνω Ξενιάς βρίσκεται στις βορειοανατολικές πλαγιές της Όθρυος, του βουνού που χωρίζει τη Μαγνησία από τη Φθιώτιδα σε υψόμετρο 500 περίπου μέτρων. Ανήκει διοικητικά στο νομό Μαγνησίας και εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού. Απέχει οδικά από το Βόλο 60 χιλιόμετρα και 25 από τον Αλμυρό. Έχει να παρουσιάσει μια υπερχιλιόχρονη ιστορία, αφού λείψανα της παρουσίας του πρώτου χριστιανικού Ναού ανάγονται στον 6ον και 7ον αιώνα. Ωστόσο οι ιστορικοί υποστηρίζουν πως η ίδρυση της Μονής πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη του 10ου αιώνα. Αποτελεί ένα από τα λίγα Μοναστήρια που μέσα από τις ποικίλλες διακυμάνσεις της ιστορικής τους διαδρομής κατάφεραν να διατηρήσουν αδιάσπαστη και συνεχή την Μοναχική παρουσία, μαρτυρία, διακονία και προσφορά τους μέχρι και τις μέρες μας. Υπέστη αρκετές καταστροφές. Πρώτη μπορεί να θεωρηθεί η πυρπόλησή της από τον Καρδινάλιο Πελάγιο στα 1213 και η θανάτωση των 500 σύμφωνα με την παράδοση μοναχών της. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας κατεστράφη από τον σεισμό του 1460 όπου έπεσαν τα 2/3 του οικοδομήματος της Μονής. Αναφέρεται δε κατ’ αυτήν την εποχή λειτουργούσε και κρυφό σχολειό. Στην προσφορά της Μονής στον αγώνα κατά της γερμανοϊταλικής κατοχής οφείλεται και η πυρπόληση όλων των κτιρίων της πλην του Καθολικού από απόσπασμα Ιταλών στρατιωτών στις 26 Μαΐου 1942. Ως τελευταία πληγή μπορούμε να θεωρήσουμε τον καταστροφικό σεισμό του καλοκαιριού του 1980, που επέφερε σοβαρότα-τες ζημιές στο Καθολικό, όπως ρωγμές στους τοίχους, αποκολλήσεις των τοιχογραφιών κλπ, καθώς και την κατάρρευση όλων των παλαιών κτιρίων που είχαν επισκευασθεί μετά την πυρκαγιά του 1942. Η εφέστιος εικόνα της Ιεράς Μονής, αποτελεί παλάδιον του Μοναστηριού έργο άριστης βυζαντινής τέχνης και είναι αχρονολόγητη, ενώ φέρει ασημένιο κάλυμμα που κατασκευάστηκε στο Βόλο το 1900. Εντυπωσιακός είναι ο μεγάλος αριθμός των προσώπων που εικονίζονται στην όλη σύνθεση, 30 στον αριθμό. Σύμφωνα με την παράδοση, η Εικόνα βρέθηκε μέσα σε κισσούς στον τόπο που στη συνέχεια κτίστηκε ο πρώτος Ναός, και γι’ αυτό η Μονή αρχικά ονομάστηκε «Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Κισσιωτίσσης» ονομασία που αναγράφεται σε παλαιά σφραγίδα της Μονής. Καθημερινά η Παναγία μας δια της Θαυματουργού Εικόνας της σκορπίζει πλούσια την χάρη της και την παρηγοριά της όχι μόνον στους μοναχούς της Μονής Της, αλλά και σε όλους όσοι με πίστη καταφεύγουν σε Αυτήν. Κατά καιρούς έχει επιτελέσει πολλά και αδιαμφισβήτητα θαύματα, όπως οι αντιμετωπίσεις επιδημιών, θεομηνιών, ανομβριών, αλλά και οι ιάσεις σοβαρότατων προβλημάτων υγείας καρκινοπαθών και ατεκνίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κορμ-ποβιτίσσης.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κορμποβιτίσσης φυλάσσεται μέ εὐλάβεια στήν ὁμώνυμη γυναικεία μονή, ἡ ὁποία εὑρίσκεται στίς νότιες ὑπώρειες τῶν Χασίων, κοντά στά Τρίκαλα. Ἡ Μονή Κορμπόβου καθη-μερινά ζεῖ τά θαύματα τῆς Θεοτόκου καί τίς εὐχαριστίες τῶν πιστῶν, πού μέ πίστη ἐπικαλοῦνται τήν Κορμποβίτισσα Θεοτόκο1.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κοσμοσώ-τειρας.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κοσμοσώτειρας φυλάσσεται στόν ὁμώ-νυμο ναό τῶν Φερρῶν Ἕβρου. Θεμελιωμένη το 1152 μΧ. στο λόφο που ο Θουκυδίδης περιέγραφε ως πέρασμα για όλους τους κατακτητές, προερχόμενους από Ανατολή ή Δύση, η Παναγία Κοσμοσώτειρα αποτελεί δημιούργημα του πρίγκιπα του Βυζαντίου Ισαάκιου Κομνηνού, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του Καίσαρα από τον πατέρα του και εκείνον του Σεβαστοκράτορα από τον αδελφό του. Επισκέπτες απ’ όλον τον κόσμο έχουν θαυμάσει ως σήμερα όχι μόνο την εξαιρετική αρχιτεκτονική της, αλλά και τις υπέροχες τοιχογραφίες της –όσες σώθηκαν από τη μετατροπή του χώρου σε τζαμί κατά την οθωμανική περίοδο- που διαφέρουν από τα συνήθη δείγματα της βυζαντινής αγιογραφίας. Η Παναγία Κοσμοσώτειρα, που απηχεί ως σήμερα την μεγαλοπρέπεια της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης, αποτελούσε το καθολικό της μονής που ίδρυσε ο Ισαάκιος Κομνηνός, ανακηρύσσοντάς τη, μάλιστα, στο Τυπικό του «ολότελα ελεύθερη, αυτοδέσποτη και ιδιοδέσποτη», χωρίς δηλαδή να υπάγεται σε καμία εξουσία, είτε κοσμική, είτε θρησκευτική αλλά και χωρίς να ορίζεται για εκείνη Έφορος –κατά τη συνήθη πρακτική- από τη γενιά και τους κληρονόμους του κτήτορα. Μολονότι δεν υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις, θρύλοι και παραδόσεις θέλουν τον Ισαάκιο Κομνηνό να έχει ταφεί στο εσωτερικό της μονής. Σε αυτό συντείνει και η τοιχογραφία της Παναγίας Κοσμοσώτειρας που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του τοιχώματος του θολωτού χώρου, με την Βρεφοκρατούσα να δείχνει με το δεξί της χέρι το πάτωμα του ναού. Για αρκετούς ερευνητές και ιστορικούς, η ασυνήθιστη αυτή μορφή της Παναγίας και η ανατρε-πτικότητα που ενέχει η τεχνοτροπία της απεικόνισής της, μπορεί να σημαίνει μόνο ότι εκείνος που τη φιλοτέχνησε επιθυμούσε να αποκα-λύψει το σημείο όπου βρίσκεται εδώ και αιώνες θαμμένος ο σεβα-στοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κουβου-κλιανῆς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κουβουκλιανῆς φυλάσσεται στό ναό τοῦ χωριοῦ Ἀσφενδιοῦ τῆς Κώου. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου των Σπονδών απαντά στους Κώδικες της Μητρόπολης Κω ως “Εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου του Κουβούκλη” ή “το Κουβούκλη”. Το καθολικό δηλαδή της Ιεράς Μονής των Σπονδών είχε αρχίσει ήδη να χρησιμοποιείται ως ενοριακός ναός της συνοικίας που αργότερα θα ονομασθεί Ζια. Στους Κώδικες απαντά επίσης ως “Παναγία Κουβουκλιείου” και “Παναγία Κουβουκλιανή”.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κυπα-ριωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κυπαρισσιωτίσσης φυλάσσεται στήν ἱερά μονή τοῦ Ἁγίου Ἱεροθέου Μεγάρων. H Iερά Mονή αύτη, ευρίσκεται εις την B.A. κλιτύν των Γερανείων, εις την από παλαιότερα γνωστή τοποθεσία «Δερβένι», και εις απόστασιν οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα Mέγαρα. Eκτίσθη μεν το πρώτον, κατά τον 11ον αιώνα. Ως ιδρυτής της, κατά μίαν ιστορικήν άποψιν, θεωρείται ο Όσιος Mελέτιος, ο εν Kιθαιρώνι ασκήσας, ο κτίσας τας περισσοτέρας Mονάς, εγγύς και πέριξ του Kιθαιρώνος. Tο Kαθολικόν της Iεράς Mονής, είναι κτίσμα καθαρά Bυζαντινής τέχνης. Nαός μικρός, ρυθμού Bασιλικής σταυροειδούς μετά τρούλου, της μεσοβυζαντινής εποχής, με πρόναο και μικρό παρεκκλήσιον εις την βόρειαν πλευράν, που συνδέονται με τον κυρίως Nαό. Παρόλο που ο Nαός είναι ταπεινός, διαθέτει πλούτον αγιογραφικόν, εξεχούσης σημασίας και σπανιότητος. Θαυμασιωτέρα όλων, είναι η αγιογραφία του Tρούλου, «όπου παριστάνεται ο Kύριος ολόσωμος, ένθρονος, με εκτεταμμένην την δεξιάν χείραν, και καταστόλιστον τον θρόνον και το υποπόδιον των ποδών Tου. Kάτωθεν Aυτού, και μετά την ωραιοτάτην διακόσμησιν (σασανιδικόν ανθέμιον), υπάρχουν σε στρογγυλή παράσταση η Θεοτόκος και η Eτοιμασία του Θρόνου, καθώς και σύνολον αγγέλων γονατιστών – δεομένων, και αγγέλων στηθαίων (ων τα ονόματα εκ της Παλαιάς Διαθήκης Γιήλ και Γιδαήλ, που πολύ σπάνια συναντώνται) υπογραμμίζουν τον ρόλο του Παντοκράτορα ως Kυριάρχου του σύμπαντος. Eπίσης, μεταξύ των οκτώ προφητών, που εικονίζονται ανάμεσα σε ισάριθμα παράθυρα στο τύμπανο του τρούλου, κατέχει εξέχουσαν θέσιν ο Mωϋσής, καθώς και ο προφητάναξ Δαβίδ, προσδίνοντας μεγαλοπρέπειαν, στο θαυμαστό αυτό εικονογραφικόν αριστούργημα. μπροσθεν του κυρίως Nαού υψούται μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιον, που αποτελεί συνέχεια του πρόναου, ως συνδεόμενο μετ’ αυτού. Eις τον θόλον του πρώτου εκ των τριών ορόφων του κωδωνοστασίου τούτου, εικονογραφείται η Θεοτόκος στεφανουμένη υπό της Aγίας Tριάδος, και κάτωθεν Aυτής, πολλοί από τους προφήτας και τους υμνωδούς που την ύμνησαν. Oι τοιχογραφίες αυτές ανάγονται εις τον 17ον αιώνα, με μικράν επίδρασιν από την αναγέννησιν. Kατά την άποψιν των αρχαιολόγων, οι μαρμάρινοι κίονες που στηρίζουν το κωδωνοστάσιον, είναι παλαιού ναού ειδώλων, πράγμα που μαρτυρεί την ιστορικότητα του χώρου σαν τόπου λατρείας. Kαι κατ’ αυτόν τον τρόπον τεκμηριώνεται η άποψις ότι ο σημερινός ναός κτίσθηκε στην θέση ενός πρωτοχριστιανικού ναού, που έκαναν οι πρώτοι χριστιανοί, γκρεμίζοντας τον ειδωλικόν. Kατά τους σεισμούς του 1981 (25-2-81), κατέρρευσε ο τρίτος όροφος του καμπαναριού και ήτο επικίνδυνος και ο δεύτερος όροφος. Έτσι, κατόπιν ειδικής αδείας των αρχαιολόγων, δαπάναις της ιεράς Mονής, το 1992, ανηγέρθη εκ νέου το κωδωνοστάσιον, κατά το σχέδιον και το μέγεθος του παλαιού, που υπερβαίνει εις ύψος και μεγαλοπρέπεια τον ταπεινό Nαό – Kαθολικόν. Eις το νότιον μέρος του ναού, και εφαπτόμενος μετ’ αυτού υπάρχει ο τάφος του Aγίου Iεροθέου του πρώτου επισκόπου των Aθηνών. Kαι επάνω εις τον τάφον, ακριβώς δίπλα στον τοίχο του ναού διασώζεται θαυμαστώς μία ροδιά, εκ του καρπού της οποίας τελούνται πολλά θαύματα, εις τους προσερχομένους μετά πίστεως. Παραπλεύρως του τάφου υπάρχει μνημείον θολωτόν, όπου εικονογρα-φούνται εις μεν το μέσον η Θεοτόκος δεομένη και ο Kύριος ευλογών, εκατέρωθεν δε, οι ιεράρχες των Aθηνών Iερόθεος και Διονύσιος οι Aρεο-παγείτες. Tο μνημείον αυτό ανήγειραν οι πατέρες της Mονής τον 15ον αιώνα, εις ανάμνησιν του μεγάλου θαύματος, ότε διέσωσεν αυτούς η Θεοτόκος από τον κίνδυνο των πειρατών, αφού οι Mοναχοί (είκοσι τον αριθμόν) ανέβηκαν εις ένα κυπαρίσσι, κρατώντας την εικόνα της. Όθεν η επωνυμία «KYΠAPIΣΣIΩTIΣΣA». Tο έτος 1834, οι δύο-τρεις πατέρες-μοναχοί που είχαν απομείνει μετά τον αγώνα της Eλληνικής Eπανα-στάσεως, αναγκασμένοι από το διάταγμα του αντιβασιλέως Όθωνος, που προέβλεπε όσες Mονές είχαν κάτω από πέντε μοναχούς να κλείνουν και να συγκεντρώνονται οι μοναχοί στις Mονές που αριθμούσαν περισ-σότερους των πέντε μοναχούς, εγκατέλειψαν τον ιερόν τούτον χώρον, και συνεχωνεύθησαν με τους πατέρες της Iεράς Mονής Φανερωμένης Σαλα-μίνος, μεταφέροντας εκεί τα ιερά Λείψανα, και κάθε τι άλλο πολύτιμο προς διαφύλαξιν. Έτσι η ιερά Mονή ερημώθηκε για έναν ακριβώς αιώνα. Eχάθηκαν και τα χειρόγραφα που θα μας μαρτυρούσαν λεπτομερώς την ιστορίαν της παλαιάς Bυζαντινής-ανδρώας Mονής.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Λιαου-τσιανίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Λιαουτσανίσσης φυλάσσεται στόν ὁμώνυμο ναό τῆς Κύμης Εὐβοίας. Στο συνοικισμό Λιαουτσιάνισσα Κύμης, σε μια μαγευτική τοποθεσία, υψώνεται μεγαλοπρεπής ο Ναός της Παναγίας, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η εικόνα της Θεοτόκου έφτασε στο άλλο άκρο του Αιγαίου Πελάγους, στην Κύμη, από την Ανατολή. Στην τοποθεσία της παραλίας Μαύρα Λιθάρια λόγω ναυαγίου η θάλασσα παρέσυρε προς την ξηρά αρκετή ξυλεία. Στη θέση αυτή κάθε βράδυ οι κάτοικοι έβλεπαν ένα φώς να επιπλέει, αλλά όταν το πλησίαζαν αυτό έφευγε. Την ημέρα πολλοί έρχονταν στο μέρος αυτό και μάζευαν ξυλεία από το ναυάγιο. Για το σκοπό αυτό ήλθαν και δύο υπηρέτες των οικογενειών Βεναρδή και Νικολέσα με τα ζώα τους. Όταν άρχισαν να διαλέγουν ξύλα, ξαφνικά ο υπηρέτης του Νικολέσα βρήκε ένα τετράγωνο ξύλο πού με την αξίνα του το χτύπησε και ετοιμάστηκε να το ξαναχτυπήσει.
Όταν όμως σήκωσε ξανά την αξίνα τα χέρια του παρέμειναν ακίνητα. Ο δεύτερος υπηρέτης βλέποντάς τον με τα χέρια ψηλα έτρεξε να δεί τι συμβαίνει. Με φόβο σηκώνει το παράδοξο ξύλο και βλέπει ότι είναι εικόνα της Θεοτόκου. Αμέσως μετέφεραν την εικόνα στο ναό του Αγίου Αθανασίου της Κύμης. Τη νύχατ, κατά θαυμαστό τρόπο, η εικόνα της Παναγίας έφυγε από το ναό του Αγίου Αθανασίου και ήλθε στο μέρος όπου σήμερα είναι χτισμένος ο ναός της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μεγαλο-σπηλαιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλοσπηλιώτισσας φυλάσσεται στή μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων. Η Μονή, η οποία θεωρείται η αρχαιότερη στην Ελλάδα, κτίστηκε το 362 μ.Χ. από τους Θεσσαλονι-κείς αδερφούς μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο. Ενώ οι δύο αδελφοί βρί-σκονταν στα Ιεροσόλυμα, είδαν ο κα-θένας ξεχωριστά μια οπτασία με την εντολή να μεταβούν στην Αχαΐα και να βρουν την ιερή Εικόνα της Πανα-γίας από μαστίχα και κερί, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Ύστερα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το 362 μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το χωριό Γαλατά (Ζαχλωρού). Η Ευφροσύνη τους οδήγησε στο σπήλαιο που βρισκόταν η αναζητούμενη ιερή Εικόνα, την οποία είχε ανακαλύψει νωρίτερα η ίδια «Θεία Βουλή», και με την οδηγία ενός τράγου από το κοπάδι της, που πήγαινε στο σπήλαιο για να πιει νερό από την πηγή που βρισκόταν εκεί. Η πηγή αυτή του σπηλαίου – μαρμάρινη κατόπιν – αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα, ενώ η Ευφροσύνη τιμάται ως Αγία. Η Εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν δίπλα στην πηγή και φυλασσόταν από ένα φοβερό δράκο ο οποίος σκοτώθηκε από κεραυνό όταν επιτέθηκε στους δύο μοναχούς που προσπαθούσαν να καθαρίσουν το ιερό χώρο από την πυκνή βλάστηση. Στη συνέχεια οι δύο μοναχοί κατασκεύασαν μικρό ναό και μερικά μικρά κελιά με την συνδρο-μή του πλήθους των πιστών, που συνέρρεαν δια να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Πολλοί μάλιστα από τους πιστούς παρέμεναν για άσκηση. Σιγά – σιγά η Μονή έγινε μία από τις πλέον «πο-λυμονάχους Μονάς» και γνώρισε μεγάλη ακμή και αίγλη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μικρο-κάστρου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παναχράντου φυλάσσεται στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μικροκάστρου Κοζάνης. Το µοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, βρίσκεται 12 χιλιόµετρα νοτιοδυτικά της Σιάτισταςσε απόσταση 500 περίπου µέτρων από το χωριό Μικρόκαστρο, σε ύψωµα πάνω από τον Αλιάκµονα. Το καθολικό του μοναστηριού αγιογραφήθηκε, με εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες, το 1797 από Ηπειρώτες Καπεσοβίτες ζωγράφους. Εξαιρετικό είναι το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο στο οποίο ακολουθείται η τέχνη του «τρυπητού» δηλαδή με διαμπερή κενά ανάμεσα στα θέματα. Η εικόνα της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου θεωρείται θαυματουργή και είναι η παλαιότερη των άλλων, με πιθανή χρονολογία το 1603 ενώ μία πρόσφατη έρευνα την χρονολογεί στον 13ο αιώνα. Η φθορά του χρόνου αφαίρεσε κάθε χρωστική ουσία από τα πρόσωπα της Εικόνας, αλλά παρ’ όλα αυτά η γραφή των χαρακτηριστικών τους είναι έντονα εκφραστική. Ολόκληρη η Εικόνα φέρει ασημένια επένδυση, η δε ιλαρότητα των προσώπων τόσο της Παναγίας Μητέρας όσο και του παιδίου Ιησού ελκύει παραμυθητικά τον κάθε προσκυνητή. Η μεγάλη ευλάβεια στην Εικόνα αυτή οφείλεται στην ανεξάντλητη χάρη που φανερά ή μυστικά ο πιστός λαός αποκομίζει. Για το λόγο αυτό τηρεί τα θρησκευτικά του έθιμα με μεγάλη αφοσίωση.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὀλυ-μπιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὀλυμπιωτίσσης φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Ἐλασσῶνος. Η ονομασία «Παναγία Ολυμπιώτισσα» οφείλεται στο γεγονός ότι η εικόνα προέρχεται από παλιό μοναστήρι της Καρυάς Ολύμπου. Όταν διαλύθηκε το μοναστήρι αυτό, η εικόνα μεταφέρθηκε στη μονή της Ελασσόνας. Δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία αυτής της μεταφοράς διότι χάθηκαν τα παλιά ιστορικά στοιχεία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως αναφέρεται σε χειρόγραφο της μονής. Από το ίδιο χειρόγραφο όμως προκύπτει ότι σύμφωνα με προφορική παράδοση παλαιότερων πατέρων της μονής η μεταφορά έγινε κατά τους βυζα-ντινούς χρόνους. Η μεταφορά της εικόνας συνδέεται και με ένα θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο, μετά τη διάλυση της μονής της Καρυάς, η εικόνα της Παναγίας με θαυματουργικό τρόπο ξεκίνησε για να έρθει στη μονή της Ελασσόνας. Τη νύχτα, ένας βοσκός είδε να βγαίνει ένα περίεργο φως από σωρό αγρίων χόρτων της περιοχής. Επειδή φοβήθηκε, έριξε μια πέτρα προς το μέρος από όπου έρχονταν το φως. Ευθύς αμέσως ένιωσε να παραλύει το χέρι του και τρομαγμένος έτρεξε στην Καρυά και διηγήθηκε το γεγονός στους συγχωριανούς του. Την επόμενη μέρα πήγαν όλοι μαζί στο σημείο εκείνο και, αφού έψαξαν, βρήκαν την εικόνα της Παναγίας στην οποία ήταν σφηνωμένη η μικρή πέτρα που είχε πετάξει ο βοσκός. Αμέσως ο βοσκός μετενόησε και το χέρι του έγινε καλά, και οι κάτοικοι της Καρυάς με λιτανεία μετέφεραν την εικόνα στη μονή της Ελασσόνας όπου βρίσκεται και τιμάται μέχρι σήμερα. Η εικόνα έχει διαστάσεις 0,66 x 0,58 μ. και καλύπτεται με μία ασημένια πλάκα. Χωρίς αυτή τη προσθήκη, η οποία είναι κι αυτή εικονογραφημένη, οι διαστάσεις της εικόνας είναι 11×7 εκ. και είναι ζωγραφισμένη πάνω σε ξύλο. Η Παναγία παριστάνεται όρθια χωρίς το θείο βρέφος, με σταυρωμένα τα χέρια σε στάση προσευχής. Πάνω στην εικόνα υπάρχει η συντομογραφία «Μήτηρ Θεού» που παραπέμπει στην τεχνοτροπία των βυζαντινών χρόνων, ενώ σε εμφανές σημείο υπάρχει και η μικρή πέτρα σφηνωμένη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παληανῆς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παλιανῆς φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Η Μονή της Παναγίας της Παληανής βρίσκεται περίπου 700 μέτρα ανατολικά του χωριού Βενεράτο, 17 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου Κρήτης. Όπως όλα σχεδόν τα γυναικεία μοναστήρια, βρίσκεται δίπλα σε ένα χωριό, έτσι και η μονή Παλιανής βρίσκεται δίπλα στο Βενεράτο, πρόκειται για ένα γραφικό χωριό όσο αφορά τον παλαιότερο οικισμό, που διατηρεί ακόμα ως ένα βαθμό Βενετσιάνικα στοιχεία όπως οικόσημα, ενώ ο περιπατητής θα θαυμάσει όμορφα κτήρια και γραφικά σοκάκια. Το μοναστήρι της Παληανής κυριαρχεί ανατολικά του χωριού, με το βαθύ φαράγγι του Αγίου Φανουρίου, και τον ποταμό Απόλλωνα που το διατρέχει, να λειτουργεί ως φυσικό σύνορο. Γύρο από το μοναστήρι ο επισκέπτης θα δει αιωνόβιους ελαιώνες, αμπελώνες, διάσπαρτες εκκλησίες, αλλά και αρχαία πατητήρια, την ίδια στιγμή μπορεί να θαυμάσει μέρος του ορεινού όγκου του Ψηλορείτη, με την κορυφή Κουδούνι να δεσπόζει υψόμετρου 1831 μέτρα. Η ονομασία της Μονής αποτελεί προσωνύμιο της Θεοτόκου. Η παλιά εικόνα της Θεοτόκου στο τέμπλο του καθολικού φέρει την επιγρα-φή (η Κυρία Παληανή). Ο Ιταλός καθηγητής, ιστορικός και αρχαιολόγος Ιωσήφ Γκερόλα αναφέρει σχετικά: <Η εκκλησία της Ιεράς Μονής Παληανής εις παλαιά χειρόγραφα απαντήσαμεν ότι ωνομάζετο Palea η Pala (Παλαιά) και αναφέρεται από του 668 και πολλάκις κατόπιν, ιδίως κατά τα πρώτα έτη της Ενετικής κυριαρχίας, ότε η κατοχή αυτής έγινεν αφορμή να δημιουργηθούν πολλαί παρεξηγήσεις>. Επίσης προφορική παράδοση διασώζει ότι σε πολύ παλιό χειρόγραφο κώδικα της Μονής αναφέρεται το μοναστήρι της Παληανής με το όνομα <Παλιά> και δίνει και άλλες λεπτομέρειες. Η ονομασία είναι αρχαιότατη και, όπως αναφέρει ο καθηγητής Αν. Ξυγγόπουλος, η ίδρυση της Μονής ανάγεται στον 4ο μ.Χ. αι. (350-450).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Πανα-χράντου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παναχράντου φυλάσσεται στήν ὁμώ-νυμη μονή τῆς νήσου Ἄνδρου. Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται κυριολεκτικά γαντζωμένο πάνω στο βουνό , περιστοιχισμένο από μεγάλους βραχώδεις όγκους , οπού ο αέρας με το πέρασμα των αιώνων σμίλεψε πάνω τους εκατοντάδες μικρές σπηλιές, οι μεγαλύτερες των οποίων χρησιμοποιή-θηκαν και ως ασκηταριά από τους παλαιότερους μοναχούς.Ή μονή παρουσιάζει , κατά τον τύπο των βυζαντινών μοναστηριών, όψη φρουρίου και ή έκταση πού καταλαμβάνει είναι αρκετά μεγάλη , με τα κτίρια της να είναι κτισμένα σε παραλληλόγραμμη διάταξη , έχοντας μήκος κατά πολύ μεγαλύτερο από το πλάτος της. Λόγω του απόκρημνου τοπίου ή μονή πήρε αυτή την στενόμακρη διάταξη και δίνει σήμερα την εντύπωση λαβυρίνθου, αφού εκτός του στενού κεντρικού διαδρόμου της , μόνο στε-νότατα δρομάκια σε οδηγούν στα υπόλοιπα κελιά. Όταν καταφέρεις και βγεις στο υψηλότερο σημείο της, ή πανοραμική θέα σε αποζημιώνει , δίνοντας σου πραγματικά την αίσθηση ότι αιωρείσαι στο κενό. Για την Ιστορική απαρχή της μονής, δυστυχώς , δεν έχουμε πολλά στοιχεία , και αυτό μας δίνει μια αβεβαιότητα ως προς τις συνθήκες που επικράτησαν εδώ τότε. Βασιζόμενοι σε δύο χειρόγραφα , πού διασώζονται σήμερα , και στην τοπική παράδοση, δεχόμαστε ότι ή ιστορία ξεκίνησε ως έξης: Πριν το 960 μ.χ. , δύο μοναχοί , πού ασκήτευαν στο απέναντι βουνό έβλεπαν ένα φως κάθε βράδυ σε σημείο κοντινό με αυτό οπού σήμερα είναι κτισμένη ή μονή. Βλέποντας τέτοιο θαύμα, για πολύ καιρό αποφάσισαν να έρθουν προς εξερεύνηση του φαινομένου. Αφού έψαξαν αρκετά , αξιώθηκαν από τη χάρη του Θεού να βρουν την σεβάσμια εικόνα της Παναγίας της Πανάχραντου, κάτω από ένα σπήλαιο, κοντά στο σημείο οπού τώρα βρίσκεται ο Ναός του Φωτοδότη (όνομα το όποιο πήρε προφανώς από το φως πού φανερώθηκε εδώ). Περιμένοντας Ικανό καιρό μήπως φανερώ-νονταν άλλος μοναχός πού να ασκήτευε εκεί και να προσεύχονταν στην εικόνα και αφού δεν φανερώθηκε κανένας, πήραν την εικόνα μαζί τους στο κελί τους στον απέναντι βουνό. Το βράδυ εκείνο το φως, πού έβλεπαν, δεν ξαναφάνηκε, γεγονός πού τους επιβεβαίωσε ότι επρόκειτο για τη χάρη της Παναγίας. Όταν ξημέρωσε ή καινούργια ήμερα, ή εικόνα είχε εξαφανιστεί από το σημείο οπού την είχαν ακουμπήσει και προς μεγα-λύτερη έκπληξη τους το φως ξαναφάνηκε το επόμενο βράδυ. Επι-στρέφοντας στο σημείο πού είχαν βρει την εικόνα, είδαν πώς και αυτή είχε θαυματουργικά επιστρέψει εκεί! Αφού παρακάλεσαν μετά δακρύων να επιτρέψει ή Παναγία να πάρουν την εικόνα της, την επήραν , άλλα και πάλι δια νυκτός ή Παναγιά επέστρεψε στον τόπο της. Το γεγονός αυτό συνέβη αρκετές φορές ακόμα, όταν τελικώς φωτίστηκαν και κατοίκησαν μόνιμα κοντά στο σπήλαιο, οπού έφτιαξαν και μικρό ασκητήριο. Ή φήμη αυτή διαδόθηκε γρήγορα και έτσι και άλλοι μοναχοί ήρθαν εδώ και αποτέλεσαν την πρώτη αδελφότητα. Αργότερα, και συγκεκριμένα το 961 μ.χ. ο Νικηφόρος Φωκάς εκστράτευε εναντίον των Κρητικών που είχαν αλλαξοπιστήσει, αλλά λόγω του ενάντιου ανέμου που συνάντησε, ανα-γκάστηκε να σταματήσει στην Άνδρο. Θέλοντας να προσευχηθεί κάπου για το δύσκολο έργο πού είχε αναλάβει, οι κάτοικοι του νησιού του υπέδειξαν το ασκητήριο , πού είχαν φτιάξει οι προαναφερθέντες μοναχοί. Έτσι , ο Φωκάς επισκέφθηκε το μέρος και αφού προσκύνησε την Παναγία υποσχέθηκε πώς θα βοηθούσε τούς μοναχούς να φτιάξουν το μοναστήρι , πού θα τους προστάτευε από πιθανές επιθέσεις αν τελικά κατάφερνε να νικήσει στον πόλεμο. Ό Φωκάς, τελικά, ελευθέρωσε την Κρήτη και επέ-στρεψε στην Άνδρο , οπού άφησε πολλά χρήματα , με τα όποια οι μοναχοί έχτισαν τα πρώτα κτίρια της μονής, ή οποία ονομάστηκε στο εξής Ιερά Μονή Πανάχραντου προς τιμή της Παναγίας. Από την κτίση της Μονής και μέχρι το 1590, δεν διασώζεται, δυστυχώς , κανένα έγγραφο στο αρχείο της Μονής και ίσως σε αυτό να έπαιξε σημαντικό ρόλο ή μεγάλη περίοδος φραγκοκρατίας πού πέρασε ή Άνδρος ( 1200 – 1566 ). Από το 1590 όμως και μετά , οπού ή Άνδρος πέρασε στα χέρια των Τούρκων , το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη ακμή , με πρωτεργάτη το Μητροπολίτη τότε Άνδρου και Κέας Γαβριήλ. Την περίοδο αυτή , ανακαινίστηκε και το καθολικό της Μονής ( 1602 – 1608 ) και πήρε τη μορφή , πού έχει μέχρι σήμερα. Σιγά σιγά , ή δύναμη του μοναστηρίου άρχισε να μεγαλώνει και. έφτασε στο σημείο να περιλαμβάνει στο δυναμικό της περί τους 360 εγγεγραμμένους μοναχούς και κτηματική περιουσία στο μεγαλύτερο μέρος της Άνδρου, καθώς επίσης και μετόχια στην Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, τη Ρόδο και τη Σμύρνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Πελεκητῆς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πελεκητῆς φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Καρύτσας Καρδίτσης. Στα 1400 μέτρα, επάνω στο χείλος της απόκρημνης πλαγιάς των Αγράφων, ένα χιλιόμετρο βορειοδυτικά του χωριού Καρίτσα του Δήμου Λίμνης Πλαστήρα, το μοναστήρι της Παναγιάς Πελεκητής αποτελεί ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό δημιούργημα του 15ου αιώνα. Το εσωτερικό της, γεμάτο με πύλες και φυσικούς θόλους από το βράχο μέσα στον οποίο πελεκήθηκε, βρίσκεται ο μονόχωρος ναός της Ανάληψης του Σωτήρος με το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο επιχρυ-σωμένο τέμπλο και της σπάνιας τέχνης αγιογραφίες. Καμαροσκέπαστοι διάδρομοι και στοές μας οδηγούν στο δεύτερο ναό της μονής την Παναγιά Φανερωμένη. Είναι αθωνικού τύπου με αγιογραφίες του 1666 και εικόνες κρητικής τέχνης. Στο ισόγειο το μικρό, ζεστό αρχονταρίκι και στο δεύτερο όροφο το παλιό Ηγουμενείο με το περίεργο ανοιχτό τζάκι, τα παλιά αντικείμενα και τον αποστακτήρα. Οι ξύλινες σκάλες, τα κελιά, η μυστική καταπακτή, τα μικρά παράθυρα κι οι πολεμίστρες σε υποβάλουν σε μια Βυζαντινή ατμόσφαιρα, απόλυτα κατανυκτική. Η χρονολογία ίδρυσης της Ιεράς Μονής “χάνεται” κάπου ανάμεσα στην ιστορία και την παράδοση. Η παράδοση αναφέρει ότι το όνομα “Πελεκητή” οφείλει στο βράχο επάνω στον οποίο είναι κτισμένη, που κατά την παράδοση «πελεκίσθηκε» με ξύλινα εργαλεία, ύστερα από υπόδειξη της Παναγίας, που παρου-σιάστηκε στο όνειρο των μαστόρων. Η ίδρυση της Μονής άρχισε πιθανό-τατα στα τέλη του 15ου αιώνος από τον Πνευματικό Πορφύριο και ολοκληρώθηκε το 1529 στη σημερινή της μορφή από το Νέο Οσιομάρτυρα Δαμιανό (1515-1568), ο οποίος ιστορείται ως «κτήτωρ» σε δύο τοιχογραφίες της. Η μνήμη του οσιομάρτυρα Δαμιανού εορτάζεται στις 14 Φεβρουαρίου. Τη Μονή της Πελεκητής, ο Άγιος Δαμιανός την έκτισε προς το 1550. Η Ιερά Μονή αρχικά ήταν γνωστή ως “Μονή Αναλήψεως του Χριστού”, αργότερα ως “Παναγία Φανερωμένη” και τέλος επικράτησε το όνομα “Παναγία Πελεκητή”. Αγιογραφήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα και αποτελείται από δύο ναούς, τον Ιερό Ναό Αναλήψεως του Χριστού και το Καθολικόν της Μονής, και άλλα πολλά κτίσματα (ηγουμενείο, κελιά, τράπεζα, αποθήκες, κρυφό σχολείο, κ.α.). Είναι μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα, στεγασμένη με κυλινδρική καμάρα, με ενισχυτικό τόξο στο μέσο. Σύμφωνα με σχετική επιγραφή που υπάρχει εντός του Ναού, αγιογραφήθηκε το 1654 από τους αγιογράφους Ιωάννη, Νικόλαο Ιερέα και Ιάκωβο Ιερομόναχο. Ο δεύτερος Ναός είναι αφιερωμένος στην Παναγία Φανερωμένη. Είναι αθωνικού ρυθμού, με τρούλο και πλευρικούς χορούς, χωρίς εσωτερικούς κίονες. Οι τοιχογραφίες, όπως προκύπτει από σχετική επιγραφή που υπάρχει επάνω από τη θύρα εισόδου, άρχισαν το 1666 και ολοκληρώθηκαν το 1674 από τους αγιογράφους Ιάκωβο και το γιο του Δημήτριο. Η Μονή γενικώς διακοσμήθηκε με θαυμάσιες βυζαντινές τοιχογραφίες υψηλής τέχνης, με αυστηρές μορφές και ζωηρά χρώματα. Είναι θαυμαστές κυρίως για την αδρή εκφραστικότητα των αγίων που εικονίζονται. Ιδιαίτερα αξιόλογο για τη διακοσμητική του αρμονία είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της. Περίπυστη είναι η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Οδηγητρίας. Στην επανάσταση του 1821, όπως και όλες οι μονές των Αγράφων, έπαιξε κι αυτή σημαντικό ρόλο. Ο πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός υπήρξε προσκυνητής της Ιεράς Μονής και κήρυξε σε μεγάλη συγκέντρωση στο λαό της περιοχής της Νεβρόπολης των Αγράφων. Παρ’ όλο που το Μοναστήρι πέρασε δύσκολους καιρούς, κατάφερε να διασώσει μερικά από τα ανεκτίμητα κειμήλιά του. Σήμερα, σώζονται το Άγιον Ποτήριον, ο Σταυρός Αγιασμού, και η μεγάλη σιδερένια σφραγίδα της Ιεράς Μονής. Επίσης, σώζονται ελάχιστα βιβλία, από τα οποία τα περισσότερα είναι του 19ου αιώνα από το τυπογραφείο της Βενετίας και αρκετά μισοκατεστραμμένα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Περιβλέ-πτου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Περιβλέπτου φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῶν Πολιτικῶν Εὐβοίας. Σε πευκόφυτη χαράδρα και σε σημείο «ακατόπτευτον», κοντά στο χωριό Πολιτικά, υπάρχει η μονή της Παναγίας, που επανιδρύθηκε το 1969 μ.Χ. Οι αρχές της όμως, ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο, αφού τόσο το χωρίον Πολιτικά, όσο και η Μονή, σχετίζονται προς τη βυζαντινή Εύβοια. Το όνομα Πολιτικά, πιθανώς ετυμολογείται εκ συνοικισμού τινος Κωνσταντινουπολιτών και ονομασία της Μονής ως Περιβλέπτου, μαρτυ-ρούν τον σύνδεσμο της περιοχής αυτής μετά της Κωνσταντινουπόλεως. Από την εποχή εκείνη διασώθηκε μόνο το καθολικό, στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλλο, που ακουμπά σε τέσσερα στηρίγματα, και ένα μέρος από τον παλαιό περίβολο. Από τα υπάρχοντα στοιχεία τεκμαίρεται ότι η Μονή ανοικοδομήθηκε τον 11ο ή 12ο αιώνα μ.Χ. Σε σιγίλιο πατριαρχικό του 1582 μ.Χ. ο ναός μνημονεύεται ως «μονύδριον» και ως «εκκλησία του χωρίου εκ χρόνων αμνημονεύτων».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Πολυ-φέγγους. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Πολυφέγγους φυλάσσεται στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Νεμέας Κορινθίας. Μία μοναδική εμπειρία κατάνυξης και αρχιτεκτονικής σε περιμένει στο ανατολικό και απόκρημνο μέρος του βράχου με το μεσαιωνικό όνομα Πολυφέγγους, το λεγόμενο «βουνό της Παναγίας» όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι, στην είσοδο της Νεμέας. Εκεί θα βρεις την Παναγιά του βράχου, ερείπια μίας παλιάς εκκλησίας χτισμένη κυριολεκτικά μέσα στο σπήλαιο. Στο νότιο τμήμα του βράχου θα δεις επίσης έναν μοναδικό μεσαιωνικό οικισμό, τα απομεινάρια του οποίου μαρτυρούν ότι τα σπίτια είχαν χτιστεί εφαπτόμενα το ένα στο άλλο, ενώ στη ρίζα του βράχου υπάρχει δεξαμενή νερού προφανώς για την ύδρευση του οικισμού. Στην κορυφή του Πολυφέγγους υπάρχουν επίσης ερείπια ογκώδους τείχους με πολεμί-στρες! πρόκειται για το μικρό φρούριο του Πολυφέγγους που έλεγχε την στενή είσοδο προς την Νεμέα. Στον κατάλογο των φρουρίων του Πριγκηπάτου Μορεώς, του 1377, αναφέρεται ως «Santo Georgio de Polifengno» ενώ σε κείμενα της Τουρκοκρατίας αναφέρεται με το όνομα Άγιος Γεώργιος, που ήταν η τότε ονομασία της Νεμέας. Τα ερείπια της παλιάς εκκλησίας της Παναγιάς του Βράχου, μέσα στο σπήλαιο είναι ένα εντυπωσιακό θέαμα που πρέπει οπωσδήποτε να δεις από κοντά. Πρόκειται για το καθολικό της παλιάς μονής, το οποίο καλύπτει το ¼ του μήκους του κοιλώματος του σπηλαίου. Σε βραχώδη τοίχο του ερειπω-μένου ναού σώζονται ως σήμερα τοιχογραφίες άριστης τέχνης που θεω-ρούνται ότι είναι του 11ου ή 12ου αιώνα. Από αυτές ξεχωρίζουν η εικόνα της Υπαπαντής και του Αγίου Γεωργίου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την τοποθεσία της έδρας της Επισκοπή Πολυφέγγους που αναφέρεται από το 1292 έως το 1458, οπότε το κάστρο κυριεύθηκε από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Τότε άρχισε και η παρακμής της με την οριστική παύση της το 1608. Χειρόγραφο του Γάλλου Pouqueville (1730) αναφέρει ότι το Πολυφέγγος δεν είναι παρά «ένας ψηλός βράχος με 36 εκκλησίες, 60 σπηλιές και μια στέρνα», πιθανόν ως εκκλησίες να χαρακτηρίζει τα ασκητήρια των μοναχών. Η μεταβυζαντινή μονή της Παναγίας του Βράχου χτίστηκε μετά την καταστροφή του οικισμού του Πολυφέγγους και βρίσκεται σφηνωμένη στην ανατολική και εντελώς κάθετη πλευρά του μονολιθικού βράχου της Πολυφέγγους. Η τοπική παράδοση για τη δημιουργία της αναφέρει ότι στο σημείο όπου χτίστηκε έπεσε ένα μικρό αγόρι ο Λεόντιος, ο οποίος αργότερα βρέθηκε σώος και αβλαβής. Εκεί που βρέθηκε ο μικρός, χτίστηκε το καθολικό της Μονής. Πότε ακριβώς χτίστηκε όμως δεν γνωρίζουμε καθώς τα αρχεία κάηκαν από Τουρκαλβανούς το 1770. Σώθηκαν μόνο οι εικόνες του τέμπλου, κάποια ιερά σκεύη και η ορειχάλκινη κυκλική σφραγίδα της Μονής. Η σφραγίδα εικονίζει την Παναγιά να κρατά στην αγκαλιά της τον Ιησού και την επιγραφή «Μοναστήρι Παναγιάς Πολυφέγγους του Βράχου 1633». Επίσης μνημονεύεται σε Ενετικά έγγραφα του 1698. Η Παναγία του Βράχου γνώρισε μεγάλες δόξες από τις αρχές του 19ου αι. μέχρι και την εποχή του Καποδίστρια, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Πορταϊτίσσης, είς Ἀστυπάλαιαν.
Η εκκλησία της Παναγιάς της Πορταΐτισσας άρχισε να χτίζεται το 1762 μ.Χ. από τον Όσιο Άνθιμο (+ 4 Σεπτεμβρίου) ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλλονιά. Τελειώνοντας την εκκλησία έφυγε και πήγε στο Άγιον Όρος για να φτιάξει τις εικόνες, να έρθει να τις τοποθετήσει και να στολίσει την εκκλησία. Είπε, λοιπόν, στον τότε Αγιογράφο να του κάνει αντίγραφο της Πορταΐτισσας των Ιβήρων. Ο αγιογράφος λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την εικόνα. Τότε, λοιπόν ο Όσιος Άνθιμος παίρνει την εικόνα της Πορταΐτισσας των Ιβήρων, την εφάπτει με την Πορταΐτισσα της Αστυπάλαιας και μετά από ολονύχτια προσευχή είδαν το πρωί το πρόσωπο της Παναγίας αποτυ-πωμένο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Πωγω-νιανῆς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πωγωνιανῆς φυλάσσεται στή μονή Παναγίας Μολυβδοσκεπάστου τῆς Κόνιτσας. Η Ιερά Βασιλική, Πα-τριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Μολυβδοσκεπάστου βρίσκεται στην Περιφέρεια Ιωαννίνων κοντά στην κωμόπολη της Κόνιτσας, κοντά στο χωριό Μολυβδοσκέπαστη, που στη Ρωμαίϊκη – Βυζαντινή Περίοδο ήταν οικισμός γνωστός ως η Διπαλίτσα ή Δεπολίτσα. Η Ι. Μονή απέχει από τα Ιωάννινα 55 χλμ. και από την Κόνιτσα 20 χλμ. Βρίσκεται σε ση-μαίνουσα γεωστρατηγική θέση δίπλα στην ελληνοαλβανική μεθόριο, σε απόσταση μόλις 400 μέτρων, στη συμβολή των ποταμών Αώου και Σα-ρανταπόρου, στους πρόποδες του όρους Μερόπη – Νεμέρτσικα. Το ιδιαίτερο της θέσης της Ιεράς Μονής συμβάλλει καθοριστικά στην ανά-δειξη της Ιεράς Μονής ως ένα από τα εκλεκτότερα μνημειακά συγκρο-τήματα της Ηπείρου και ως σημείο αναφοράς της ελληνικής επικρά-τειας.Στους Ρωμαίϊκους – Βυζαντινούς χρόνους, σε μικρή απόσταση από την Μονή και από την πλευρά της κωμοπόλεως Λεσκοβίκι διέρχονταν παρακλάδι της Εγνατίας Οδού που συνέδεε την Βόρειο Ήπειρο με την Κόνιτσα και την υπόλοιπη Ελλάδα μέσω της γέφυρας της Μέρτζιανης μέχρι το 1944, όταν με την επικράτηση του Κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, οι δρόμοι έκλεισαν. Η Μονή ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο (668 – 685), καθώς επέστρε-φε από εκστρατεία στη Σικελία (671 – 672). Εφτά αιώνες αργότερα, στις αρχές του 14ου αιώνα, ανακαινίσθηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό Μέγα Δούκα Παλαιολόγο, που ήταν ο εγγονός του δεσπότη της Ηπεί-ρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα, το 1521, ανακαινίστηκε εκ νέου αυτή τη φορά από τους κατοίκους της Πωγωνια-νής. Η χρονική αυτή περίοδος ήταν η περίοδος που η Μονή Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της. Είχε μεγάλη περιουσία και μετόχια μέχρι και στη Ρουμανία ενώ στους χώρους της λειτουργούσε σχολή, εργαστήριο χειρογράφων και πλούσια βιβλιοθήκη. Από τον 12ο έως και τον 17ο αιώνα, η Σταυροπηγιακή Ιερά Μονή Παναγίας Μολυβδοσκεπάστου λειτούργησε και ως έδρα της Αρχιεπισκο-πής Πωγωνιανής. Επί Τουρκοκρατίας η Μονή απετέλεσε πνευματικό, πολιτισμικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής. Ενδεικτικά στοιχεία της περιόδου αυτής είναι τα εξής: Από τον 14ο αιώνα λειτουργούσε σχολή χειρογράφων. Σ’ αυτήν ιεροδιδάσκαλοι δίδασκαν χειρογραφία σε μονα-χούς και λαϊκούς. Πολλοί λόγιοι και συγγραφείς της εποχής αποφοίτησαν από τη συγκεκριμένη σχολή. Η Ιερά Μονή διατηρούσε μεγάλα μετόχια στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ρασιω-τίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ρασιωτίσσης φυλάσσεται στόν ὁμώ-νυμο ναό τῆς Καστοριᾶς. Ένας απ’ τους σημαντικότερους ιερούς ναούς της Καστοριάς, όσον αφορά τις τοιχογραφίες, είναι ο αφιερωμένος στην Παναγία, την επονομαζόμενη Ρασιώτισσα.. Ο εν λόγω ναός, σύμφωνα με την κτιτορική του επιγραφή, οικοδομήθηκε το έτος 14111. Τότε αγιο-γραφήθηκε κι ένα τμήμα (μόνον;) της εξωτερικής υπέρθυρης επιφάνειάς του, από άγνωστό μας, αλλά πολύ αξιόλογο καλλιτέχνη, πιθανότατα του λεγόμενου “Καστοριανού εργαστηρίου”. Η υπόλοιπη, εσωτερική τοιχο-γράφηση του ναού έγινε το έτος 1553, μάλλον απ’ τον φημισμένο αγιο-γράφο φράγκο Κατελάνο και με δαπάνη της οικογένειας του Καστο-ριανού άρχοντα Σταμάτιου Σιρόβα. Η μοναδική παράσταση που ανήκει στην Α’ φάση τοιχογράφησης του μνημείου (έτ. 1411) φιλοτεχνήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, από δόκιμο Καστοριανό (;) αγιογράφο και απεικονίζει την Παναγία Γλυκοφιλούσα να πλαισιώνεται από δύο σεβίζοντες αγγέλους. Η τοιχογραφία αυτή, που είναι εντυπωσιακή και αξιοπρόσεχτη, παρουσιάζεται αναλυτικά στο κείμενο που ακολουθεί. Η παρουσιαζόμενη απεικόνιση της Παναγίας Ρασιώτισσας βρίσκεται, όπως έχει ήδη σημειωθεί, στην πρόσοψη του ομώνυμου ναού της Καστοριάς, επάνω απ’ τη δυτική θύρα του, κι εκτείνεται απ’ τη θέση του βόρειου σταθμού της, μέχρι το νότιο άκρο του ίδιου τοίχου. Η όλη παράσταση αναπτύσσεται κάτω από τρία συνεχόμενα. Στο κεντρικό και μεγαλύτερο σε άνοιγμα και ύψος τόξο εικονίζεται η Παναγία στον τύπο τής Γλυκο-φιλούσας, να κρατάει με τα δύο της χέρια τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της. Η Θεοτόκος κλίνει έντονα τη φωτοστεφανωμένη κεφαλή της προς τον Υιόν της και ταυτόχρονα στρέφει το βλέμμα της στους πιστούς. Η μύτη της είναι μακριά, λεπτή και κυρτή, ενώ η έκφρασή της ήρεμη, γλυκιά και κάπως μελαγχολική. Φοράει βυσσινί μαφόριο με κρόσσια στον αριστερό της ώμο. Ο ανήλικος Χριστός βρίσκεται, όπως προαναφέρθηκε, σχεδόν ξαπλωμένος στην αγκαλιά της μητέρας Του, προσβλέπει σ’ αυτήν, ακουμπάει το μάγουλό Του στην αριστερή της παρειά και κρατάει με το αριστερό χέρι το πηγούνι της. Ο μικρός Κύριος φοράει κοντό καμίσιο, που αφήνει ακάλυπτες τις κνήμες Του. Οι δύο άγγελοι εικονίζονται ολόσωμοι, ο καθένας κάτω απ’ το αντίστοιχο τόξο, να προσκλίνουν στη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο και να την ατενίζουν σεβίζοντες. Τα πρόσωπα τους είναι νεανικά, οι παρειές τους ροδοκίτρινες και η κόμη τους σγουρή και καστανόχρωμη. Με το ένα χέρι τους κρατούν σκήπτρο, που απολήγει σε σχηματοποιημένο κρινάνθεμο, και με το άλλο δέονται στην Παναγία και τον Σωτήρα Υιό της. Ο άγγελος που βρίσκεται αριστερά φοράει φαιοπράσινο χιτώνα και ιμάτιο, ενώ ο άλλος πράσινο λαχανί χιτώνα και κεραμιδί ιμάτιο. Η σεπτή μορφή της Παναγίας πλαισιώνεται και ορίζεται απ’ την επιγραφή ΜΗ[ΤΗ]Ρ Θ[ΕΟ]Υ Η PACIOTHCA, ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥCΑ, ενώ η αγία κεφαλή τού κάθε αγγέλου επιστέφεται απ’ την επιγραφή ΑΓΓΕΛΟC Κ[ΥΡΙΟ]Υ. Η εικονογραφική σύνθεση της Παναγίας Ρασιώτισσας, εξεταζόμενη ως προς τα τεχνο-τροπικά της στοιχεία, φανερώνει ότι ο δημιουργός της ήταν ένας έμπειρος και δεξιοτέχνης αγιογράφος, που κατείχε άριστα την εικαστική παράδοση και κίνηση του καιρού του (α’ μισό του 15ου αι.). Τα πρόσωπα στην εν λόγω σύνθεσή του διακρίνονται για την πλαστικότητα τους, τη φυσιο-κρατική τους χροιά και τις ομαλές διαβαθμίσεις των χρωματικών τόνων. Ο προπλασμός των γυμνών μερών τους έγινε με ωμή ώχρα, ενώ οι γλυκασμοί με υποκάστανα χρώματα και ελαφρό ρόδινο. Οι σκιές είναι λίγες και περιορίζονται στις όψεις των αγγέλων, στην αριστερή παρειά, στο λαιμό και πάνω απ’ τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της Θεοτόκου, καθώς και στους δακρυγόνους ασκούς και τον εξωτερικό κανθό τους. Γενικά, η παράσταση της Παναγίας Ρασιώτισσας είναι ένα εμπνευσμένο και ιδιότυπο έργο Καστοριανών (;) δημιουργών του 15ου αι., που διακρίνεται και εντυπωσιάζει με την υψηλή πνευματικότητα και τα έντονα συγκινη-σιακά του στοιχεία. Το επώνυμο “Ρασιώτισσα”, που συνοδεύει και καθο-ρίζει την εξεταζόμενη απεικόνιση της Γλυκοφιλούσας Θεοτόκου, είναι, απ’ όσο γνωρίζουμε, μοναδικό και αποκλειστικό της. Απαντάται δηλαδή μόνο στην υπόψη εικόνιση. Η εν λόγω επωνυμία είναι δυσερμήνευτη και γι’ αυτό πολλάκις απασχόλησε τους βυζαντινολόγους μελετητές, αναφορικά με την προέλευση και τη σημασία της. Ένας απ’ αυτούς, ο Γ. Γούναρης υπέθεσε και διατύπωσε τις ακόλουθες δύο σχετικές απόψεις: α) Ότι το επίθετο “Ρασιώτισσα” έχει σχέση με τον πρώτο κτίτορα του ναού (έτ. 1411), που ίσως ονομάζονταν Ρασιάς ή Ρασιώτης. β) Ότι η όλη παράσταση πιθανόν ν’ αποτελεί αντίγραφο κάποιας λατρευτικής φορητής εικόνας, που ο τύπος της προέρχονταν απ’ την περιοχή Rascia (Ράσκια) της Σερβίας. Μία τρίτη σχετική άποψη που κατατίθεται είανι του Γιώργου Τ. Αλεξίου, και είναι η εξής: Το εξεταζόμενο επώνυμο “Ρασιώτισσα” της Θεοτόκου παράγεται, πιθανόν, απ’ το αρχαίο ρήμα “ράσσω”, που σημαίνει χτυπώ, ρίχνω κάτω, πατάσσω, καταρρίπτω. Εάν ισχύει αυτό, τότε κατά συνακολουθία, η Ρασσιώτις (με δύο σίγμα) και Ρασσιώτισσα είναι η Κυρία, που με την υπέρτατη αρετή της και δια του Θεού – Υιού της πάταξε την αμαρτία, νίκησε το Διάβολο, διαχρονικά δε χτυπάει και συντρίβει τους ασεβείς Αγαρηνούς και τους λοιπούς εχθρούς του φιλόχριστου έθνους μας. Η εξεταζόμενη παράσταση της Παναγίας Ρασιώτισσας ανήκει σ’ έναν αξιόλογο εικονογραφικό τύπο της Θεοτόκου Γλυκοφιλούσας – δεξιοκρατούσας, ο οποίος παρουσιάζει έντονα συγκινησιακά στοιχεία και είχε μεγάλη διάδοση στην Καστοριά και γενικότερα στη Μακεδονία, κατά τον 15ο αιώνα. Η εν λόγω απεικόνιση είναι, σύμφωνα με τους βυζαντινο-λόγους ερευνητές, ένα πρώιμο αλλά και σπουδαίο έργο του λεγόμενου Καστοριανού εργαστηρίου, που τοιχογράφησε τουλάχιστον πέντε ναούς της Καστοριάς και πολλά μνημεία της ευρύτερης περιοχής της. Το κύριο γνώρισμα της τέχνης τού υπόψη εργαστηρίου είναι η στενή εικονο-γραφική και τεχνική σχέση του με την βυζαντινή παράδοση, ενώ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι η ζωντανή έκφραση στα πρόσωπα με τις πλατιές φωτεινές επιφάνειες και τις ελάχιστες σκιές, καθώς και οι επιδράσεις της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής, κυρίως στις λεπτομέρειες των σκηνών.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σαλα-μιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σαλαμιώτισσας φυλάσσεται στήν Πάφο. Ένα χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του χωριού Σαλαμιού βρίσκεται η ιερά Μονή της Παναγίας Ελεούσης, της πρόσφατα επονομαζόμενης Σαλαμιώ-τισσας. Το μικρό αλλά ωραίο εκκλησάκι είναι το μόνο κτίσμα που απέμεινε από την παλαιά Μονή, η οποία έκλεισε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, αφού μετά την επανάσταση του 1821 οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν σε νέους μοναχούς να μονάσουν, αυξά-νοντας συγχρόνως και τη φορολογία όλων των Μονών, το λεγόμενο «χαράτσι». Η ιστορία της Μονής είναι σχεδόν άγνωστη. Τα λίγα όμως υπάρχοντα στοιχεία μαρτυρούν την ύπαρξη της Μονής τουλάχιστον από τις αρχές του 16ου αιώνα. Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει ότι το 1788 το Μοναστήρι ανήκε διοικητικά στη Μητρόπολη Πάφου. Παλαιότερη αναφορά για την ύπαρξη της Μονής υπάρχει σε Οθωμανικό έγγραφο που φέρει την υπογραφή του Καδή Mohamud και τη σφραγίδα του Ναΐπη Mehmed Hussein που διορίζει τον Παπά – Παρθένιο από το Μοναστήρι της Σαλαμιούς, κατά το έτος 1656, ως κηδεμόνα και διαχειριστή της περιουσίας κάποιου Φιλίππου, που πέθανε αφήνοντας μικρό ορφανό. Αναμφίβολα το μικρό εκκλησάκι που υπάρχει σήμερα και που είναι κτίσμα του 16ου αιώνα (πιθανώς το 1550 μ.Χ.) ήταν το καθολικό, ίσως και δευτερεύων ναός της Μονής. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Σαλαμιώτισσας χρονολογείται από τις αρχές του 13ου αιώνα και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπήρχε η Μονή από τον 13ο αιώνα. Άλλωστε ο 11ος και 12ος αιώνας θεωρούνται ως οι αιώνες κατά τούς οποίους υπήρξε μεγάλη άνθηση της μοναχικής ζωής στην Κύπρο, αφού με την οριστική ανάκτησή της από τούς Βυζαντινούς, ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β ὁ Βουλγαροκτόνος επέτρεψε την ίδρυση νέων Μοναστηριών και την αφιέρωση κτηματικής περιουσίας στα ήδη υπάρχοντα. Ο μεγάλος ξύλινος σταυρός που ανήκει στα ιερά κειμήλια της Μονής έχει δυσανάλογο μέγεθος για το μικρό εκκλησάκι και οι σκαλιστές πέτρες που ανευρέθησαν κατά τις τελευταίες ανασκαφές, οι οποίες σχηματίζουν αψίδα, μας ωθούν στο να πιστεύουμε ότι ίσως να υπήρχε μεγαλύτερος Ναός με πλουσιότερο διάκοσμο από τον εναπομείναντα έως σήμερα. Σε κώδικα της Μητρόπολης Πάφου αναφέρεται ότι ο τελευταίος μοναχός κοιμήθηκε μεταξύ των ετών 1825 και 1830. Ο μοναχός αυτός υπήρξε προηγουμένως έγγαμος ιερέας, ο οποίος αφιερώθηκε στη μοναχική ζωή μετά την κοίμηση της πρεσβυτέρας του. Ως διάκονος αφιέρωσε στη Μονή εικόνα της Θεομήτορος κατά το έτος 1808 (εικόνα τέμπλου). Ο ιερέας αυτός καταγόταν από τη Σαλαμιού και οι απόγονοί του, «η οικογένεια των παπάδων», φθάνουν μέχρι και των ημερών μας, με συνεχόμενη την παράδοση της ιεροσύνης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σκαφι-διωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σκαφιδιωτίσσης φυλάσσεται στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σκαφιδιᾶς Ἠλείας. Η Ιερά Μονή Σκαφιδιάς βρίσκεται 10 μόλις χλμ από τον Πύργο και δίπλα από τα καταγάλανα νερά του Ιονίου, στις εκβολές του ποταμού Ιάρδανου. Έκθαμβος θα μείνει ο επισκέπτης αντικρύζοντας από μακριά το μεσαιω-νικό φρούριο που το περιστοιχίζει. Το μοναστήρι της Παναγίας της Σκαφιδιώτισσας, από την οποία πήρε το όνομα, κτίστηκε το 10ο αιώνα μ.χ. Εκτός από την αξιόλογη αρχιτεκτονική του, έχει και πολλούς θησαυρούς, όπως ιερά σκεύη, άμφια, λειψανοθήκες, στολές, όπλα, εικόνες, νομίσματα, αναθήματα και το λάβαρο της Μονής από χειροκέντητη εικόνα με αφιέρωση στην Παναγία. Σημαντικό είναι το αρχείο της Μονής και η βιβλιοθήκη με πολλά χειρόγραφα βιβλία, που αναφέρονται σε λειτουργικά, μουσικά, αγιογρα-φικά και άλλα θέματα, αλλά και στην ιστορία της Μονής και τη συμμετο-χή της στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σουμελᾶ.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σουμελᾶ φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή Καστανιᾶς Βεροίας. H θαυματουργή εικόνα της Παναγίας σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου εκκλησίας είναι έργο του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά. Το όνομα Σουμελά ετυμολογείται από το όρος μελά και του ποντιακού ιδιώματος ‘σού’, που σημαίνει «εις το» ή «εις του» και έγινε Σουμελά «εις του Μελά». Mετά το θάνατο του, βρίσκεται για ένα διάστημα στην Αθήνα και από τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα τη συναντούμε στο όρος μελά, σε απόσταση 46 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα του Ευξεινου Πόντου, την Τραπεζούντα. Το 386 μ.Χ. με Βαθιά πίστη και απόλυτη εμπιστοσύνη το πρόσωπο της οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος ιδρύουν το μοναστήρι της όπου ως των ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολής έζησαν εκατοντάδες μοναχοί και ασκητές. Άξιο θαυμασμού είναι το μεγάλο πνευματικό, εθνικό και κοινωνικό έργο της Σουμελιώτισσας, ιδιαίτερα μετά την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Γίνεται το σύμβολο και η ελπίδα των Ελληνoποντίων που καταφεύγουν στην προστασία της και βρίσκουν παρηγοριά και ασφάλεια. Κάτω από την προστασία της οι υπόδουλοι Έλληνες βρίσκουν τη δύναμη να αγωνιστών ενάντια στις τουρκικές διώξεις, στα βασανιστήρια, στους εξισλαμισμούς και κατά τα τελευταία πριν από την ανταλλαγή χρόνια να σηκώσουν το βαρύ σταυρό της εξόντωσης από τη σχεδιασμένη από το επίσημο τουρκικό κράτος σατανική τακτική της γενοκτονίας όπου θυσιάστηκαν 350.000 Έλληνες του Πόντου. Μέσα στο βαρύ της τυραννίας κλίμα, είναι κέντρο γραμμάτων και παιδείας, εκπαιδεύοντας ιερείς και δάσκαλους, δρώντας ανασταλτικά στον οδοστρωτήρα του εκτουρκισμού και στην απώλεια της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, ανατρέποντας το ηθικό των Ελλήνων με την ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας και της θρησκευτικής ελευθερίας. Ήρθαν όμως και τραγικές μέρες που τίποτε δεν μπορούσε να ματαιώσει τον ξεριζωμό που επιβλήθηκε, με τη συνθήκη της Λωζάνης. Κανέναν από τους τότε ισχυρούς της γης δεν συγκίνησε ο θρήνος, τα μαρτύρια και το ξεσπίτωμα ενός λαού που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις προγονικές του εστίες θύμα μιας ανίερης εμπορικής ανταλλαγής. Με τον ξεριζωμό το εικόνισμα της Παναγίας θάφτηκε από τους τελευταίους μοναχούς στα αγιασμένα χώματα της. Δέκα χρόνια θαμμένη χωρίς προσκυνητέςπερίμενε την απελευθέρωση της. Η απεριόριστη αγάπη τον ξεριζωμένων στη Σουμελιωτησσα, η αθεράπευτη νοσταλγία τους για τις αξέχαστες πατρίδες θεριεύει την ελπίδα της απελευθέρωσης της που πρόβαλε σαν ένα επιτακτικό καθήκον στο νου και τη συνείδηση δύο εκλεκτών τέκνων του Πόντου, τον μητροπολίτη Ξάνθης Πολύκαρπου Ψωμιάδη και του υπουργού Λεωνίδα Ιασωνίδη οι οποίοι ζήτησαν τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου για την απε-λευθέρωση της εικόνας. Μετά την έγκριση του αιτήματος από τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, πήγε στον Πόντο ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος από τους τελευταίους μοναχούς της μονής και ύστερα από αγωνιώδεις προσπάθειες βρήκε την εικόνα, τον πολύτιμο σταυρό με το τίμιο ξύλο που είχε δωρίσει στο μοναστήρι ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Εμμανουήλ Γ΄ο μέγας Κομνηνός και το χειρόγραφο Ευαγ-γέλιο του οσίου Χριστόφορου που είχαν ενταφιαστεί μαζί με την εικόνα, τα μετέφερε στην Αθήνα και τα παρέδωσε στον μητροπολίτη Τραπε-ζούντας και κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο Φιλιππίδη, όπου εκείνος το εναπόθεσε προσωρινά στο βυζαντινό μουσείο Αθηνών. Από εδώ και ύστερα μια άλλη ιστορία γράφεται στον ελλαδικό χώρο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σπηλιανῆς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς νήσου τῆς Νισύρου.
Χτισμένη σ΄έναν ψηλό βράχο στο Κάστρο του Μανδρακίου βρίσκεται η Μονή της Παναγίας της Σπηλιανής. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1400 μ. Χ. ένας γεωργός ανακάλυψε μια μικρή εικόνα της Παναγίας, την οποία και μετέφερε στο ναό της Παναγίας της Ποταμίτισσας. Λίγες μέρες αργότερα όμως η εικόνα εξαφανίστηκε για να βρεθεί στη συνέχεια σε μια σπηλιά στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου. Οι κάτοικοι την επέστρεψαν στο ναό αλλά το περιστατικό επαναλήφθηκε. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να χτιστεί στη σπηλιά μια εκκλησία όπως και έγινε λίγα χρόνια αργότερα. Ανεβαίνοντας ο επισκέπτης 130 σκαλοπάτια φτάνει στην ιερή σπηλιά και αντικρίζει το αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1725 μ.Χ. Επάνω σε αυτό εδράζονται οι εικόνες του Ιησού, της Θεοτόκου με το Βρέφος, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Αγίου Χαραλάμπου. Η εικόνα της Παναγίας, επενδυμένη από ασήμι, είναι αμφιπρόσωπη: στο πίσω μέρος εικονίζεται ο Άγιος Νικόλαος ενώ στο άλλο η Παναγία με το Βρέφος, φιλοτεχνημένη με την τεχνοτροπία της ρώσικης σχολής. Λέγεται ότι στο αριστερό χέρι της Παναγίας βρίσκεται η μικρή εικόνα που είχε ανακαλυφθεί τον 13ο αιώνα μ.Χ. Η εικόνα είναι θαυματουργή, γι αυτό και τον 15 Αύγουστο πλήθος προσκυνητών επισκέπτεται το νησί.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταλαντίου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ταλαντίου φυλάσσεται στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀραχναίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀργολίδος καί κατ’ ἔτος, κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μεταφέρεται στήν ὁμώνυμη μονή. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἐπί Τουρκοκρατίας, οἱ βοσκοί ἔβλεπαν τίς νύχτες ἕνα λιγοστό φῶς νά καίει στό βουνό. Κάποια νύχτα ἀπεφάσισαν νά δοῦν τί συμβαίνει. Καί ὤ τοῦ θαύματος! Εϋρέθησαν μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μέ εὐλάβεια τή μετέφεραν στό χωριό. Ἀργότερα ἐζήτησαν ἀπό τόν Τοῦρκο Ἀγᾶ, Μεχμέτ Κιουτσούκ, τήν ἄδεια νά κτισθεῖ μοναστήρι. Ἔτσι ἱδρύθηκε ἱ ἱερά μονή Ταλαντίου, τόν 15ο αἰώνα μ.Χ., ὅπου κεί ἐτοποθετήθηκε ἡ θαυματουργή εἰκόνα, ἡ ὁποία λέγεται ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ 14ου αἰῶνος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τήνου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλάσσεται στό ὁμώνυμο ἱερό Προ-σκύνημα τῆς Τήνου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης τῆς Τρικουκκιᾶς.
Στά δυτικά τῆς ὑψηλότερης κορυφῆς τοῦ Τροόδους τῆς Κύπρου καί νοτιοδυτικά τοῦ χωριοῦ Πρόδρομος εὑρίσκεται τό μικρό καί παλαιό μοναστήρι τῆς Παναγίας Ἐλεούσας τῆς Τρικουκκιᾶς ἤ Τρικουκκιώτισσας. Γιά τήν πρέλευση τῆς ὀνομασίας «Τρικουκκιᾶς» ἤ «Τρικουκκιώτισσας» ὑπάρχουν διάφορες παραδόσεις καί ἀπόψεις. Κατά μία ἄποψη ἡ ὀνομασία αὐτή προέρχεται ἀπό τό δασικό καί κοσμητικό δένδρο «μελικοκκιά» ἤ μελικουκκιά»2, πού στήν Ἑλλάδα καί στήν Κύπρο εἶναι γνωστό καί ὡς «κοκκονιά», ἀπό τήν ὁποία προῆλθε καί ἡ ὀνομασία «κόκκος» καί «κύκκος». Ὑπάρχει καί ἡ παράδοση, πού λέγει, πώς ἡ ὀνομασία αὐτή ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι τό μοναστήρι αὐτό εἶχε κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας τό δικαίωμα νά παίρνει πρός συντήρησίν του τά τρία κουκκιά ἀπό τή δεκάτη, τό ἕνα τρίτο τῶν είσοδημάτων τοῦ τσιφλικιοῦ τῶν Κουκλιῶν τῆς Πάφου, πλήν ὅμως τό μοναστήρι ἔφερε τό ὄνομα «Τρικουκκιά» πρίν ἀκόμη ἀποκτήσει δικαιώματα ἀλλοῦ. Ἐπικρτατέστερη εἶναι ἡ γνώμη, πώς ἡ ὀνομασία τοῦ μοναστηριοῦ ἔχει τήν προέλευσή της ἀπό τό ἐκεῖ παραγόμενο φυτό «τρίκοκκο» ἤ «τρικουκκιά»3, ἕνα εἶδος μοσφιλιᾶς, τῆς ὁποίας ὁ καρπός ἔχει τρεῖς κόκκους.
Τό μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Τρικουκκιᾶς ἦταν περίφημο ὄχι φυσικά γιά τή θαυμάσια θέση, στήν ὁποία εἶχε ἀνεγερθεῖ, ἀλλά κυρίως γιά τήν ἀρχαία καί θαυματουργό, «ὀμβροφόρον» (βροχο-φόρο) εἰκόνα του. Τήν εἰκόνα αὐτή εἶχε ζωγραφίσει, κατά τήν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Τοῦτο τουλάχιστον ἐπιστεύετο κατά τούς μεσαιω-νικούς χρόνους, καθώς ἀναφέρει ὁ χρονογράφος Estienne de Lusignan (1537-1590), ὁ ὁποῖος μάλιστα γράφει, πώς ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τρικουκκιᾶς σέ περιόδους ἀνομβρίας μεταφερόταν μέ μεγάλη πομπή στή Λευκωσία, ὅπου τήν ὑποδέχονταν μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια Ἕλληνες καί Λατῖνοι κληρικοί, καί ὕστερα ἀπό λιτανεία της στούς δρόμους ἐντός τῶν τειχῶν τῆς πρωτεύουσας, ἐπαναφερόταν στή μονή της4.
Ἡ ἱερά εἰκόνα ἑορτάζει, ἐπίσης, τήν Τρίτη τῆς Διακινησίμου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Φιδιω-τίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Φιδιωτίσσης φυλάσσεται στό ναό τοῦ χωριοῦ Μαρκόπουλο Κεφαλληνίας. Στην Κεφαλονιά στο χωριό Μαρκό-πουλο υπάρχει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της “Φιδιώτισσας”. Πήρε το όνομα Φιδιώτισσα από ένα θαύμα της, το οποίο θυμίζει κάθε χρόνο στους προσκυνητές της. Ψηλά στην πλαγιά του χωριού Μαρκό-πουλο (στη νότια Κεφαλονιά), πριν χρόνια οι χωρικοί είδαν ένα δέντρο (σχίνο) να καίγεται και οι φλόγες να ανεβαίνουν πολλά μέτρα ψηλά. Το δάσος πήρε φωτιά σκέφτηκαν. Ανησύχησαν και έτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά για να μην καεί το δάσος και το χωριό. Όταν έφθασαν οι χωρικοί είδαν το δέντρο εντελώς καμένο και στην καμένη ρίζα του ήταν ακουμπισμένη μια πολύ όμορφη εικόνα της Παναγίας, που η φωτιά δεν την άγγιξε. Οι χωρικοί συγκινημένοι πήραν την εικόνα στα χέρια τους, την προσκύνησαν και χαρούμενοι την κατέβασαν στο χωριό και την τοποθέτησαν στην εκκλησία του χωριού τους, που ήταν στην πλατεία. Το επόμενο πρωί πήγαν και οι άλλοι χωρικοί στην εκκλησία για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας. Όμως η εικόνα έλειπε και δεν βρισκόταν πουθενά. Κάποιος πήγε στο βουνό και βρήκε την εικόνα στο καμένο δέντρο, την κατέβασε στο χωριό και ρωτούσε ποιος την πήγε εκεί. Έτσι οι κάτοικοι αποφάσισαν να κλειδώσουν την εκκλησία. Όμως τρεις φορές η εικόνα έλειπε και την ξανάβρισκαν στο καμένο δέντρο. Τότε οι χωρικοί πίστεψαν πως η επιθυμία της Παναγίας είναι να βρίσκεται εκεί και γι’ αυτό έχτισαν μία εκκλησία και έβαλαν μέσα σε ένα ωραίο εικονοστάσι την Παναγία. Μετά από λίγο καρό χτίστηκε μοναστήρι γυναικών. Οι μοναχές προσεύχονταν καθημερινά στην Παναγία. Ένα πρωί είδαν να πλησιάζουν πειρατικά καράβια και να ανηφορίζουν πειρατές στο μοναστήρι με σκοπό να το λεηλατήσουν. Τότε οι μοναχές φοβήθηκαν και ζήτησαν την προστασία της Παναγίας. Κι αυτή έκανε το θαύμα της. Φίδια κύκλωσαν το μοναστήρι κι όταν πήγαν οι πειρατές φοβήθηκαν κι έφυγαν. Οι μοναχές σώθηκαν και ευχαρίστησαν την Παναγία. Από τότε κάθε χρόνο κατά τις ημέρες της εορτής εμφανίζονται φίδια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χρυσο-λεοντίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χρυσολεοντίσσης φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς νήσου τῆς Αἰγίνης. Στο κέντρο της Αίγινας υψώνεται το ξακουστό μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας. Κτίστηκε με τη βοήθεια της Παναγίας το 1600-14 και ανακηρύχτηκε σταυροπηγιακή και πατριαρχική Μονή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χρυσορ-ροϊατίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Χρυσορροϊατίσσης ἤ Χρυσογαλακτούσσας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς Πάφου Κύπρου. Η μεγαλοπρεπής και πανέμορφη ιστορική Μονή της Παναγίας της Χρυσορρογιάτισσας ή Χρυσορροϊάτισσας βρίσκεται περίπου δύο χιλιό-μετρα νοτιοδυτικά του χωριού Πάνω Παναγιά στην Πάφο. Η Μονή πήρε το όνομα της από την εικόνα της Παναγίας η οποία προσφέρει χρυσό γάλα από χρυσές ρώγες και για αυτό λέγεται χρυσογαλακτούσα και χρυσορρογιάτισσα. Σήμερα όμως, ίσως από πουριτανική σεμνοτυφία, λανθασμένα εξηγείται στους προσκυνητές αλλά και στους Κυπρίους ότι αποκαλείται έτσι από κάποιο χρυσό ρόδι, ή γιατί είναι κτισμένη σε βουνό με το όνομα Ρογιά. Η προσκυ-νηματική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Χρυσορροϊάτισσας που είναι δεξιοκρατούσα στον τύπο της Ελεούσας πιστεύετε ότι είναι μία από τις εβδομήντα που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα ρίχτηκε στη θάλασσα της Ισαυρίας στη Κιλικία, από μια ευλαβή γυναίκα κατά την περίοδο της εικονομαχίας για να σωθεί από την καταστροφή και τα κύματα την μετέφεραν στο λιμανάκι του χωριού Αχέλειας, γνωστό ως Μουλιά, στη Πάφο όπου έμεινε σε μικρό σπήλαιο για 400 περίπου χρόνια. Το δεκαπενταύγουστο του 1152 μ.Χ., ο ασκητής Ιγνάτιος οδηγούμενος από μεγάλο φως βρήκε την εικόνα και τη μετέφερε στο ασκητήριο του στο βουνό Κρεμαστή. Με υπόδειξη της Παναγίας ο Ιγνάτιος μετέφερε την εικόνα από το ασκητήριο του και ανέγειρε την πρώτη μικρή Μονή της Χρυσορρωγιάτσσας στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα. Παλιά η Μονή ήταν ένα φτωχό μετόχη του Κύκκου αλλά κατέστη αυτοτελής όταν Μητροπολίτης Πάφου ήταν ο Άγιος Πανάρετος (1768 – 1790 μ.Χ.), ο οποίος μερίμνησε το 1768 μ.Χ. και έκτισε το σημερινό ναό της Μονής που είναι μονόκλιτη βασιλική και αντικατέστησε την παλιά μικρή εκκλησία. Σημαντική για την ιστορία της Μονής είναι η χαλκογραφία της Παναγίας της Χρυσορρωγιάτισσας με δέκα μικρο-γραφίες στο πλαίσιο της όπου διηγούνται την ίδρυση του Μοναστηριού και τα Θαύματα της Παναγίας. Τη χαλκογραφία είχε παραγγείλει ο Ιωακείμ, ένας πολύ δραστήριος ηγούμενος της Μονής (1794 – 1821 μ.Χ.) στον Ιωάννη Κορνάρο από την Κρήτη ο οποίος εργαζόταν τότε στην Κύπρο. Οι Παραστάσεις αυτές αναφέρονται στην ιστόρηση της εικόνας από τον Απόστολο Λουκά και την θαυματουργή μεταφορά της στην Κύπρο καθώς και σε έξι θαύματα που της αποδίδονται.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χωστῆς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χωστῆς φυλάσσεται στό χωριό Βαθύ Καλύμνου.