του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Φρόυντ καταγίνεται μὲ τὶς αἰτίες ποὺ προκαλοῦν τὸ ὄνειρο, ἐπικεντρώνοντας τὸ ἐνδιαφέρον του κατὰ τὸ πλεῖστον στοὺς φυσικοὺς ἐρεθισμοὺς μὲ ἀναφορὲς καὶ συμπεράσματα τῆς ἐπιστήμης τῆς βιολογίας. Τὸ ὄνειρο παύει νὰ εἶναι θεόπεμπτο καὶ θεωρεῖται ὡς ἀποτέλεσμα βούλησης ὑπερφυσικῶν δυνάμεων. Ἡ ἐπιστήμη ἀναζητᾶ «ἂν τὸ ἐρέθισμα τοῦ ὀνείρου ἦταν πάντα το ἴδιο ἢ ἂν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πολλαπλό, καὶ ἀπὸ πότε ἐτέθη τὸ ἐρώτημα ἂν ὁ αἰτιολογικὸς ἐρεθισμὸς τοῦ ὀνείρου ἀνῆκε στὴν ψυχολογία ἢ στὴν φυσιολογία». Οἱ αἰτίες τὰ ἐπακόλουθα καὶ οἱ πηγὲς ἀποδεικνύονται μὲ πολλαπλοὺς τρόπους ἀποδιδόμενα στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα. Ὁ Φρόυντ διακρίνει τεσσάρων εἰδῶν πηγές: 1.«Ἐξωτερικὸς ἐρεθισμὸς τῶν αἰσθήσεων (ἀντικειμενικός). 2. Ἐσωτερικὸς ἐρεθισμὸς τῶν αἰσθήσεων (ὑποκειμενικός). 3. Ἐσωτερικὸς ἐρεθισμὸς τοῦ σώματος (ὀργανικός). 4. Καθαρὸς ψυχικὸς ἐρεθισμός». Στὸ φάσμα τῆς ψυχοπνευματικῆς ἑνότητας ἡ παρεμβολὴ ἐντυπωσιακῶν εἰκόνων καὶ ἤχων λαμβάνεται ὡς μιὰ ἐνόχληση ἀπὸ ἕνα ἐρέθισμα ποὺ διαταράσσει τὴν ὁμαλὴ ροὴ τοῦ ὕπνου, τὸ δὲ ὄνειρο κρίνεται ὡς ἀντίδραση σὲ αὐτὴ τὴ διαταραχή.
Ἐξωτερικοὶ ἐρεθισμοὶ τῶν αἰσθήσεων
Ξεκινώντας μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ πειράματος τοῦ Στρύμπελ ὅπου ἕνας ἀσθενὴς ὑποβάλλεται σὲ πλήρη ἀναισθησία καὶ ἐλλείψει αἰσθητηριακῶν ἐντυπώσεων κοιμᾶται, ὁ Φρόυντ περιγράφει κατ’ ἀναλογία τοῦ πειράματος τὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλουμε ὅταν θέλουμε νὰ κοιμηθοῦμε. Τὴν φάση τῶν αἰσθήσεων σὲ κατάσταση ἐντελέχειας τὴν παρομοιάζει μὲ θύρες ποὺ κλείνουμε ἑκούσια, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθεῖ κάθε αἴσθηση ἐρεθίσματος. Ὡς πιὸ σημαντικὴ θύρα ἀναφέρει τὰ μάτια μας ἐνῶ εἶναι σαφὲς ὅτι ὅλα τα ὄργανα τῶν αἰσθήσεων παραμένουν σὲ κατάσταση ἐνεργητικότητας καὶ ὅτι δὲν καταργοῦνται, ἕνας ὅμως ἰσχυρὸς ἐρεθισμὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ξυπνήσει.
Αὐτὸ κατὰ τὸν Φρόυντ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ σύνδεση ψυχῆς μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο δὲ διακόπτεται. Ἐρεθισμοὶ τῶν αἰσθήσεων λοιπὸν μετατρέπονται σὲ πηγὲς ὀνείρων. Ἱκανὸς ἀριθμὸς καταγεγραμμένων ὀνείρων βεβαίωσε τὴ χρονικὴ συμφωνία ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ ἐρεθίσματος καὶ περιεχομένου τοῦ ὀνείρου.
Βέβαια ὁ αἰσθητηριακὸς ἐρεθισμὸς ἑκούσιος ἢ ἀκούσιος (κίνηση τοῦ σώματος, συμπτωματικὸς θόρυβος κλπ.) καθὼς προκαλεῖ τὸ ὀνειρικὸ γεγονὸς ἐμφανίζεται τροποποιημένος, αὐτοστιγμεί, ἐνῶ τὸ ὑποκείμενο στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀγνοεῖ τὴν πραγματική του μορφή. Ἐνδεικτικὰ παραδείγματα ποῦ ἐνισχύουν τὴν θέση αὐτὴ ποὺ ὑποστηρίζει τὴ συνάφεια ἐρεθίσματος καὶ περιεχομένου τοῦ ὀνείρου ἀποτελοῦν οἱ παρατηρήσεις τοῦ Μώρυ. Ἃς μνημονέψουμε λοιπὸν τὴν πρώτη: «τοῦ γαργαλοῦν τὰ χείλη καὶ τὴν ἄκρη τῆς μύτης μὲ ἕνα φτερό. – Ὀνειρεύεται ἕνα φριχτὸ βασανιστήριο, ποὺ τοῦ ἔβαλαν μιὰ μάσκα ἀπὸ πίσσα στὸ πρόσωπο καὶ ὕστερά του τὴν τράβηξαν μαζὶ μὲ τὸ δέρμα». Ἡ σχέση ὅμως ποὺ συνδέει τὸ ἐρέθισμα τοῦ ὀνείρου μὲ τὸ ἴδιο τό ὄνειρο δὲ μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ ὡς μοναδικὴ χωρὶς νὰ παραγνωριστεῖ ἡ συμβολὴ τῶν ἀντικειμένων αἰσθητηριακῶν ἐρεθισμῶν στὴν πρόκληση τῶν ὀνείρων, καὶ στὴν πιθανὴ ἐξήγησή τους. Ἡ ψυχή μας δὲν ἀναγνωρίζει τὸ ἀντικειμενικὸ αἰσθητηριακὸ ἐρέθισμα ποὺ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀδυναμία σωστῆς ἑρμηνείας τῆς αἰσθητηριακῆς ἀντίληψης, ἐκτὸς ἐὰν ἡ ἐντύπωση εἶναι διαρκὴς καὶ ἰσχυρὴ καὶ ἐντὸς χρονικῶν ὁρίων ποὺ νὰ ἐπιτρέπουν αὐτὴ τὴ διεργασία.
Ἡ ἀπουσία αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων ὁδηγεῖ στὸ σχηματισμὸ παραισθήσεων ὅμοιων μὲ αὐτὲς ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε στὴν ἐγρήγορση. Ὅπως ὅταν ἀδυνατοῦμε νὰ προσδιορίσουμε σωστὰ ἕνα ἀπομακρυσμένο ἀντικείμενο στὴ συνέχεια ἡ ἀρχική μας ἐντύπωση διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὴν πραγματικὴ εἰκόνα ὅταν τὸ πλησιάσουμε καὶ ἀποσαφηνιστεῖ ἡ παράστασή του. Παρόμοια ἡ γνώση τῆς προέλευσης τῶν ἀφυπνισμένων εἰκόνων δὲν εἶναι ἐφικτὴ οὔτε μπορεῖ νὰ διευκρινιστεῖ ὁ κύκλος τῶν ἀναμνήσεων ἀπὸ ὅπου προέρχονται καθὼς καὶ οἱ συνειρμοὶ ποὺ τὶς κινητοποίησαν.
Γίνεται ἀντιληπτὸ λοιπὸν ὅτι ὅλα αὐτὰ καθορίζονται χωρὶς νὰ ὑπακούουν σὲ κανόνες ποὺ μποροῦν νὰ ὁρισθοῦν ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς οἱ ἀντικειμενικοὶ αἰσθητηριακοὶ ἐρεθισμοὶ ὑποβοηθοῦν τὴ γέννηση τῶν ὀνείρων ἐνῶ ἡ σημασία ποὺ μποροῦν νὰ πάρουν εἶναι τρεπτή. Αὐτὴ ἡ διαπίστωση μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀναζήτηση καὶ ἄλλων ἀφορμῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὴν ἀνάσυρση κύκλου παραστάσεων λιγότερο συνηθισμένων ὅπως τὸ ὄνειρο τοῦ Μὰξ Σιμόν: «ἔβλεπε γιγαντιαία ἄτομα καθισμένα γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι καὶ ἄκουγε τὸ φοβερὸ τρίξιμο τῶν σαγονιῶν τους. Καθὼς ξυπνοῦσε ἄκουσε τὸ ποδοβολητὸ ἑνὸς ἀλόγου ποὺ κάλπαζε μπροστὰ στὸ παράθυρό του». Γεγονὸς ποὺ συμβαίνει σὲ πολλοὺς ποὺ μὲ τὸ ξύπνημά τους συνεχίζουν ἀκόμη νὰ βιώνουν τὸ ὄνειρο.
Ὑποκειμενικοὶ ἐρεθισμοὶ – οἱ ἐσωτερικοὶ
Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε ὁ ρόλος ποὺ παίζουν οἱ ἀντικειμενικοὶ αἰσθητηριακοὶ ἐρεθισμοὶ στὴν πρόκληση τοῦ ὀνείρου κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου εἶναι σχετικός. Ἡ ἰδιοσυστασία καὶ ποσοτικὴ ἀναλογία τους δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἑρμηνευθεῖ τὸ σύνολο τῶν ὀνειρικῶν εἰκόνων. Ἔτσι λοιπὸν στὴν προσπάθεια γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ τὸ ὄνειρο ἀναγνώσθηκε ἕνας πρόσθετος ὑποκειμενικὸς ἐρεθισμὸς τῶν αἰσθητηριακῶν ὀργάνων ποὺ καλεῖται ἐσωτερικός. Δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ὀπτικὰ ἢ ἠχητικὰ ἐρεθίσματα ἐντός του πεδίου πρόσληψης, τὰ ὁποῖα δέχονται τὰ ἀντίστοιχα ὄργανα τῶν αἰσθήσεων χωρὶς βέβαια νά ἑστιάζουν σὲ αὐτά, τὰ ὁποῖα ἀφήνουν ἴχνη ποὺ στὴ συνέχεια θὰ τροφοδοτήσουν τὶς ὀνειρικὲς παραισθήσεις.
Ἀκολούθως ὅσα δημιουργοῦν εἶναι ἕνα ζωηρὸ ἀποτύπωμα στὸν ἀμφιβληστροειδῆ μας χιτώνα ἀπολήγοντας στὴν προβολὴ φανταστικῶν μορφῶν καὶ τὰ «φωτεινὰ σημεῖα», ποὺ τὸ συνθέτουν προβάλλονται στὸ ὄνειρο σὲ ἴσες ἀριθμητικὰ καὶ διαφορετικὲς εἰκόνες. Ὁ παλμὸς αὐτὸς τῆς φωτεινῆς ἀπροσδιοριστίας γεννᾶ ἴσα ἀριθμητικὰ ἀντικείμενα μὲ τὶς εἰκόνες ποὺ εἶναι σὲ κίνηση. Σὲ αὐτὴ τὴ λειτουργία ἀποδίδεται ἡ ροπὴ τοῦ ὀνείρου «νὰ φαντάζεται διάφορα εἴδη ζώων, ποὺ ὁ πλοῦτος τῶν μορφῶν τους συνδέεται μὲ τὴν ὄψη ὑποκειμενικῶν φωτεινῶν εἰκόνων».
Χαρακτηριστικό τῶν ὑποκειμενικῶν αἰσθητηριακῶν ἐρεθισμῶν ὡς ὑπόθεση εἶναι πηγὴ ὀνειρικῶν εἰκόνων καὶ ἡ ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ συμπτωματικὰ γεγονότα. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὸ Φρόυντ αὐτὰ ὅλα προσφέρονται ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καὶ μηδαμινὰ στὴ παρατήρηση καὶ στὸ πείραμα. Δέχεται ὅμως τὴν ἐπίδραση ἀπὸ τὴν παρουσία «ὑπναγωγικῶν ψευδαισθήσεων», ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἔντονες εἰκόνες ποὺ ἐναλλάσσονται καὶ παράγονται κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου, δηλαδὴ πρόκειται γιὰ παραστάσεις ποὺ γιὰ ἀπειροελάχιστο χρονικὸ διάστημα συνεχίζουμε νὰ τὶς βλέπουμε στὸ πρῶτο μετὰ τὸν ὕπνο ἄνοιγμα τῶν ματιῶν μας.
Οἱ εἰκόνες αὐτὲς ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὸ ὄνειρο καὶ ἐντοπίζονται στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου. Ἐπιπλέον ἐμφανίζονται ὅταν τὸ πνεῦμα ἀτονεῖ καὶ ἡ προσοχὴ λύνεται. Στὴ φάση αὐτὴ αὐτὸς ποὺ ὀνειρεύεται βρίσκεται σὲ λήθαργο κατάσταση ποὺ παράγεται ἡ ὑπναγωγικὴ ψευδαίσθηση μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐναλλάσσεται ὁ ὕπνος μὲ τὴν ἐγρήγορση. Ἡ διαδικασία αὐτὴ τελειώνει, ὅταν τὸ ἄτομο βρεθεῖ σὲ κατάσταση βαθέως ὕπνου.
Ἡ σχέση τῶν ἐσωτερικῶν ἐρεθισμῶν μὲ τὸν ὀργανισμὸ
Ἡ ἔρευνα τῶν ἐσωτερικῶν πηγῶν τοῦ ὀνείρου δυνητικὰ καταλήγει στὴν ἐξέταση τοῦ ὀργανισμοῦ. Τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα ὅταν εἶναι σὲ κατάσταση «ἐρεθισμοῦ ἢ ἀρρώστιας» μποροῦν νὰ καταστοῦν πηγὲς ἐντυπώσεων, καὶ ἐνεργοῦν ὅπως τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα. Σὲ κατάσταση ὕπνου ἡ συνείδηση τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ σῶμα βαθαίνει καὶ διευρύνεται σὲ βαθμὸ ποὺ δὲ συμβαίνει ὅταν τὸ ἄτομο εἶναι σὲ ἐγρήγορση.
Ἐρεθισμοὶ ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ σώματος ποὺ ἀγνοοῦσε ἡ ψυχὴ ὅταν τὸ ἄτομο εἶναι ξύπνιο ἐπιδρᾶ πάνω του καὶ προστίθενται στὴ συνείδησή του. «Ὁ Ἀριστοτέλης ἤδη θεωροῦσε δυνατὸν νὰ μᾶς ἐπισημάνει ἀρρώστιες ποὺ ἦταν στὴν ἀρχή τους καὶ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὶς προσέξουμε ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι (κι’ αὐτὸ ἐξ αἰτίας τῆς μεγέθυνσης τῶν αἰσθήσεών μας) στὴ διάρκεια τοῦ ὀνείρου». Τέτοια παραδείγματα ὀνείρων ὑπάρχουν καὶ στὰ νεότερα χρόνια, ποὺ διευκολύνουν τὶς διαγνώσεις. (σχετικὴ ἀναφορὰ γίνεται στὰ ὅσα διηγεῖται ὁ Τισσὲ στὸ πείραμα τοῦ Μπερνὲφ στὴ σ. 38)
Μὲ ὅλα ὅσα ἀναφέραμε δὲ σημαίνει πὼς προϋπόθεση γιὰ τὰ ὄνειρα ἀποτελοῦν οἱ ὀργανικὲς διαταραχές, καθότι ὄνειρα βλέπουν καὶ τὰ ὑγιῆ ἄτομα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φανερώνει ὅτι ἡ ἐντελεχὴς εὐαισθησία ποὺ ἔχουμε ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι περιορίζεται στὴ καταγραφὴ μόνον ἐντυπώσεων ποιότητας, μὲ τὴ συμβολὴ ὅμως τῶν ὀργάνων μας ποὺ πιθανὸν νὰ γιγαντώνεται τὴ νύχτα. Τὰ ὀργανικὰ ἐρεθίσματα γίνονται ἀποδεκτά σέ ὅτι ἀφορᾶ τὸ σχηματισμὸ τοῦ ὀνείρου. Ἡ ἀκριβὴς ἀπόδοσης τῆς σχέσης μεταξύ τῶν δύο προϋποθέτει τὴν ἱκανότητα τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀνείρων νὰ ἀποτυπώσει τοὺς συγκεκριμένους ἐρεθισμοὺς ποὺ προκάλεσαν τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀνείρου, τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι αὐτὸ ποὺ τοὺς ἀποκαλύπτει.
Θὰ μπορούσαμε ὅμως νὰ κάνουμε λόγο καὶ γιά μιὰ ὁμάδα ὀνειρικῶν εἰκόνων ποὺ ἐμφανίζονται σὲ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους μὲ ὅμοιο ὅμως περιεχόμενο, καὶ καλύπτονται ἀπὸ μιὰ κοινὴ ἑρμηνεία. Στὴν ὁμάδα αὐτὴ κατατάσσονται τὰ «ὄνειρα πτώσης ἀπὸ ἕνα ὕψος, πτώσης δοντιοῦ, πτήσης στὸν ἀέρα … κ.τ.λ.». Τὰ ὄνειρα αὐτὰ ἀποκαλοῦνται τυπικὰ ἢ ὁμαλὰ ὄνειρα, καὶ ἀποδίδονται σὲ ἐναλλαγὴ παρόμοιων ἐρεθισμῶν προκαλώντας κάποιο αἴσθημα, καὶ καθὼς διακόπτονται συμπτωματικὰ καὶ ἐπανέρχονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, προβάλλοντας αὐτομάτως τὸ αὐτὸ αἴσθημα. Ἡ ἐπαναφορὰ τοῦ αἰσθήματος στὴ συνείδηση μορφοποιεῖται σὲ ἕνα ὄνειρο πτώσης. Αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἑρμηνείας ἀναζητᾶ μιὰ ἐξήγηση ποὺ κατὰ τὸν Φρόυντ προέρχεται ἀπὸ μία κατὰ τὸ δοκοῦν ἐπιλογὴ τῶν ὁμάδων τῶν ὀργανικῶν αἰσθημάτων γιὰ νὰ φθάσει σὲ κάποια ἑρμηνεία ποὺ μᾶλλον βολεύει παρὰ ἐξηγεῖ.
Σὲ ἕνα ἀνάλογο πνεῦμα στοχεύει ἡ ἀπόπειρα τοῦ Μ. Σιμὸν καὶ τὸ πείραμα τοῦ Μάουρλυ Βὸλντ ὥστε νὰ διατυπώσει κανόνες ποὺ ἀφοροῦν σὲ ἀντίστοιχα ὄνειρα μὲ σκοπὸ νὰ διευκρινιστεῖ ἡ σχέση ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα καὶ στοὺς ὀργανικοὺς ἐρεθισμούς. Τὰ ἀποτελέσματα ποὺ προκύπτουν δὲ κρίνονται ἐπαρκῆ γιὰ νὰ ἐξηγήσουν «τὴν ἐλευθερία ποὺ διατηροῦν οἱ εἰκόνες ποὺ ἀναπλάθονται στὰ ὄνειρα», ἀκόμη καὶ μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς θεωρίας τῶν ὀργανικῶν ἐρεθισμῶν.
Ἐρεθισμοὶ τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου
Οἱ σχέσεις τοῦ ὀνείρου καὶ ἐγρήγορσης ἔχοντας τὴν πηγὴ τῶν ὑλικῶν πραγματώνονται καὶ ἐνεργοποιοῦνται σ’ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη παλαιότερων καὶ νεότερων συγγραφέων ὅπως: α) ὅτι οἱ ἄνθρωποι ὀνειρευόταν αὐτὸ ποὺ εἶχε κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον τους στὴν κατάσταση τῆς ἐγρήγορσης, καὶ β) ὅτι τὸ ὄνειρο λειτουργεῖ καὶ ἀντίστροφα ὅπως τὸ ὅτι ὁ κοιμώμενος ὀνειρεύεται τὶς περισσότερες φορὲς πράγματα ποὺ δὲν ἀνήκουν σὲ αὐτὰ ποὺ προκαλοῦν τὶς πιὸ δυνατὲς ἐντυπώσεις κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας. Ἀνασύρονται ὅμως ὅταν ἡ σημασία τους φθίνει παίρνοντας χρονικὴ μετάθεση. Ἔτσι οἱ ἔγνοιες τῆς ἡμέρας μαζὶ μὲ τοὺς ὀργανικοὺς ἐξωτερικοὺς ἐρεθισμοὺς ποὺ λαμβάνουμε στὸν ὕπνο δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ δώσουν ἐξήγηση στὴν αἰτιολογία τοῦ ὀνείρου. Πρόσθετα ψυχικὰ αἴτια τῶν ὀνείρων ἀκόμη δὲν μᾶς εἶναι γνωστά.
Οἱ ἐξηγήσεις ποὺ δίδονται δὲ καλύπτουν τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πῶς σχηματίζονται οἱ χαρακτηριστικὲς ὀνειρικὲς εἰκόνες, οὔτε ἀναφέρονται στὴν συμβολὴ τοῦ πνεύματος ὡς μίας ἀκόμη ἀνεξάρτητης πηγῆς τῶν ὀνείρων χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἐκκίνησής τους ὁ ἐξωτερικὸς ἐρεθισμός. Μπαίνει λοιπὸν τὸ ζήτημα ἂν οἱ σκέψεις τῶν ὀνείρων ἔρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἔξω ἡ ἂν ὑπάρχουν ὄνειρα μὲ ἀπολύτως ψυχικὴ προέλευση. Οἱ ἀπόψεις ποὺ ἐκφράζονται τείνουν ἢ νὰ ἐλαττώσουν τὴν ψυχικὴ συμμετοχή, ἢ νὰ ἀναγνωρίσουν μιὰ κοινὴ ἐνέργεια ἐξωτερικῶν ἐρεθισμῶν καὶ ψυχικῶν ἀφορμῶν. Παρόλα αὐτὰ ὁ Φρόυντ σχολιάζοντας τὴν κρατοῦσα ἄποψη τῶν ψυχιάτρων τῆς ἐποχῆς του, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει καμιὰ ἀνεξαρτησία στὴν ψυχὴ ἐπιμένοντας στὴν ὑπεροχὴ τοῦ ἐγκεφάλου στὸν ὀργανισμό, καὶ παραβλέπει ὁποιονδήποτε «αὐθορμητισμὸ στὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἴδιας της ζωῆς» ἀποκλείοντας συγχρόνως κάθε ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν μεταφυσικὴ οὐσία τῆς ψυχῆς διαγράφοντας τὴν ἰσχύ της.
Ὁ Φρόυντ ἐπισημαίνει τὴ τάση τῶν ψυχιάτρων νὰ ἀπορρίπτουν τὸ ψυχικὸ ὡς ἄμεση αἰτία ἑνὸς φαινομένου, καταφεύγοντας πάντα σὲ «βαθύτερη ἔρευνα ἡ ὁποία κατορθώνει νὰ ἀποκαλύψει τὰ ὀργανικά του θεμέλια». Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Φρόυντ εἶναι ἔκδηλη σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων ὡς πεπερασμένων.