τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυς Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Ὅ Ἅγιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τά Εὐχάϊτα καί ἔζησε στήν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου[1], στήν ἀρχαία χώρα τῆς Βιθυνίας, ἐπί Λικινίου (307-323 μ.Χ.). Κατεῖχε ἀνώτερο βαθμό στό στρατό τῆς Ἀνατολῆς. Στό Συναξάρι ἀναφέρεται, ὅτι ἦταν «στρατιωτικός ἔνδοξος, ὡραῖος τήν παράστασιν, εἵλκυεν εἰς φιλίαν τούς πάντας καί διά τῆς λαμπρότητος τοῦ λόγου ἐσαγήνευε τούς ἀκούοντας».
Ὅταν ὁ Λικίνιος διέτριβε στή Νικομήδεια, ἄκουσε περί τοῦ Θεοδώρου ὅτι εἶναι Χριστιανός καί βδελύσσεται τά εἴδωλα. Ἀμέσως ἀπέστειλε στήν Ἡράκλεια ἀνώτερους ἀξιωματούχους, γιά νά τόν συνοδεύσουν μέ τιμή στή Νικομήδεια. Ἀλλ’ ὁ Θεόδωρος διεμήνυσε διά τῶν ἰδίων ἀπεσταλμένων στόν Λικίνιο, ὅτι γιά πολλούς λόγους ἡ παρουσία του στήν Ἡράκλεια ἦταν συμφέρουσα καί τόν προέτρεπε νά μεταβεῖ ἐκεῖ. Ἀποδεχθείς τήν πρόταση ὁ Λικίνιος μετέβη στήν Ἡράκλεια, ὅπου τόν προϋπήντησε μέ λαμπρότητα ὁ Θεόδωρος, πρός τόν ὁποῖο ὁ Λικίνιος ἅπλωσε τό χέρι ἐλπίζοντας ὅτι διά τοῦ Θεοδώρου θά προσείλκυε τούς Χριστιανούς στή θρησκεία τῶν εἰδώλων. Κάποια ἡμέρα, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὁ Λικίνιος προέτρεψε τόν Θεόδωρο νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε καί ἐζήτησε νά τοῦ δοθοῦν τά χρυσά καί ἀργυρά ἀγαλματίδια τῶν θεῶν, γιά νά προσφέρει σ’ αὐτά θυσία στόν οἶκο του ἰδιωτικά καί μετά νά προσφέρει δημόσια τίς θυσίες. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος ἔλαβε τά ἀγαλματίδια τά ὁποῖα ἐκομμάτιασε καί ἐμοίρασε τά χρυσά καί ἀργυρά αὐτῶν στούς πτωχούς. Ὁ ἑκα-τόνταρχος Μαξέντιος εἶδε τήν κεφαλή τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης στά χέρια ἑνός πτωχοῦ, καί κατέδωσε τό γεγονός στό Λικίνιο, ὁ ὁποῖος ἐθεώρησε τόν Θεόδωρο ὡς ἐμπαίκτη καί καταφρονητή τῶν εἰδώλων. Γιά τό λόγο αὐτό τόν συνέλαβαν καί ἀμέσως ἄρχισαν νά τόν ὑποβάλουν σέ πολυειδεῖς τιμωρίες. Τόν ἐκτυποῦσαν, ἔκαιγαν καί ἔγδερναν τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Στή συνέχεια οἱ δήμιοι τόν ἐσταύρωσαν καί διεπέρασαν στά πόδια, τά χέρια καί τά κρυφά μέλη διά περώνης, ἐτόξευσαν στό πρόσωπο μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά ἐκχυθοῦν τά μάτια του καί τόν ἄφησαν ἐπάνω στό σταυρό. Ὁ Λικίνιος, φοβούμενος τήν ὀργή τοῦ ὄχλου, διέταξε νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ὁ φόβος παρεχώρησε στή χαρά, καί ἡ λύπη καί ὁ κόπος στήν ἀνάπαυση.
Τό σεπτό σκήνωμά του μετετέθη, στίς 8 Ἰουνίου, ἀπό τήν Ἡράκλεια στό προγονικό κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στά Εὐχάϊτα, κατά τήν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τήν ὁποία ἐξέφρασε πρό τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στό γραμματέα του Οὔαρο[2]. Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει στίς 8 Ἰουνίου τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Ζαχαρίου.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας εἶναι ὁ ἐνδέκατος ἀπό τούς ὀνομα-ζόμενους Μικρούς Προφῆτες. Καταγόταν ἀπό τό γένος τοῦ ᾿Ισραήλ καί τή φυλή τοῦ Λευΐ. Ἐγεννήθηκε στήν πόλη Γαλαάδ τῆς Παλαι-στίνης κατά τήν περίοδο τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας καί τό ὄνομά του σημαίνει, στήν ἑλληνική γλῶσσα, μνήμη Θεοῦ, ἐκεῖνον δηλαδή τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἐνθυμεῖται. Ἦταν υἱός τοῦ Βαραχίου. Ὁ παπποῦς του Ἀδδώ ἦταν πιθανῶς ἀρχηγός ἱερατικῆς οἰκογένειας.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας ἄρχισε νά προφητεύει κατά τό δεύτερο ἔτος τοῦ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπους, κατά μῆνα Νοέμβριο τοῦ ἔτους 520 π.Χ. Γιά νά ἐνθαρρύνει τούς Ἰουδαίους στό ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ τους προφέρει τίς προφητεῖες του, μέ τίς ὁποῖες προτρέπει, παρηγορεῖ, δείχνοντας τό λαμπρό μέλλον, τό ὁποῖο ἐπιφυλάσσεται στόν Ἰσραήλ, συνδυάζοντας αὐτό μέ τήν ἐποχή τοῦ Μεσσίου. Στό βιβλίο του ἀναφέρονται, ἐπίσης, οἱ προφητεῖες περί τῆς ἀργίας τῶν Προφητῶν, τῶν ἱερέων καί τῶν Σαββάτων, περί τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἐθνῶν, περί τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ, περί μελλούσης κρίσεως καί τοῦ θριάμβου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας ἐκοιμήθηκε σέ βαθύ γῆρας καί ἐνταφιάσθηκε κοντά στόν τάφο τοῦ Προφήτου Ἀγγαίου. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395 μ.Χ.) ἔκτισε ναό ἀφιερωμένο στόν Προφήτη Ζαχαρία στή μονή τῆς Ἁγίας Δομνίκης Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, ἐπίσης, τοῦ Προφήτου ὑπῆρχε στό βουνό τοῦ Αὐξεντίου, σέ τόπο πού ἐκαλεῖτο «Θέατρο».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Μάρθας καί Μαρίας, τῶν αὐταδέλφων, καί τοῦ ὁσιομάρτυρος Λυκαρίωνος.

Οἱ Ἁγίες Μάρθα καί Μαρία ἦταν ἀδελφές, οἱ ὁποῖες ἔζησαν κατά τήν περίοδο τῶν ἀνελέητων διωγμῶν των Χριστιανῶν ἀπό τούς ἄθεους καί ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες. Συνέβη, λοιπόν, νά εὑρεθοῦν οἱ δυό ἀδελφές ἐνώπιον τοῦ εἰδωλολάτρου ἐπάρχου τῆς πόλεως. Μέ τόλμη ἐφανέρωσαν, ὅτι εἶναι Χριστιανές. Ὁ ἔπαρχος ἀγωνίσθηκε νά νικήσει τήν πίστη τῶν δύο γυναικῶν λέγοντας, ὅτι θά ἦταν θλιβερό γι’ αὐτές νά χάσουν τή ζωή τους σέ τόσο νεαρά ἡλικία. Ἐκεῖνες ἀπάντησαν, ὅτι ἡ παροῦσα ζωή εἶναι νύκτα καί ὅτι τό φῶς τό ἀνέσπερο εἶναι πέρα ἀπό τό σκοτάδι τοῦ τάφου. Τήν ἴδια μαρτυρία ὁμολόγησε καί ὁ Μάρτυς Λυκαρίων, πού ἦταν μοναχός. Ὁ ἔπαρχος διέταξε νά ἀποθάνουν μέ σταυρικό θάνατο. Οἱ στρατιῶτες ἐκαθήλωσαν τούς Μάρτυρες ἐπί τοῦ σταυροῦ. Οἱ παρόντες εἰδωλολάτρες ἐθαύμαζαν τή νεανική ἐκείνη γενναιότητα καί ἀνδρεία. Τότε ὁ ἔπαρχος ἐδιέταξε τούς δήμιους νά ἀποκόψουν τίς κεφαλές αὐτῶν.

῎Ετσι, οἱ δύο ἀδελφές, Μάρθα καί Μαρία, καί ὁ Ὅσιος Λυκαρίων, ἀπό ἀγάπη στόν Θεό, παρέδωσαν τίς ἅγιες ψυχές τους στά χέρια τοῦ Κυρίου τους καί ἔλαβαν ἀπό Αὐτόν τό στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Νικηφόρου καί Στεφάνου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Νικηφόρος καί Στέφανος ἐμαρτύρησαν, ἀφοῦ τούς καταξέσκισαν τίς σάρκες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Περγέτου.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καί ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Περγέτου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀγαθαγγέλου.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν Ἐπί-σκοπος Δαμασκοῦ[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Φιλαδέλφου καί Πολυκάρπου.
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Φιλάδελφος καί Πολύκαρπος ἦσαν μοναχοί ἀσκητές καί ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σάββα, ἀρχιεπισκόπου Σερβίας.

Ὁ Ἅγιος Σάββας Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1271.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μακαρίου, ἐπισκόπου Πάφου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πάφου τῆς Κύπρου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1688.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!