† Μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀγάθης.
῾Η Ἁγία Μάρτυς Ἀγάθη καταγόταν ἀπό τήν Κατάνη τῆς Σικελίας[1]. Τό λατινικό Μαρτύριον[2], πού εἶναι καί ἀρχαιότερο, ὅπως καί τό Ἐγκώμιον, πού συνέταξε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος[3], δέν ἀναφέρουν τήν ἰδιαίτερη πατρίδα τῆς Ἁγίας Ἀγάθης. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Μεταφραστής σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τό Παλέρμο[4]. Τήν πληροφορία αὐτή υἱοθέτησαν ἀβασάνιστα καί οἱ ὑπόλοιποι Συναξαριστές, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι. Τήν καταγωγή τῆς Ἁγίας Ἀγάθης ἀπό τήν πόλη τῆς Κατάνης ἐνισχύει καί ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Ἄργους, στό Ἐγκώμιον πού ἔγραψε γιά τόν σικελικῆς καταγωγῆς, ἀπό τήν πόλη τῆς Κατάνης, Ἐπίσκοπο Μεθώνης Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρει μάλιστα ὅτι στήν πόλη αὐτή ἡ Ἁγία ἐγεννήθηκε, ἀνατράφηκε καί ἐμαρτύρησε[5].
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη προερχόταν ἀπό εὐγενική καί εὔπορη οἰκογένει-α. Οἱ γονεῖς της ἦσαν εἰδωλολάτρες καί πρέπει νά τούς ἔχασε σέ μικρή ἡλικία. Ὅμως, ἡ Ἁγία ἀπό παιδί ἔβαλε στήν καρδιά της τόν Χριστό καί ἀφιερώθηκε στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐμαρτύρησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἄρχισε, ὅταν ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Χριστό. Πρῶτα ἀσκήθηκε σ’ αὐτήν ἕνας ψυχικός βιασμός, πού εἶχε διάρκεια τριάντα ἡμερῶν, χωρίς ὅμως νά τήν κάμψει. Βλέποντας ὁ ἔπαρχος τῆς Σικελίας Κυντιανός, ἄνθρωπος μέ ἄγρια ἔνστικτα, τή σταθερότητα τῆς Ἁγίας, προσπάθησε νά μεταστρέψει τό φρόνημά της καί νά θυσιάσει στούς θεούς. Ὕστερα τήν παρέδωσε σέ κάποια ἄπιστη γυναίκα, πού τήν ὀνόμαζαν ᾿Αφροδισία, καί τίς θυγατέρες της, γιά νά τήν πείσουν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη της στόν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε ὁ Κυντιανός ἀπό τήν Ἀφροδισία ὅτι ἡ Ἁγία Ἀγάθη παρέμιενε ἄκαμπτη, ἐπλημμύρισε ἀπό ὀργή. Ἐδιέταξε νά τήν ὁδηγήσουν μπροστά του καί ἄρχισε πάλι τίς ἀπειλές. Στό διάλογο πού ἀκολούθησε, ἡ Ἁγία ὑπεστήριξε μέ πνευματική ἀνδρεία καί παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας της ὅτι εἶναι δούλη Χριστοῦ. Ἐκατηγόρησε εὐθέως τόν ἔπαρχο ὅτι πιστεύει σέ ξόανα καί, μάλιστα, ἀναρωτήθηκε, πῶς ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος παρουσιάζεται μέ τήν πίστη του τόσο ἀνόητος. Ὁ ἔπαρχος, μόλις ἄκουσε αὐτό, ἐράπισε τήν Ἁγία. Καί διέταξε νά τήν κρεμάσουν καί νά τή λογχίσουν. Παρά τούς φρικτούς πόνους, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐξακολουθοῦσε νά ὁμολογεῖ τήν πίστη της στόν Χριστό καί νά δηλώνει ὅτι τά βασανιστήρια τῆς προξενοῦν χαρά, γιατί εἶναι πρόσκαιρα. Ὁ Κυντιανός, ἔξαλλος ἀπό ὀργή, διέταξε νά τῆς ἀποκόψουν τό μαστό. Ὕστερα ἀπό τή φρικώδη αὐτή πράξη τήν ὁδήγησαν στή φυλακή.
Μόλις ἐπλησίασαν τά μεσάνυκτα, ἐπισκέφθηκαν τήν Ἁγία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μέ μορφή γέροντος, καί ἕνας Ἄγγελος, μέ μορφή παιδιοῦ, πού ἐκρατοῦσε λαμπάδα. Ἄπλετο φῶς ἐπλημμύρισε τό ὑγρό καί σκοτεινό κελλί τῆς Ἁγίας. Ὁ Ἀπόστολος ἐγιάτρεψε τίς πληγές της καί ἀπεκατέστησε τόν κομμένο μαστό. Ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καί οἱ λοιποί κρατούμενοι ὠθοῦσαν τήν Ἁγία νά ἀποδράσει. Αὐτή, ὅμως, σκεπτόμενη ἀπό τή μιά ὅτι θά τιμωρηθοῦν οἱ δεσμοφύλακες ἄν δραπετεύσει καί ἀπό τήν ἄλλη ὅτι ἔπρεπε νά ὑπομείνει τό μαρτύριο, δέν ἔφυγε ἀπό τό δεσμωτήριο.
Τήν τέταρτη ἡμέρα, ὁ Κυντιανός τήν προσάγει στό δικαστήριο. Ἐκεῖ τῆς ἐπαναλαμβάνει, ὅτι ἄν δέν ὑπακούσει στό αὐτοκρατορικό διάταγμα καί δέν θυσιάσει στούς θεούς, θά θανατωθεῖ. Καμμιά, ὅμως, ἀπειλή δέν ἔκαμψε τήν Ἁγία. Ὁμολόγησε καί πάλι τήν πίστη της στόν Χριστό καί ἐπέδειξε τίς θεραπευμένες πληγές της. Ὁ ἀπάνθρωπος τότε ἔπαρχος διέταξε νά ρίξουν γυμνή τήν Ἁγία ἐπάνω σέ αἰχμηρά κεραμίδια, πού ἐπάνω τους ἔκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμός ἔγινε στήν πόλη τῆς Κατάνης καί προξένησε πολλές ζημιές. Ἀνάμεσα στά θύματα τοῦ ἔπαρχου ἦταν ὁ σύμβουλός του Σιλουανός καί ὁ φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστά σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ὁ Κυντιανός διέταξε νά μεταφέρουν τήν Ἁγία στή φυλακή. Μέσα στό δεσμωτήριο ἡ Ἁγία προσευχήθηκε στόν Κύριο καί Τόν εὐχαρίστησε γιά τή δύναμη πού τῆς ἐχάρισε. Μόλις ἐτελείωσε τήν προσευχή της, παρέδωσε τό πνεῦμα της. Ἦταν τό ἔτος 251 μ.Χ.
Ὁ λαός τῆς Κατάνης, ἔντονα θορυβημένος ἀπό τό γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στόν ἔπαρχο. Στή συνέχεια, μετέφεραν τό τίμιο λείψανο σέ ἀσφαλές μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ἕνας λευκοντυμένος νεαρός, ἄγνωστος στούς αὐτόχθονες, ὁ ὁποῖος κατευθύνθηκε πρός τόν τάφο τῆς Ἁγίας Ἀγάθης καί ἐπάνω σέ μαρμάρινη πλάκα ἔγραψε τά ἑξῆς: «Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος τιμή ἐκ Θεοῦ, καί πατρίδος λύτρωσις». Οἱ παριστάμενοι εἶπαν ὅτι ὁ νεαρός ἐκεῖνος ἦταν ὁ Ἄγγελος τῆς Ἁγίας.
Ὁ λαός τῆς Κατάνης ἐτιμοῦσε καί ἐσεβόταν τήν Ἁγία. Ὡς ἀνταπόκριση στήν τιμή αὐτή, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἔσωσε τήν πόλη της ἀπό τή φοβερή ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας. Οἱ κάτοικοι τῆς Κατάνης ἔτρεξαν στό τάφο της, καί, ἀφοῦ πῆραν τή λάρνακα μέ τό ἅγιο λεί-ψανό της, τήν ἔστρεψαν πρός τή λάβα, πού ἐζύγωνε στήν πόλη, καί ἔτσι ἀποσοβήθηκε ἡ συμφορά. Τό γεγονός αὐτό συνέβη στίς 5 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 252 μ.Χ., ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετά τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας[6].
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος ᾿Αγάθης ἐτελεῖτο στό Μαρτύριό της, τό ὁποῖο βρισκόταν στό Ἕβδομο. Τά ἱερά λείψανά της μετεφέρθησαν στήν Κωνσταντινούπολη κατά τήν περίοδο τῶν αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β´(976-1025 μ.Χ.) καί Κωνσταντίνου Η´ (1025-1028 μ.Χ.)[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδοσίου, τοῦ ἐξ Ἀντιοχείας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν ᾿Αντιόχεια τῆς Συρίας καί ἦταν τέκνο πλουσίων καί ἐπισήμων γονέων. Τόν ἐνέπνεε ὅμως εὐσέβεια θερμή καί ἱερός πόθος νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γι’ αὐτό ἀνεχώρησε γιά τήν Κιλικία. Μόλις βρῆκε στά ὄρη τῆς πόλεως Ρώσου κάποιο δασῶδες φαράγγι, κατασκεύασε ἐκεῖ ἕναν πολύ μικρό οἰκίσκο, ὅπου καί ἔστησε τήν κατοικία του.
Στόν τόπο αὐτό ὁ Ὅσιος ζοῦσε στή μόνωση καί διεξήγαγε τούς πνευματικούς καί ἀσκητικούς του ἀγῶνες μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες. Κάποιες φορές μετέβαινε καί στά πλησιόχωρα χωριά ἀναζητώντας ψυχές πρός τίς ὁποῖες ἔφερνε τήν παρηγοριά τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδος.
Ὅταν τά μέρη ἐκεῖνα κατέλαβαν οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ὅσιος Θεο-δόσιος ἐπανῆλθε στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔκτισε μιά μικρή καλύβα, στήν ὁποία ἐζοῦσε μέ ἄλλους ἀδελφούς. Τό Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι ἐκοιμόταν στή γῆ, ἐφοροῦσε ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καί ἔφερε στό λαιμό του, στήν μέση καί στά χέρια του βαριά σίδερα. Ὁ Θεός πού ἔβλεπε τόν ἀσκητικό του ἀγώνα καί ἄκουγε τίς προσευχές του, τοῦ ἐχάρισε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πολυεύκτου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ Ὅσιος Πολύευκτος ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί σέ νεαρή ἡλικία ἔγινε μοναχός σέ μονή τῆς νήσου Πρώτης[8]. Ζοῦσε μέ ἁπλότητα καί ἐγκράτεια καί πολλές φορές ἐτρεφόταν μέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί, γιά νά θρέψει τούς πτωχούς. Ἦταν κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας καί διακρινόταν γιά τή σεμνότητά του, τό ἦθος του, τήν ἐγκράτεια καί ἀντικειμενικότητα τοῦ χαρακτῆρος του. Πολλοί μάλιστα τόν παρομοίαζαν μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 956 μ.Χ. ἀπεβίωσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (931-956 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Πολύ-ευκτος ἐχειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τό 957 μ.Χ. ἐβάπτισε στήν Κωνσταντινούπολη τή Ρωσίδα ἠγεμονίδα Ὄλγα, ἡ ὁποία, ὅπως λέγεται ἀπό μερικούς, ὀνομάσθηκε Ἑλένη.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἦταν κανόνας ἀρετῆς καί εὐσέβειας. Γι’ αὐτό καί δέν ἐφοβήθηκε νά ἐλέγξει τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969 μ.Χ.), ὅταν αὐτός ἀπεφάσισε νά νυμφευθεῖ τή βασίλισσα Θεοφανώ, χήρα τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ τοῦ Β΄(959-963 μ.Χ.). Ἐπειδή μάλιστα ὁ γάμος εἶχε τελεσθεῖ κρυφά ἀπό τόν Ἅγιο, αὐτός ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τό βασιλέα στή Θεία Λειτουργία πού ἔγινε στήν Ἁγία Σοφία. Ὅμως, στή συνέχεια ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἔδωσε τή συγχώρηση καί τή συναίνεσή του, γιά νά οἰκονομήσει τά πράγματα καί νά μήν ὁδηγήσει τό κράτος σέ χάος.
Ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς ἔπεσε θῦμα ἄγριας δολο-φονίας. Καί ἡ πράξη αὐτή ἐγινόταν ἀκόμη πιό στυγερή ἕνεκα τοῦ ὅτι συμμετέσχε καί τήν διευκόλυνε ἡ βασίλισσα Θεοφανώ. Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος καταταράχθηκε γιά τήν τρομερή καί ἀνόσια κακουργία. Ὅταν, λοιπόν, μετά ἑπτά ἡμέρες ἀπό τῆς ἀναρρήσεώς του στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, ὁ Ἰωάννης Α΄ ὁ Τσιμισκῆς (969-976 μ.Χ.) προσῆλθε στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, γιά νά στεφθεῖ ἀπό τόν Πατριάρχη, ὁ Ἅγιος δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά εἰσέλθει στό ἱερό καί ἀπαίτησε προηγουμένως νά ἐκπληρωθοῦν ὑπό τοῦ βασιλέως τρεῖς ὅροι. Ὁ πρῶτος ἦταν νά ἐκδιωχθεῖ ἀπό τά ἀνάκτορα ἡ Θεοφανώ. Ὁ δεύτερος ὅρος ἦταν νά ὑποδείξει καί νά τιμωρήσει τόν αὐτουργό τοῦ φόνου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, καί ὁ τρίτος ὅρος, νά ἀνακαλέσει τά θεσπίσματα τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἐξασφάλισε στήν Ἐκκλησία τήν ἀληθινή ἐλευθερία καί τῆς ἔδωσε τό δικαίωμα τῆς ἐνέργειας κατά τῶν ὑπερβάσεων τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, ὅταν αὐτές βλάπτουν τήν Ἐκκλησία καί σφαγιάζουν τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου πρός τό μοναχισμό καί τήν ἀσκητική ζωή ἐκφράσθηκε καί διά τῆς ἱδρύσεως, ἐπί τῶν ἡμερῶν του, τῶν μονῶν Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου καί Ἰβήρων στό Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 970 μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα, τοῦ ἐκ Σικελίας.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐγεννήθηκε κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 10oυ αἰῶνος μ.Χ. στή Σικελία ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν Χριστοφόρο καί τήν Καλή. Ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὅπου ἐμόναζαν ὁ πατέρας του, Χριστοφόρος, καί ὁ ἀδελφός του, Μακάριος. Ὅταν ἔγινε ἡ ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν στή Σικελία ὁ Ἅγιος μέ τόν πατέρα του καί τόν ἀδελφό του κατέφυγε στήν Καλαβρία καί ἐκεῖ ἵδρυσε τή μονή τῶν Ἀρχαγγέλων στήν ὁποία ἔγινε καί ἡγούμενος. Ἀλλά καί πάλι ἀναγκάσθηκε νά φύγει ἀπό τό μονή λόγῳ τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Σαρακηνῶν στήν περιοχή τῆς Καλαβρίας. Ἔτσι, κατέφυγε σέ περιοχή κοντά στόν ποταμό Σίγνιο, ὅπου καί ἵδρυσε τή μονή τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ πατέρα του, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τή διοίκηση τῆς μονῆς. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του τόν κατέστησε γνωστό σέ ὅλη τήν Ἰταλία, γι’ αὐτό καί ἐπονομάσθηκε Σάββας ὁ Νεώτερος.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 995 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Οὐγκλίτσκϊυ καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Νικήτας καί ἡ μητέρα του Μαρία. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἔδειξε τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ἐσπούδασε στή θεολογική ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί ἔγινε μοναχός στή Μεγάλη Λαύρα τῆς πόλεως αὐτῆς ἀγωνιζόμενος νά μιμηθεῖ τή ζωή τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου) καί Θεοδοσίου († 3 Μαῒου). Ὁ Ἅγιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου Διονύσιο καί τό 1662 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Κορσούν τοῦ Κιέβου. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του τόν ἀνέδειξε σέ πνευματικό ὁδηγό καί τῆς ἀρχαίας μονῆς τοῦ Κιέβου Βυντουπίτσκυ. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου συνέβαλε στήν πνευματική ἀναγέννηση τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ πολλά ἀπό τά μοναστήρια εἶχαν περιέλθει στά χέρια τῶν Οὐνιτῶν. Πολλές φορές ἀποσυρόταν στή μικρή Σκήτη τοῦ Μιχαήλοβσινα, γιά νά ζήσει στήν ἀπομόνωση καί τήν ἡσυχία.
Τό 1688 ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος στή μονή Ἔλετσυ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, τοῦ ὁποίου ἡ ὑγεία εἶχε κλονισθεῖ, εὐχήθηκε ὅ Ἅγιος Θεοδόσιος νά ἦταν ὁ διάδοχός του. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Θεοδόσιος, στίς 11 Σεπτεμβρίου 1692, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ. Ἐργάσθηκε σκληρά γιά τήν πνευματική ἀνύψωση τοῦ λαοῦ του, ἵδρυσε νέες ἐκκλησιαστικές κοινότητες καί μοναστήρια.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1696. Τό ἱερό λείψανό του κατατέθηκε στή μονή τῶν Ἁγίων Βόριδος καί Γκλέμπ τοῦ Τσέρνιγκωφ καί ἀπετέλεσε πηγή ἰαμάτων καί θαυμάτων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος ᾿Αντωνίου τοῦ ᾿Αθηναίου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀντώνιος ἐγεννήθηκε στήν Ἀθήνα ἀπό πτωχούς καί ἀφανεῖς γονεῖς, τόν Μῆτρο καί τήν Καλομοίρα. Σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἄρχισε νά ἐργάζεται, γιά νά βοηθήσει τήν οἰκογένειά του, σέ Τούρκους πού εἶχαν ἔλθει ἀπό τήν Ἀλβανία. Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐπωλήθη ὑπό τῶν αὐθεντῶν του σέ κάποιους Ἀγαρηνούς τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι τόν ἀγόρασαν μέ σκοπό νά τόν βασανίσουν, γιά νά τόν ἐξισλαμίσουν. Ἐπειδή δέν κατάφεραν τόν Ἅγιο νά ἀλλαξοπιστήσει, τόν ἐπούλησαν σέ ἄλλους σκληρότερους Τούρκους. Μεταπωληθείς πέντε φορές σέ σκληρότερους αὐθέντες, σέ διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε μέ πνευματική ἀνδρεία καί γενναιότητα ψυχῆς πιστός στήν πατρώα εὐσέβεια. Τελικά ἀγοράσθηκε ἀντί 400 γροσσίων ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανό καί ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Στό ἐργαστήριο πού ἐδούλευε ἀναγνωρίσθηκε ἀπό κάποιον Τοῦρκο, πού τόν εἶχε ἀγοράσει ὡς δοῦλο, ὁ ὁποῖος τόν ἐκατηγόρησε ὅτι δεχθείς ἀπέπτυσε τόν Ἰσλαμισμό. Τότε τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ Μουράτ Μουλάν, ὁ ὁποῖος μέ κολακεῖες καί ἀπειλές προσπάθησε νά τόν κάνει νά ἀλλαξοπιστήσει. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε: «Μή νομίζεις ὅτι θά καταφέρεις νά μέ ἀποτρέψεις ἀπό τήν πίστη μου στόν Χριστό μέ τά φοβερίσματά σου. Γι’ αὐτό βασάνιζε, μάστιζε καί κατέκοπτε τό σῶμα μου καί ἐπινόησε καί κανένα ἄλλον καινούργιο καί φοβερότερο θάνατο, ἐπειδή ὑπάρχει περίπτωση ἐσύ νά γίνεις Χριστιανός παρά ἐγώ νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό καί νά μήν ὁμολογῶ Αὐτόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί ἀληθινό Θεό».
Ὁ κριτής, συγκινημένος ἀπό τήν παρρησία τοῦ Νεομάρτυρος, προσπάθησε νά τόν ἀθωώσει. Ἐπειδή, ὅμως, ἐφοβήθηκε τούς ψευδο-μάρτυρες, τόν ἀπέστειλε στό βεζύρη Μεχμέτ Πασσᾶ, ἀφοῦ τοῦ διεμήνυσε τά περί τῆς ἀθωότητος τοῦ Ἁγίου. Ὁ βεζύρης, πεισθείς γιά τήν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου, γιά νά ἀποφύγει τήν ὀργή τοῦ πλήθους, ἔδωσε ἐντολή νά τόν φυλακίσουν. Τό μαινόμενο πλῆθος ἐκατηγόρησε τό βεζύρη στό σουλτᾶνο Χαμίτ τόν Α´ (1774-1789 μ.Χ.) γιά δωροδοκία, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά ἀποκεφαλίσουν τόν Ἅγιο. Ὁ Μάρτυρας, ἀφοῦ διετράνωσε καί πάλι τήν πίστη του στόν Χριστό, ἐδέχθηκε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας, ἀποκεφαλισθείς τό ἔτος 1774 μ.Χ., ἡμέρα Τετάρτη, στήν περιοχή Ἄκ-Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἁγνῆς, τῆς Ὁμολογητρίας.
Ἡ Ὁσία Ἁγνή, ἡγουμένη τοῦ Βασιλσούρσκ, κατά κόσμο, Ἄννα Φιλίππνοβα Μυτίκοβα, ἐγεννήθηκε στο χωριό Μαλύε Τσετάϊ τῆς ἐπαρχίας Νίζνϊυ-Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, σέ μιά πτωχική οἰκογένεια. Ὁ πατέρας της ἦταν χῆρος καί εἶχε νά ἀναθρέψει ἕξι παιδιά. Δύο ἀπό αὐτά, ὁ Γρηγόριος καί ἡ Μαρία, ἐνυμφεύθησαν, καί τά ἄλλα τέσσερα, ἡ Ἄννα, ὁ Συμεών, ἡ Αἰκατερίνη καί ὁ Βασίλειος, ἔγιναν μοναχοί[9]. Ὅταν ὁ Βασίλειος ὁδήγησε τήν Ἄννα στό μοναστήρι κοντά στό Κανάς, αὐτή ἦταν τότε εἴκοσι τριῶν ἐτῶν. Σέ αὐτό τό μοναστήρι ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Ἁγνή καί ἐπέρασε εἴκοσι χρόνια ἀσκητικοῦ βίου καί προσευχῆς. Ἀργότερα ἔγινε ἡ κτιτόρισσα καί ἡ ἡγουμένη ἑνός νέου μοναστηριοῦ.
Καί στό νέο μοναστήρι ἡ ἡγουμένη Ἁγνή διακρίθηκε γιά τήν ὑπακοή της καί τήν φιλεργατικότητά της, ἀφοῦ ἔκανε ὅλα τά διακονήματα ἀδιάκριτα.
Τό ἔτος 1918, οἱ Μπολσεβίκοι κατέστρεψαν τό μοναστήρι καί ἔδιωξαν τήν Ὁσία καί τίς μοναχές. Ὅταν ἐκεῖνοι ἔφυγαν, οἱ μοναχές μέ τήν ἡγουμένη τους ἐπέστρεψαν στό μοναστήρι καί ἄρχισαν πάλι νά ζοῦν σέ αὐτό σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημα. Ὅμως οἱ ἐπαναστάτες κατέστρεψαν ἀπό τά θεμέλια τό μοναστήρι καί ἡ Ὁσία Ἁγνή ἐγκαταστάθηκε στό Βασιλσούρσκ, ὅπου ἔζησε στήν ἔνδεια μέ ἀδιάλειπτη προσευχή, ὅπως οἱ πρῶτοι Χριστιανοί τήν περίοδο τῶν Κατακομβῶν. Ὅλοι οἱ πιστοί, πού ἀναζητοῦσαν πνευματική παρηγοριά, προσέτρεχαν κοντά της.
Ἡ Ὁσία Ἁγνή ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1953, μετά ἀπό ἀσθένεια, καί ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τοῦ Βασιλσούρσκ[10].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἀπολωλότων, ἐν Ρωσίᾳ.
Ἡ θαυματουργή καί ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ὀνομάζεται «Ἡ τῶν ἀπολωλότων ἀναζήτησις», ἐτιμᾶτο ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Παναγία, κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστιανιανοῦ, ἔσωσε ἀπό τήν κόλαση τό μοναχό Θεόφιλο ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀδάνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ ὁποῖος μετανόησε. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας βρίσκεται σήμερα στό ναό τῆς Ἀναστάσεως τῆς Μόσχας, πού ἐπονομάζεται Σλοβούσκυ, καί θαυματουργεῖ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σικελιωτίσσης, ἐν Ντιβνογκόρσκ τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σικελιωτίσσης φυλάσσεται στή μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ντιβνογκόρσκ τῆς Ρωσίας. Τήν ἐπωνυμία της «Σικελιώτισσα» ἔλαβε ἀπό τόν τόπο προελεύσεώς της, ἐφόσον, κατά τήν παράδοση, δύο εὐσεβεῖς Ἕλληνες μοναχοί, ὁ Ξενοφῶν καί ὁ Ἰωάννης, τή μετέφεραν ἀπό τά θεία ὑψώματα τῆς Σικελίας, πιθανῶς κατά τά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ δύο γέροντες ἵδρυσαν μονή κοντά στόν ποταμό Δόν καί ἔζησαν μέχρι τῆς ἀποπερατώσεώς της στά σπήλαια τῶν ἀσβεστογενῶν βράχων τῆς λοφώδους ἐκείνης περιοχῆς.
Ἐπί τῆς εἰκόνος ἀναπαρίσταται ἡ Θεοτόκος καθήμενη ἐπί νεφελῶν νά κρατεῖ λευκό ἀνθισμένο κρίνο στή δεξιά καί τό Θεῖο Βρέφος στήν ἀριστερά αὐτῆς καθήμενο στά γόνατά της, νά κρατεῖ ἐπίσης κρίνο στήν Ἀριστερά καί νά εὐλογεῖ μέ τή Δεξιά. Γύρω ἀπό τήν κεφαλή τῆς Παναγίας ἀναπαρίστανται ὀκτώ ἄγγελοι σέ στάση ἱκεσίας καί γονυκλισίας. Ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Θεοτόκου ἱστορεῖται τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔχει ἐπιτελέσει πολλά θαύματα καί τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔτος 1831, ὁπότε καί κατέπαυσε θαυ-ματουργικά τήν ἐπιδημία χολέρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης, ἐν Τσέρνιγκωφ τῆς Ρωσίας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!