τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ ἡμέρᾳ αὐτῇ, Πέμπτῃ τῆς ἕκτης Ἑβδομάδος ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν Ἀνάληψιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἕναν χαρμόσυνο ἑορτολογικό σταθμό μέσα στήν ὄντως εὐφρόσυνη ἀναστάσιμη περίοδο τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέ αἰσθήματα ἀγαλλιάσεως οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί κατακλύζουμε τήν ἱερή αὐτή ἡμέρα τούς ναούς, γιά νά ἀναπέμψουμε εὐχαριστήριες ὠδές στόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή μας Κύριο καί νά ὑμνήσουμε τήν ἁγία Ἀνάληψή Του στούς Οὐρανούς, ἐκεῖ ἀπό ὅπου καταδέχθηκε νά κατέβει, προκειμένου νά ἐπιτελέσει τό σωτήριο ἔργο Του. Ὑμνοῦμε τήν ἐπάνοδό Του στόν θεῖο θρόνο της ἄφατης μεγαλοσύνης Του, στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πρός τόν Ὁποῖο θά εἶναι ἐσαεί ὁ μεγάλος καί αἰώνιος μεσίτης μας .
Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του ἀπό τούς νεκρούς, δέν ἐγκατέλειψε ἀμέσως τόν κόσμο, ἀλλά συνέχισε γιά σαράντα ἡμέρες νά ἐμφανίζεται στούς Μαθητές Του. Αὐτές οἱ μεταναστάσιμες ἐμφανίσεις Του πρός αὐτούς εἶχαν πολύ μεγάλη σημασία. Ἔπρεπε οἱ πρώην δύσπιστοι καί φοβισμένοι Μαθητές νά βιώσουν τό γεγονός της Ἀναστάσεως τοῦ Διδασκάλου τους καί νά ἀποβάλλουν κάθε δισταγμό καί ψῆγμα ἀπιστίας γιά Ἐκεῖνον. Ἔπρεπε νά ἀποβάλλουν κάθε ἴχνος λαθεμένης μικροεθνικιστικῆς ἰουδαϊκῆς ἀντίληψης γιά τόν Μεσσία. Νά συνειδητοποιήσουν πλήρως τόν πανανθρώπινο χαρακτήρα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος. Οἱ θαυμαστές μεταναστάσιμες ἐμφανίσεις Του καί οἱ προχωρημένες πιά καί πνευματικοῦ χαρακτήρα νουθεσίες ἀποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα γιά τήν διαμόρφωση νέας ἀντιλήψεως γιά τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Λυτρωτοῦ Χριστοῦ καί τό σωτήριο ἱεραποστολικό ἔργο πού εἶχαν ταχθεῖ ἀπό Ἐκεῖνον νά ἐπιτελέσουν στό ἑξῆς. «Διήνοιξεν αὐτῶν τόν νοῦν», ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «τοῦ συνιέναι τάς γραφάς καί εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καί οὕτως ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν καί ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καί κηρυχθῆναι ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καί ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τα ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπό Ἱερουσαλήμ. Ὑμεῖς δέ ἔστε μάρτυρες τούτων. Καί ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τήν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ’ ὑμᾶς»1. Ἡ πιό ἐλπιδοφόρα ἀναγγελία Του πρός αὐτούς ἦταν ἡ διαβεβαίωση πώς «ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»2 καί «καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους»3, προαναγγέλλοντας τήν ἐπιδημία τοῦ Παναγίου Πνεύματος πρός αὐτούς καί τήν Ἐκκλησία Του.
Τήν τεσσαρακοστη, λοιπόν, ἡμέρα, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, «ἐξήγαγε δέ αὐτούς (τούς μαθητάς) ἔξω εἰς Βηθανίαν καί ἐπάρας τάς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. Καί ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καί ἀνεφέρετο εἰς τόν οὐρανόν. Καί αὐτοί προσκυνήσαντες αὐτόν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ μετά χαρᾶς μεγάλης καί ἦσαν διά παντός ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν»4. Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος, περιγράφοντας τό θαυμαστό γεγονός, ἀναφέρει πώς μετά ἀπό τήν ρητή ἀποστολή τῶν Μαθητῶν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο κηρύττοντας καί βαπτίζοντας τά ἔθνη, «ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν καί ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δέ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καί τόν λόγον βεβαιοῦντος διά τῶν ἐπακολουθούντων σημείων»5.
Ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρει καί κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό, περιγράφοντας τό θαυμαστό γεγονός τῆς εἰς Οὐρανούς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. «Βλεπόντων αὐτῶν (τῶν μαθητῶν) ἐπήρθη, καί νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτόν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καί ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τόν οὐρανόν πορευομένου αὐτοῦ, καί ἰδού ἄνδρες δυό παρειστήκεσαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἵ καί εἶπον: ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν»6.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἀνῆλθε στούς Οὐρανούς, ἀλλά δέν ἐγκατέλειψε τό ἀνθρώπινο γένος, γιά τό ὁποῖο ἔχυσε τό Τίμιο Αἷμα Του. Μπορεῖ νά ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ στούς ἔνδοξους Οὐρανούς, ὅμως ἡ παρουσία Του ἐκτείνεται ὥς τήν γῆ καί τά ἔσχατα τῆς δημιουργίας. Ἄφησε στήν γῆ τήν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία εἶναι τό Ἴδιο τό ἀναστημένο, ἀφθαρτοποιημένο καί θεωμένο σῶμα Του, γιά νά εἶναι τό μέσον τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων, πού θέλουν νά σωθοῦν. Ἄλλωστε ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας7, ὁ Ὁποῖος ἐπεδήμησε κατά τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, θά εἶναι μαζί μας ὥς τήν συντέλεια τοῦ κόσμου. Τό μεγάλο γεγονός τῆς Ἀναλήψεως ἔχει πραγματικά τεράστιες θεολογικές καί σωτηριολογικές παραμέτρους γιά τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἀνάληψη ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα τό θριαμβευτικό πέρας τῆς ἐπί γῆς παρουσίας καί τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἀνελήφθη ἐν δόξῃ», γιά νά ἐπιβεβαιώσει τήν θεία ἰδιότητά Του στούς παριστάμενους Μαθητές Του. Γιά νά τούς στηρίξει ἀκόμη περισσότερο στόν τιτάνιο ἀγῶνα πού Ἐκεῖνος τούς ἀνάθεσε, δηλαδή τήν συνέχιση τοῦ σωτηριώδους ἔργου Του γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, θέλοντας νά τονίσει ἐμφαντικά τό γεγονός τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς παρρησίας Του στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἔγραψε πώς Αὐτός «διαθήκης καινῆς μεσίτης ἐστί, ὅπως, θανάτου γενομένου εἰς ἀπολύτρωσιν τῶν ἐπί τῇ πρώτῃ διαθήκῃ παραβάσεων, τήν ἐπαγγελίαν λάβωσιν οἱ κεκλημένοι τῆς αἰωνίου κληρονομίας»8. Ἐλάβαμε τήν «οἰκονομίαν τῆς χάριτος»9, ὡς ὑπέρτατη δωρεά τῆς ὑψώσεως Αὐτοῦ. Ὁ φαεινός θρόνος Του στούς ἔνδοξους Οὐρανούς εἶναι στό ἐξῆς τό σημεῖο συνάντησης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, διότι ὁ Ἴδιος διαβεβαίωσε πώς «οὐδείς ἔρχεται πρός τόν πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ»10.
Μέσα λοιπόν στήν χαροποιό ἀναστάσιμη περίοδο προβάλλει ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως, γιά νά μᾶς χαροποιήσει καί νά μᾶς ὑπενθυμίσει πώς ἡ δοξασμένη ἐπάνοδος τοῦ Λυτρωτοῦ μας Χριστοῦ στόν θρόνο τῆς Θεότητος ἀπορρέει ἄπειρες σωτήριες δωρεές γιά τήν ἀνθρωπότητα καί ὁλόκληρη τήν δημιουργία. Αὐτή εἶναι ἡ πεμπτουσία της σωτηρίας καί τό κεντρικό νόημα τῆς μεγάλης ἑορτῆς11.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἑλικωνίδος, ἐκ Θεσσαλονίκης καί ἐν Κορίνθῳ ἀθλησάσης.
῾Η Ἁγία Μάρτυς ῾Ελικωνίς ἐγεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη. Οἱ χρονικές συντεταγμένες τοῦ βίου της, σύμφωνα μέ τί Συναξάριό της, τοποθετοῦνται κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Γορδιανοῦ Γ΄ (238-244 μ.Χ.) καί Φιλίππου. Ἐμαρτύρησε στὴν Κόρινθο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Περινίου, ὅπου προτίμησε νά ὁμολογήσει τόν Χριστό καί νά ὑποστεῖ τό μαρτύριο, παρά νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Οἱ τύραννοί της στήν ἀρχὴ τήν ἐφυλάκισαν· τό μαρτύριό της ἄρχισε ὅταν τῆς ἔδεσαν τά πόδια σέ ζυγό βοδιῶν καί τήν ἄφησαν νά ποδοπατεῖται· ἐλύθηκε ὅμως θαυματουργικά. Μετά ἀπό αὐτό τήν ἔριξαν σέ πίσσα καί ἄσφαλτο, ἀπ᾿ ὅπου ὅμως καί πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Στή συνέχεια οἱ δήμιοί της θέλησαν νά τήν προσφέρουν θυσία στούς θεούς, γι᾿ αὐτό τῆς ἐξύρισαν τήν κεφαλή καί τήν ἔριξαν στή φωτιά· ὅμως αὐτή ὄχι μόνο δέν ἔπαθε τίποτε, ἀλλἀ ἀπεναντίας, μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς, κατόρθωσε νά καταρρίψει τά ξόανα τῆς ᾿Αθηνᾶς, τοῦ Διός καί τοῦ Ἀσκληπιοῦ πού εὑρίσκονταν στό ναό. Στή συνέχεια τῆς ἔτεμαν τούς μαστούς καί τήν ἐφυλάκισαν.
Ὅταν ὁ Ἀνθύπατος ᾿Ιουστίνος διαδέχθηκε τόν ἡγεμόνα Περίνιο στήν Κόρινθο, διέταξε νά ὁδηγηθεῖ μπροστά του ἡ ῾Ελικωνίς, ἡ ὁποία συνέχιζε νά ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νὰ ριφθεῖ στήν κάμινο, ὅπου ὅμως ἡ φλόγα δέν τήν ἄγγιξε. ῾Εβδο-μῆντα στρατιῶτες τήν ἐβασάνισαν· ἐξάπλωσαν τήν Ἁγία ἐπάνω σέ πυρωμένο χάλκινο κρεββάτι, ἀλλά οἱ Ἄγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ τῆς συμπαραστέκονταν καί ἐθεράπευαν τίς σάρκες της, πού καίγο-νταν. Οὔτε ὅμως καί τά θηρία τήν ἀκούμπησαν, ἄν καί κατέφαγαν ἑκατόν εἴκοσι ὑπηρέτες. Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας διέταξε τή θανάτωση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία «διὰ ξίφους τμηθεῖσα, πρός Κύριον στεφανοφόρος ἀνῆλθε».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Κρήσκεντος, Παύ-λου καί Διοσκορίδου, τῶν ἐν Ρώμῃ ἀθλησάντων.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό πού κατάγονταν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρή-σκης, Παῦλος καί Διοσκορίδης, οἱ ὁποῖοι ἄθλησαν τό ἔτος 244 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Γορδιανοῦ Γ΄ (238-244 μ.Χ.). Εὑρισκόμενοι στή Ρώμη καί κηρύσσοντες τό λόγο τοῦ Θεοῦ, μετέστρεφαν καί ἐβάπτι-ζαν πολλούς ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Ἕνεκα τούτου, ἀφοῦ συνελή-φθησαν, ἐρρίφθησαν στή φυλακή. Ἀλλά καί ἐκεῖ ἐξακολουθοῦσαν μεταξύ τῶν συγκρατουμένων τους τό θεοφιλές ἔργο τους, πολλούς τῶν ὁποίων ἔφεραν πρός τή Χριστιανική πίστη. Τοῦτο πληροφορη-θείς ἡ ἡγεμόνας, διέταξε, ἀφοῦ μαστιγωθοῦν σκληρά, νά ριφθοῦν μέσα σέ ἀναμμένο καμίνι, ὅπου ἔλαβαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀλεξάνδρου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε τόν 3ο καί 4ο αἰώνα μ.Χ. καί συμμετεῖχε στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνο-δο, ἡ ὁποία συνῆλθε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιά νά καταδικάσει τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Ἀρείου.
Σύμφωνα μέ τόν Γελάσιο Κυζίκου ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπογράφει στή Σύνοδο τῆς Νικαίας ὡς «Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διά τῶν ὑπ᾿ αὐτόν τελούντων, ταῖς κατά Μακεδονίαν πρώτην καί δευ-τέραν σύν τῇ ῾Ελλάδι, τήν τε Εὐρώπην πᾶσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καί ταῖς κατά τὸ ᾿Ιλλυρικὸν ἁπάσαις, Θεσσαλίαν τε καὶ ᾿Αχαΐ- αν»12.
Στό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν», συμπεριλαμβάνονται δύο ἐπιστολές πού ἀνήκουν στόν Ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος. Πρόκειται α) γιά μία ἐπιστολή πού ἀπέστειλε στόν Μέγα Ἀθα-νάσιο, τό ἔτος 322 μ.Χ. («Κυρίῳ ἀγαπητῷ υἱῷ καὶ ὁμοψύχῳ συλλειτουργῷ ᾿Αθανασίῳ ᾿Αλεξανδρείας»), στήν ὁποία ἐκφράζει τή χαρά του, διότι οἱ κατηγορίες ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἠθι-κός αὐτουργός γιά τή δολοφονία τοῦ μελιτιανοῦ Ἐπισκόπου Ἀρσενίου, ἀποδείχθηκαν ψευδεῖς, καί β) γιά μία ἐπιστολή πρός τόν αὐτο-κρατορικό ἐπίτροπο κόμητα Διονύσιο («Ταῦτα δεξάμενος ᾿Αλέξαν-δρος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίῳ τῷ κόμητι ταῦτα»), στήν ὁποία καταγγέλλει τίς σκευωρίες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων πού συμμμετεῖχαν στή σύνοδο τῆς Τύρου (335 μ.Χ.) κατά τοῦ Μεγάλου ᾿Αθανασίου.
Σύμφωνα μέ τό Συναξάριο τῆς Ἁγίας Ματρώνης († 27 Μαρ-τίου) ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, μετά τό τέλος τῶν διωγμῶν καί τήν ἔκδοση τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), μετέφερε τό μαρτυρικό της λείψανο μέσα στήν πόλη καί «ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τήν μακαρίαν καί ἀοίδιμον ὁσίως καί εὐσεβῶς»13.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔζησε κατά Θεόν καί ἀγωνίσθηκε σθεναρά γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σενατόρου, ἐπισκόπου Παβίας.
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Παβίας τῆς Ἰταλίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 480 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σενατόρου, ἐπισκόπου Μιλάνου.
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος καταγόταν ἀπό τό Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καί παρηκολούθησε, ὡς πρεσβύτερος, τίς ἐργασίες τῆς Δ΄ ἐν Χαλκη-δόνι συνελθούσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἔτος 451 μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Μιλάνου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 480 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Χέρωνος.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χέρων καταγόταν ἀπό Χριστιανική οἰκογένεια τῆς Ρώμης καί ἔζησε στή Γαλλία κατά τον 5ο αἰωνα μ.Χ. Μετά τήν κοίμηση τῶν γονέων του διεμοίρασε τήν περιουσία του στούς πτωχούς καί ἀκολούθησε τόν ἀσκητικό βίο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, πληροφορηθείς τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τόν ἐκάλεσε καί τόν ἐχειροτόνησε διάκονο. Ἀπό τότε ὁ Ἅγιος ἀφι-έρωσε τή ζωή του στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐφονεύθηκε, ὅμως, ἀπό ληστές κοντά στήν πόλη Καρτρέ, ὅπου σήμερα στό ἀββαεῖο, πού φέρει τό ὄνομά του, εὑρίσκοντα τά ἱερά λείψανά του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰούστου, ἐπισκόπου Οὐργέλλης.
Ὁ Ἅγιος Ἰοῦστος ἔζησε τόν 5ο καί 6ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀναφέ-ρεται ὡς ὁ πρῶτος καταγεγραμμένος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης τῆς Ἱσπανικῆς Καταλανίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, μετά τό ἔτος 527 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερμανοῦ, ἐπισκόπου Παρισίων.
Ὁ Ἅγιος Γερμανός ἐγεννήθηκε στήν πόλη Ἀουτόν τῆς Γαλλί-ας, τό ἔτος 496 μ.Χ. Ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο καί ἐκάρη μοναχός. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ († 22 Αὐγούστου) καί, τό ἔτος 556 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Παρισίων. Διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου, τήν ἀκτημοσύνη καί τήν φιλανθρωπία του. Γι’ αὐτό καί ἀποκαλεῖται «πατέρας καί προστάτης τῶν πτωχῶν». Ὁ Ἅγιος Θεός τοῦ ἐδώρισε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Γερμανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 576 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Εὐτυχίου, ἐπι-σκόπου Μελιτηνῆς.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν καί πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐτυχίου. Ἀναδειχθείς σέ Ἐπίσκοπο Μελιτηνῆς, λόγῳ τῆς χριστιανικῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνηθείς δέ νά θυσιάσει στά εἴδωλα, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, ἐρρίφθηκε στό νερό, ὅπου εὑρῆκε μαρτυρικό θάνατο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικήτα, ἀρχιεπισκόπου Χαλκηδόνος, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας, ὁ Ὁμολογητής, εἶναι ἄγνωστος στούς Συν-αξαριστές καί τά Μηναῖα. Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στούς Λαυρι-ωτικούς Κώδικες14 μέ Ἀκολουθία αὐτοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξάγεται, ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξύ τῶν ἐτῶν 726 καί 775 μ.Χ., καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας, ἀναδει-χθείς Ὁμολογητής γιά τούς ὑπέρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀγῶνες του. Ἐνδέχεται μάλιστα νά παραιτήθηκε ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Χαλκηδόνος καί νά ἀποσύρθηκε σέ κάποια μονή τῆς Παλαιστίνης, γιά νά ἐπιδοθεῖ ἀποκλειστικά σέ ἀσκητικούς ἀγῶνες.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνδρέου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ.
Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου συντάχθηκε ἀπό τόν πρεσβύτερο Νικηφόρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τά μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. (956-959 μ.Χ.), ἐπί βασιλείας τοῦ Κωνστα-ντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ διά Χριστόν σαλός15, καταγόταν ἀπό τήν Σκυθία καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέο-ντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (886-912 μ.Χ.). Ἀπό παιδική ἡλικία εἶχε πωλη-θεῖ ὡς δοῦλος σέ κάποιον πρωτοσπαθάριο καί στρατηλάτη τῆς Ἀνα-τολῆς, ὀνομαζόμενο Θεόγνωστο, ἄνδρα ἐνάρετο καί εὐσεβῆ, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τόν μικρό Ἀνδρέα, ὥστε τόν μεταχειρίσθηκε ὡς υἱό του, φροντίσας γιά τήν ἐπιμελῆ καί θεοσεβῆ μόρφωση αὐτοῦ.
Τόν Ἀνδρέα εἵλκυαν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο τά ἱερά γράμματα καί ἰδιαίτερα οἱ Βίοι καί τά Μαρτύρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Τέτοιος δέ ὑπῆρξε ὁ ζῆλος του πρός αὐτά, ὥστε ἀποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ὁ ζῆλος του αὐτός τόν ὠθοῦσε πολλές φορές στό νά ὑπομένει ἐμπειγμούς, ταπεινώσεις καί βαρειές ὕβρεις καί νά προβαίνει σέ διαβήματα κρινόμενα ὡς ἀνισόρροπα καί ἐκκεντρικά. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ὑπέμενε τούς ἐξευτελι-σμούς, παρηγορούμενος ἐκ τοῦ ὅτι πολλές φορές ἐπετύγχανε νά ἐπα-ναφέρει στήν εὐθεῖα ὁδό παραστρατημένες ὑπάρξεις.
Ἀλλά ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας διακρινόταν καί γιά τή φιλανθρωπία καί τήν ἀγαθοποιῒα του. Ὄχι μόνο ἐμοιραζόταν τά ὑπάρχοντά του μέ τούς πτωχούς, ἀλλά προσέφερε ὅ, τι εἶχε καί ὁ ἴδιος ἔμενε νηστι-κός καί γυμνός. Σ’ ἐκείνους πού τόν παρατηροῦσαν γιά τίς ὑπερβο-λικές ἀγαθοεργίες του, ὑπενθύμιζε τούς λόγους τοῦ Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε», καί τούς ἔλεγε, ὅτι στό πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, καί μάλιστα τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, ἔβλεπε τόν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος, σέ μία ὁλονύκτια Ἀκολουθία στό ναό τῶν Βλα-χερνῶν εἶδε τήν Θεοτόκο στόν οὐρανό προσευχόμενη καί σκέπουσα τό λαό μέ τό τίμιο ὠμοφόριό της († 1 καί † 28 Ὀκτωβρίου).
Κάποια ἡμέρα συνέβη κάτι παράδοξο στόν θεράποντα τοῦ Κυρίου. Κατά τήν συνήθειά του, ἐπορευόταν κρυφά, διά νά μή γνω-ρίζει οὐδείς τήν ἐργασία του στούς προθάλαμους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου προσευχόταν, πρός τόν ναό τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στήν ἀριστερά στοά τῆς ἀγορᾶς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔτυχε, τότε, κάποιο παιδί νά διέρχεται τήν λεωφόρο, ἐκτελώντας διαταγή τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος ἐπήγαινε πρός τόν ναό γιά νά προσευχη-θεῖ· τό παιδί ἐτάχυνε τό βῆμα του καί τόν προέφθασε, χωρίς ὁ Ὅσιος νά τό ἀντιληφθεῖ. Ὅταν ἔφθασε πρό τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ ὁ Ἀνδρέας, Θεοῦ θέλοντος, ἐξέτεινε τήν δεξιά του χεῖρα καί ἀφοῦ ἐσφράγισε μέ τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ τίς πύλες, αὐτές εὐθύς ὑπεχώρησαν. Εἰσῆλθε στόν ναό καί ἄρχισε τίς προσευχές, μή γνωρί-ζοντας ὅτι κάποιος τόν παρακολουθοῦσε. Τό παιδί, τό ὁποῖο ἀκο-λουθοῦσε τόν Ὅσιο, ἐγνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν σαλός. Ὅταν τόν εἶδε νά ἀνοίγει αὐτομάτως τίς πύλες τοῦ ναοῦ, ἔφριξε καί ἐκυ-ριεύθηκε ἀπό τρόμο· ἔλεγε, λοιπόν, στόν ἑαυτόν του: «Ποιόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ, οἱ κατά ἀλήθειαν μωροί σαλό ὀνομάζουν! Πόσο μεγάλος ἅγιος εἶναι, καί ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι ἀγνοοῦμε! Πόσους κρυφούς δού-λους ἔχει ὁ Θεός καί οὐδείς γνωρίζει τά περί αὐτῶν!».
Αὐτά ἐλογιζόταν τό παιδί καί ἐπλησίασε, γιά νά μάθει τί κά-νει ὁ Ἅγιος ἐντός τοῦ ναοῦ· βλέπει, λοιπόν, αὐτόν πρό τοῦ ἄμβωνος νά κρέμεται στόν ἀέρα καί νά προσεύχεται. Κατεπλάγη ἀπό τό παράδοξο τοῦτο θέαμα καί ἀνεχώρησε, γιά νά ἐκτελέσει τήν διατα-γή τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος ἐτελείωσε τήν προσευχή του καί ἔφυγε. Ἐξερχόμενος ἀπό τόν ναό, ἀσφάλισε πάλι τίς θύρες μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἀντιλήφθηκε τήν παρουσία τοῦ παιδιοῦ καί ἐλυπήθηκε, ἐπειδή κάποιος οἰκέτης ἔγινε θεατής τῶν συμβάντων· ἀνέμενε τήν ἐπιστροφή τοῦ παιδιοῦ, γιά νά τοῦ παραγγείλει νά μήν ἀποκαλύψει τά περί τοῦ Ὁσίου. Συνάντησε τό παιδί καί εἶπε: «Φύλαξε, τέκνον, ὅλα ὅσα εἶδες στόν τόπο τοῦτο καί θά ἔχεις τό ἔλεος τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ».
Μία ἡμέρα, πρός τό τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ λαός τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπευφη-μοῦσε τόν Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων καί ὕμνων. Βλέπει, τότε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάποιον γέροντα, ὡραῖο κατά τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση, νά εἰσέρχεται στό ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πλῆθος λαοῦ τόν ακολουθοῦσε, μέ βάϊα καί σταυρούς, οἱ ὁποῖοι ἔλαμπαν ὡς ἀστραπή· ἐμελωδοῦσαν μέλος τερπνό, ἡδύ καί σωτήριο. Ὁ ἕνας στόν ἄλλον παραχωροῦσε τό προβάδισμα καί ὅλοι κατευθύνονταν πρός τόν ἄμβωνα. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος κατεῖχε κινύρα καί ἔκρουε τίς χορδές συνοδεύων τούς ψάλτες. Ὁ μακάριος ἐτέρπετο ἀπό τό θέαμα καί τήν ψαλμωδία· ἐσκίρτησε καί εἶπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαυΐδ καί πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τήν Κυρία τήν Κυριοπρεσβεύτρια καί τήν εὑρήκαμε ὅμοια πρός τήν Σοφίαν τήν τερπνήν» 16.
Αὐτά ἐλάλησε ὁ Ἅγιος. Κάποιοι ἀπό τούς παρεστῶτες σοφούς ἔλεγαν: «Πῶς σαλέ; Ἀναφέρεται στόν στίχο αὐτό τοῦ ψαλμοῦ ἡ Πα-ναγία; Τί εἶναι αὐτά τά ὁποῖα λέγεις;». Καί ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς τους ἐγέλασαν καί ἀνεχώρησαν. Ὁ μακάριος τά ἔλεγε αὐτά ἐπειδή εἶδε τόν Δαυῒδ μέ ἄλλους Προφῆτες νά ἔχουν ἔλθει ἐκεῖ.
Ἔτσι θεοφιλῶς, ἀφοῦ ἔζησε ὁ διά Χριστόν σαλός Ἅγιος Ἀν-δρέας, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, σέ ἡλικία ἑξῆντα ἕξι ἐτῶν. Εὐθύς εὐ-ωδίασαν μύρα καί θυμιάματα στόν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἄφησε τό πνεῦμα του ὁ Ἅγιος. Μία γυναίκα πτωχή, ἡ ὁποία διέμενε πλησίον ὀσφράνθηκε τήν ἡδύπνοο καί ἀσύγκριτη εὐωδία. Τήν ἀκολούθησε, λοιπόν, αὐτή καί ἔφθασε στόν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ἔκειτο ὁ Ἅγιος. Εὑρῆκε τόν μακάριο νεκρό· ἤδη δέ ἀνέβλυζε μύρο ἀπό τό τίμιο λεί-ψανό του. Ἔτρεξε, λοιπόν, καί ἀνήγγειλε τό θαῦμα, ἐπικαλούμενη μεθ’ ὅρκου ὡς μάρτυρα τόν Θεό. Πολλοί συνήχθησαν τότε, ἀλλά δέν εὑρῆκαν τό τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου. Καταπλήττονταν, ὅμως, ἀπό τήν εὐοσμία τοῦ μύρου καί τῶν θυμιαμάτων. Ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τά κρίματα ἑκάστου καί τά ἀπόκρυφα κατορθώματα τοῦ Ἁγίου, μετέθεσε τό λείψανο τοῦ Ἁγίου.
Προσευχή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρό τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του
«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, Τριάς ἡ ζωοποιός καί ὁμοούσιος, σύνθρονος καί ἀμέριστος, παρακαλοῦμεν Σε οἱ πέ-νητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοί καί γυμνοί· οἱ μή ἔχοντες ποῦ τήν κε-φαλήν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τό γόνυ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καί τοῦ πνεύματος καί δεόμεθά Σου καί ἱκετεύομέν Σε, τόν Θεόν, τό φοβερόν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθέ καί ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τό οὖς σου καί πρόσδεξαι εὐμενῶς τήν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν τα-πεινῶν καί ἀξίωσόν μας νά ἁγιασθῶμεν ἐν τῇ δυνάμει καί τῷ ὀνό-ματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμων, ἐλεήμων, μακρόθυμε καί πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱέ καί Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τό ὄνομα τοῦ Πατρός τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετά συμπαθείας διά τά παρα-πτώματά μας, τά ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ ἐν ἐνθυμήσει ἤ διανοίᾳ. Πάριδε καί ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεήμων, πολυέλεε. Καί μή μᾶς καταισχύνῃς· μή μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπό τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπό ἀγάπην ὑπερβολικήν καί γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπό τάς προσευχάς τῶν φίλων Σου».
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας παρθενομάρτυρος Φιλοθέας, τῆς ἐκ Ρουμανίας.
Ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυς Φιλοθέα17 ἐγεννήθηκε στό Μολύβοτο τῆς Παμφυλίας στήν Μικρά Ἀσία. Οἱ γονεῖς της πατρίκιος Ἰωάννης καί Εἰρήνη τῆς ἔδωσαν χριστιανική ἀνατροφή. Στή σπουδή τῶν ἱερῶν γραμμάτων ἐσημείωσε μεγάλη πρόοδο καί εἶχε ἀποστηθίσει τήν Ἁγία Γραφή. Ἀπό τήν παιδική της ἡλικία ἐπιδόθηκε στόν ἀσκη-τικό βίο καί τήν ἄσκηση. Ὅταν ἔγινε δεκατεσσάρων ἐτῶν ὑποχρεώ-θηκε, χωρίς τήν θέλησή της, νά νυμφευθεῖ κάποιον δεκαεπταετή πού ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος. Κατόρθωσε ὅμως νά πείσει τόν σύζυγό της νά διατηρήσουν τήν ἁγνότητά τους καί μέσα στόν γάμο, μιμού-μενοι τό παράδειγμα τοῦ Ὁσίου Ἀμμούν († 4 Ὀκτωβρίου) καί τῆς συζύγου του.
Ἡ Φιλοθέα ἔχασε ἐνωρίς τούς γονεῖς της, τήν μητέρα της σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καί τόν πατέρα της λίγο καιρό μετά τόν γάμο της. Ὁ σύζυγός της ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἀλλά καί αὐτός ἀπέθανε μετά ἀπό ἕξι ἔτη ἔγγαμου βίου. Ἡ Φιλοθέα, ἀφοῦ ἀπελευ-θέρωσε τούς δούλους τῆς οἰκογένειας καί διεμοίρασε τά πλούτη σέ πτωχούς, ἐκκλησίες καί μοναστήρια, μαζί μέ μιά δούλη της ἀπο-σύρθηκε σέ ἕνα νησί τῆς λίμνης, πού εὑρισκόταν κοντά στό Μο-λύβοτο.
Καθημερινές της ἐνασχολήσεις ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἡ προσευχή. Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καί τῆς θεοφιλοῦς βιοτῆς της δια-δόθηκε στίς γύρω περιοχές. Ἡ Ὁσία ἀνέλαβε ἀκόμη καί τό ἔργο τῆς στηρίξεως τῶν Χριστιανῶν καί τῆς κατατροπώσεως τῶν εἰδωλολα-τρῶν, ὅταν ἐπανῆλθαν στό προσκήνιο ἡ εἰδωλολατρία καί οἱ διωγ-μοί. Ὁ Θεός τῆς ἐδώρισε τό θαυματουργικό χάρισμα.
Ἡ Ὁσία, τέσσερεις ἡμέρες πρό τῆς κοιμήσεώς της, ἐκάλεσε τούς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες ὑποθῆκες της. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί τό ἱερό λείψανο αὐτῆς ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού ἦταν γνωστός καί ὡς Ἁγία Σο-φία.
Τά ἱερά λείψανα τῆς Ὁσίας μετεκομίσθησαν ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη στό Τύρνοβο, τήν πρωτεύουσα τοῦ Β΄ Βουλγαρικοῦ Κράτους, μέ πρωτοβουλία τοῦ βασιλέως Ἰωαννικίου ἤ Καλοϊωάν-νου (1197-1207), ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύθηκε τήν δεινή θέση τῆς Βυζα-ντινῆς Αὐτοκρατορίας μετά τήν Δ΄ Σταυροφορία καί κατέλαβε ἀρκετά ἐδάφη της. Τά ἱερά λείψανα τά συνόδευσε τιμητικό στρα-τιωτικό ἄγημα καί τά ὑποδέχθηκε ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου. Στήν πορεία ἔγιναν πολλές θαυματουργικές θεραπεῖες ἀσθενῶν. Ἐθεραπεύθηκε καί ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγήματος ἀξιωματικός Θεό-δωρος. Τά ἱερά λείψανα ἐτοποθετήθησαν στόν ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς καλουμένης Τέμνισκας, μέσα στό Τύρνοβο.

Μετά τήν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου (1393) ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους, οἱ Βούλγαροι τοῦ Βιδυνίου ἐνδιαφέρθηκαν νά μεταφέ-ρουν τά ἱερά λείψανα τῆς Ὁσίας Φιλοθέας ἀπό τό Τύρνοβο στήν πρωτεύουσα τοῦ κρατιδίου τους, ἀφοῦ στήν βασιλεύουσα πόλη, τό Τύρνοβο, δέν ὑπῆρχε οὔτε πολιτική οὔτε πνευματική ἡγεσία τῶν Βουλγάρων. Ὁ τελευταῖος Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγα-ρίας Εὐθύμιος εἶχε ὑποχρεωθεῖ νά πάρει τόν δρόμο τῆς ἐξορίας. Τό γεγονός τῆς μετακομιδῆς ἔλαβε χώρα δύο ἔτη μετά τήν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου, δηλαδή τό ἔτος 1395. Ἡ μετακομιδή τῶν λειψάνων ἔγινε μέ πανηγυρικό τρόπο καί ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη κατέστη προστάτιδα καί μεσίτρια τῶν Βουλγάρων πιστῶν τοῦ βασιλείου τοῦ Βιδυνίου.
Τό ἔτος 1396 ὑπῆρξε μοιραῖο καί γιά τό Βιδύνιο. Οἱ Ὀθωμανοί Τοῦρκοι κατόρθωσαν νά καταλύσουν καί τό τελευταῖο αὐτό βασί-λειο τῶν Βουλγάρων καί νά κυριαρχήσουν σέ ὅλη τήν ἔκταση τῆς Βουλγαρίας. Μέσα στήν δίνη καί τόν χαλασμό τῆς ἁλώσεως ἐχάθη-σαν καί τά ἴχνη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ὁσίας Φιλοθέας γιά μεγά-λο χρονικό διάστημα. Τά ἀνακαλύπτουμε μέ βεβαιότητα στό δεύ-τερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. στήν πόλη Ἄρτζες τῆς Οὐγγρο-βλαχίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰγνατίου, ἐπισκόπου Ροστώβ.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἔζησε τόν 13ο αἰώνα καί ἐξελέγη Ἐπίσκο-πος τῆς πόλεως Ροστώβ. Ἐποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιό του γιά εἴκοσι ἕξι χρόνια καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1288. Κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του κάποιοι πιστοί εἶδαν τό τίμιο λείψανό του νά σηκώνεται καί νά τούς εὐλογεῖ. Ὁ Ἅγιος Θεός τόν εὐλόγησε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί πολλά θαύματα ἐπιτελοῦνται στόν τάφο του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀρσενίου, μητροπολίτου Βεροίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀρσένιος ἔζησε στίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 14ου ἤ καί στίς πρῶτες τοῦ 15ου αἰῶνος. Μοναδική πηγή πληροφοριῶν γιά τό πρόσωπο καί τό μαρτύριό του εἶναι μία Ἀκο-λουθία πρός τιμήν του, τήν ὁποία ἀνακάλυψε ὁ ἱστορικός τῆς Βε-ροίας Γεώργιος Χιονίδης σέ χειρόγραφο τῆς Μονῆς Μεγάλου Μετε-ώρου τῆς ἴδιας ἐποχῆς καί τήν ἐξέδωσε γιά πρώτη φορά.
Σύμφωνα μέ τήν Ἀκολουθία, ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἦταν Μητροπο-λίτης Βεροίας καί συνελήφθη πιθανόν κατά τήν διάρκεια τῆς κα-τοχῆς τῆς πόλεως ἀπό τούς Τούρκους, πρίν ἀπό τήν ὁριστική ἅλωσή της. Φυλακίσθηκε, βασανίσθηκε καί τελικά ἀποκεφαλίσθηκε ἤ ἀπαγχονίσθηκε στό ἱερό Βῆμα ἤ ἔξω ἀπό τήν Παλαιά Μητρόπολη. Οἱ Τοῦρκοι πέταξαν τό ἱερό λείψανό του, ἀλλά αὐτό παρέμεινε ἄθι-κτο καί στήν συνέχεια ἐνταφιάσθηκε στόν ἱερό ναό ἑνός Μάρτυρος στήν πόλη τῆς Βεροίας.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στόν Παλαιό Μητροπολιτικό ναό Βε-ροίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γεροντίου, τῆς Μόσχας.
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος ἔζησε τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. Τό 1453 ἦταν Ἐπίσκοπος Κολόμνας καί στίς 29 Ἰουνίου 1479 ἐξελέγη Μητροπολί-της Ρωσίας μέ τήν συγκατάθεση τοῦ μεγάλου πρίγκηπος Ἰβάν Γ΄. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1489.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σωφρονίου, τοῦ ἐκ Βουλγαρίας.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατά κόσμον Στέφανος, καταγόταν ἀπό τήν Βουλγαρία καί ἔζησε τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν πρεσβύ-τερος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος Πενκιόβσι, κοντά στή Σόφια, καί λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων κατέφυγε στήν Βαλαχία, κοντά στόν βοεβόδα Ραντούλ. Στήν συνέχεια ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σέ μονή τῆς περιοχῆς Ρουσκούκ, ἴσως σέ αὐτή πού ἵδρυσε ὁ Πατριάρ-χης Τυρνόβου Ἅγιος Ἰωακείμ († 18 Ἰανουαρίου), καί διακρίθηκε γιά τήν φιλανθρωπία καί τήν ἐλεημοσύνη του.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν ἁγίων Μαρτύρων τῶν ἐκ Γεωργίας.
Οἱ Ἅγιοι κατάγονταν ἀπό τήν ὀρθόδοξη χώρα τῆς Γεωργίας καί ἐζοῦσαν στό Ἰράν. Τό ἔτος 1616 μ.Χ., μέ προσταγή τοῦ Σάχη τῆς Περσίας Ἀμπάς, μετεφέρθησαν 100.000 Γεωργιανοί Ὀρθόδοξοι Χρι-στιανοί στήν Περσία (Ἰράν). Παρά τίς ἀπειλές καί τίς καταπιέσεις τῶν Μουσουλμάνων οἱ Γεωργιανοί δέν ἐπρόδωσαν τήν πίστη τους στό Χριστό. Γι’ αὐτό καί χιλιάδες ἐμαρτύρησαν μεταξύ τῶν 17ου καί 18ου αἰῶνος μ.Χ. στήν κοιλάδα Φερεϊντάν καί ἔλαβαν τόν ἀμα-ράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Κυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Μήτρου ἤ Δημητρίου, τοῦ Πελοποννησίου
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μῆτρος ἤ Δημήτριος, ὁ Πελοποννήσιος, ἐμαρτύρησε στὴν Τρίπολη, στὶς 28 Μαΐου 1794.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Γκαλίτς τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἐμφανίσθηκε, τό ἔτος 1350, στόν Ὅσιο Ἀβράμιο τοῦ Γκαλίτς. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐστεκόταν προ-σευχόμενος στίς ἀκτές τῆς λίμνης Γκαλίτς, κοντά στό βουνό, εἶδε ξα-φνικά μέσα στό πυκνό δάσος ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καί ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τόν ἐκαλοῦσε νά ἀνέλθει στό ὄρος καί νά εὕρει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Πράγματι ὁ Ὅσιος ἀνῆλθε στό ὄρος, ὅπου εὑρῆκε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τόν Χρι-στό στήν τρυφερή ἀγκάλη της. Μέ συγκίνηση καί εὐλάβεια ὁ Ὅσιος παρέλαβε τήν εἰκόνα καί ἐφρόντισε νά ἀνεγερθεῖ στόν ἱερό ἐκεῖνο τόπο τῆς εὑρέσεως ἕνας μικρός ναός.
Ὅπως ἀναφέρεται στά Χρονικά, ὁ πρίγκηπας Δημήτριος Θεοδώροβιτς ἐζήτησε νά δεῖ τόν Ὅσιο καί τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ Ὅσιος μέ θαυματουργικό τρόπο διέσχισε τήν λίμνη τοῦ Γκαλίτς καί μετέφερε τήν εἰκόνα στήν πόλη. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐτελέσθησαν πολλά θαύματα καί ὁ πρίγκηπας ἐβοήθησε τόν Ὅσιο στήν ἀνέ-γερση μονῆς πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γκα-λίτς στίς 15 Αὐγούστου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Κυρίας τῆς εἰρήνης, ἐν Ρωσίᾳ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ «νοητοῦ τείχους», ἐν Ρωσίᾳ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Νικαίας, ἐν Ρωσίᾳ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!