† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παύλου τοῦ Θηβαίου.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος ἤκμασε στά χρόνια τοῦ Δεκίου (249-251 μ.Χ.) καί τοῦ Βαλεριανοῦ (254-259 μ.Χ.). Σύμφωνα μέ τή μή ἀξιόπιστη βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τῆς ὁποίας ὅμως πρόσφατα ἀποδείχθηκε ἡ ἱστορικότητα μέ βάση μιά πολύ ἀρχαι-ότερη ἑλληνική πηγή, τά ὅρια τῆς ζωῆς του μποροῦν νά τοπο-θετηθοῦν μεταξύ τῶν ἐτῶν 233 καί 346 μ.Χ.[1]. Ἀνῆκε σέ πλούσια οἰκογένεια τῆς κάτω Θηβαϊδος τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ Δέκιος ἀπέλυσε κατά τῶν Χριστιανῶν τόν τρομερό διωγμό του, ὁ Ὅσιος σέ νεαρά ἡλικία ἔχασε τούς γονεῖς του. Ἐπειδή φοβήθηκε μήπως παραδοθεῖ στούς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἀπό τόν ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς του, τό γαμβρό του, ἐζήτησε παρηγοριά καί σωτηρία στήν ἔρημο.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ διωγμός τοῦ Δεκίου καί ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη, ἀπατηλή ὅμως καί προσωρινή, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισε νά ἐξακολουθήσει τήν ἐρημική του διαμονή. Στήν ἔρημο ἀγάπησε τόν ἀσκητικό βίο καί προχώρησε στά ἐνδότερα, ὅπου εὑρῆκε σπήλαιο, μέσα στό ὁποῖο πέρασε ὅλο τό χρόνο τῆς ζωῆς του μέ πνευματικούς ἀγῶνες καί στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔξω ἀπό τό σπήλαιο ἔτρεχε δροσερώτατη πηγή καί ὑπῆρχε φοίνικας, ἰδιαίτερα ὑψηλός. Ἐκεῖ μέσα στήν ἡσυχία τῆς φύσεως, ἐμελετοῦσε ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ψυχωφελῆ βιβλία. Ἐκεῖ τόν ἐγνώρισαν καί διάφοροι ἄλλοι ἀναχωρητές, πού εἶχαν ἀναζητήσει καί αὐτοί στήν ἔρημο τή σωτηρία ἀπό τούς διῶκτες τους. Τόσο μάλιστα ἦταν ὁλοφάνερη ἡ πνευματική ὑπεροχή καί ἡ ταπεινοφροσύνη του, ὥστε ὅλοι τοῦ ἀπέδιδαν σεβασμό καί ἀγάπη, καί τόν ἐρωτοῦσαν γιά πολλά ζητήματα, εἴτε ἠθικῆς καί θεολογικῆς διακρίσεως, εἴτε ἀναφερόμενα στήν προσωπική τους ψυχική κατάσταση. Ὁ Ὅσιος ἀπαντοῦσε στόν καθένα πατρικά, λύνοντας τίς ἀπορίες τους, φωτίζοντας τίς ἀμφιβολίες τους, στερεώνοντας τίς πεποιθήσεις τους, καθοδηγώντας τους στόν τελειότερο βίο, χωρίς καθόλου νά ὑπερηφανεύεται, τιμώντας καί τόν μικρότερο ἀπό τούς ἀδελφούς του, καί συμπεριφερόμενος μέ λεπτή, εὐγενή καί διακριτική συμπεριφορά.
Ἡ φήμη τοῦ διακεκριμένου ἀναχωρητοῦ ἔφθασε καί στά αὐ-τιά τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἦλθε λοιπόν καί αὐτός τό ἔτος 344 μ.Χ. στόν Παῦλο. Καί τίποτα δέν ἦταν συγκινητικότερο ἀπό τή συνάντηση τῶν δύο ἐκείνων ἁγίων ἀνδρῶν. Ἄγνωστοι ἕως τότε ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, ἀντάλλαξαν ἀδελφικότατα ἀσπασμό καί ἐδοκίμαζαν ἀνέκφραστη χαρά, ὅσο διαρκοῦσε ἡ συνάντηση, καί συνομιλοῦσαν καί ἐκφράζονταν ὁ καθένας μέ ἐνθουσιασμό γιά τόν ἄλλον καί ταπεινά γιά τόν ἑαυτό του. Μάλιστα ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀπόρησε πῶς ἔφθασε ὁ Ὅσιος Παῦλος στά ἄβατα τῆς ἐρήμου, ὅπου ἄνθρω-πος ποτέ δέν ἐτόλμησε.
Μετά ἀπό μερικούς μῆνες ἐπανῆλθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Τήν προηγούμενη νύχτα εἶχε πεθάνει ὁ Ὅσιος Παῦλος καί δύο λιοντά-ρια ἔστεκαν κοντά στόν τάφο του, τόν ὁποῖο τά ἴδια μέ τά νύχια τους τόν εἶχαν ἀνασκάψει. Ἐκεῖ καί τόν εἶχαν ἀποθέσει. Ἦταν ἑκα-τόν δέκα τριῶν χρονῶν, ὅταν μετέστη εἰρηνικά πρός τόν Κύριο. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐπέστρεψε φέροντας μαζί του ὡς ἱερό κειμήλιο ράσο τοῦ Ὁσίου Παύλου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ιωάννου, τοῦ διά Χριστόν πτωχοῦ, ὅς καί καλυβίτης ὠνομάσθη.
῾Ο Ὅσιος ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔζησε περί τά μέσα τοῦ 5ου μ.Χ. αἰῶνος. ῾Ο πατέρας του ὀνομα-ζόταν Εὐτρόπιος καί ἦταν συγκλητικός. ῾Η μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδώρα.
῾Ο ᾿Ιωάννης ἀπό πολύ μιρή ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο καί φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στόν κοσμικό στρόβιλο, ἔχανε τό ἠθικό του καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπό τήν πατρική οἰκία καί ἦλθε στή μονή τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀλλά, μέ τόν καιρό, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων του τόν ἔβαλε στόν πει-ρασμό τῆς ἐπιστροφῆς στήν πατρική οἰκία. Ὁ πειρασμός ἔγινε ἀκό-μη μεγαλύτερος, ὅταν ἐπληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ἦταν ἀπα-ρηγόρητη γιά τήν ἐξαφάνισή του, ὁ δέ πατέρας του ζοῦσε βίο κο-σμικό, ξοδεύοντας τά πλούτη του σέ ματαιότητες καί φαντασίες. Ἐπεθύμησε λοιπόν νά τούς δεῖ, ὄχι μόνο γιά νά ἀναπαύσει μέ τήν παρουσία του τήν ψυχή τους, ἀλλά καί γιά νά παρηγορήσει τή μη-τέρα του καί νά συντελέσει στή μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θά ἦταν ὅμως αὐτό δυνατό, ἐάν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καί τούς ἀπηύ-θυνε τίς συμβουλές καί τίς παρακλήσεις του;
Σχετικά, λοιπόν, μέ τό πρόβλημά του ἐπληροφόρησε τόν ἡ-γούμενο τῆς μονῆς καί τοῦ ἐζήτησε νά τοῦ ἐπιτρέψει νά πάει στούς γονεῖς του. ῾Ο ἡγούμενος, πράγματι, ἔδωσε τήν εὐλογία του νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. ῎Ετσι ὁ ῞Οσιος ἐνδύθηκε μέ πα-λαιά καί τριμμένα ράσα καί μέ τήν πτωχική αὐτή ἐμφάνιση ἔφθασε ἔξω ἀπό τό σπίτι τῶν γονέων του. Τούς ἐπαρουσιάσθηκε ὡς μο-ναχός, χωρίς νά τούς πεῖ ποιός εἶναι. Ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καί ἡ φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τή μητέρα του νά τόν παρακαλέσει νά ἔρχεται καθημερινά στό σπίτι. Ἀλλά καί ὁ πατέρας του τόν ἐσυμπάθησε γιά τήν εὐεργετική ἐπιρροή πού ἐξήσκησε στήν καρδιά τῆς συζύγου του.
Κατασκεύασε, λοιπόν, ἔξω, στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ, μιά πολύ μικρή καλύβα ὅπου καί ἔμεινε, χωρίς κανείς νά τόν γνωρίζει ποιός ἦταν. Μετά τρία χρόνια οἱ προσπάθειές του, μέ τή θεία Χάρη, ἄρχισαν νά ἀποφέρουν καρπούς. Ὁ πατέρας του ἄρχισε νά ζεῖ χρι-στιανική ζωή καί ἡ μητέρα του εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ζόφο τῆς ἀθυμίας. Καί τότε ὁ Ἰωάννης ἐσκέφθηκε, ὅτι ἐπλησίαζε ἡ ὥρα πού θά μποροῦσε νά φανερωθεῖ.
Ἀλλά ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἡ ὄντως ζωή, τοῦ ἐγνώρισε μέ μυστικό τρόπο, ὅτι ἦταν ἡ ὥρα νά τόν καλέσει πλησίον Του. Τότε ὁ Ὅσιος ἐκάλεσε κοντά του τούς γονεῖς του, τούς ἔδειξε τό χρυσόδετο Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο εἶχαν φτιάξει πρός χάρη του, καί μέ τόν τρόπο αὐτό τούς ἐφανέρωσε τόν ἑαυτό του. Μέ γαλήνη τούς ἀπηύθυνε λόγους παρηγοριᾶς καί ἐγκαρδιώσεως καί τούς παρεκά-λεσε νά μείνουν ἀφιερωμένοι στόν Θεό καί τόν πλησίον, ἀφιερώ-νοντας τά πλούτη τους στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωή φθείρεται καί ἡ ἀξιοπρέπεια κινδυνεύει ἀπό τίς ἔσχατες στερήσεις. ᾿Ακολούθως παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πανσοφίου.
῾Ο Ἅγιος Μάρτυς Πανσόφιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάν-δρεια καί ἦταν τέκνο τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμηθεῖ μέ τό ἀξίω-μα τοῦ ἀνθύπατου. Ἔζησε κατά τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα καί ἐστόλισε τήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει τόσους περιπετειώδεις καί κρίσιμους ἀγῶνες τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
῾Ο Πανσόφιος, λόγω τῆς μεγάλης του περιουσίας τοῦ πατέρα του καί τῆς φιλομάθειάς του, ἐσπούδασε τόσο τήν ἑλληνική ὅσο καί τή χριστιανική παιδεία. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, διένειμε ὁλόκληρη τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο, ὅπου ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση, στή μελέτη καί στήν ἀπό-κτηση τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ, μέσα ἀπό τούς πνευματικούς ἀγῶνες ἔμα-θε ὅτι ἡ πτωχεία ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ ὑλικοῦ, ἡ παρ-θενία ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ σαρκικοῦ, ἡ ὑπακοή ἐλευ-θερώνει ἀπό τήν εἰδωλωλατρική ἐπιρροή τοῦ ἐγώ· εἶναι ἡ θεία υἱο-θεσία.
Στήν ἔρημο διέμεινε εἰκοσιεπτά χρόνια. Μετά ὅλο αὐτό τόν καιρό ἐπέστρεψε στή γενέτειρά του, θωρακισμένος μέ τά ὅπλα τοῦ πνεύματος καί τῆς ἁγιότητος, γιά νά ἐργασθεῖ ὑπέρ τῆς πίστεως. Τότε ἐξέσπασε ὁ διωγμός τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.). ῾Ο Ἅγιος προσκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διοικητοῦ καί διατάχθηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ Πανσόφιος ὄχι μόνο ἀρνή-θηκε, ἀλλά ἀπέδειξε σ᾿ αὐτόν τό ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολή καί ἐμαστίγωσαν τόν Ἅγιο μέχρι θανάτου. ῎Ετσι ὁ Ἅγιος Πανσόφιος, κάτω ἀπό τά βάρβαρα καί λυσσώδη κτυπήματα τῶν στρατιωτῶν, ἐμαρτύρησε καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ ἅγιοι ἕξ Πατέρες ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε οἱ Ἅγιοι ἕξι Πατέρες ἔζησαν. Ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη, ἄν καί ἀναφέρονται ὡς Μάρτυρες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἀκοιμήτου.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπό ἐπιφανῆ οἰκογένεια τῆς Ἀσίας καί ἐσπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη. Διακρινόταν γιά τή φιλομάθεια καί τήν ἀρετή του. Ἐμελετοῦσε ἀδιάλειπτα τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο καί νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Ἀφοῦ διένειμε τά ὐπάρχοντά του στούς πτω-χούς ἦλθε στή Συρία, ὅπου ἔγινε μοναχός σέ μονή τῆς ὁποίας ἡγού-μενος ἦταν ὁ μοναχός Ἠλίας. Ἀφοῦ διέμεινε ἐκεῖ τέσσερα χρόνια, ἔζησε στήν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής ἐπί ἑπτά χρόνια. Ἐπανῆλθε στή Συρία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι στή δεξιά ὄχθη τοῦ Εὐφράτου ποτα-μοῦ καί ἄρχισε νά ἐργάζεται ἱεραποστολικά κηρύττοντας τό Εὐαγ-γέλιο. Λίγο ἀργότερα ἔρχεται στήν Κωνσταντινούπολη καί ἱδρύει νέα μονή πλησίον τοῦ οἴκου τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μηνᾶ. Ἀλλά ἦλθε σέ προστριβή μέ τόν Πατριάρχη Σισσίνιο (426-427 μ.Χ.) καί τούς ἄρχοντες τούς ὁποίους ὡς ζηλωτής ἔλεγχε ἐάν θεωροῦσε ὅτι ἔπρατταν κάτι ἄτοπο. Ἔτσι, μετά ἀπό περιπέτειες, ἐγκαταστάθηκε στά βορειοανατολικά τῆς Βιθυνίας, σέ τόπο καλούμενο Γομών. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶναι οὐσιαστικά πρῶτος ἱδρυτής τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων. Ἔτσι ἐλέγοντο οἱ μοναχοί τῆς Ἀνατολῆς, πού ζοῦσαν κοινοβιακά, καί ἐχωρίζονταν σέ ὁμάδες, πού ἀνυ-μνοῦσαν διαδοχικά τό Θεό καθ’ ὅλη τήν ἡμέρα καί τή νύχτα, ὥστε νά μήν ἔπαυε ποτέ στή μονή τους ἡ προσευχή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἐλπιδίου, Δάνα-κτος καί Ἑλένης.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Μάρ-τυρες Ἐλπίδιος, Δάναξ καί Ἑλένη[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Σεκουνδίνης.
Ἡ Ἁγία Σεκουνδίνη ἄθλησε ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.)[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Σαλώμης καί Περοζάβρας, τῶν ἐκ Γεωργίας.
Οἱ Ἁγίες Σαλώμη καί Περοζάβρα ἔζησαν τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. στήν ἀνατολική Γεωργία καί συνέχισαν τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἁγίας Νίνας. Ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς Ἁγίας Ἴτας, τῆς ἐξ Ἰρλανδίας.
Ἡ Ἁγία Ἴτα καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία. Ἀπό νεαρά ἡλι-κία ἀγάπησε τόν Χριστό καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἵδρυσε τή μονή τοῦ Κίλλεντι καί συγκέντρωσε γύρω της πολλές εὐσεβεῖς παρθένους. Διῆλθε ἀσκητικώτατο βίο, μέ βάση τή νηστεία, τή μελέτη καί τήν προσευχή. Ἐδίδασκε περί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔφθασε σέ πολύ ὑψηλά μέτρα τελειώσεως καί θεωρίας. Ἔτσι ἀναγνωρίζεται ὡς πνευματική μητέρα πολλῶν Ἰρλανδῶν Ἁγίων. Ἵδρυσε σχολή στήν ὁποία ἐδίδασκε τά μικρά παιδιά γιά τήν ὀρθόδοξη πίση καί ἐμφύτευσε στήν καρδιά τους τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό.
Ἡ Ἁγία ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 570 μ.Χ. στή μονή της[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δανιήλ τοῦ Στυλίτου, τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ.

Ὁ Ὅσιος Δανιήλ ἔγινε γνωστός ἀπό τό «Συνοδικόν» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἤ γιά νά ὁμιλήσουμε ἀκριβέστερα ἀπό τό «Συνοδικόν» ἄγνωστης Ἐπισκοπῆς, πού ἀνήκει στή Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, τό ὁποῖο συντάχθηκε κατά τήν ΙΒ΄ ἑκατονταετηρίδα καί εἶχε δημοσιευθεῖ ἀπό Κώδικες τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στό Ἅγιον Ὄρος καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης ἀπό τόν Σωφρόνιο Εὐστρατιάδη. Ἡ ἀναγραφή καί ὁ μακαρισμός τοῦ Ὁσίου Δανιήλ στό «Συνοδικόν» αὐτό ἔχει ὡς ἑξῆς: «Δανιήλ τοῦ ὁσιωτάτου μοναχοῦ καί ἀσκητοῦ τοῦ στυλίτου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ πόλει μονῆς τοῦ Καλυβίτου ἀσκήσαντος, αἰωνία ἡ μνήμη». Πρίν ἀπό τον Δανιήλ καταχωρίζεται τό ὄνομα καί ὁ μακαρισμός «Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλησίῳ ὄρει ἀσκήσαντος, αἰωνία ἡ μνήμη», καί μετά τό ὄνομα τοῦ Ὁσίου Δανιήλ ἀναγράφεται τό ὄνομα καί ὁ μακαρισμός «Νικολάου τοῦ ὁσιωτάτου μοναχοῦ καί ἡγουμένου τοῦ Νέτακος, αἰωνία ἡ μνήμη».
Στούς Συναξαριστές καί τά Μηναῖα καί γενικότερα στή λει-τουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ὅσιος Δανιήλ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ εἶναι ἄγνωστος. Εἶναι ἐπίσης ἄγνωστα καί τά ἔτη γεννήσεως καί κοιμή-σεως τοῦ Ὁσίου Δανιήλ, ἤ τουλάχιστον ἡ ἑκατονταετηρίδα κατά τήν ὁποία ἄκμασε αὐτός, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά ἔζησε τό ἀργότερο κατά τόν 12ο αἰώνα μ.Χ., ἤ μεταξύ αὐτοῦ καί πρίν ἀπό αὐτόν, ἐφ’ ὅσον τό «Συνοδικόν» στό ὁποῖο καταχωρίζεται τό ὄνομά του ἐγράφη κατά τόν 12ο αἰώνα μ.Χ. ΙΒ΄ ἑκατονταετηρίδα, ὅπως προαναφέρθηκε παραπάνω.
Στό «Συνοδικόν» ἀναφέρεται ρητά ὅτι ὁ Ὅσιος Δανιήλ ἦταν ὄχι μόνο μοναχός καί ἀσκητής, ἀλλά καί Στυλίτης, δηλαδή ἔζησε τόν ὁσιακό βίο του ἐπάνω στό στύλο ἤ στόν κίονα, σύμφωνα μέ τά παραδείγματα τῶν ἀρχαίων Στυλιτῶν στό μοναχικό βίο τῆς Ἐκκλη-σίας, ἀρχηγός τῶν ὁποίων στό εἶδος αὐτό τῆς ἀσκήσεως ἦταν ὁ Συ-μεών ὁ στυλίτης († 459) πού ἔζησε γιά τριάντα ἑπτά χρόνια ἐπάνω στόν στύλο, ἐνῶ ἀξιόλογος Στυλίτης μετά ἀπό αὐτόν ὑπῆρξε ὁ Δανιήλ († 493), πού ἔζησε καί αὐτός πάνω στό στύλο κοντά στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Στυλίτης Δανιήλ ἦταν, κατά τό «Συνοδικόν», μοναχός καί ἀσκητής τῆς «ἐν τῇ Εὐβοίᾳ πόλει μονῆς τοῦ Καλυβίτου», μέ τή φράση «ἐν τῇ Εὐβοίᾳ πόλει» νά σημαίνει «ἐν τῇ νήσῳ Εὐβοίᾳ». Ἡ μονή τῆς ἀσκήσεως ἐπάνω στόν στύλο τοῦ Ὁσίου Δανιήλ τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ φέρνει τό ὄνομα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου του Καλυβίτου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Προχόρου.
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος καταγόταν ἀπό τή Βουλγαρία καί ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 10ου καί ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στή μονή Βράνσκι τῆς Βουλγαρίας κοντά στόν ποταμό Πσίνζα καί ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γαβριήλ.
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ τοῦ Λέσνοβο ἐγεννήθηκε στό χωριό Ὀσσόκε στήν περιοχή Κρίβα Παλάνκα τῆς Σερβίας[5] κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τή μοναχική πολιτεία καί ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Λέσνοβο. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰῶ-νος μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Bαρλαάμ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
† Βλ. 6 Νοεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νεκταρίου, ἐπι-σκόπου Τομπόλσκ.
† Βλ. 10 Ἰουνίου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.