τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Βαρθολομαίου καί Βαρνάβα.
Βλ. ἀφιέρωμα στό POIMIN.GR (πατήστε εδώ)

† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοπέμπτου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος μαζί μέ ἄλλους 4 Μάρτυρες. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης1 ὑποθέτει ὅτι δέν εἶναι ἀπίθανο νά πρόκειται περί τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοπέμπτου, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στίς 7 Φεβρουαρίου. Οἱ Συναξαριστές ἀναφέρουν μόνο ὅτι ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βλιθαρίου, τῆς Σεζάννης.
Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος ἐγεννηθήθηκε στήν Σκωτία κατά τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦλθε στήν περιοχή τῆς Σεζάννης τῆς Γαλλίας μαζί μέ τόν Ὅσιο Φουρσᾶ († 16 Ἰανουαρίου), ὅπου διῆλθε τό βίο του ὡς ἀνα-χωρητής μέ σκληρή ἄσκηση καί προσευχή. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη2.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἑρεβαλδίου, τοῦ ἐκ Βρεττανίας, τοῦ Ἐρημίτου3.
Ὁ Ὅσιος Ἑρεβάλδιος ἐγεννήθηκε καί ἔζησε στήν Βρεττανία κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε ἐρημίτης καί μετά ἀπό πολλά χρό-νια ἀσκητικοῦ βίου, ἦλθε σέ μία ἐνορία τῆς πόλεως Μπεριέν, ὅπου καθοδηγοῦσε πνευματικά τούς ἀνθρώπους, καί ἐκεῖ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βαρνάβα, τοῦ ἐν Βάσῃ Κοιλανίου τῆς Κύπρου.
Ἀπό ποῦ καταγόταν καί πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Βαρνάβας δέν γνωρίζουμε. Δυστυχῶς στή χειρόγραφη Ἀκολουθία του δέν ὑπάρχει Συναξάρι. Καί στήν Βάσα, ὅπου ἔζησε καί ἀσκήτεψε, δέν ὑπάρχουν ζωντανές παραδόσεις γιά τό βίο του. Ὁ Κύπριος χρονογράφος Λεό-ντιος Μαχαιρᾶς, πού στό Χρονικόν του γράφει καί γιά τούς Ἁγίους πού ἔζησαν στήν Κύπρο ἤ ἦλθαν ἀπό γειτονικές χῶρες σ’ αὐτή, ἀνα-φέρει ὅτι ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς 300 κληρικούς καί λαϊκούς, πού εἶναι γνωστοί μέ τό ὄνομα Ἀλαμανοί καί πού κα-τέφυγαν στήν Κύπρο μετά τήν κατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπό τούς Σαρακηνούς. Ὅμως ὁ ὑμνογράφος του, στό Δοξαστικό τῶν Αἴνων, γράφει: «Τῶν μοναστῶν τήν καλλονήν, καί τῶν Βάσεων βλάστημα καί κλέος…», πράγμα πού δείχνει πώς ὁ Ὅσιος ἦταν γέννημα καί θρέμμα καί δόξα τῆς Βάσας.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἡ ψυχή του, γεμάτη καλωσύνη καί εὐσέβεια, ἐξεκουραζόταν μονάχα στή μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καί ἐκαλλιεργοῦσε τόν χαρακτήρα του. Μέ αὐτό τόν τρόπο ἀπέκτησε ἦθος καί σεμνότητα.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας, σύμφωνα μέ τίς τοπικές παραδόσεις καί τήν Ἀκολουθία του, ἀσκήτεψε σέ ἕνα σπήλαιο, πού εὑρίσκεται στά δυτικά τοῦ χωριοῦ καί στή ρίζα ἑνός πέτρινου γκρεμοῦ ἀπό ἄσπρα ὑδατώδη πετρώματα, καί ἔζησε μιά ζωή δοσμένη ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι διακρίθηκε σέ ὅλα στήν ἀσκητική του πολιτεία καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ φωτεινή λαμπάδα, πού σκορποῦσε τό γλυκύ φῶς της ὁλόγυρα. Ἐκτός ἀπό τήν τακτική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, περνᾶ πολλές ὧρες μέ τήν προσευχή. Ἡ μελέτη, ἡ προ-σοχή, ἡ προσευχή καί ἡ αὐστηρή νηστεία ἦταν τά ὁπλα μέ τά ὁποῖα καθημερινά ἀγωνιζόταν. Γίνεται συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων καί ἰσάγ-γελος ἐπί τῆς γῆς. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τόν ἐπεσκίασε πλουσιοπά-ροχα καί τόν κατέστησε καί ἐδῶ στή γῆ ἀκένωτη πηγή θαυμάτων καί εὐεργεσιῶν. Μέ πνεῦμα πραότητος καί δύναμη λόγου ἐδίδασκε ἀκούραστα κάθε φορά ἐκείνους πού, ὡς διψασμένα ἐλάφια, κατέ-φευγαν στό σπήλαιό του, γιά νά τόν ἰδοῦν καί νά τόν συμβουλευ-θοῦν γιά τή σωτηρία τους.

Ἑκεῖ στό σπήλαιο αὐτό ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Βαρ-νάβας. Ἕνα μεγάλο θαῦμα συνόδευσε κατά τόν ὑμνογράφο τήν κοίμησή του. «Θαῦμα ὑπέρ ἔννοιαν ἐν τῇ κοιμήσει σου γέγονεν, ὁσιόφρον θεσπέσιε, ἡνίκα τό πλῆθος τῶν Βάσεων ἐπέστη ἀθρόον, ὥσπερ γάρ ἥλιος τό πρόσωπόν σου ἐξανατέταλκεν».
Ἀπό τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου φυλάσσονται τεμάχια καί ἡ τιμία κάρα αὐτοῦ στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάσας. Ἐπίσης στό ναό αὐτό εὑρίσκονται καί δύο εἰκόνες τοῦ Ὁσίου, μία παλαιά καί μία νεώτερη, πού εἰκονίζει τόν Ὅσιο νά φέρει τούτη τήν ἐπιγραφή: «Ἰησοῦ μνήμη φωτίζει τόν νοῦν καί ἐκδιώκει τούς δαίμονας».
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βαρνάβα, τῆς Βετλούγκα.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐγεννήθηκε στήν πόλη Οὔστιουγκ τῆς Ρωσσίας. Ἔχοντας μέσα στήν καρδιά του ἀναμμένη τή φλόγα τῆς ἱερωσύνης, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καί διακονοῦσε σέ μιά ἀπό τίς ἐνορίες τῆς πόλεως. Ἀπό ἀγάπη πρός τό μοναχικό βίο, τό 1417, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἐγκαταστάθηκε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βετλούγκα, ὅπου ἔζησε ἐπί εἴκοσι ὀκτώ χρόνια μέ ἄσκηση καί προ-σευχή. Κοντά του δέν εὕρισκαν πνευματική ἀνάπαυση μόνο οἱ πι-στοί, ἀλλά καί τά ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους, τά ὁποῖα ἐπλησίαζαν τόν Ὅσιο μέ εὐχαρίστηση καί ἀσφάλεια, διότι ἔνοιωθαν τήν ἀγάπη του πρός τή φύση. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τό 1439, τόν ἐπισκέφθη-κε ὁ Ὅσιος Μακάριος τοῦ Ζχελτοβόντ ( †25 Ἰουλίου), γιά νά τόν συμβουλευθεῖ καί νά λάβει τήν εὐχή του.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, σέ βαθύ γῆρας, τό 1445. Στόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του ἱδρύθηκε κοινοβιακή μονή ἀφιε-ρωμένη στό ὄνομά του καί τό βίο του συνέγραψε, τό 1639, ὁ ἱερο-μόναχος τῆς μονῆς Ἰωσήφ (Ντιάντκυν), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνέλαβε τήν εὐθύνη τῆς ἐκτυπώσεως πνευματικῶν βιβλίων στήν Μόσχα.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου εὑρέθησαν θαυματουργικά ἐπί Πατριάρχου Μόσχας Ἰωάσαφ, τό 1639.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στή θέση τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου ἐδημιουργήθηκε ἡ πόλη Βαρναβίν καί τό καθολικό τοῦ μοναστη-ριοῦ ἔγινε ὁ καθεδρικός ναός τῆς νέας πόλεως, πού εἶχε καί αὐτή τό ὄνομα τοῦ Ὁσίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μητροφάνους Τσί-Σούνγκ καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Τατιανῆς πρε-σβυτέρας, Ἡσαῒου καί Ἰωάννου, Μαρίας καί ἑτέρων διακοσίων εἴκοσι μαρτύρων.
Περί τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ἡ Ὀρθόδοξη Κινεζική Ἐκ-κλησία ἔφθασε σέ μεγάλη ἀκμή. Ἀπέκτησε Κινέζο ἱερέα, τόν μετέ-πειτα Ἅγιο Μητροφάνη Τσί-Σούνγκ, ἐκτίσθησαν πολλοί ὀρθόδοξοι ναοί, ἐτελοῦντο Λειτουργίες πλήν τοῦ Πεκίνου καί σ’ ἄλλες πόλεις τῆς Κίνας καί τῆς Μαντζουρίας καί ἀπέκτησε τήν μεγαλύτερη λάμ-ψη της ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἱεραποστόλου Ἰννοκεντίου Φιγκουρόφ-σκυ ἀπό τό 1897 ἕως τό 1900-1901, ὁπότε ἐπῆλθε ἡ μεγάλη δοκι-μασία ἀλλά καί ὁ μαρτυρικός θρίαμβος τῆς Ὀρθοδόξου Κινεζικῆς Ἐκκλησίας.
Τότε ἐξέσπασε ἡ ἐπανάσταση τῶν Μπόξερ, τῶν συντηρητικῶν Κινέζων, πού ἦταν ἀντίθετοι στούς νεωτερισμούς καί στίς μεταρ-ρυθμίσεις, σύμφωνα μέ τά ξενόφερτα δυτικά πρότυπα. Ἡ χήρα αὐ-τοκράτειρα μέ τούς συντηρητικούς καί τούς ὀπαδούς τῶν πατρο-παράδοτων πολεμικῶν τεχνῶν ἐπενέβησαν βίαια καί ἐματαίωσαν τά σχέδια τῶν νεωτεριστῶν. Τό κίνημα τῶν Μπόξερ, ὅπως ὀνομά-σθηκε ἀπό τούς ξένους, ἔπνιξε στό αἷμα κάθε ἀντίδραση καί ἐπεζή-τησε τήν ἔξωση ὅλων τῶν ξένων πού ἐζοῦσαν στή χώρα, στούς ὁποί-ους κατά τή γνώμη τους ὀφείλονταν κάθε κακό πού συνέβη σ’ αὐ-τήν.
Τό 1900, ἡ ἀπόπειρα τῶν ξένων νά φέρουν περισσότερα στρα-τεύματα στό Πεκίνο, ἐπιδείνωσε τήν κατάσταση. Στίς 10 Ἰουνίου ἐκολλήθησαν προκηρύξεις στούς τοίχους τοῦ Πεκίνου, πού ἐκαλοῦ-σαν τούς Κινέζους νά ἐξολοθρεύσουν ὅλους τούς Χριστιανούς καί νά ἀπειλοῦν μέ φοβερά μαρτύρια ὅσους θά προσπαθοῦσαν νά κρυ-φθοῦν. Ἡ 11η Ἰουνίου 1900 ἔγινε ἡ ἡμέρα τῆς δόξας γιά τή χώρα τῆς Κίνας, πού προσέσφερε καί αὐτή τή μερίδα τῶν Μαρτύρων της στήν πορφυρή ἁλουργίδα τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας.
Ἡ πομπή τῶν δημίων ἐξεκίνησε μεγαλοπρεπῶς μέ ἀναμμένους δαυλούς, ὑψώνοντας στά χέρια τά εἴδωλα τῶν πατροπαράδοτων θε-ῶν τῆς σινικῆς φυλῆς καί κρατώντας θυμιατήρια, γιά νά τούς θυ-μιάσουν οἱ Χριστιανοί ἀρνούμενοι τήν πίστη τους καί τήν πατρώα εὐσέβεια. Τά μαρτύρια ἦσαν φρικτά καί ὁ φόβος μέγας. Ἀπό τούς 700 Κινέζους Ὀρθόδοξους, οἱ 300 ἐμαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν ὁ πρῶτος Κινέζος Ὀρθόδοξος ἱερέας καί εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἰαπωνίας. Ὑπηρετοῦσε τήν ὀρθόδοξη ἱεραποστολή δέκα πέντε ὁλόκληρα χρό-νια. Ἔσφαξαν μπροστά στά μάτια του τήν πρεσβυτέρα του Τατι-ανή καί τόν 23χρονο υἱό του Ἡσαΐα, ἐνῶ ἔκοψαν τή μύτη, τά αὐτιά καί τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν τοῦ μικρότερου υἱοῦ του Ἰωάννου. Ὁ παιδομάρτυρας ὄχι μόνο δέν δυσανασχετοῦσε, ἀλλά ὡς ἐκ θαύμα-τος δέν ἔνοιωθε κανένα πόνο καί ἀπαντοῦσε στίς προκλήσεις τῶν δημίων του πού τόν ἀποκαλοῦσαν «παιδί τῶν δαιμόνων»: «Εἶμαι Χριστιανός Ὀρθόδοξος καί πιστεύω στόν Χριστό καί ὄχι στούς δαίμονες».
Ἀφοῦ ἐκτέλεσαν τόν πατέρα Μητροφάνη, ἡ νύφη του Μαρία, μνηστή τοῦ Μάρτυρος Ἡσαΐα, 19 ἐτῶν, ἔφθασε στό πρεσβυτέριο ἐπιθυμώντας νά πεθάνει μέ τήν οἰκογένεια τοῦ μνηστῆρος της. Ὅταν οἱ Μπόξερ ἐκύκλωσαν τό σπίτι, ἡ Μαρία, ἀφοῦ ἐβοήθησε πολλούς Χριστιανούς νά πηδήσουν τόν τοῖχο τῆς αὐλῆς καί νά σω-θοῦν, ἐστάθηκε μέ θάρρος κατέναντι τῶν δημίων της καί τούς κατη-γόρησε γιά τήν ἄδικη δολοφονία τόσων ψυχῶν, χωρίς νά ἔχει ἀπο-δειχθεῖ ἡ ἐνοχή τους ἀπό κανένα δικαστήριο. Οἱ δήμιοι τῆς ἐτρύ-πησαν τά πόδια καί τῆς καταπλήγωσαν τά χέρια, προτρέποντάς την νά φύγει καί νά σωθεῖ. Ἡ γενναία ὅμως Μαρία τούς ἀπάντησε θαρ-ραλέα: «Ἐγεννήθηκα ἐδῶ, κοντά στό ναό τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ἐδῶ καί θά πεθάνω». Τότε οἱ Μπόξερ τήν ἀποτελείωσαν.
Μεταξύ τῶν Μαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συγκαταλέ-γονται καί πολλοί ἀπόγονοι τῶν κατοίκων τοῦ Ἀλμπασίν τῆς Ρωσίας πού εἶχαν πρῶτοι φέρει τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας στό Πεκίνο, τό 1685, καί οἱ ὁποῖοι εἶχαν πιά ἀφομοιωθεῖ μέ τούς Κινέζους. Ἀπό αὐτούς συγκρατοῦνται τά ὀνόματα τῶν: Κλήμεντος Κουϊ-Κίν, Ματ-θαίου Χάι-Τσουάν, τοῦ ἀδελφοῦ του Βίτ καί τῆς Ἄννας Τσούι.
Ἀπό τούς περίπου χίλιους τῆς ἐνορίας τοῦ Πεκίνου οἱ τριακό-σιοι χάθηκαν στά αἱματηρά γεγονότα τῆς 11ης Ἰουνίου 1900, ἐκ τῶν ὁποίων 222 ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί ἀπετέλεσαν τήν ἔνδοξη μαρτυρική ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰῶνος4.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Λουκᾶ, ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας.
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, κατά κόσμον Βαλεντίνος, υἱός τοῦ Φήλικος Βόϊνο-Γιασενέτσκϊυ, ἐγεννήθηκε στίς 14 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1877, στήν πόλη Κέρτς, τό ἀρχαῖο Ποντικάπαιο, πού ἦταν ἀποικία τῶν Μιλησίων. Στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1880 ἡ οἰκογένειά του μετα-κομίζει στήν πρωτεύουσα τῆς Οὐκρανίας, τό Κίεβο.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐξεχώρισε ἀπό τά ἄλλα ἀδέλφια του. Ἐζοῦσε ἁπλά καί λιτά. Αὐτό ὅμως πού ἐπέδρασε στήν ψυχή του ἦταν τό περίφημο μοναστήρι τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων, ἕνας τόπος ἁγιασμένος ἀπό τίς προσευχές, τήν ἄσκηση καί τά δάκρυα πολλῶν Ἁγίων Πατέρων καί Ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔζησαν ἐκεῖ ἀπό τό 10ο αἰώνα. Ἐσπούδασε στήν ἀκαδημία καλῶν τεχνῶν τοῦ Κιέβου καί εἶχε τό χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς. Παράλληλα μέ τίς πνευματικές του ἀναζητήσεις ἐμελετοῦσε μέ ἰδιαίτερη ἐπιμέ-λεια τῆν Ἁγία Γραφή. Πολλά σημεῖα τοῦ Εὐαγγελίου τόν συνέπαιρ-ναν. Τά ὑπογράμμιζε μέ κόκκινο μελάνι. Αὐτό τό Εὐαγγέλιο τό ἐκράτησε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγινε ὁ ἀχώριστος σύντροφός του. Στή συνέχεια ἐσπούδασε τήν ἰατρική ἐπιστήμη στό πανεπιστή-μιο τοῦ Κιέβου. Τό μέλλον του, ὡς ἰατροῦ, φαίνεται λαμπρό, ἀφοῦ ξεχωρίζει καί διακρίνεται στίς σπουδές του. Ἐκεῖνος ὁμως εἶχε ὡς σκοπό τή διακονία τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, καί ἰδιαίτερα τοῦ πτωχοῦ. Βοηθάει τούς πάντες. Διακονεῖ χιλιάδες ἀσθενεῖς. Προοδεύ-ει τόσο πολύ στήν ἰατρική ἐπιστήμη καί ἐκλέγεται καθηγητής πανε-πιστημίου.
Τό ἔτος 1918 συλλαμβάνεται ἀπό τό καθεστώς τῆς Ὀκτωβρι-ανῆς ἐπαναστάσεως, ἀλλά, σάν, ἀπό θαῦμα, ἐλευθερώνεται. Ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τά δεινά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός ξαφνικά τόν καλεῖ νά γίνει ἱερεύς καί νά διακονήσει τό λαό Του. Στίς 26 Ἰανουαρίου 1921 λαμβάνει τόν πρῶτο βαθμό τῆς ἱερωσύνης. Μιά ἑβδομάδα ἀργότερα, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, χειρο-τονεῖται πρεσβύτερος, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Τασκένδης Ἰννο-κέντιο, καί ἀξιώνεται νά κρατήσει στά χέρια του τήν παρακατα-θήκη πού τοῦ παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σάν τόν Προφήτη Συμεών τό Θεοδόχο. Ὁ Ἅγιος ἀγωνιζόταν σέ πολλά μέτωπα. Ἀπό τή μιά μεριά ἡ φροντίδα τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν του. Ἀπό τήν ἄλλη Οἱ ἀνάγκες τῆς ἐνορίας. Παράλληλα ἐδίδασκε στό πανεπιστήμιο, στήν ἕδρα τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καί χει-ρουργικῆς, ἐνῶ ἐργαζόταν καί στό νοσοκομεῖο.
Ὁ ἐξόριστος Ἐπίσκοπος τῆς Οὐφά Ἀνδρέας ἔφθασε τό 1922 στήν Τασκένδη, μετά τήν ἀναγκαστική ἀπομάκρυνση τοῦ Ἀρχιεπι-σκόπου Ἰννοκεντίου ἀπό τούς σχισματικούς τῆς “Ζώσης Ἐκκλη-σίας”, πού ἔκαναν πιό ζωντανή τήν παρουσία τους μέ τή βοήθεια τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ κράτους. Οἱ κάτοικοι τῆς Τασκένδης ἐξέλεξαν ὁμόφωνα Ἐπίσκοπό τους τόν Ἅγιο. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρέ-ας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τό μαρτυρικό Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα, εἶχε τήν ἄδεια νά ἐκλέγει τούς Ἐπισκόπους καί νά τούς χειροτονεῖ κρυφά. Ἔτσι ἔκειρε μοναχό τόν Ἅγιο καί τόν ὀνόμασε Λουκᾶ, πρός τιμήν Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ἰα-τροῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στήν πόλη Πεντζικέντ ἀπό ἐξόριστους Ἐπισκόπους. ἡ πορεία πρός τό μαρτύριο ἄρχισε.
Στίς 9 Ἰουνίου 1923 ἐπῆγε στό ναό καί ἐτέλεσε τόν Ἑσπερινό καί τόν Ὄρθρο. Ἐπέστρεψε στό σπίτι καί ἄρχιζε νά προετοιμάζεται γιά τή Θεία Λειτουργία, διαβάζοντας τήν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἐκεῖνο τό βράδυ τόν συνέλαβαν οἱ κομισάριοι τῶν Μπολσεβίκων. Ὅμως, ἐπειδή ἐγνώριζαν πόσο δημοφιλής ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς καί ἐβοβοῦντο ταραχές, ἔβαλαν σέ ἐφαρμογή τή μέθοδο τῆς συκοφαντίας καί τῆς λασπολογίας. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι συμμετεῖχε σέ ἀντιεπαναστατικά κινήματα κατά τοῦ καθεστῶ-τος. Παρ’ ὅλα αὐτά δέν κατάφεραν τίποτε, ἀλλά ἔπρεπε νά τόν διώξουν ἀπό τήν Τασκένδη, γιατί εἶχε ἤδη μεταβεῖ στήν Τασκένδη ὁ ἀντικανονικός Ἐπίσκοπος τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας». Ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς φθάνει στή Μόσχα, ὅπου συναντᾶ τόν Ἅγιο Πατριάρχη Τύχωνα καί συλλειτουργεῖ μαζί του. Σέ λίγες ἡμέρες καί πάλι συλ-λαμβάνεται καί ὁδηγεῖται στίς φυλακές Μπουτύρσκι, οἱ ὁποῖες εἶ-χαν τή φήμη τῶν πιό σκληρῶν φυλακῶν τῆς Μόσχας. Ἀπό ἐκεῖ μεταφέρεται στίς φυλακές Ταγκάνκα πού βρίσκονται στήν ἄλλη πλευρά τῆς Μόσχας καί σέ λίγο καιρό ἐξορίζεται στήν Σιβηρία, στήν πόλη Γενισέϊσκ. Ἡ ἰατρική ἰδιότητά του τοῦ ἐπέτρεπε κάποια μικρή ἄνεση καί σχετική ἐλευθερία κινήσεων. Ἐλειτουργοῦσε καί ἐχειρουργοῦσε. Ἐθεράπευε τίς ψυχικές ἀλλά καί τίς σωματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Καί πάλι τόν ἐξορίζουν στό χωριό Χάγια, κοντά στόν παραπόταμο τοῦ Ἀγκαρᾶ, γιά νά ἐπιστρέψει ἐκ νέου στό Γενισέϊσκ. Τόν ἐξορίζουν στό Τουρουχάνσκ. Ἀγγόγυστα ὁ Ἐπί-σκοπος ἐδέχθηκε τήν ἀπόφαση. Στήν περιοχή αὐτή οἱ κλιματο-λογικές συνθῆκες κάνουν τή ζωή πολύ δύσκολη. Ὁ χειμώνας εἶναι σκοτεινός καί ἀτελείωτος. ἡ θερμοκρασία κατεβαίνει στό 40 ὑπό τό μηδέν ἤ ἀκόμη πιό κάτω. Ὁ Ἅγιος θέτει τόν ἑαυτό του καί τή ζωή του στή διακονία τῶν ἀνθρώπων καί ἰδιαίτερα τῶν ἀσθενῶν.
Ἡ δράση τοῦ Ἁγίου δέν ἀφήνει ἀδιάφορους τούς κρατικούς παράγοντες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νά εὐλογεῖ τούς ἀσθενεῖς στό νοσο-κομεῖο, νά κάνει κηρύγματα, νά ἐπισκέπτεται ἕνα μοναστήρι, πού ἦταν ἐκεῖ κοντά, μέ ἕλκηθρο. Ὅμως, τό μαρτύριο συνεχίζεται. Τόν κατηγοροῦν γιά ἀνυπακοή στή σοβιετική ἐξουσία καί τόν ἐξορί-ζουν στόν Ἀρκτικό ὠκεανό. Μόνη του παρηγοριά ὁ Θεός. Ἡ προ-σευχή ἦταν τό καταφύγιό του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυε τόν μάρτυ-ρα Ἐπίσκοπο πού ἄντεξε καί αὐτή τή σκληρή δοκιμασία.
Ὁ Ἅγιος, μέ τή βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Κρασνογιάρσκ Ἀμφι-λοχίου, ἐπιστρέφει στήν Τασκένδη. Στίς 23 Ἀπριλίου 1930, οἱ ἀρχές ἀνακοινώνουν τήν κατεδάφιση τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἀναστατώθηκε. Γράφει γι’ αὐτό ὁ ἴδιος: «Στίς 23 Ἀπριλίου 1930 γιά τελευταία φορά λειτούργησα στόν ἱερό ναό καί κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου μέ συνεπῆρε ἡ σκέψη πώς τό ἴδιο βράδυ θά μέ συλλάβουν. Ὅπως κι’ ἔγινε. Τήν ἐκκλησία τήν γκρέμισαν ὅταν ἐγώ βρισκόμουν στή φυλακή. Στόν πασίγνωστο κατηχητικό λόγο πού διαβάζεται τό Πάσχα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, ὅτι ὁ Θεός ὄχι μόνο τά ἔργα δέχεται, ἀλλά καί τή γνώμη ἀσπάζεται. Καί τήν πράξη τιμᾶ καί τήν πρίθεση ἐπαινεῖ. Γι’ αὐτή τήν πρόθεσή μου νά πεθάνω μέ μαρτυρικό θάνατο, ἄς μοῦ συγχωρέσει ὁ Θεός τίς πολλές ἁμαρτίες μου».
Τόν Μάϊο τοῦ ἔτους 1931, ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη ἐξορία στή Σιβηρία, ἀνακρίσεις καί βασανιστήρια. Γιά λίγο τόν ἀφήνουν ἐλεύ-θερο καί τόν Μάρτιο τοῦ 1940 ἐξορίζεται γιά τρίτη φορά. Κατά τήν διάρκεια τοῦ Β´ παγκοσμίου πολέμου καλεῖται στήν πόλη Κρασνογιάρσκ, ὅπου προσφέρει τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του ὡς ἰατρός καί λειτουργός τοῦ Κυρίου, γιά νά ἐκλεγεῖ στή συνέχεια Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα μετατίθεται στήν Ἀρχι-επισκοπή Ταμπώφ καί Μιτσούρνικ καί τό 1945, μετά τό τέλος τοῦ πολέμου, δέχεται τήν πρώτη πολιτική ἐπιβράβευση γιά τό τεράστιο ἔργο του καί τήν προσφορά του. Τόν Μάϊο τοῦ ἔτους 1946 ὁ Ἀρχι-επίσκοπος Λουκᾶς μετατίθεται στήν Κριμαία, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καί Κριμαίας5. Ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, ἀφοῦ προσέφερε τά πάντα στή διακονία τοῦ λαοῦ του, ἐκοιμήθηκε ὁσίως, τό 19616.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 29 Μαῒου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἐφραίμ, τοῦ ἐκ Ρωσσίας.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ καί στίς 28 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ἵδρυσε στήν πόλη Νόβο-Τόργκα ξενώνα, ὅπου κατοικοῦσαν αἰχμάλωτοι ἤ καταδικασμένοι, καί διακονοῦσε τούς πάντες μέ αὐταπάρνηση. Ὁμοίως στή δεξιά ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Τβέρτς, πλησίον τοῦ ξενῶνος, ἵδρυσε ναό, τό ἔτος 1038, καί τή μονή Νοβοτόρζσκϊυ τῶν Ἁγίων Βόριδος καί Γκλέμπ. Τά ἱερά λείψανά του μετεκομίσθησαν στό καθολικό τῆς μονῆς τό 1572.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν», ἐν Ἁγίῳ Ὄρει.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν» φυλάσσεται στό ναό τοῦ Πρωτάτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στίς Καρυές. Ὁ ναός αὐτός ἐκτίσθηκε τό 843 μ.Χ., ἐμεγάλωσε ἀπό τόν Ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη καί ἁγιογραφήθηκε κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀπό τόν περίφημο ἁγιογράφο Ἐμμανουήλ Πανσέληνο.
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἐζοῦσε κοντά στίς Καρυές μ’ ἕνα νεαρό ὑποτακτικό, ἔφυγε ἕνα βράδυ ἀπό τό κελλί, διότι ἔπρεπε νά πάει στήν ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου, γιά νά συμμετάσχει σέ μιά ἀγρυπνία. Ὅταν ἐνύχτωσε ὁ δόκιμος, πού ἔμεινε μόνος, ἄκουσε ἀργά τό βράδυ νά κτυποῦν τήν πόρτα καί ἀνοίγον-τάς την εἶδε ἕνα γέροντα μοναχό, πού ἐζητοῦσε φιλοξενία. Τά μεσάνυχτα ὁ γέροντας καί ὁ δόκιμος ἄρχισαν νά ψάλλουν μαζί τήν Ἀκολουθία. Μόλις ἔφθασε ἡ ὥρα νά ψάλλουν «Τήν Τιμιωτέραν», ὁ γέροντας πρόλαβε τόν δόκιμο στό ψάλσιμό του λέγοντας πρίν τό «Ἄξιον ἐστιν μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Ὁ νεαρός δόκιμος ἄκουσε τόν ὕμνο αὐτό γιά πρώτη φορά. Γι’ αὐτό εἶπε στόν γέροντα νά τοῦ γράψει αὐτά τά λόγια, γιά νά ὑμνεῖ τήν Παναγία. Ὁ γέροντας ἐδέχθηκε καί ἔγραψε τόν ὕμνο ἐπάνω σέ μιά πέτρα, πού ἔγινε μαλακή σάν κερί, καί εἶπε στό νεαρό δόκιμο: «Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἔτσι ἐσεῖς καί ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νά ψάλετε αὐτόν τόν ὕμνο». Ὁ γέροντας μοναχός, ἀφοῦ εἶπε πώς τόν ἔλεγαν Γαβριήλ, ἐξαφανί-σθηκε.
Μόλις ἐπέστρεψε ὁ γέροντας μοναχός, ὁ δόκιμος τοῦ ἔδειξε τήν πέτρα καί ἔψαλε τόν ὕμνο πού εἶχε ἀκούσει. Ὁ γέροντας μέ τήν διάκρισή του διεπίστωσε ἀμέσως τό θαυματουργικό γεγονός καί ἔτρεξε νά μεταφέρει τό θαυμαστό ἀντικείμενο στούς γέροντες τοῦ γειτονικοῦ μοναστηριοῦ. Ἔτσι διαδόθηκε ὅτι ὁ μυστηριώδης ἐπι-σκέπτης ῆταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος εἶχε κατέβει ἀπό τόν οὐρανό, γιά νά διδάξει ἕνα νέο ὕμνο πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ χαραγμένη πέτρα ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ ἀπεστάλη στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Χρυσοβέργη (984-996 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἐνέκρινε τήν εἰσαγωγή τοῦ ἀγγελικοῦ αὐτοῦ ὕμνου στόν λειτουργικό βίο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει, ὅτι τό γεγονός αὐτό εἶναι πολύ παλαιό καί τοῦτο μαρτυρεῖται ἀπό τά Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου στίς 11 Ἰουνίου ἀναγράφεται:»Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ Ἄδειν». Τό γεγονός αὐτό συνέβη τό 982 μ.Χ.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶναι τύπου Ἐλεούσης ἤ Γλυ-κοφιλούσης καί κρατᾶ στά δεξιά της τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!