Προσκλήθηκε από τον Παντοδύναμο Κύριο της ζωής και του θανάτου ένας αφοσιωμένος εργάτης του αμπελώνος Του.
Ο αιδέσιμος κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών, οικονόμος Γεώργιος Γούλας απεβίωσε την 23η Οκτωβρίου τρέχοντος έτους σε ηλικία μόλις 45 ετών.
Στον αγρό αυτόν εδώ του Χριστού, στην ενορία του Αγίου Γεωργίου του ομωνύμου χωρίου, που ήταν και η ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου θεοφιλώς διακόνησε επί 14 περίπου έτη, βρήκε το τέλος του βίου του. Τα τελευταία του έτη κυρίως ήταν πλήρη πόνου και σκληρής δοκιμασίας από τις ασθένειες που τον ταλάνιζαν. Γι’ αυτό μας κυριεύει δικαιολογημένη λύπη, όταν ενθυμούμεθα τους πόνους και τους κόπους που υφίστατο επί μακρόν νοσηλευόμενος «ἐπί κλίνης ὀδυνηρᾶς καί στρωμνῆς κακώσεως», έχοντας συνοδοιπόρο και υποστηρικτή μόνιμο την καλή του πρεσβυτέρα Ευδοκία που σαν καιομένη λαμπάδα στάθηκε δίπλα του στις δοκιμασίες και στις θλίψεις του.
Σαν παραμυθία, όμως, και αντιστάθμισμα έχομε την ανάμνηση του χαμογελαστού προσώπου του, της αγαθής διαθέσεως και γενικά της ιερατικής του αφιερώσεως και σταδιοδρομίας, η οποία θα μείνει ασφαλώς αλησμόνητη στην μικρή κοινωνία, όπου έζησε και ιεράτευσε.
Ο Χριστός λέγει: «ὁ θερισμός πολύς, ἀλλ’ οἱ ἐργάται εἶναι ὀλίγοι».
Είναι εξόχως λυπηρό, όταν κατά ένα πρόθυμο και ζηλωτή εργάτη λιγοστεύομε και φτωχαίνουμε, όταν η εργασία προς δόξαν Θεού είναι μεγάλη και αυξάνουν διαρκώς οι ανάγκες νέων και αφοσιωμένων εργατών για τον επανευαγγελισμό και αγιασμό του λαού.
Όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν, εκτίμησαν την ευχάριστη παρουσία του και την ειλικρινή διάθεση, τη ζεστή άκακη καρδιά του και αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον πιστό σύζυγο, τον στοργικό πατέρα, τον καλό συγγενή και φίλο, πρώτιστα δε πάντων τον καλό λευίτη.
Για όλους τους συμπρεσβυτέρους του, αλλά και όλους τους ενορίτες του στάθηκε ένας καλός φίλος, ο οποίος με χαμόγελο και καλοσύνη στήριζε τους αδελφούς του.
Και δεν ήταν δυνατόν να ήταν διαφορετικός ο αείμνηστος π. Γεώργιος, γιατί από μικρή ηλικία αγάπησε την Εκκλησία και ποτίσθηκε από το ιερό εκείνο νέκταρ της κατά Χριστόν διδασκαλίας.
Από τα νεανικά του χρόνια εγνώρισε και εμαθήτευσε κοντά στον αγαπημένο πνευματικό του πατέρα, τότε ηγούμενο της Ιεράς Μονής Οσίου Λουκά και σήμερα Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη και Ποιμενάρχη κ. Γεώργιο, από τον οποίο διδάχθηκε την σημασία και αξία της ιερατικής διακονίας.
Έτσι διδαγμένος και προετοιμασμένος από τέτοιο άξιο πνευματικό πατέρα και διδάσκαλο, όταν έφθασε στην κατάλληλη ώρα, τότε σαν τον λύχνο ετέθη επί την λυχνία, «ἵνα λάμπῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ».
Στην ενάσκηση των καθηκόντων του δεν υπελόγισε κόπους και την κλονιζομένην συνεχώς υγεία του, αλλά με προθυμία και αγάπη διακονούσε όπου η Τοπική μας Εκκλησία του υπεδείκνυε, στην Ενορία του και στην Αρχιερατική Περιφέρεια Κορωνείας.
Και ενώ κατ’ αυτόν τον τρόπο υπηρετούσε ο αοίδιμος λειτουργός την Εκκλησία μας, ήλθε παράκαιρα ο θάνατος να μας στερήσει από έναν ακούραστο εργάτη του καλού αμπελώνα του Κυρίου. Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον!
Εμείς μπροστά στις ανεξιχνίαστες βουλές του Υψίστου, διαβεβαιούμε δακρύοντες την ψυχή του, ότι ουδέποτε θα λησμονήσουμε εκείνον που με την προθυμία και την αφοσίωσή του εκέρδισε την αγάπη του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου αλλά και τον σεβασμό και την συναδελφική αγάπη των συμπρεσβυτέρων του και την εκτίμηση των ενοριτών και συγχωριανών του, οι οποίοι ασφαλώς θα τον μνημονεύουν πάντοτε και θα εύχονται υπέρ μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως της ψυχής του.
Το αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός καθώς και η πάνδημος κηδεία του ας είναι ηθική δικαίωση και παρηγορία των βαρυαγλούντων οικείων του, μάλιστα δε της σεμνής πρεσβυτέρας, των δυο κεχαριτωμένων υιών του, της μητέρας του και των συγγενών του.