Είδα άνθρωπο πού φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετενόησε.
Καί αυτόν πού εγώ τόν κατέκρινα ως ανήθικο,
o Θεός τόν εθεωρούσε αγνό,
διότι μέ τήν μετάνοιά του Τόν είχε πλήρως εξευμενίσει.
(Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Ι’, Περί καταλαλιάς, 6)
Είναι συνηθισμένο τό φαινόμενο νά παρακολουθούμε τά λόγια καί τίς συμπεριφορές στή ζωή τών συνανθρώπων μας. Καί είναι φυσικό νά συμβαίνη αυτό, εφ” όσον εμαστε πλασμένοι γιά νά ζούμε μαζί μέ τούς άλλους. Εμαστε εκ κατασκευής κοινωνικοί. Συμβιώνουμε στήν δια γή συντηρούμενοι από τά αγαθά της, συνεννοούμεθα μέσω τής γλώσσης, συνεργαζόμαστε, συνδημιουργούμε, γενικότερα συλλειτουργούμε, αλλά κυρίως συναισθανόμαστε. Εξ άλλου δέν θά μπορούσαν νά ήταν τά πράγματα διαφορετικά, εφ” όσον οι κληρονομικές μας προδιαγραφές είναι έτσι κλειδωμένες, ώστε νά κοινωνούμε μεταξύ μας. Πράγματι, έχουμε, o καθένας μας, τήν ανάγκη τής κοινωνίας μέ τόν άλλο. Γιά νά ενεργοποιούνται καί νά εκφράζονται οι ζωτικές λειτουργίες, οι σκέψεις καί τά συναισθήματα. Γιά νά λειτουργούν ισόρροπα η ανάγκη τής αμοιβαιότητος, η μεγαλουργία τής συλλογικότητος καί η πληρότητα τής αγάπης, πού όλους τούς ενοποιεί, τούς αλληλοπεριχωρεί καί τούς κάνει ευτυχισμένους.
Καί ενώ όλα είναι πλασμένα γιά νά ζούμε oνειρικά, εμείς δέ σταματάμε νά χαλάμε τίς ισορροπίες. Νά ανακατεύουμε τά υπαρκτικά υλικά, νά αλλάζουμε τίς λειτουργίες τους, ζητώντας νά επαναπροσδιορίσουμε τήν ουσία τής ζωής. Μάς αρέσει νά τό παίζουμε θεοί. Πιστεύοντας ότι γνωρίζουμε καλύτερα τίς κληρονομικές μας καταβολές, μέσα από τή μέθη τής μεταλλαγμένης μας ελευθερίας, ξεφεύγουμε εντελώς καί εναντιωνόμαστε στήν δια τή ζωή. Στό ξέφρενο πέρασμά μας μέσα από τήν ανθρώπινη ιστορία, έχουμε βγάλει άπειρες φορές τά μάτια μας μέ τά δια μας τά χέρια. Επιμένουμε μετά μανίας νά συγκρουόμαστε, νά γινόμαστε όλο καί πιό αυτοκαταστροφικοί, υποστηρίζοντας θεωρητικά αυτή τή ψυχωσική συμπεριφορά, περπατώντας περήφανα στό δρόμο τών τροπαίων, τής φρίκης καί τού χαμού, σηκώνοντας ακόμη ψηλότερα τά λάβαρα τού εγωϊσμού μας.
Κι” όμως, παραδόξως πώς, συνεχίζουμε νά ζούμε. Συνεχίζουμε νά στολίζουμε μέ επιμέλεια τήν κόλασι, νά σφραγίζουμε ασφαλέστερα τίς πύλες τών διεξόδων, νά χαμηλώνουμε όλο καί πιό πολύ τήν έντασι τής διαχρονικής φωνής τού Πατέρα, πού στοργικά μάς συμβουλεύει γιά τήν αποφυγή τού oλέθρου. Παραβλέπουμε τόν ασύλληπτο σεβασμό Του στήν ελευθερία μας, πού φτάνει μέχρι τή Θυσία. Αλήθεια, τό μέτρο τής αγάπης τού Θεού φαίνεται από τό ότι σεβόμενος τήν ελευθερία πού μάς δώρισε, μάς άφησε ακόμη καί νά τόν Σταυρώσουμε… Εμείς όμως, ασυγκίνητοι, αδιάφοροι, στρέφουμε αλλού τό πρόσωπό μας, βαδίζουμε, τρέχουμε μακρυά καί από τόν αδελφό μας, καί τόν εαυτό μας, εντείνοντας τήν προσπάθεια νά αγγίξουμε μεγαλύτερο διαστροφικό βάθος. Συνεχίζουμε μέ χαλασμένα μυαλά καί πεθαμένες καρδιές νά γινόμαστε περισσότερο αυτοεπιβεβαιωτικοί, επιθετικοί, φονεύοντας δι αλλήλων τούς εαυτούς μας. Εάν είναι δυνατόν, νά εξαφανίσουμε καί αυτήν τήν ταυτότητα τής ανθρώπινης ζωής.
Νά, ποιό είναι τό υπόβαθρο τής καταλαλιάς, τής κατακρίσεως. Νά, ποιά είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα πού δηλητηριάζει ό,τι ωραίο μπορεί νά απολαύση κανείς, σέ τούτη τήν προπαρασκευαστική φάσι ζωής. Νά, ποιός είναι o καρκινικός πυρήνας, πού αλλοιώνει τήν αλήθεια τού oργανισμού τής κοινωνίας. Γιά όλα τά άσχημα πού συμβαίνουν φταίει o αχαλίνωτος, o ακόρεστος εγωϊσμός μας. Η ασυδοσία μας, η απιστία μας, η αχαριστία μας, η ψυχική μας μιζέρια καί ένας ατέλειωτος κατάλογος προβλημάτων, πού γεννώνται από τήν πλεονεξία μας, αιχμαλωτίζουν τίς καλές προθέσεις, τούς καλούς λογισμούς, τήν συναίσθησι αμαρτωλότητος, τήν επιείκια στίς πράξεις τών άλλων, τήν συγχωρητικότητα, τήν αγάπη, τήν ανάστασι τών ψυχών καί τής ζωής. Πράγματι, εμαστε κατεξοχήν αξιοκατάκριτοι, όταν εγκλωβισμένοι στήν εμπαθή ατμόσφαιρα τών μικρονοϊκών μας αντιλήψεων καί ερμηνειών κατακρίνουμε μέ επιπολαιότητα τίς συμπεριφορές τών αδελφών. «Άς μέ ακούσετε, άς μέ ακούσετε όλοι εσείς οι κακοί κριταί τών ξένων αμαρτιών. Εάν είναι αλήθεια, όπως καί πράγματι είναι, ότι εν ώ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε (Ματθ. 7,2), τότε άς είσθε βέβαιοι, ότι γιά όσα αμαρτήματα καταγορήσαμε τόν πλησίον ετε ψυχικά ετε σωματικά, θά περιπέσωμε σ” αυτά. Καί δέν είναι δυνατόν νά γίνει διαφορετικά». (Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Ι’,10).
Τελικά, η αρχή τής σωτηρίας τού κόσμου θά ξεκινήση από τήν δική μου μετάνοια. Από τήν προσωπική μου προσπάθεια νά έχω μέσα μου πνεύμα ταπεινό. Από τήν συναίσθησι βαθειάς αμαρτωλότητος γιά όσα άσχημα έχω σκεφθεί ή έχω κάνει, αλλά καί γιά όσα καλά δέν έχω κάνει… Χρειάζεται νά πάψω νά είμαι υποκριτής, φορώντας τό προσωπείο τού δίκαιου, τού καλού, τού σωστού. Νά κατακρίνω μόνον τόν εαυτό μου, γιατί μόνον αυτόν γνωρίζω καλύτερα. Άν θέλω νά είμαι πράγματι, ειλικρινής ακόμη καί αυτόν, τόν εαυτό μου, έχω ψευδαίσθησι ότι τόν γνωρίζω. Ούτε καί αυτόν είμαι σέ θέσι νά ξέρω καλά, αφού όπως λένε καί οι Πατέρες, χωρίς τή βοήθεια τού Θεού μού ξεφεύγει μέ πονηρία. Επομένως εάν ούτε τόν εαυτό μου γνωρίζω καλά, ανακαλύπτοντας μέρα μέ τή μέρα όλο καί περισσότερες αδυναμίες, μεγαλύτερα σφάλματα, απίστευτες αστοχίες καί αμαρτίες, πώς θά μιλήσω γιά άλλον; Καί πολύ περισσότερο πώς θά τόν κατακρίνω; Έτσι, λοιπόν, μόνον τόν εαυτό μου έχω όχι απλά δικαίωμα, αλλά καί υποχρέωσι νά κατακρίνω. Καί αυτό όχι γιά νά απογοητευθώ, αλλά μήπως τόν φιλοτιμήσω καί έτσι διορθωθή…
Η μετάνοιά του απαιτεί καλλιέργεια ταπεινού φρονήματος γιά νά αισθάνομαι ένοχος όχι μόνο γιά τά δικά μου σφάλματα, αλλά καί γιά τά προβλήματα καί τίς αμαρτίες τών αδελφών μου. Γιατί είμαι εγκληματικά αδιάφορος, δέν ανησυχώ, δέν αγωνιώ γιά τήν ζωή τους, δέν προσεύχομαι θερμά γιά τήν σωτηρία τους. Παρ” όλα αυτά όμως, τί τραγικότητα Θεέ μου, είμαι πρόθυμος νά τούς κατακρίνω. «Ακόμη καί τήν ώρα τού θανάτου του, άν ιδής κάποιον νά αμαρτάνη, μήτε τότε νά τόν κατακρίνης. Διότι η απόφασις τού Θεού είναι άγνωστη στούς ανθρώπους. Μερικοί έπεσαν φανερά σέ μεγάλα αμαρτήματα, κρυφά όμως έπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Έτσι εξαπατήθηκαν οι φιλοκατήγοροι, καί εκείνο πού εκρατούσαν στά χέρια τους ήταν καπνός καί όχι ήλιος». (Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Ι’, 9). Άς προσέξουμε, λοιπόν, ζητώντας τή βοήθεια τού Θεού νά φωτισθή τό μυαλό μας καί νά παρακινηθή σέ μετάνοια η καρδιά μας, νά μή ξαναπέσουμε στό γκρεμό τής κατακρίσεως. Καί άν μέχρι τώρα ξεφύγαμε καί τσακιστήκαμε νά εξομολογηθούμε στόν Πνευματικό τίς πτώσεις μας, ώστε θεραπευμένοι καί λυτρωμένοι μετά, νά επιστρέψουμε σώοι καί αβλαβείς στόν ασφαλισμένο δρόμο τής σωτηρίας τών ψυχών μας. Νά μή τήν πάθουμε, δηλαδή, όπως o Ιούδας πού «ανήκε στήν χορεία τών μαθητών, ενώ o ληστής στήν χορεία τών φονέων. Καί είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σέ μιά στιγμή o ένας επήρε τήν θέσι τού άλλου!» (Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Ι’, 4).