Μέ ἐκκλησιαστική λαμπρότητα καί πνευματική μεγαλοπρέπεια ἑορτάσθηκε καί ἐφέτος ἡ μνήμη τοῦ μεγάλου Πατρός καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου καί πρώτου ἐπισκόπου τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας τιμᾶται ὁ ὁμώνυμος μεγαλοπρεπής Ἐνοριακός Ναός τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου. Εἶναι ὁ προστάτης καί πολιοῦχος Ἅγιος τῆς πόλεως, τοῦ ὁποίου τή μνήμη τιμοῦν μέ ξεχωριστή εὐλάβεια ὄχι μόνο οἱ Φαληριῶτες ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί τῶν γειτονικῶν δήμων Νέας Σμύρνης, Ἁλίμου καί Καλλιθέας, ὅπως ἐπίσης καί πιστοί χριστιανοί ἀπό ἄλλες περιοχές τοῦ Λεκανοπεδίου τῆς Ἀττικῆς.
Τό Σάββατο τό ἀπόγευμα, ὥρα 7, τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, τελέσθηκε ὁ Μέγας Πανηγυρικός Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός χοροστατοῦντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Εἰρηνουπόλεως κ. Νικάνδρου καί συγχοραστατοῦντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, τοῦ καί Ποιμενάρχου μας.
Τόν θεῖο λόγο ἐκήρυξε ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Βασίλειος Γιαννάκας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Κυριακῆς Παλαιοῦ Φαλήρου, ὁ ὁποῖος ἑστίασε στήν προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου καί στό ζήτημα τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὡς πρεσβύτερος ἀκόμα, ὁ Ἀλέξανδρος διακρινόταν γιά τή μεγάλη του εὐσέβεια, τήν ἀρετή καί τήν ἀγαθότητά του. Στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνεκλήθη στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325, ὁ τότε Πατριάρχης –λόγω γήρατος– τόν ὅρισε ἀντιπρόσωπό του. Στή Σύνοδο αὐτή καταδικάστηκε ὁ Ἄρειος καί οἱ κακοδοξίες του. Μετέπειτα, ὅταν ὁ πατριάρχης Μητροφάνης ἀπεβίωσε, διάδοχός του ἔγινε ὁ Ἀλέξανδρος στόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ ἔνδοξος ἱεράρχης Ἀλέξανδρος ἀνταποκρίθηκε στίς δύσκολες περιστάσεις τῶν καιρῶν. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας διέταξε τόν Ἀλέξανδρο νά ἀφήσει τόν Ἄρειο νά μετέχει τῆς Θείας Κοινωνίας, ὁ Ἀλέξανδρος, λυπημένος, προσευχήθηκε στόν Θεό καί ζήτησε τή βοήθειά Του προκειμένου νά μή δεκτεῖ «τόν τῆς αἱρέσεως εὑρετήν». Ἡ δέηση τοῦ Ἱεράρχου εἰσακούσθηκε. Καί τήν παραμονή πού ὁ Ἄρειος θά πήγαινε στήν ἐκκλησία, αἰσθάνθηκε ἀδιαθεσία καί βρῆκε τραγικό θάνατο!
Τέλος, ὡς πρός τό ζήτημα τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὁ π. Βασίλειος ἀναφέρθηκε σέ ἱστορικά παραδείγματα (ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τέσσερις φορές ἐξορίστηκε, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος), κατά τά ὁποῖα οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔμειναν ἀκέραιοι καί ἀμετακίνητοι. Δέν ὑπῆρξαν καιροσκόποι, οὔτε ἀνθρωπάρεσκοι. Δέν εἶχαν ἐξαρτήσεις ἀπό τήν Πολιτεία. Οἱ Ἅγιοι δέν εἶχαν καμία δέσμευση ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ κράτους, διότι οἱ ἐξαρτήσεις δημιουργοῦν μιά ὑποκρισία, ἕνα φαίνεσθαι, μιά εὐσεβοφάνεια. Δέν φοβόντουσαν οἱ Πατέρες τήν Πολιτεία. Εἶχαν μόνο φόβο Θεοῦ. Ἑπομένως, στίς δύσκολες ἐποχές νά διατηροῦμε τήν πίστη μας ἐλεύθερη, ἀνεξάρτητη, χωρίς δεσμεύσεις. Μόνο φόβο Θεοῦ νά ἔχουμε. Ὄχι ἀθεόφοβοι. Μέ μιά φράση «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου».
Στόν Ἀρχιερατικό Ἑσπερινό, παρέστησαν βουλευτές τῆς Κυβερνήσεως, ὁ Δήμαρχος Παλαιοῦ Φαλήρου κ. Ἰωάννης Φωστηρόπουλος, τά μέλη τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου, καί μεγάλο πλῆθος φιλόχριστου λαοῦ. Παρέστησαν, ἐκτός τῶν Ἐφημερίων τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, καί πολλοί Ἱερεῖς ἀπό ὅλες σχεδόν τῆς Ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, καθώς καί ἀπό ὅμορες Μητροπόλεις. Λόγω δέ τῶν γνωστῶν περιοριστικῶν μέτρων, δέν πραγματοποιήθηκε ἡ καθιερωμένη λιτανεία.
Οἱ ἑορταστικές λατρευτικές ἐκδηλώσεις γιά τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, θά ὁλοκληρωθοῦν τήν κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, Κυριακή 30 Αὐγούστου, μέ τήν τέλεση τῆς πολυαρχιερατικῆς θείας Λειτουργίας τό πρωί. Τό ἀπόγευμα θά τελεσθεῖ ὁ μεθέορτος Ἑσπερινός καί ἡ Παράκληση τοῦ Ἁγίου ἀπό τούς ἱερεῖς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.