Ἀδελφοί μου χριστιανοί, προευτρεπίσαντες “τάς εἰσόδους τῶν Χριστουγέννων” είσήλθαμε στήν Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν. Ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός τῶν οἰκτιρμῶν, ὁ Θεός τῆς εἰρήνης, Υἱός τῆς Παρθένου Μαριάμ τίκτεται στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
Τά Χριστούγεννα ἔκτοτε, ἡ Ἐκκλησία μας θεολογεῖ τό μυστήριο τοῦ Νυμφίου της. Ὅλη ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη ἀνακεφαλαιώνονται στό Δοξαστικό τῶν Μεγάλων Ὡρῶν πού ψάλλεται κατά τήν παραμονή στήν Ἐκκλησία. Ἡ λατρευτική σύναξη μυσταγωγεῖται ἀπό τό μυστολέκτη ὑμνωδό καί τόν μυστηπόλο ψαλμωδό στό θαῦμα τῆς παντοδύναμης ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου. Τό περιεχόμενό του ἀναφέρει ὅτι ἡ δημιουργός Σοφία τοῦ Πατρός, ὁ ἀναφής Υἱός, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Λυτρωτής τῶν Ἱσραηλιτῶν ἀπό τήν φαραωνική δουλεία, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ὁ Σωτήρ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας: αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τῆς Παρθένου, τό Παιδίον τό ὁποῖο “ἐδόθη ἡμῖν”, “ὁ δι᾽ ἡμᾶς γεννηθείς ἐκ Παρθένου”.
Οἱ πιστοί, μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, βιώνουν τήν προσωπική ἀμεσότητα τῆς κοινωνίας μέ τόν ἐν σπηλαίῳ Τεχθέντα. Εἶναι ὁ Κύριός μου, ὁ Κύριός σου, ὁ δι᾽ ἡμᾶς, ὁ μεθ᾽ ἡμῶν Θεός, “θαυμαστός σύμβουλος… ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰώνος” (Ἠσ. θ’, 6). Ἀποτελοῦμε τούς ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ, γιατί Ἐκεῖνος προσέλαβε τή δική μας φύση. Ἔγινε ὅμοιος σέ ὅλα (ἐκτός ἁμαρτίας) μ᾽ ἐμᾶς καί δέν ἐπαισχύνεται ὀνομάζοντάς μας ἀδελφούς Του (Εβρ. β’, 11-18).
Μέσα στόν ἁγιασμένο χῶρο τῶν ἐκκλησιῶν μας αὐτές οἱ δύο γιορτές Χριστούγεννα–Θεοφάνεια ἔχουν πολύ μεγάλη σημασία: ξαναζοῦμε τή συγκεκριμένη ἱστορική φανέρωση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό προσφέρεται σέ ὅλους μας: μέ τή θεία λειτουργία καί τή θεία κοινωνία, μέ τούς ὕμνους καί τίς ἄλλες προσευχές, μέ τά ἀναγνώσματα τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου καί τῶν Προφητῶν, μέ τήν κοινή συμμετοχή στόν ἐκκλησιαστικό ἑορτασμό. Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ μέθεξη στή σωτήρια παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί στή δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού χαρίζονται σέ ὅλους. Ὅμως, ὁ καθένας ὑποδέχεται τό Σωτήρα ἀνάλογα μέ τήν προετοιμασία καί τή λαχτάρα, μέ τή μετάνοια καί τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, τήν ὥρα πού ὅλοι μαζί συμμετέχουμε στήν ἑορτή σάν Ἐκκλησία-σύναξη-Σῶμα πιστῶν.
Τό “τότε” τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων ἔρχεται στό δικό μας “σήμερα”.
Γι᾽ αὐτό ὁ πανυπερτέλειος Υἱός, Σοφία, Λόγος καί Δύναμις καί Ἀπαύγασμα τῆς Δόξης τοῦ Πατρός ἀποδέχεται στό πρόσωπο τῆς Μητρός Του τό περί ἀπογραφῆς δόγμα τοῦ Καίσαρος. Ὁ ἀόρατος καί ἀκατάληπτος Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε (καί) ὁρατός ἄνθρωπος. Ἔγινε φανερά τό Α καί τό Ω τῆς ἱστορίας, ὅπως θέλησε καί τήν ὅρισε ἑνιαῖα ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔγινε ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων. Γιά νά παραμείνει ἀπό τότε “ὁ δρόμος μας, ἡ ἀληθινότητά μας, ἡ ζωή μας”. Γιά νά γίνεται σέ ὅλους μαζί καί στόν καθένα μας ἡ ἀληθινή ὀμορφιά καί τό πραγματικό νόημα καί ὁ ἀληθινός σκοπός μας.
Αὐτό ὅμως δέν συγκινεῖ σήμερα τόν “πλατύ” χῶρο τῆς πολυκοσμίας!
Τά μάτια μας καί οἱ καρδιές μας δελεάζονται ἀπό τίς “βιτρίνες” τῆς ἐπικαιρότητας. Μᾶς συγκινοῦν ὅσα “χωνεύονται” καί μᾶς “χωνεύουν” στήν ὁρατή καί στήν ἠλεκτρονική κοσμικότητα. Μάλιστα, ἄν δέν ὑπῆρχαν τά ποικίλα προβλήματα (ἰδιωτικά καί κοινωνικά καί παγκόσμια), θά εἴχαμε ἀπαρνηθεῖ τελείως τήν ἀνταπόκριση στή σχέση τοῦ Θεοῦ.
Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε, ἀπό τά Χριστούγεννα, μᾶς συγκινοῦν κυρίως οἱ φάτνες, τά κάλαντα, τά κεράσματα, ἡ ἐξωτερική κοσμική ὄψη τους, καί ὄχι ἡ οὐσία τῶν Χριστουγέννων. Σέ σύγκριση μέ τά Χριστούγεννα, περισσότερο μᾶς δελεάζουν τά Φῶτα, μέ τό ρίψιμο τοῦ Σταυροῦ στή θάλασσα, στά ποτάμια, στίς λίμνες, στίς δεξαμενές. Ὅλη αὐτή ἡ κίνηση μᾶς προσελκύει γιά τή φαντασμαγορία της, καί ὄχι γιά τήν ἁγιαστική εὐλογία της. Μᾶς ἀγγίζει ἡ φυσιοκρατία καί ἡ λαογραφία πιό πολύ, παρά ἡ οὐσία τῶν Θεοφανείων, πού εἶναι ἡ φανέρωση τῆς Τριαδικῆς θεότητας τήν ὥρα τῆς ἐμβαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη.
Θέλετε καί ἄλλες ἀποδείξεις; Αὐτές τίς γιορτινές ἐκκλησιαστικά μέρες, περισσότερο θά μᾶς ἀγγίξουν οἱ ἐγκόσμιες εἰδήσεις, παρά τό “μπόλιασμα” τῆς ζωῆς μας μέ τή Ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός, ὁ φανερωμένος Θεός τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων. Μᾶς βασανίζει ἀνελέητα “ὁ πυρετός τῆς κοσμικότητας”, καί γυρεύουμε γιατρειά πάλι στήν κοσμικότητα καί μόνο στήν κοσμικότητα. Γίναμε σάν τά ἀνώριμα παιδιά πού γελοῦν μέ τά παιχνίδια καί κλαῖνε μέ τήν ἀποστέρησή τους. Ἡ τυπική θρησκευτικότητα εἶναι μιά λαογραφία, καί ὄχι θεία λατρεία, ὄχι λαχτάρα τοῦ Χριστοῦ. Στενεύουμε τόσο πολύ τήν οὐσία αὐτῶν τῶν ἑορτῶν, ὥστε σταδιακά νά μήν διεκδικοῦν προτεραιότητα στό ἡμερολόγιο τῆς ζωῆς μας.
Ἐδῶ ἔγκειται ἡ τραγική ἀποτυχία, ἡ φτώχεια, ἡ φθορά μας. Προτιμοῦμε ἕναν πολιτισμό μέ χίλιες δυό ὄψεις, πού τελικά εἶναι μέν χρηστικός, ἀλλά γίνεται καταχρηστικός γιά τό “εἶναί” μας. Καί λησμονοῦμε ὅτι μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ αἰτία καί τό αἰτιατό μας, ὁ δημιουργός καί ὁ σκοπός μας, χάρισμα τοῦ Θεοῦ Πατρός, τό μοναδικό θησαύρισμά μας. Μόνον ὁ Χριστός μεταμορφώνει τόν κόσμο καί τά ἐγκόσμια σέ ἱστορικά πλαίσια σωτηρίας, δηλαδή σέ καταστάσεις καθημερινές πού δέν μᾶς ἀποστεροῦν τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
Μέσα στή θεία λειτουργία ὁμολογοῦμε στό Θεό Πατέρα: “Μέ τή χάρη καί τήν ἀμέτρητη καλοσύνη καί τήν πραγματική φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ”! Μέ Αὐτόν γίνονται ὅλα καί ὑπάρχουμε ὅλοι ἐμεῖς καί βρίσκουμε τό σκοπό μας. Ὁ Θεός πού μᾶς ἔφτιαξε καί μᾶς κρατάει στήν ὕπαρξη, ἔγινε ἄνθρωπος καί διαχειρίστηκε τόν ἑαυτό Του σάν δῶρο δικό μας. Δέν προσθέτουμε τίποτε στό Χριστό. Μόνον εἰσπράττουμε ζωντάνια καί ζωή. Ἐμπιστευόμαστε καί παραμένουμε πιστοί σ᾽ Αὐτόν, πού εἶναι ἡ ζωντάνια καί ἡ ζωή ὅλων τῶν ὑπαρκτῶν καί ὅλων τῶν ὑπάρξεων.
Αὐτό δέν ἀποτελεῖ μιά τυπική θρησκειακή ἀναζήτηση ἤ θρησκειακή ἰδεολογία. Εἶναι ἀναζήτηση τῆς ζωῆς, μετάγγιση τῆς ζωῆς, κοινωνία τῆς ζωῆς, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ μας.
Οἱ νεοφανέντες ἅγιοι τῶν ἡμερῶν μας, ὅπως καί οἱ κάθε ἐποχῆς ζοῦσαν μόνον τό Χριστό καί φανέρωναν σέ κάθε ἄνθρωπο τό Χριστό ὡς δημιουργό καί προνοητή καί σωτήρα καί ζωντάνια καί σκοπό τῆς πανανθρώπινης καί κάθε προσωπικῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Χαίρονταν τά Χριστούγεννα καί τά Φῶτα καί κάθε γιορτή σάν συνάντηση μέ τό Χριστό. Πιό πολύ καί πιό βαθειά, ἀπό ὅ,τι λαχταροῦμε ἐμεῖς τή στοργή τῆς μάνας καί τοῦ πατέρα.
Ὁ πιστός, μέσα στό διαρκές παρόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς-λατρευτικῆς ζωῆς προσεγγίζει τό μεγαλεῖο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Ὁποῖος ἁγιάζει καί τό δικό μας “σήμερα”. Ἀκόμη, ἐθίζεται στήν ὑπέρβαση τῶν ὀρθολογικῶν ἀπαιτήσεων καί ἐμπιστεύεται σ᾽ Αὐτόν, πού εἶναι “ὁ Ὤν, ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος” (Ἀποκ. α’, 8), “χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας” (Εβρ. ιγ’, 8), ὥστε μέ τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος νά μᾶς μεταδίδει σήμερα ὅ,τι μᾶς χάρισε ἐφ᾽ ἅπαξ στό ἱστορικό παρελθόν.
Τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ στά δικά μας μέτρα. Ἡ ἀσυγκράτητη ὁρμή πρός τόν ταπεινό Θεό ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ λαχτάρα γιά τό Χριστό, σέ ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας, σέ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ ὅτι σκοπός τοῦ ἐρχομοῦ μας στή ζωή αὐτή, ὅπως καί κάθε ψυχῆς, εἶναι «νά διαμένουμε μαζί μέ τό Θεό, στό Θεό καί στήν αἰωνιότητά Του» (βλ. ἔνθ.ἀν., σ. 104).
Σᾶς τό εὔχομαι ὁλόψυχα καί παρακαλῶ νά τό εὔχεσθε κι ἐσεῖς γιά μένα.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μεθ᾽ ἡμῶν. Καί ὅλοι ἐμεῖς, σάν ἕνα σῶμα, μέ τόν Κύριο καί Θεό καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό.
Μέ Πατρικές εὐχές
† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ