Αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος
Τουλάχιστον όμως ο άνθρωπος να είναι λεβέντης, να έχει φυσικότητα, ανθρωπιά, ειρήνη, δεκτικότητα, να δέχεται δηλαδή ό,τι του έρχεται στην ζωή, να μην αγωνιά για τίποτε, ούτε για τον εαυτό του, ούτε για την Εκκλησία, ούτε για την κοινωνία, ούτε για το μέλλον.
Αρκεί να έχει εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια.
Εμείς οι χριστιανοί βάζουμε με το μυαλό μας ποικίλα και νοιώθουμε ότι χανόμαστε, ότι απειλούμαστε, ότι κινδυνεύουμε.
Αλλά ας σκεφτούμε, κινδυνεύει ποτέ ο Χριστός; Είναι ποτέ δυνατόν το έργο της Θείας Οικονομίας ν’ απειληθεί;
Προσέξτε όμως. Μην νομίζουμε ότι ο Χριστός ήρθε για να αλλάξει τον κόσμο με έναν κοσμικό τρόπο. Μην νομίζουμε ότι ο Χριστός θα έρθει στην ζωή μας ώστε να την καλυτερέψει κοσμικά, να μας δώσει περισσότερα χρήματα, υγεία σώματος, να εξαλείψει τα προβλήματά μας.
Ο Χριστός έρχεται στην ζωή μας και πλέον την αλλάζει ουσιαστικά, εάν και εφόσον Τον αφήσουμε. Δεν εξαλείφει τα προβλήματά μας, αλλά τα μεταβάλει σε αγιαστικά μέσα της ύπαρξής μας, τα κάνει σκαλοπάτια προς τον ουρανό και όχι λάκκους λύπης και κατήφειας.
Δυστυχώς οι άνθρωποι θέλουν τον Χριστό για να τους λύσει τα προβλήματα, να τους προσφέρει μία κοσμική ανάπαυση και χαρά. Οι άνθρωποι δυστυχώς θέλουν τον Χριστό για να τους ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους. Και ακριβώς γι’αυτόν τον λόγο παύουν να θέλουν στην ζωή τους τον Χριστό όταν πάρουν αυτό που ήθελαν ή όταν συνειδητοποιήσουν ότι ο Χριστός δεν θα τους το δώσει. Και έτσι ο χριστιανισμός μας γίνεται ένα αλισβερίσι, μία εμπορική συναλλαγή, η οποία εάν δεν πετύχει μας φέρνει δυστυχία και κακομοιριά. Ο Χριστός γίνεται έναν χρηστικό αντικείμενο. Παύει να είναι για εμάς ο Θεάνθρωπος Σωτήρας μας. Γίνεται απλά το Ον που υποχρεούται να μας βοηθήσει γιατί όπως λέει ο Ίδιος είναι «καλός και μας αγαπά».
Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο Χριστός μας δίνει αιώνια ζωή. Εμείς λόγο της αμετανοησίας μας και της ανοησίας μας θέλουμε έναν Χριστό-επίγειο Σωτήρα. Όταν λοιπόν ο Χριστός «προδώσει» τις κοσμικές μας προσδοκίες, Τον αφήνουμε, Τον προδίδουμε, Τον σταυρώνουμε.
Χωρίς μετάνοια, χωρίς ταπείνωση, χωρίς μυστηριακή ζωή, ποτέ δεν θα αντιληφθούμε τον σκοπό της ζωής μας, πάντοτε τα προβλήματα της ζωής μας θα μας καταβάλουν, θα γίνονται αδιαπέραστα βουνά, θα γίνονται πέλαγος απελπισίας. Και αυτό διότι δεν έχουμε ελπίδα στον Χριστό, δεν βλέπουμε την ζωή μας ως κάτι το παροδικό, δεν βλέπουμε την ανάσταση πίσω από τον σταυρό, δεν βλέπουμε την Ζωή πίσω από τον θάνατο.
Ας είμαστε πάντοτε ηρωικές, όμορφες ψυχές, χωρίς κακομοιριά και κλαψουρίσματα.
«Τον κακόμοιρο και τον κλαψιάρη άφησέ τον και φύγε, διότι δεν θα δει προκοπή στην ζωή του, ούτε στην πνευματική ούτε στην ενδοκοσμική» έλεγε ο γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης.
Ας είμαστε πάντοτε γεμάτοι χαρά γιατί υπάρχει Χριστός. Ας είμαστε πάντοτε γεμάτοι ζωή και ενθουσιασμού, κι αν έχουμε κάποια μικρή δυσκολία ας φανούμε ανδρείοι.
Ανδρείοι όμως ακόμη και στην μεγαλύτερη πτώση μας και στον μεγαλύτερο κίνδυνο. Ανδρείοι, όχι γιατί είμαστε κάποιοι σπουδαίοι, αλλά γιατί σπουδαίος είναι ο συνοδοιπόρος της ζωής μας, ο Χριστός.
Δεν είμαστε άγιοι, όμως καλούμαστε να γίνουμε άγιοι.
Και άγιος σημαίνει πάνω απ’ όλα δούλος στο θέλημα του Θεού.
Ο άνθρωπος που δεν βλέπει τον Θεό μέσα στην καθημερινή του ζωή προσπαθεί συνεχώς να βρει δικούς του τρόπους να λύση τα προβλήματά του. Μάχεται σε μία μάχη που βγάζει είτε στην αποτυχία που γεννά την απελπισία, είτε στην επιτυχία που γεννά την κενοδοξία και την οίηση.
Είναι πράγματι θαυμαστό ο άνθρωπος να καταφέρει να βλέπει τον Θεό.
Είναι πράγματι μακάριος αυτός που δεν εμπιστεύεται τα δικά του σχέδια μα πραγματοποιεί τα σχέδια του Θεού που απλώνονται μπροστά του.
Άραγε είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε μέσα στην καρδιά μας το «γεννηθήτω το θέλημά Σου», διότι ενώ το λέμε συνέχεια στην Κυριακή προσευχή σχεδόν ποτέ δεν το αποδεχόμαστε.
Υ.Γ. Μην ονομάζεις τα δικά σου σχέδια, σχέδια του Θεού. Διότι τις περισσότερες φορές τα δικά σου σχέδια είναι γεμάτα εμπάθεια, που αποσκοπούν σε μία επίγεια αυτοδικαίωση και σε έναν επίγειο θρίαμβο· ενώ το σχέδιο του Θεού είναι γεμάτο αγάπη προς όλους που αποσκοπεί στην σωτηρία όλων μας· «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2.4).