Ως μέλος της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας λαμβάνω το θάρρος να εκθέσω κάποιους δικούς μου προβληματισμούς που προέκυψαν από τις ειδήσεις των ημερών μας. Σαν παιδί που βλέπει την μάνα του άρρωστη να υποφέρει στο κρεβάτι του πόνου, έτσι κι εγώ πονώ σαν βλέπω την Μητέρα μας να πολεμείται από «πιστούς» και απίστους. Η αγάπη και η συνείδησή μου εμποδίζει την γλώσσα μου να σωπάσει. Ας ακουσθεί λοιπόν ο λόγος μου σαν κραυγή αγωνίας και αγανάκτησης ενός απλού χριστιανού.
Έφτασε λοιπόν και η ημέρα όπου η μάστιγα τον ημερών μας χτυπάει και την πόρτα της Εκκλησίας. Ο γνωστός σε όλους μας κορονοϊός είναι ένα ακόμα φαινόμενο που καλείται η εκκλησία μας να αντιμετωπίσει. Δυστυχώς όμως οι φωνές οι οποίες θα μας δώσουν θάρρος και θα ενισχύσουν την πίστη μας ώστε να διέλθουμε ακλόνητοι από αυτόν τον χείμαρρο, είναι ελάχιστες. Αντιθέτως, οι φωνές που με κάθε τρόπο διώκουν τον Χριστό και την εκκλησία μας γίνονται όλο και περισσότερες. Αποτέλεσμα είναι να βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου ο σημερινός «χριστιανός» αμφιβάλλει για την πίστη του. Φοβάται να πάει στην εκκλησία. Φοβάται να μεταλάβει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Πραγματικά όμως, αν η Πηγή της Ζωής μπορεί να είναι ταυτόχρονα πηγή ασθένειας και θανάτου, τότε μεταλαμβάνουμε έναν τύπο του Χριστού ή ένα σύμβολο του Πάθους και της Αναστάσεως. Επειδή όμως είναι βασική δογματική διδασκαλία μας ότι ο ίδιος ο Χριστός προσφέρει αδιαλείπτως το Σώμα και το Αίμα του, δεν πρέπει εμείς πιστοί να αμφιβάλλουμε (αν βέβαια είμαστε πραγματικά πιστοί).
Δεν επιθυμώ να αναφερθώ περισσότερο στις εκτός εκκλησίας παραφωνίες. Οι άνθρωποι εκείνοι μιλούν με την δική τους οριοθετημένη λογική. Δεν έχουν το δικό μας βίωμα. Δεν έχουν ζήσει τον αχαλίνωτο έρωτα για τον Θεό που καίει τις καρδιές μας. Δεν έχουν ζήσει την πίστη που ακόμα κι αν μοιάζει στο μέγεθος της με τον μικρό σπόρο του σιναπιού, έχει την δύναμη να μετακινεί βουνά (Ματθ. 17,20). Δεν έχουν ζήσει την εμπειρία του Θεού. Αυτοί έχουν λοιπόν ένα ελαφρυντικό για μένα. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λούκ. 23,34).
Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους της Εκκλησίας; Εμείς που τόσο καιρό καυχώμασταν για την πίστη μας, τώρα που ήρθαν τα δύσκολα έχουμε αμφιβολίες; Εμείς που λέγαμε στους κακοδόξους ότι έχουμε τον Θεό να μας σκεπάζει τώρα τον αντικαθιστούμε με μάσκες και αντισηπτικά; Τελικά ο κορονοϊός είναι δυνατότερος από τον Παντοδύναμο Θεό μας; Ας μην εννοηθεί πως αθετώ την πρόληψη της ασθένειας. Αντιθέτως όπως είναι λογικό την υποστηρίζω. Αλλά έχει και αυτή τα όριά της με την πίστη και ομολογώ πως αυτές τις ημέρες τα ξεπεράσαμε αυτά τα όρια. Από εκεί ψηλά λοιπόν, που πριν κατεβάσουμε φοβισμένοι τα κεφάλια μας, συνηθίζαμε να σηκώνουμε επιδεικτικά τα χέρια και τα μάτια μας, βλέπει ο Χριστός τις πόρτες των Ναών να κλείνουν. Βλέπει τα προγράμματα των ενοριών να γεμίζουν με τις μουτζούρες μας καθώς σβήνουμε τις ακολουθίες που αναβάλλονται. Βλέπει ιερείς να μην επιτρέπουν στους πιστούς να ασπασθούν την ιεροσύνη τους. Βλέπει ανθρώπους να φοβούνται να ομολογήσουν την αγάπη τους με μια αγκαλιά και ένα φιλί. Βλέπει «πιστούς» που δεν πλησιάζουν το Άγιο Ποτήριο και κάνουν υπόκλιση στις Εικόνες αντί να τις προσκυνούν. Βλέπει ανθρώπους που φορούν ψυχές χριστιανών στον ώμο τους, να μιλούν και να πράττουν με τρόπο διπλωματικό… Εάν λοιπόν αυτά δεν είναι τα έσχατα τότε φρίττω στην σκέψη του τι άλλο θα μας βρει. Απογοητεύεται ο Χριστός από την κατάντια της κληρονομίας του. Λυπάται για την απιστία που έχει καταβάλει τα πλάσματά του. Λυπάται γιατί προδίδεται καθημερινά από ανθρώπους που του έδωσαν το κλασσικό υποκριτικό φιλί… «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν;…» (Ματθ. 17,17)
Βλέποντας λοιπόν όλα αυτά τα πράγματα αρχίζω και αναρωτιέμαι: Μήπως οι «άνθρωποι του Χριστού» δεν είμαστε αυτό που προβάλλουμε; Μήπως πιστεύουμε εκ του ασφαλούς; Μήπως θα ήταν καλύτερο αυτές τις ημέρες αντί να ακυρώνουμε ακολουθίες να κατακλύζουμε τους Ναούς και σαν θυμίαμα να ανεβάζουμε την προσευχή μας στον θρόνο του Θεού τώρα που περισσότερο το έχουμε ανάγκη; Μήπως αντί να κλείνουμε τις πόρτες της εκκλησίας να κάνουμε λιτανείες και δεήσεις όπως κάναμε όλα αυτά τα χρόνια στις δυσκολίες που μας εμφανίσθηκαν. Εξάλλου το τωρινό φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανές. Το 1918 όταν εμφανίσθηκε η ισπανική γρίπη οι πραγματικοί άνθρωποι του Εκκλησίας κατέφυγαν στον Θεό. Στο Θέρμο της Αιτωλοακαρνανίας, λιτάνευσαν την Εικόνα της Αγίας Παρασκευής και από όσα σπίτια ασθενών περνούσε η πομπή, εκείνοι, χάρη στην πίστη τους, σηκώνονταν από τα κρεβάτια τους υγιείς. Στο Μεσολόγγι και το Αγρίνιο, μεταφέρθηκε και λιτανεύθηκε η Εικόνα της Παναγίας της Προυσιωτίσσης από την Ευρυτανία και αμέσως σταμάτησε η θανατερή πορεία της νόσου, η οποία θέριζε καθημερινώς 40 με 50 Αγρινιώτες. Γιατί εκείνοι δεν έκλεισαν τις Εκκλησίες τους και κατέφυγαν στο Θεό; Μήπως δεν ήταν λογικοί άνθρωποι; Μήπως εμείς είμαστε καλύτεροι που ακολουθούμε κοσμική σειρά; Μήπως τελικά ξεχάσαμε την πίστη μας;
Λυπάμαι που βλέπω το καραβάκι μας να κλυδωνίζεται εκ των έσω. Λυπάμαι που βλέπω πως όσοι μας έδειξαν τους εαυτούς τους ως πρότυπα χριστιανικής ζωής και ήθους, τώρα μας απογοητεύουν οικτρώς. Είναι τουλάχιστον τραγικό πως οι Ναοί μας στην Τουρκία, οι οποίοι εξαρτώνται από αποφάσεις μουσουλμάνων δεν κινδυνεύουν. Οι Ναοί όμως της Ορθόδοξης Ελλάδας απειλούνται. Τι λόγο θα δώσουμε λοιπόν εκεί πάνω; Τι δώρο θα έχουμε να προσφέρουμε στον Θεό; Εκείνος ζητάει την πίστη μας κι εμείς του την δίνουμε περιοδικά. Του την δίνουμε όταν δεν έχουμε κάτι να χάσουμε. Του την δίνουμε όταν δεν έχουμε κάποιο κοσμικό συμφέρον.
Ζητώ συγγνώμη από όσους πίκρανα και ασπάζομαι την δεξιά όσων κατέκρινα. Η αλήθεια όμως έχει στην φύση της το να μη μπορεί να κρυφτεί. Η αγάπη και η προαίρεση δίνει Πνεύμα και λόγο στον κάθε άσημο πιστό, ώστε να εκφράζει την αλήθεια. Ο Θεός ας μας συγχωρέσει…