τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ἡ νύχτα ἔχει φτάσει στὸ τέλος της. Τὸ σκοτάδι, ποὺ γιὰ τρεῖς ἡμέρες σκέπαζε τὴν γῆ, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ σταθῇ. Στὴν ἡσυχία τῆς ἀνατολῆς, κάτι συγκλονιστικὸ συμβαίνει: ὁ τάφος εἶναι κενός.
Ἡ πέτρα ποὺ ἔκλεινε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος ἔχει κυλήσει. Τὰ σάβανα εἶναι διπλωμένα, ἀλλὰ ὁ Νεκρὸς δὲν εἶναι ἐκεῖ. Τὸ Σῶμα ποὺ πληγώθηκε, μαστιγώθηκε, κρεμάστηκε στὸν Σταυρό, τώρα στέκεται δοξασμένο. Ὁ Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἡ νίκη ποὺ κανεὶς δὲν περίμενε
Οἱ γυναῖκες ἔρχονται μὲ μύρα, περιμένοντας νὰ βροῦν τὸν Κύριό τους νεκρό. Καὶ ἀντὶ γι’ αὐτό, βρίσκουν ἕναν ἄγγελο, ντυμένο μὲ φῶς, ποὺ τοὺς λέει μὲ φωνὴ ποὺ ἀντηχεῖ, ὡς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου:
«Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; Οὐκ ἔστιν ὧδε· ἀλλὰ ἠγέρθη!»
Τὰ πόδια τους τρέχουν, ἡ καρδιά τους χτυπᾷ δυνατά. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης τρέχουν καὶ αὐτοί. Ἡ ἀναπνοή τους κομμένη, τὰ μάτια τους γεμάτα ἀπορία. Καὶ τότε βλέπουν τὸ ἀδιανόητο: ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι στὸν τάφο.
Ὁ θάνατος ἡττήθηκε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανός.
Ἡ ζωὴ ποὺ δὲν νικιέται
Ὁ κόσμος θὰ συνεχίσῃ νὰ ζῇ, τὰ προβλήματα δὲν ἔχουν ἐξαφανιστεῖ, ἀλλὰ κάτι βαθιὰ μέσα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀλλάξει. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου δὲν ὑπάρχει πιά. Ὁ Χριστὸς πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ πύλη καὶ βγῆκε θριαμβευτής.
Δὲν ὑπάρχει πιὰ νύχτα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ φωτιστῇ. Δὲν ὑπάρχει δάκρυ ποὺ νὰ δὲν μπορεῖ νὰ στεγνώσῃ. Δὲν ὑπάρχει σταυρὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσῃ στὴν Ἀνάσταση.
Ἡ καμπάνες χτυποῦν χαρούμενα. Ὁ κόσμος ἀγκαλιάζεται, οἱ φωνὲς ἀντηχοῦν στὸν ἀέρα: «Χριστὸς Ἀνέστη!»
Ἡ ζωὴ νίκησε.
Καὶ θὰ νικᾷ γιὰ πάντα.