Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀφενὸς ἑρμηνεύει μὲ μοναδικὸ τρόπο τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον, καὶ ἀφετέρου μᾶς καλεῖ νὰ τοποθετηθοῦμε ἔναντι αὐτοῦ.
Κάποιος «νομικός», ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ μελετοῦσε καὶ γνώριζε, τουλάχιστον θεωρητικά, τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα. Οἱ προθέσεις τοῦ νομικοῦ, ὅμως, δὲν ἦταν καλές, ἀφοῦ πλησίασε τὸν Χριστὸ ὄχι μὲ πνεῦμα μαθητείας, ἀλλὰ ἐπιδιώκοντας νὰ τὸν παγιδεύσει, νὰ πάρει ἀπάντηση ἀντίθετη μὲ τὸν Νόμο καὶ ἀκολούθως νὰ τὸν κατηγορήσει. Ἔτσι τὸν ἐρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;».
Ὁ Κύριος, σαφῶς κατενόησε τὴν ὑπόκριση καὶ τὴν πανουργία τοῦ νομικοῦ καὶ ἀμέσως τὸν παρέπεμψε γιὰ ἀπάντηση στὸν ἴδιο τὸν Νόμο, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζει: «Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;». Ὁ νομικὸς τοῦ ἀπαντᾶ μὲ ἀναφορὰ σὲ ἐντολὲς τοῦ Λευϊτικοῦ καὶ τοῦ Δευτερονομίου: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἡ ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ ἦταν ὀρθή, διότι τὸ νὰ ἀγαπήσει κανεὶς τὸν Θεὸ μὲ τέτοιο τρόπο καὶ τὸν πλησίον του σὲ τέτοιο βαθμό, ὅπως ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὄντως τὸ πλέον σημαντικό.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅμως, ἀποβαίνει ὁλοκληρωμένη μόνο ὅταν εἶναι γνήσια, ὅταν δηλαδὴ δὲν περιορίζεται σὲ κάποιες μόνο κατηγορίες ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐκτείνεται θυσιαστικά, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, πρὸς κάθε ἄνθρωπο. Ὁ νομικός, ὅμως, καθὸ Ἰουδαῖος, δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν εὐρεία ἀντίληψη γιὰ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους˙ γιὰ τοὺς Ἑβραίους πλησίον ἦταν μόνο οἱ ὁμοεθνεῖς καὶ οἱ ὁμόπιστοί τους καὶ κανένας ἄλλος. Εἰδικὰ γιὰ τὴν τάξη τῶν Φαρισαίων ὁ φτωχὸς καὶ ἀγράμματος λαὸς δὲν ἦταν οὔτε πλησίον οὔτε ὅμως καὶ ἄξιος γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Ἔτσι περιόριζαν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους μόνο στὴ δική τους τάξη. Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα κατανοεῖται καὶ ἡ παγίδα τοῦ νομικοῦ, ὅπου μία ἐνδεχόμενη ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἀντίθετη μὲ τὰ δεδομένα τῶν Ἰουδαίων νομοδιδασκάλων, θὰ τοὺς ἔδινε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν κατηγορήσουν.
Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁμοεθνὴς ἢ ἀλλοεθνής, φίλος ἢ ἐχθρός, εἶναι πλησίον καὶ ἀδελφός μας. Ἐφόσον φέρουμε τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔχουμε τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ δημιουργό, τότε εἴμαστε ἀδέλφια. Ἑπομένως ὀφείλουμε νὰ κοιτάζουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ἀγαπητικὰ καὶ σὲ περίπτωση ἀνάγκης καὶ θλίψεως νὰ τείνουμε χεῖρα βοηθείας. Κινητήριος δύναμη τῶν πράξεών μας πρέπει νὰ εἶναι μόνο ἡ φιλανθρωπία καὶ στόχος μας ἡ ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀνάγκες, σωματικὲς ἢ ψυχικές, ὅσων ὑποφέρουν.
Οἱ σωματικὰ ἀσθενεῖς εἴτε ἔχουν κάποιον νὰ τοὺς φροντίσει εἴτε ὄχι πάντα χρειάζονται καὶ ἐκτιμοῦν τὴν ἐπίσκεψη καὶ τὴν παρηγοριά μας καὶ τὴν ἀνακούφιση ποὺ προσφέρει ἡ ἁπλὴ παρουσία κοντά τους. Ἐπιπλέον ὑπάρχουν οἱ φτωχοί, αὐτοὶ ποὺ δυσκολεύονται καὶ γιὰ τὴν ἀναγκαία καθημερινὴ τροφή. Ὅλοι τοῦτοι περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς τὴν ἀναγκαία βοήθεια. Ἀνεξάρτητα ἐὰν ἔχουμε μεγάλες οἰκονομικὲς δυνατότητες ἢ μικρές, τὸ θέμα εἶναι ὅτι μποροῦμε ἔστω καὶ λίγο νὰ βοηθήσουμε. Ὁ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος δὲν θέλει πολλὰ πράγματα γιὰ νὰ ἀνακουφισθεῖ, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀναπαύεται μὲ τὴν πράξη μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ βοήθεια καὶ ἡ παρηγοριὰ στὸν πάσχοντα θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὅτι γίνονται στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ὅπως πολὺ παραστατικὰ μᾶς τὸ γνωστοποιεῖ στὸ εὐαγγέλιο τῆς τελικῆς κρίσης: «δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακὴ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με». Τὴν ἴδια ἢ καὶ μεγαλύτερη ἀνάγκη ἔχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀντιμετωπίζουν ἄλλου εἴδους προβλήματα. Ὅσοι δηλαδὴ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὴν ποικίλη ψυχικὴ ὀδύνη, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὰ διάφορα οἰκογενειακὰ δράματα, τὴν ἐχθρότητα, τὸ μῖσος, τὸν θάνατο προσφιλοῦς προσώπου. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ αὐτὲς τὶς καταστάσεις ἔχουν ἀνάγκη παρηγοριᾶς, ἐνίσχυσης, συμπαράστασης καὶ συμπόνιας, ὥστε νὰ ἁπαλυνθεῖ ὁ πόνος τους, νὰ μὴν περιπέσουν σὲ κατάθλιψη καὶ νὰ μὴν φτάσουν στὴν ἀπελπισία.
Τέλος, ἂς θυμόμαστε ὅτι ἡ φιλανθρωπία, ἡ βοήθεια καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν πλησίον, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὴ σωτηρία μας καὶ τὴν αἰώνιο ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλοι μας, κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀνακουφίσουμε ὅσους ἀντιμετωπίζουν προβλήματα καὶ δυσκολίες.