Kάθε Σάββατο «Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη.
«Ὁ Θεός «ἐκχέοντας» τό πνεῦμα του σέ κάθε μέλος τοῦ λαοῦ του, ἀδιακρίτως φύλου, ἡλικίας, μόρφωσης καί κοινωνικοῦ ἐπιπέδου, ἐπιθυμεῖ τήν δημιουργία μιᾶς κοινότητας πνευματοφόρων, ἡ ὁποία θά ἔχει πλήρη γνώση τοῦ Θεοῦ καί θ᾽ἀποκτήσει τήν ἐπικοινωνία της μαζί του». Αὐτό τό γεγονός «παραπέμπει» στήν Πεντηκοστή τῆς Καινῆς Διαθήκης καί γι᾽αὐτό τόν λόγο τού ἔχει δοθεῖ ὁ τίτλος «ὁ προφήτης τῆς Πεντηκοστῆς».
Ὅποιος μελετᾶ τήν ἁγία Γραφή νοιώθει ὅτι τό βιβλίο αὐτό δέν εἶναι ὅπως τά ἄλλα. Ἔχει μιά ἰδιαίτερη δυναμική, ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πλούσια, εἶναι λόγος Θεοῦ, εἶναι κείμενο θεόπνευστο ἄρα κείμενο ἀξιόλογο καί ἀθάνατο. Συγκεκριμένα, τά κείμενα τοῦ προφήτη Ἰωήλ, πού παρουσιάζουμε σήμερα, περιέχουν μιά πράγματι ὑψηλή θεολογία. Ὁ Προφήτης μέ τά λεγόμενά του δημιουργεῖ μιά ἄρτια σύζευξη μέ τήν Καινή Διαθήκη καί κυρίως μέ τό μεγάλο γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί γιά τόν λόγο αὐτό, ὅπως προείπαμε, ἔχει λάβει τόν χαρακτηρισμό «προφήτης τῆς Πεντηκοστῆς».
Πρίν ὅμως προχωρήσουμε στό θέμα αὐτό καί σέ ἄλλα πού χαρακτηρίζουν τήν θεολογία του, θά ἀναφερθοῦμε σέ μερικά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητας τοῦ ἰδίου καί τοῦ βιβλίου του γενικότερα.
Καταρχήν τό ὄνομά του σημαίνει «ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ Θεός». Μέσα στό προφητικό αὐτό ὄνομα ὑπάρχει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ (έλ) ἀφενός καί ἀφετέρου ἡ ὁμολογία ὅτι εἶναι Ἕνας ὁ πραγματικός Θεός.
Ἀπό τά ἀναφερόμενα στό βιβλίο γνωρίζουμε ὅτι τό ὄνομα τοῦ πατέρα του προφήτη ἦταν «Βαθουήλ», ἐνῶ ἀπό ἐνδείξεις καί πάλι τοῦ βιβλίου, συμπεραίνουμε ὅτι καταγόταν ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα καί ἔδρασε στήν Ἰερουσαλήμ. Ἀπό τά κείμενά του γίνεται σαφές ὅτι διαθέτει ἱκανοποιητική μόρφωση, ὅπως ἐπίσης ὅτι ἐπιδεικνύει οἰκειότητα μέ τόν ναό καί τό τυπικό τῆς λατρείας.
Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τήν χρονική περίοδο πού ἔδρασε ὁ Προφήτης. Ἔτσι, δύο εἶναι οἱ πιό πιθανές περίοδοι: α) στά τέλη τοῦ 9ου αἰώνα καί β) μετά τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία (4ος αἰώνας).
Στό βιβλίο ἀπαντοῦν σημαντικές ὁμοιότητες μέ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου γίνεται ἀντιληπτό πόσο τά προφητικά κείμενα ἐπηρεάζουν τούς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἐπίσης πόσο οἱ δύο Διαθῆκες σχετίζονται ἄρρηκτα μεταξύ τους. Ἀπό τό βιβλίο τοῦ καθηγητή κυρίου Καλαντζάκη, τό ὁποῖο ἔχουμε ὡς βάση τῆς προσπάθειάς μας, ἀντλοῦμε τήν καταγραφή τῆς σχέσης περικοπῶν μεταξύ τους, ὅπως τά Ἰωήλ 4, 1-15 καί Ἀποκ. 6,12.17 καί Μαρκ.4,29, στό θέμα περί τῆς «ἐσχάτης ἡμέρας». Ἐπίσης τά Ἰωήλ 3,5 καί Ρωμ.10, 11-13, ὡς πρός τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ κ.ἄ.
Πρίν τήν ἐκτενέστερη ἀναφορά στίς θεολογικές ἰδέες τοῦ βιβλίου, μποροῦμε νά ποῦμε γενικά ὅτι οἱ βασικοί θεματικοί ἄξονες εἶναι δύο: α) Ὁ πρῶτος ἀφορᾶ στό παρόν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καί ἔχει χαρακτήρα περιγραφικό ἐνῶ ὁ β) ἔχει χαρακτήρα ἐσχατολογικό.
Ἄς δοῦμε ὅμως τά θέματα πιό συγκεκριμένα. Ἄν θέσουμε ὡς βάση, ὅτι ὁ πρόφητης ἔδρασε μετά τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία, θά τόν παρακολουθήσουμε νά στηρίζει τούς συμπατριῶτες του μέσα σέ μιά «πολυπολιτισμική κοινωνία» μέ τήν τόνωση τοῦ ἠθικοῦ τους, ἀλλά καί τήν ἐκφορά τῆς ἀλήθειας, ὅτι δέν θά σωθοῦν ὅλοι, ἀλλά ὅσοι μποῦν στό «μικρό ὑπόλλειμα», δηλαδή αὐτοί πού ἀπό ἀγάπη πλησιάζουν τόν Θεό καί εἶναι ἔτοιμοι νά θυσιαστοῦν γι᾽Αὐτόν καί τόν διπλανό τους. Εἶναι σαφές ὅτι «ὁ λαός τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Ἰωήλ». Παράλληλα, διαφαίνεται κάποια ἔννοια ἐθνικισμοῦ, ἀλλά μέ θετικό πρόσημο, καθώς τονίζεται ἐκτός τῆς ἐθνικῆς ὑπόστασης, ἡ ἠθική καί ἡ πνευματική.
Κατά τόν Προφήτη, ἡ εὐημερία τῶν πιστῶν ἀφορᾶ ὄχι μόνο στά πνευματικά ἀλλά καί στά ὑλικά ἀγαθά. Αὐτό περιγράφει μέ μιά μοναδική εἰκόνα: «…θά τούς χαρίσει ἁπλόχερα τίς ὑλικές του δωρεές καθώς ἀπό τά ὄρη θά τρέξει μέλι καί ἀπό τούς λόφους γάλα» (Ἰωήλ. 4,18). Γιά νά ἔρθει ὅμως καί νά βιωθεῖ αὐτή ἡ εὐημερία ὁ ἄνθρωπος περνάει ἀπό τό στάδιο τῆς εἰλικρινοῦς μετάνοιας. Ὁ Προφήτης προσδιορίζει τήν μετάνοια αὐτή ὡς ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό μέ ὅλη του τήν καρδιά (2,12). Ὡς πρός τά ἔξω αὐτό ἐκφέρεται μέ τήν προσευχή, πού δέν ὑπηρετεῖ ἄγευστα τό τυπικό μέρος τῆς λατρείας, ἀλλά ὑφίσταται στήν οὐσία ὡς «κοινωνία» μέ τόν Θεό. Ἄν σκεφθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε στήν Παλαιά Διαθήκη μποροῦμε νά κατανοήσουμε τά θεολογικά πετάγματα τοῦ προφητικοῦ του λόγου. Μέσα ἀπό τά κείμενά του ζητᾶ ἀπό τούς ἀνθρώπους νά νοιώσουν ἐσωτερική συντριβή καί συναίσθηση τῶν λαθῶν καί ὕστερα νά ἀποφασίσουν τήν μεταστροφή τους πρός τόν Θεό.
Ἡ λατρεία γιά τόν Προφήτη ἀποτελεῖ κομβικό θέμα, εἶναι αὐτή πού ἑνώνει τόν λαό θρησκευτικά, ἀλλά καί ἐθνικά. Αὐτή ἡ συνύπαρξη -θά τό λέγαμε Ἐκκλησία μέ τήν σημερινή ἔννοια- συσπειρώνει τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους στήν κοινή πίστη. Πράγματι, ἄν τό σκεφτοῦμε, ὅταν οἱ πιστοί πλησιάζουν τό Θεό ἔρχονται κοντά καί μεταξύ τους. Αὐτή ἡ προσέγγιση θά φέρει καί τό ποθούμενο καλό καί ἐλπιδοφόρο μέλλον.
Θά προχωρήσουμε σέ μερικά ἀκόμα θεολογικά σημεῖα τῆς προφητικῆς του διδασκαλίας.
Τό πιό σπουδαῖο καί γνωστό στήν διδασκαλία του εἶναι τό περί «ἔκχυσης τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ». Τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό; Ὁ Προφήτης βλέπει τήν κατάσταση τῆς ἐποχῆς του καί στηρίζει τούς ἀνθρώπους στίς κρίσιμες αὐτές στιγμές, ἀλλά «βλέπει» καί πιό μακρυά, στά ἔσχατα. Ἕνα σημεῖο τῶν ἐσχάτων θά εἶναι αὐτή ἡ ἔκχυση τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ στόν περιούσιο λαό, ἡ ὁποία καί θά δημιουργήσει τήν ἀνακαίνισή του. Μέ τήν μετάνοια τοῦ λαοῦ θά δεχθεῖ τό πνεῦμα, θά προσφέρει δηλαδή ὁ Θεός τήν εὐλογία Του. Πρόκειται γιά θεία δύναμη πού δίνεται στούς ἀνθρώπους, ὥστε νά μποροῦν πλέον νά προφητεύουν. Δέν πρόκειται γιά μιά κατάσταση μαγική, ἀλλά γιά μιά ἐσωτερική ἀναμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν τόν ἐπισκέπτεται ὁ Θεός. Θέλοντας νά κάνουμε μία τομή στό σήμερα θά λέγαμε ὅτι μιά λανθασμένη προσέγγιση περί τοῦ θέματος συναντᾶμε στούς σύγχρονους νέους χαρισματικούς γέροντες τῆς ἐποχῆς μας. Κάποιοι νομίζουν ὅτι εἰδικά οἱ ἁγιασμένοι πλέον γέροντες Παΐσιος καί Πορφύριος ἦταν κάτι τέτοιο. Δηλαδή τούς πλησίαζαν σάν νά εἶναι κάποιοι μελλοντολόγοι, πού θά τούς ποῦν τί θά πάθουν στό μέλλον γιά παράδειγμα, χωρίς οἱ ἴδιοι νά ἐπιζητοῦν νά ἀλλάξουν τήν ζωή τους, οὐσιαστικά νά βάλλουν ἁπλά τόν Θεό στήν ζωή τους. Οἱ ἁγιασμένοι ὅμως αὐτοί ἄνθρωποι δέν ἦταν κάτι τέτοιο. Τά χαρίσματα τοῦ πνεύματος, τά ὁποῖα τούς δόθηκαν, ἀποτελοῦσαν καί καρπό τῆς ἀσκητικῆς τους πολιτείας, τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς τους καί τῆς ἀγάπης πού ἔνιωθαν γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Ὅταν τό χάρισμα τούς πληροφοροῦσε γιά κάτι, αὐτό γινόταν ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ἀλλά γιά νά αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος τό σημεῖο πού βρίσκεται, νά πλησιάσει τόν Θεό καί νά χαρεῖ τήν ζωή του μαζί Του. Αὐτό λοιπόν πού περιγράφει ὁ Προφήτης Ἰωήλ στό κείμενό του ἀφορᾶ σέ αὐτήν τήν ὑγιῆ κατάσταση. Νά δοῦμε πόσο εὔστοχα μιλᾶ γιά τό θέμα αὐτό ὁ καθηγητής Καλαντζάκης: «Ὁ Θεός «ἐκχέοντας» τό πνεῦμα του «ἐπί πᾶσαν σάρκα», δηλ. σέ κάθε μέλος τοῦ λαοῦ του ἀδιακρίτως φύλου, ἡλικίας, μόρφωσης καί κοινωνικοῦ ἐπιπέδου, ἐπιθυμεῖ τήν δημιουργία μιᾶς κοινότητας πνευματοφόρων, ἡ ὁποία θά ἔχει πλήρη γνώση τοῦ Θεοῦ καί θ᾽ἀποκτήσει τήν ἐπικοινωνία της μαζί του». Αὐτό τό γεγονός παραπέμπει τήν Πεντηκοστή τῆς Καινῆς Διαθήκης!
Ἄλλα δύο θέματα πού μποροῦμε νά σταθοῦμε εἶναι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» καί «ἡ κρίση τῶν ἐθνῶν».
Μέ τό πρῶτο ὁ Προφήτης ἀναφέρεται στήν ἐποχή του γιά τήν καταστροφή τοῦ τόπου ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν ἀκρίδων, ἀλλά καί γιά τήν «ἔσχατη ἡμέρα», τήν ἡμέρα δηλαδή τῆς τελικῆς κρίσης.
Ὡς πρός τήν «κρίση τῶν ἐθνῶν» λέει κάτι ἄλλο ἐξίσου σημαντικό: «Ὅπως ὁ Ἰσραήλ κρίνεται σύμφωνα μέ τήν συμπεριφορά του ἀπέναντι στό μωσαϊκό νόμο, πού τοῦ παραχώρησε ὁ Θεός μέ τή Διαθήκη τοῦ Σινᾶ, ἔτσι καί τά ἔθνη ἀντιμετωπίζονται ἀνάλογα μέ τήν στάση τους στόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, πού τούς ἀποκαλύπτεται μέ τήν συνείδηση τους καί τά καθιστᾶ ἱκανά νά διακρίνουν μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ὀρθοῦ καί ἐσφαλμένου». Ἐδώ φαίνεται μιά ἀρχική σκέψη τῆς Παύλειας Θεολογίας, ἡ ὁποία θά ἀναπτυχθεῖ αἰῶνες ἀργότερα ἀπό τόν κορυφαῖο αὐτόν ἀπόστολο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν κατακλείδι, νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάνει χρήση τοῦ προφητικοῦ αὐτοῦ βιβλίου στήν λατρεία της ἀλλά καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀσχολήθηκαν μέ τό βιβλίο, τό ὁποῖο ὁλόκληρο ἤ τμηματικά ὑπομνημάτισαν. Αὐτοί εἶναι οἱ: Θεόδωρος Μοψουεστίας (PG 66, 211-240), Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (PG 71, 327-408), Θεοδώρητος Κύρου (PG 81, 1633-64) καί Ἡσύχιος Ἰεροσολύμων (PG 93, 1347-50).