Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Προχθες ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκε μέλη της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας. Μεταξύ αυτών ο Γενικός Γραμματέας της Δ.Σ.Ο. Βουλευτής Μάξιμος Χαρακόπουλος και ο Πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης, Σεργκέϊ Γκαβρίλοφ, ο οποίος είναι ταυτοχρόνως και μέλος της Ρωσικής Δούμας, οι οποίοι προσεφώνησαν τον Μακαριώτατο.
Καθένας εκ των δύο επιφανών μελών της Δ.Σ.Ο. έθεσε μέσω της προσφωνήσεως του ένα διακριτό πλαίσιο. Ο μεν κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος έκανε εκτεταμένη αναφορά στην στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο ζήτημα της πανδημίας του κορονοϊού, ο δε κ. Σεργκέϊ Γκαβρίλοφ αναφέρθηκε στην Ουκρανία και στην αποκατάσταση του προσκυνηματικού τουρισμού, αναφορά που παραπέμπει στην απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας να απαγορεύσει την επίσκεψη ρώσων τουριστών σε συγκεκριμένες Ι. Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εν ολίγοις, λοιπόν, δύο κάδρα, «Κορονοϊός» από τον κ. Χαρακόπουλο, «Ουκρανικό» από τον κ. Γκαβρίλοφ.
Στο σημείο αυτό «μπαίνει σφήνα» ανάμεσα στα δύο κάδρα ο Μακαριώτατος με την αντιφώνησή του, δημιουργώντας ένα τρίτο κάδρο αλλά ελαφρώς ασαφές και γενικόλογο. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων τόνισε, ότι: «Πιστεύω ότι και στα ιερότερα πράγματα γίνονται λάθη, αλλά, όμως, ο Χριστός μας λέει ότι και αυτά τα λάθη μπορούν να βελτιώνονται και να διορθώνονται αρκεί να το θέλουμε μέσα από την ψυχή μας. Δεν χρειάζονται εγωισμοί. Δεν χρειάζονται πρωτοκαθεδρίες, αλλά μετάνοια και διακονία. Οι λαοί μας αυτό περιμένουν. Είτε είμαστε στην Ελλάδα, είτε στην Ρωσία, είτε στην Ουκρανία, να δείξουμε το χάρισμα της μετανοίας. Και ο αγώνας αυτός δεν είναι εύκολος, αλλά είναι όμορφος».
Και εδώ δημιουργείται η απορία, ποια είναι τα «ιερότερα πράγματα», ποια είναι τα «λάθη» που γίνονται επ’ αυτών και το κυριότερο, ποιοι τα κάνουν αυτά τα «λάθη».
Με οδηγό τα δύο κάδρα, που δημιούργησαν με τις προσφωνήσεις οι κ.κ. Χαρακόπουλος και Γκαβρίλοφ, θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω την αμφίσημη δήλωση του Μακαριωτάτου.
Καταρχήν, θα πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση, ο Μακαριώτατος να αναφέρθηκε σε «ιερότερα πράγματα», εννοώντας τα εν στενή εννοία ιερά πράγματα, ήτοι τα ιερά σκεύη και τα εκκλησιαστικά κειμήλια. Νομίζω, ότι η άποψη αυτή τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής και συμφωνίας. Άρα, ή συγκεκριμένη αναφορά καλύπτει τις περιπτώσεις «πραγμάτων», που απολαμβάνουν της ιερότητος με την έννοια του επηυξημένου σεβασμού. Και τέτοια «πράγματα» είναι από την μία πλευρά το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και η ίδια η πίστη μας και από την άλλη πλευρά οι θεμελιώδεις θεσμοί της Εκκλησίας, όπως ο θεσμός του αυτοκεφάλου, ο συνοδικός θεσμός, ο θεσμός της εκλογής των επισκόπων, οι θεσμοί της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης και της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως.
Πρώτη πιθανή ερμηνεία. Η δήλωση του Μακαριωτάτου απαντά στον κ. Γκαβρίλοφ, άποψη η οποία τείνει να ενισχύεται και από την ειδική αναφορά του Μακαριωτάτου στην Ουκρανία «Οι λαοί μας αυτό περιμένουν. Είτε είμαστε στην Ελλάδα, είτε στην Ρωσία, είτε στην Ουκρανία,…». Ωραία, αλλά η απάντηση συνιστά κριτική στην στάση του Πατριάρχη Μόσχας ή στην στάση του Οικουμενικού Πατριάρχη;
Ένα σημαντικό και καίριο δεδομένο είναι, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος πήρε μια απόφαση, συμφώνως προς την οποία:
α) αναγνώρισε το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς. Η απόφαση αυτή, βεβαίως ήταν λάθος, διότι ουδείς δικαιούται να αναγνωρίσει δικαίωμα, το οποίο προβλέπεται από τον νόμο, δηλαδή στην περίπτωσή μας από το Κανονικό Δίκαιο. Διότι, είναι σαν να λέει ο εργοδότης στον εργαζόμενο του, ότι του αναγνωρίζει το δικαίωμα να λαμβάνει τον μισθό του, ενώ ο εργαζόμενος πληρώνεται διότι ο νόμος το ορίζει!!!
β) αναγνώρισε το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Μετά από την απόφαση αυτή, ακολούθησε η αναγνώριση από τον Μακαριώτατο του Προκαθημένου της νέας Εκκλησίας, οπότε όσο και αν ήταν λάθος ο δρόμος που ακολουθήθηκε, η απόφαση ήχθη στο σωστό αποτέλεσμα.
Ένα δεύτερο σημαντικό και καίριο δεδομένο είναι, ότι ο Μακαριώτατος δεν δύναται να αποστεί ούτε από την δική του κίνηση αναγνωρίσεως του Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου αλλά – το κυριότερο – ούτε από την συνοδική απόφαση, η οποία τον δεσμεύει. Διότι, σε αντίθετη περίπτωση, πέραν της ποινής περί απειθείας σε συνοδική απόφαση, θα προβάλλουν ευνοήτως ενστάσεις δύο Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες, ο Κυθήρων και ο Αιτωλίας. Και θα έχουν δίκιο.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Μακαριώτατος πιθανολογείται βασίμως, ότι επέκρινε τον Πατριάρχη Μόσχας για την στάση του στο Ουκρανικό ζήτημα. Κατά το κοινώς λεγόμενο, τού την «είπε» του κ. Γκαβρίλοφ.
Δεύτερη πιθανή ερμηνεία. Αν όμως, τώρα, δούμε την δήλωση του Μακαριωτάτου: «Πιστεύω ότι και στα ιερότερα πράγματα γίνονται λάθη, αλλά, όμως, ο Χριστός μας λέει ότι και αυτά τα λάθη μπορούν να βελτιώνονται και να διορθώνονται αρκεί να το θέλουμε μέσα από την ψυχή μας. Δεν χρειάζονται εγωισμοί. Δεν χρειάζονται πρωτοκαθεδρίες, αλλά μετάνοια και διακονία» ξεχωριστά από την αναφορά του: «Οι λαοί μας αυτό περιμένουν. Είτε είμαστε στην Ελλάδα, είτε στην Ρωσία, είτε στην Ουκρανία,…», τότε μπορεί βασίμως να πιθανολογηθεί, ότι απαντά στον κ. Χαρακόπουλο, αναφερόμενος ειδικότερα στην στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της πανδημίας του κορονοϊού και των σχετικών αποφάσεων της Κυβερνήσεως. Στην περίπτωση αυτή, όμως, κατακρίνει την Κυβέρνηση ή την Εκκλησία της Ελλάδος; Εξαρτάται, πως θα εννοήσει κανείς τα «ιερότερα πράγματα». Αν υπό αυτή την έννοια θεωρηθεί η δημόσια υγεία και η υγεία των ελλήνων πολιτών, τότε ο Μακαριώτατος εμμέσως πλην σαφώς τα «έψαλε» στην Κυβέρνηση.
Αν, αντιθέτως, υπό την ως άνω έννοια θεωρηθούν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και η πίστη μας, τότε ο Μακαριώτατος:
αα) είτε εμέμφθη κατά κάποιον τρόπο την στάση του ιδίου και των συνοδικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εν γένει συμπαράταξη με την Κυβέρνηση, οπότε δικαιώνει εμμέσως πλην σαφώς όσους Μητροπολίτες είχαν αντίθετη άποψη. Στην περίπτωση όμως αυτή, γιατί διώκει τους δύο συγκεκριμένους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, τον Αιτωλίας και Ακαρνανίας και τον Κυθήρων;
ββ) είτε ασκεί κριτική σε όσους διαφωνούσαν, θεωρώντας τις διαφωνίες τους ως «λάθη» κατά της θρησκευτικής ελευθερίας ή της πίστεως μας, που όμως «μπορούν να βελτιώνονται και να διορθώνονται αρκεί να το θέλουμε μέσα από την ψυχή μας».
Τρίτη πιθανή ερμηνεία. Στην περίπτωση αυτή, η δήλωση του Μακαριωτάτου δεν απευθύνεται σε κανέναν από τους δύο, που τον προσεφώνησαν. Είναι μια δήλωση sui generis, με δική της αυτόνομη πορεία, ανεξάρτητη από τις δύο προσφωνήσεις. Οπότε, εδώ πλέον, ως «ιερότερα πράγματα» θα θεωρηθούν οι προαναφερθέντες θεμελιώδεις θεσμοί της Εκκλησίας (αυτοκέφαλο, συνοδικό σύστημα, εκλογή επισκόπων, εκκλησιαστική δικαιοσύνη, εκκλησιαστική εκπαίδευση). Αυτό σημαίνει, ότι η δήλωση αυτή του Μακαριωτάτου συνιστά μια μορφή αναδοχής χρέους. Του χρέους που έχει κάθε Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Ελλάδος – του Αρχιεπισκόπου Αθηνών μη εξαιρουμένου – ατομικώς και ως μέλος της Συνόδου, να διαχειρίζεται και να υπερασπίζεται τόσο το θεμελιώδες δικαίωμα των Ορθοδόξων Ελλήνων πολιτών να πιστεύουν και να ασκούν το δικαίωμά τους αυτό όσο και τους προαναφερθέντες θεμελιώδεις θεσμούς της Εκκλησίας.
Αλλά υπό αυτό το πρίσμα, η αναδοχή αυτή χρέους συνιστά ταυτοχρόνως και παραδοχή τελέσεως λαθών. Οπότε γεννάται το ερώτημα, ποιοι έκαναν αυτά τα λάθη; Η πλειοψηφία των συνοδικών ή μειοψηφία αυτών;
Στην πρώτη περίπτωση – αυτή της πλειοψηφίας – έχουμε το φαινόμενο της αυτοκριτικής, που ταυτοχρόνως σημαίνει, ότι τελικώς η μειοψηφία είχε δίκιο. Τότε όμως γιατί η μειοψηφία κατακρίνεται και «διώκεται»;
Στην δεύτερη περίπτωση – αυτή της μειοψηφίας – έχουμε το φαινόμενο του καταλογισμού λαθών, χωρίς αυτά τα λάθη να έχουν καταγνωσθεί συνοδικώς, οπότε να έχουμε και κατ’ αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο καταδίκη αυτών. Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση αναρωτώμαι: Γιατί θα έπρεπε π.χ. η διαφοροποίηση συγκεκριμένων Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών να αφεθεί να γιγαντωθεί τόσο εκτός των εργασιών των συνοδικών οργάνων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να χρειάζεται τώρα η ιδιαιτέρως έντονη αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας για να ανακοπεί; Και είναι ηθικώς ορθό, η επίσημη Εκκλησία να έρχεται τώρα και να διώκει Μητροπολίτες της για συμπεριφορά, που η ίδια ανέχθηκε και επέτρεψε την έκφρασή της αλλά και την γιγάντωσή της, ενώ θα μπορούσε εξαρχής να την σταματήσει;
Άραγε η χθεσινή δήλωση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αμφίσημη, διφορούμενη και γενικόλογη, αποτυπώνει και την βούληση των μελών των συνοδικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος; Ελπίζω πως όχι. Και ότι θα έρθει η στιγμή, που τα συνοδικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος θα αποφασίσουν την πραγματική υπεράσπιση των θεμελιωδών θεσμών της Εκκλησίας και θα επιλύσουν χρόνια ζητήματα, όπως μη εύρυθμη λειτουργία της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως και της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης αλλά και θα εξαλείψουν φαινόμενα που θίγουν τον τρόπο λειτουργίας του συνοδικού θεσμού «ορθοτομώντας τον λόγον της αληθείας».