Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Μέσα στο έτος 1841 και συγκεκριμένα στις 15 Ιουλίου, η Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών με έγγραφό της προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών, ενημερώνει σχετικά με τον διορισμό του Ιερομονάχου Αγαπίου Σπηλιωτάκη στο Β. Στρατό, προκειμένου να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την τοποθέτηση του ανωτέρω Ιερέως και την καταγραφή του, στη δύναμη της Φρουράς στην οποία θα ανήκει. Ένας ακόμη κληρικός της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, προστίθεται στο Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων, που καλείται και αυτός, όπως και οι λοιποί, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του υπουργήματός του και να φανεί αντάξιος των προσδοκιών όλων εκείνων, που τον εμπιστευτήκαν και τον τοποθέτησαν σε αυτή την νευραλγική θέση.
Σε παλαιότερη αναφορά μας είχαμε αναφέρει, ότι από τη Γραμματεία των Στρατιωτικών, εξεδόθη εγκύκλιος, με ημερομηνία 15 Ιουλίου 1841, η οποία κοινοποιήθηκε σε όλα τα Σώματα του Στρατού Ξηράς, προς τα Φρουραρχεία και προς κάθε στρατιωτική αρχή, με την οποία επισημαίνεται η εκπλήρωση των Θρησκευτικών καθηκόντων των υπηρετούντων μέσα στο χώρο του Στρατού, ως μια απαραίτητη οφειλή προς την πατρώα θρησκεία, που αποτελεί τη βάση και το στερέωμα της ηθικής του ανθρώπου, όπως τονίζεται στο έγγραφο αυτό.
Αυτή η κίνηση από την πλευρά της Ηγεσίας του στρατεύματος, υπαγόταν μέσα από μια εσωτερική ανάγκη και επιταγή, για το έργο το οποίο είχαν να επιτελέσουν. Όπως και οι πρόγονοι αυτών και αρχιστράτηγοι του αγώνος, εμπιστεύτηκαν την τύχη και την πορεία τους, για την επανάσταση την οποία ξεκίνησαν στο Θεό, έτσι και αυτοί ως άξιοι συνεχιστές της παραδόσεως των, προκειμένου να επιτύχουν κάθε καλό και πρόοδο, για το συμφέρον του έθνους, ήθελαν να εναποθέσουν τους εαυτούς των και γενικότερα τη ζωή τους, στα χέρια του Θεού. Έτσι και τώρα, Εκείνος θα ήταν ο ευλογών και καθοδηγών την ζωή τους, εφαρμόζοντας εμπράκτως, αυτό το οποίο παρακαλούμε και σε κάθε Ιερά Ακολουθία στην Εκκλησία μας, «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν Χριστώ τω Θεώ».
Η ίδια εγκύκλιος αυτή στέλλεται και στο Φρουραρχείο Αθηνών και Πειραιώς ξεχωριστά και ορίζεται ο Ιερός Ναός της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου που βρίσκεται σήμερα, ως ο Ναός εκείνος, στον οποίο θα τελείται η Θεία Λειτουργία και οι λοιπές τελετές, για τις ανάγκες των υπηρετούντων στη Φρουρά αυτή. Σε απάντηση στην εγκύκλιο αυτή, περί των θρησκευτικών καθηκόντων, το Ανώτερο Φρουραρχείο της πρωτευούσης, με έγγραφό του που αποστέλλει στην Γραμματεία επί των Στρατιωτικών της Επικράτειας, αναφέρει ότι η εν λόγω διαταγή δεν έχει εκτελεσθεί μέχρι σήμερα, διότι ήλθαν αρχικά σε επικοινωνία με τον Επίσκοπο Αθηνών, σχετικά με το να τελείται η Θεία Λειτουργία στην Αγία Ειρήνη και αφ’ ενός μεν δεν γνώριζε τίποτα ο Επίσκοπος, ως προς την διαταγή αυτή που είχε εκδοθεί και είχε κυκλοφορήσει και αφ’ ετέρου αυτό δεν ήταν εφικτό, διότι στην ίδια Αγία Τράπεζα, δεν μπορεί την ίδια ημέρα να τελούνται δύο Θείες Λειτουργίες.
Το Φρουραρχείο ζητά την άδεια να κτισθεί ένα παρεκκλήσιο ενσωματωμένο με το Ναό, στο οποίο θα υπάρχει Αγία Τράπεζα και έτσι θα τελείται η Θεία Λειτουργία από τον Ιερέα της Φρουράς, με τη συνδρομή ψαλτών από τα Σώματα, ενώ ο τοπικός Επίσκοπος δεν έχει καμία αντίρρηση γι το έργο αυτό . Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι ο Επίσκοπος Αθηνών την εποχή την οποία εξετάζουμε ήταν ο Νεόφυτος Μεταξάς ο από Ταλαντίου.
Σε αυτό το σημείο πριν προχωρήσουμε, κρίνουμε απαραίτητο για την ιστορία, να αναφέρουμε λίγα στοιχεία για τον Αθηνών Νεόφυτο, ο οποίος υπήρξε μια εξέχουσα πνευματική μορφή, με πλούσιο ποιμαντικό, αλλά και εθνικό έργο. Χειροτονήθηκε το 1803 στη Λιβαδειά, Επίσκοπος Ταλαντίου. Στις 27 Μαρτίου 1821, στο Μοναστήρι του οσίου Λουκά και υπό τον Αθανάσιο Διάκο οι δύο επίσκοποι, Ταλαντίου Νεόφυτος και Σαλώνων Ησαΐας, ευλογούν την κήρυξη της επανάστασης και στη Ρούμελη. Στις 15 Νοεμβρίου 1821 κηρύσσεται η έναρξη των εργασιών της Συνελεύσεως των αντιπροσώπων της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Σε αυτή συμμετέχουν 73 πληρεξούσιοι και θεσπίζεται ο οργανισμός του Πολιτικού Σώματος ή Νομική Διάταξη, ένα είδος συντάγματος με εκτελεστικό-διοικητικό όργανο τον Άρειο Πάγο. Πρόεδρος του δικαστικού τμήματος του Αρείου Πάγου τοποθετήθηκε ο Επίσκοπος Νεόφυτος. Συμμετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου στις 15 Δεκεμβρίου το 1821, καθώς και στις υπόλοιπες (του Άστρους της Κυνουρίας το 1823) ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ως πληρεξούσιος του Ταλαντίου.
Το 1823 ο Νεόφυτος αναλαμβάνει και την Επισκοπή Θερμοπυλών, ενώ το Μάιο του ίδιου χρόνου τοποθετείται ως τοποτηρητής της Επαρχίας Αθηνών. Το 1833 με διάταγμα ενθρονίστηκε Μητροπολίτης Αθηνών και το 1836, ισόβιος Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος. Εργάσθηκε μετά ζήλου υπέρ της ανάπτυξης της Εκκλησίας της Ελλάδος και των θεσμών της, ερχόμενος αντιμέτωπος με τον Βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα, για την Εκκλησιαστική και Μοναστηριακή περιουσία. Πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1861 σε ηλικία 99 ετών στην Αθήνα.
Συνεχίζοντας μετά τη μικρή αυτή αναφορά στον Αθηνών Νεόφυτο, για το θέμα της ανεγέρσεως παρεκκλησίου στην Αγία Ειρήνη, βρίσκουμε στο αρχείο τη σχετική αλληλογραφία, την οποία είχαμε παρουσιάσει σε προηγούμενη αναφορά μας, που ζητούσαν την έγκριση του αναλόγου ποσού, για τις εργασίες που απαιτούνταν, στη συνέχεια εγκρίνεται από τον Όθωνα το ποσό το οποίο ζητήθηκε και βρισκόμαστε στο στάδιο εκείνο, που το Ανώτερο Φρουραρχείο της πρωτευούσης, με έγγραφό του, στις 6 Αυγούστου 1841, ενημερώνει τη Γραμματεία των Στρατιωτικών, ότι οι εργασίες που απαιτούνταν στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης ολοκληρώθηκαν και είναι έτοιμος και εφ’ όσον το εγκρίνουν, να τελεστεί, «η πρώτη στρατιωτική δέηση», την Κυριακή που ακολουθεί. Μάλιστα ορίζει και την ώρα της ενάρξεως της Ακολουθίας στις εννέα το πρωί, αφού η πρώτη Θεία Λειτουργία που τελείται, τελειώνει γύρω στις 8꞉30. Έτσι το παρεκκλήσιο στην Αγία Ειρήνη, αποτελεί θα μπορούσαμε να πούμε τον πρώτο Στρατιωτικό Ναό που χτίστηκε, με σκοπό να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες του στρατεύματος της Φρουράς της πρωτευούσης.
Ένα παρόμοιο αίτημα για ανέγερση Ιερού Ναού έρχεται στη συνέχεια από το Φρουραρχείο του Ρίου. Το Φρουραρχείο με έγγραφό του, προς την επί των Στρατιωτικών Β. Γραμματεία της Επικρατείας, με ημερομηνία 27 Ιουλίου 1841, αναφέρει ότι δεν μπορεί να εκτελεστεί η διαταγή που εξεδόθη σχετικά με τον εκκλησιασμό των στρατευμάτων της Φρουράς εκείνης, διότι στερούνται Ιερού Ναού. Γι’ αυτό ζητούν την έγκριση να κτισθεί Εκκλησία, χωρητικότητας αναλόγως της φρουράς. Για τον Ιερέα που θα λειτουργεί στο Ναό εκείνο που θα κτισθεί και θα είναι αποκλειστικά για τη χρήση του στρατεύματος, προτείνει έναν κληρικό, ονόματι Παπά- Μιχάλη, «εκ του χωρίου Άγιος Γεώργιος δύναται να ιερουργή και ενταύθα για έναν μικρόν μισθόν», χωρίς να αναφέρει περισσότερα στοιχεία γι’ αυτόν. Ενδεχομένως ο Ιερέας αυτός να ήταν γνωστός, μέσα από αναφορές και αιτήσεις που ενδεχομένως να είχε υποβάλλει στο παρελθόν, σχετικά με την πρόσληψη του ως Στρατιωτικού Ιερέως. Βεβαίως τέτοια έγγραφα δεν έχουν βρεθεί μέχρι το σημείο αυτό ή μπορεί να βρεθούν στη συνέχεια μέσα από την έρευνά μας.
Η Γραμματεία όμως των Στρατιωτικών, με έγγραφό της, στις 12 Αυγούστου 1841, αποστέλλει απάντηση προς το Φρουραρχείου του Ρίου, σχετικά με το αίτημα το οποίο κατέθεσαν και η απάντηση ήταν αρνητική. Ο λόγος που δεν μπορεί να ανεγερθεί Εκκλησία στη Φρουρά αυτή καταγράφεται ως εξής στο έγγραφο ꞉ «το εν Ρίο απόσπασμα αποστέλλεται καθ’ έκαστον μήναν και επιστρέφειν τον λόχον του όπου ημπορεί να εκπληρώσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα». Άρα στο σημείο εκείνο στο οποίο υπάρχει η έδρα της Φρουράς του Ρίου, το προσωπικό του στρατεύματος δεν είναι μόνιμα εγκαταστημένο εκεί, αλλά εναλλάσσεται, οπότε μέσα από αυτή την εναλλαγή, μπορεί το προσωπικό να εκπληρώνει τα θρησκευτικά του καθήκοντα κατά την επιστροφή και παραμονή του στη βάση.
Δύο ημέρες μετά από το έγγραφο που έστειλε το Φρουραρχείο του Ρίου, το Φρουραρχείο του Αντιρρίου, στις 29 Ιουλίου 1841, αποστέλλει έγγραφο προς την Στρατιωτική Γραμματεία της Επικρατείας, με την οποία ζητά την άδεια να ιερουργεί στην Εκκλησία εκεί ένας Ιερέας ονόματι παπά-Μιχάλης, από το χωριό Άγιος Γεώργιος, με έναν μικρό μισθό. Προφανώς πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που αναφέραμε παραπάνω και το οποίο με την ποιμαντική του ευγένεια και προθυμία, ήταν έτοιμο να εξυπηρετήσει και τις δύο Φρουρές, εάν αυτό θα εγκρινόταν από τα προϊστάμενα κλιμάκια ή ένα από τα δύο, όποιο έκρινε η προϊσταμένη αρχή με τα κριτήρια τα δικά της. Στο έγγραφο του Φρουραρχείου αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι ꞉ «μέχρι την σήμερον πολλάκις ήλθεν και έκαμεν τα ιερά καθήκοντά του κατά παράκλησιν μας χωρίς ποτέ να λάβη ότι οβολόν».
Επομένως η προσφορά του εν λόγω Ιερέως ήταν δεδομένη και το έργο το οποίο θα επιτελούσε δεν ήταν ξένο προς αυτόν και ούτε γινόταν εξ’ ανάγκης, αλλά με πνεύμα προσφοράς, θυσίας και αγάπης. Η Γραμματεία των Στρατιωτικών στη συνέχεια αποστέλλει προς το 2ο Πεζικό Τάγμα Γραμμής απάντηση, με την οποία εγκρίνει το ποσό των τριάντα δραχμών να δίνεται, στον Ιερέα παπά –Μιχάλη, ως αντιμισθία του ως Ιερέα της Φρουράς Αντιρρίου. Έτσι και η Φρουρά αυτή μεταξύ των άλλων, έχει μόνιμο Ιερέα για να καλύπτει τις ανάγκες του εκεί στρατεύματος. Επομένως βλέπουμε σιγά- σιγά το Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων να επανδρώνεται, να οργανώνεται και να κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα σε έναν χώρο, που ήθελε να βρίσκεται ένας δικός του άνθρωπος, που δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος, αλλά ήταν ο άνθρωπος του Θεού που Του μετέφερε τα αιτήματα και τις προσευχές του.
Συνεχίζεται {19}