Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζοντας να παρουσιάζουμε τα στοιχεία της δεύτερης αυτής περιόδου, ξεκινήσαμε να μελετούμε αναφορές Φρουραρχείων και Ταγμάτων με τις οποίες ζητούν να τοποθετηθεί Ιερέας για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών της φρουράς. Φαίνεται μέσα από αυτές τις αναφορές η αγωνία και το ενδιαφέρον των αρμοδίων, για ένα θέμα το οποίο δεν προσεγγίζεται επιφανειακά, ούτε μελετάτε με έναν πρόχειρο τρόπο ή τίθεται σε δεύτερη σειρά προτεραιότητας, αλλά αναζητείται η λύση εκείνη, που θα προσφέρει την ικανοποίηση και την πνευματική πρόοδο που χρειάζεται.
Τόσο η Πολιτική, η Στρατιωτική, αλλά και η Εκκλησιαστική Ιεραρχία, αναζητούν πρόσωπα κατάλληλα και ικανά, τα οποία θα ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του στρατεύματος. Γι’ αυτό αν και βλέπουμε αιτήσεις αρκετών ενδιαφερομένων κληρικών που επιθυμούν να ενταχθούν στη Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατού, – που επαναλαμβάνουμε δεν έχει δοθεί ακόμη αυτή την περίοδο, αυτή η ονομασία -, η Εκκλησία πολλές φορές δεν συμφωνεί με κάποια πρόσωπα που τις αποστέλλονται, προκειμένου να γνωματεύσει θετικά και τόσο η Πολιτεία, όσο και ο Στρατός, σέβεται την απόφαση αυτή και δεν προβαίνει στην ικανοποίηση του αιτήματος του ενδιαφερομένου κληρικού, αναμένοντας μια άλλη πρόταση από τη Φρουρά, την οποία και πάλι θα προωθήσει αρμοδίως.
Στις 26 Μαρτίου 1843, ο Αρχιμ. Νεόφυτος Λεβεχίτης, με επιστολή του στο Φρουραρχείο Νεοκάστρου, αναφέρει ότι στη Φρουρά εκείνη υπάρχει μόνο ο κεντρικός Ναός θα λέγαμε, για την κάλυψη των αναγκών του στρατεύματος. Την αναφορά αυτή το Φρουραρχείο την αποστέλλει αυθημερόν προς την Γραμματεία της Επικρατείας, όπου συνηγορεί με την πρόταση του Ιερέως να παραχωρηθεί η εν λόγω Εκκλησία, για να εκκλησιάζονται οι ανήκοντες στη Φρουρά. Μέσα σε λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στις 8 Απριλίου 1843, η Γραμματεία της Επικρατείας απαντά στο Φρουραρχείο Νεοκάστρου, ότι δεν μπορεί να διατάξει να παραχωρηθεί ο Ναός που προτείνεται. Δεν μπορεί να διατάξει να γίνει κάτι τέτοιο, διότι όπως μπορούμε πολύ εύκολα να καταλάβουμε, αυτό το θέμα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του συγκεκριμένου Υπουργείου, αλλά είναι ένα θέμα καθαρά εκκλησιαστικό, το οποίο η οικεία Επισκοπή ή Μητρόπολη, θα πάρει την ανάλογη απόφαση και θα δώσει ή δεν θα δώσει τον Ναό αυτό για λειτουργική χρήση της Φρουράς και αν θα τον δώσει, δεν θα τον στερήσει ή δεν θα τον αφαιρέσει, από τους κατοίκους της περιοχής εκείνης ή της ενορίας, που καλύπτει μέχρι εκείνη την στιγμή τις λειτουργικές ανάγκες των ανθρώπων αυτών.
Στην προηγούμενη αναφορά μας είχαμε παρουσιάσει δύο αναφορές του Φρουραρχείου Μεθώνης και της Οροφυλακής της Ευρυτανίας, με τις αναφορές τους αυτές, επισήμαιναν την απουσία του Ιερέως και ζητούσαν την τοποθέτηση του. Βεβαίως όπως είχαμε σημειώσει δεν είναι μόνο αυτές οι δύο Φρουρές που στερούνται Ιερέως, είναι πάρα πολλές και αυτό θα το δούμε στη συνέχεια, με την παράθεση και άλλων αναφορών, από άλλες περιοχές που αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα και ζητούσαν την εύρεση λύσης, προκειμένου να καλύπτονται οι πνευματικές ανάγκες των υπηρετούντων στο στράτευμα, σύμφωνα με το πνεύμα και την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Στις Φρουρές εκείνες που δεν υπήρχαν οι εντεταλμένοι Ιερείς για την διακονία στο Στρατό, οι αρμόδιοι, καλούσαν Ιερείς από την ευρύτερη περιοχή και ιδιαιτέρως τις περιόδους των μεγάλων ημερών και εορτών. Σε κάποιες περιοχές αυτό ήταν εφικτό και ικανοποιείτο το αίτημά τους, προς μεγάλη τους ευχαρίστηση και χαρά. Σε κάποιες άλλες, αυτό δεν μπορούσε να υλοποιηθεί, εξαιτίας πιστεύουμε πολλών παραγόντων και αιτιών. Η απουσία του Ιερέως πάντως εξαιτίας του οποιοδήποτε λόγου, προκαλούσε θλίψη, στεναχώρια και πολλά ερωτηματικά, ενώ στη συνέχεια τις περισσότερες φορές, ακολουθούσαν οι υπηρεσιακές αναφορές, προκειμένου να προκαλέσουν θετικά την ικανοποίηση του αιτήματός τους από τα προϊστάμενα κλιμάκια. Στις περιπτώσεις εκείνες που υπήρχε συμμετοχή Ιερέως σε Ιερές Ακολουθίες και Μυστήρια, η Φρουρά ή το Τάγμα, αισθανόμενοι ηθική υποχρέωση, απέναντι του Ιερέως, ήθελαν να προσφέρουν κάτι, μια μικρή αντιμισθία, ως ένα ελάχιστο αντίδωρο της ευγνωμοσύνης τους, για το πολύτιμο έργο το οποίο προσέφεραν και το οποίο, σε καμία περίπτωση, δεν εξαγοράζεται, δεν πωλείται και δεν υπολογίζεται με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Πάντως σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δεν το ζητούσαν οι Ιερείς ή στη χειρότερη περίπτωση να το απαιτούσαν.
Η Φρουρά Πατρών, με έγγραφό της, που αποστέλλει στη Γραμματεία της Επικρατείας, στις 25 Απριλίου 1842 και έχει ως θέμα «Περί ιεροπραξίας», αναφέρει ότι κατά την περίοδο του Πάσχα, κάλεσαν έναν Ιερέα για να τελέσει το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως και ζητά να εγκρίνει το ποσό των είκοσι δραχμών για τον Ιερέα Γεώργιο Μαχούραν. Στις 2 Μαΐου 1842, η Γραμματεία της Επικρατείας, εγκρίνει το ανωτέρω ποσό και διατάζει το 2ο Τάγμα Πεζικού, για την οικονομική τακτοποίηση του θέματος αυτού. Το ίδιο θέμα το συναντούμε και ένα χρόνο μετά, όπου πάλι το Φρουραρχείο Πατρών, αφού και πάλι δεν υπάρχει Ιερέας εκεί, ζητά την αμοιβή για τρείς Ιερείς που κάλεσε, έναν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή και δύο την Μεγάλη Εβδομάδα. Στις 19 Απριλίου 1843, η Γραμματεία της Επικρατείας, εγκρίνει την ενέργεια αυτή του Φρουραρχείου και καλεί και πάλι το 2ο Τάγμα Πεζικού, να δώσει το ποσό των τριάντα έξι δραχμών στους τρείς Ιερείς που αναφέρει το Φρουραρχείο Πατρών.
Στη συνέχεια βρίσκουμε ένα έγγραφο της 16ης Μαΐου 1842, της Γραμματείας της Επικρατείας που το αποστέλλει προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών, με το οποίο κοινοποιεί ένα έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, με το οποίο η Σύνοδος ζητά να εμφανισθεί ενώπιον της ο Ιερέας Πρωτοπαπάς, προκειμένου να αποφανθεί για το κανονικό της χειροτονίας του. Είχαμε συναντήσει σε προηγούμενη αναφορά μας, το ενδιαφέρον του εν λόγω Ιερέως να ενταχθεί στη διακονία του στρατού. Προφανώς η Ιερά Σύνοδος κατά την εξέταση των δικαιολογητικών που κατετέθησαν, να είχε μια μικρή αμφιβολία για το θέμα της χειροτονίας του κληρικού.
Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που λίγα χρόνια η Ελλάδα έχει απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό κι όχι όλη, ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία συνεχίζει τις απειλητικές της κινήσεις προς το ελεύθερο τμήμα της Ελλάδας, θέλοντας και πάλι να το υποδουλώσει. Μέσα σε μια περίοδο υποδούλωσης, σκλαβιάς και υποτέλειας, χωρίς καμία θρησκευτική ελευθερία, αλλά και όταν υπήρχε, ήταν κάτω από όρους και προϋποθέσεις, χωρίς παράλληλα να ξεχνούμε και τις κινήσεις της Δύσεως, που προσπαθούσε να προσεταιριστεί σε αυτή την δύσκολη περίοδο την Ορθόδοξη Εκκλησία και να την αφομοιώσει, όπως επιθυμούσε και είχε μέσα στο σχέδιο της, είναι φυσικό η Ιερά Σύνοδος να αναζητά το κανονικό της χειροτονίας του κληρικού εκείνου, που καλείτο να διαδραματίσει ένα σπουδαίο ρόλο, μέσα σε έναν επίσης νευραλγικό χώρο που το έργο του αποσκοπούσε στη τόνωση του Ορθοδόξου φρονήματος και της πίστεως εκείνης, που ενδυνάμωσε τους ήρωες και αγωνιστές μας, να πετύχουν αυτό που οι άλλοι θεωρούσαν ακατόρθωτο.
Ακολουθεί στη συνέχεια η σχετική αλληλογραφία για το ανωτέρω θέμα, προκειμένου το Τάγμα της Οροφυλακής της Ευρυτανίας, να προβεί στις ενέργειες εκείνες που ο Ιερέας Πρωτοπαπάς θα τους γνωστοποιήσει εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται, σχετικά με το θέμα της χειροτονίας του και στη συνέχεια η Ιερά Σύνοδος να αποφανθεί αρμοδίως. Στις 23 Ιουνίου 1842, η Γραμματεία των Στρατιωτικών, σε έγγραφό της, προς τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, αναφέρει για τον εν λόγω Ιερέα, ότι ήταν υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Θεοδώρου Γρίβα κατά την περίοδο του αγώνα, ενώ αναφέρει πολλά στοιχεία για την εν γένει προσφορά και υπηρεσία του μέσα σο χώρο του Στρατού, ενώ στο τέλος σημειώνει, ότι δεν ζητήθηκε προηγουμένως η γνώμη της Ιεράς Συνόδου. Πάντως σε αυτό το έγγραφο δεν γίνεται πουθενά λόγος για το κανονικό της χειροτονίας του και αναμένουμε στη συνέχεια να δούμε τις κινήσεις που θα προβεί, τόσο το αρμόδιο Υπουργείο, όσο και η Ιερά Σύνοδος.
Η Γραμματεία των Στρατιωτικών, στις 4 Ιουλίου 1842, αποστέλλει έγγραφο – επιστολή, προς την Α.Μ. τον Βασιλέα της Ελλάδος, με την οποία τον πληροφορεί για τον Ιερέα Ιωάννη Θεακάκη, ο οποίος υπηρετούσε στο 2ο Ελαφρό Τάγμα Πεζικού Μεσολογγίου. Στην αναφορά της Γραμματείας αναφέρεται, ότι ο Ιερέας του Τάγματος, είχε ζητήσει αρχικά άδεια τριών μηνών από την υπηρεσία του, για την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη, όπου εκεί παρέμεινε περισσότερο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια ζήτησαν και έλαβαν πληροφορίες για τον Ιερέα, ότι είχε ανοίξει σχολείο και δεν είχε σκοπό να επιστέψει, γι’ αυτό και υποβάλλει την παραίτησή του από την διακονία του στο Στρατό, η οποία έγινε αποδεκτή και ακολούθως διαγράφτηκε από το δυναμολόγιο του Στρατού.
Σε έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1842, αναφέρεται ότι ο βοηθός Ιερέας του Αρχιμ. Ρωμανίδη, Σακελλίωνας, παίρνει μισθό εξήντα δραχμές, ενώ στη συνέχεια, καθορίζεται η ποιμαντική δικαιοδοσία των ανωτέρω δύο Ιερέων, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και προκλήσεις που θα έχουν στο χώρο της ποιμαντικής τους διακονίας.Ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης, θα είναι ο Ιερέας του Πυροβολικού Τάγματος, του 2ου Λόχου Τεχνιτών και εν μέρει θα έχει και την ορκοδοσία των στρατευσίμων, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει ότι με απόφαση της Ιερέας Συνόδου, εκτελεί και υπηρεσία στην Μητρόπολη Αργολίδος. Ο Ιερέας Σακελλίωνας, θα εξυπηρετεί το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το 1ο Τάγμα της Γραμμής και εν μέρει την ορκοδοσία των στρατευσίμων.
Μετά τον καθορισμό των ποιμαντικών ευθυνών και δικαιοδοσιών των δύο αυτών Ιερέων, ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης με επιστολή του, ζητούσε ένα επιμίσθιο. Βεβαίως και με παλαιότερες αναφορές του ζητούσε κάτι αντίστοιχο, αλλά συνεχώς οι απαντήσεις που ελάμβανε ήταν αρνητικές, όπως και τώρα, όπου η Γραμματεία των Στρατιωτικών, στις 24 Οκτωβρίου 1842, προς την Διοίκηση του Πυροβολικού Τάγματος απαντά ότι δεν μπορούν να χορηγήσουν στον Ιερέα το επιμίσθιο το οποίο ζητά, διότι αφ’ ενός μεν έχει βοηθό Ιερέα, όπου και αυτός έχει μηνιαίο μισθό, όπως αναφέραμε παραπάνω και αφ’ ετέρου «καθίσταται αδικαιολόγητως και αντιβαίνειν εις τα συμφέροντα του Δημοσίου». Μετά την απάντηση αυτή, ακολουθεί αλληλογραφία με την οποία ο Ρωμανίδης, εμμένει στο αίτημα του και ζητά το επιμίσθιο αυτό, διότι δεν μπορεί μεταξύ των άλλων όπως αναφέρει, να τα φέρει εις πέρας, παρουσιάζοντας δύσκολες στιγμές της καθημερινότητάς του.
Συνεχίζεται {22}