Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στο προηγούμενο άρθρο μας, κάναμε λόγο για τον όρκο, εξαιτίας της υπάρξεως ενός εγγράφου, που το συναντήσαμε για πρώτη φορά και αφορούσε την ορκωμοσίας ενός Στρατιωτικού Ιερέως. Στη συνέχεια πολύ σύντομα αναφερθήκαμε για τον όρκο, όπως συναντάται από την αρχαιότητα μέχρι και τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Συνεχίζοντας σήμερα την αναφορά μας στο ίδιο θέμα, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο όρκος, χρησιμοποιήθηκε, αλλά και χρησιμοποιείται και στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη.
Ο όρκος στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη εμφανίστηκε με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους. Εξαιτίας του δημιουργήθηκε έντονη διαμάχη ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων και το Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο πρώτος, ακολουθώντας την ομόφωνη διδασκαλία και πράξη της Εκκλησίας, υποστήριξε ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να ορκίζονται. Αντίθετα ο Φαρμακίδης θεώρησε τον όρκο επιτρεπτό, ιδίως όταν επιβάλλεται από την πολιτεία. Αντιμετωπίζοντας το θέμα αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξέδωσε το 1849 εγκύκλιο επιστολή «Προς τους απανταχού Ορθοδόξους», που υπογράφεται και από τους Προκαθημένους των τριών άλλων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων. Στην επιστολή καυτηριάζεται με δριμύτητα η άποψη ότι η χριστιανική πίστη δεν απαγορεύει τον όρκο και ότι οι πιστοί μπορούν να ορκίζονται στα δικαστήρια «απροκριματίστως και οσίως».
Όπως και στο προηγούμενο άρθρο μας, έτσι και σήμερα, τονίζουμε ότι εμείς από τη θέση αυτή, δεν ερχόμαστε να λύσουμε το θέμα αυτό και να τοποθετηθούμε, διότι δεν είναι αυτό το έργο μας και ο σκοπός μας. Ότι αναφέραμε, το αναφέραμε μέσα από αυτά τα οποία συναντούμε μέσα στην ιστορία μας, όπως αυτή έχει καταγραφτεί. Οι απόψεις για το θέμα αυτό διίστανται και αλληλοσυγκρούονται. Άλλοι δέχονται τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητά του, για την εξεύρεση της αλήθειας ή για την ηθική δέσμευση του ανθρώπου σε κάποιον σκοπό, ενώ άλλοι αποδοκιμάζουν τη χρήση του, είτε για λόγους ελευθερίας της συνείδησης, είτε για λόγους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όταν ο άνθρωπος δε θέλει για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους να ορκιστεί, η επιβολή του όρκου, αποτελεί απαράδεκτη παραβίαση της ελευθερίας της συνείδησής του .
Η χρησιμότητα του όρκου, για την εξεύρεση της αλήθειας, είναι πολύ αμφισβητήσιμη. Σχετικά ο Ιερός Χρυσόστομος λέει: «Αν πιστεύεις ότι ο άνθρωπος είναι φιλαλήθης, μην τον εξαναγκάσεις να ορκιστεί. Αν πάλι γνωρίζεις ότι ψεύδεται, μην τον αναγκάσεις να επιορκήσει». Ο φιλαλήθης λέει την αλήθεια ακόμα και όταν δεν πιεστεί με τον όρκο, ενώ ο ψευδολόγος δε διστάζει να καταφύγει στο ψεύδος και ενόρκως, οπότε προσθέτει στην ψευδολογία του και την ψευδορκία ή την επιορκία.
Συνεχίζοντας την έρευνα μας στα αρχεία της περιόδου 1837-1850, ξαναρχίζουμε να διαβάζουμε μέσα από αναφορές και έγγραφα, διάφορα αιτήματα από την πλευρά των Ιερέων μας, που έρχονται να καλύψουν ποιμαντικές ανάγκες και απαιτήσεις, να επιλύσουν προσωπικά και οικογενειακά θέματα, αλλά και να επιληφθούν και τα διάφορα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζαν. Σε ένα νέο έγγραφο, με ημερομηνία 29 Ιουνίου 1848, που αποτελεί μια αναφορά, του Ιερέως Δημητρίου Παπαχρήστου, προς την Διοίκηση του 5ου Ελαφρού Τάγματος της Οροφυλακής, ζητά να του χορηγηθεί δίμηνη άδεια με αποδοχές, προκειμένου να μεταβεί στο Αγρίνιο για οικογενειακούς λόγους.
Η αίσθηση του χρέους και της αποστολής του ανωτέρω Ιερέως, δεν τον αφήνει αδιάφορο για το ποίμνιο του, κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Δεν ζητάει μόνο να απουσιάσει και να λάβει και τις αποδοχές του, όπως κάποιος πολύ εύκολα θα μπορούσε να παρατηρήσει. Μεριμνά για τη συνέχιση της ποιμαντικής διακονίας στο χώρο που του έχει εμπιστευθεί η Εκκλησία. Τον ενδιαφέρει η συνέχιση της προσφοράς και της χάριτος του Θεού. Νοιώθει την ανάγκη τα πνευματικά του παιδιά, να βλέπουν τον Ιερέα να είναι ανάμεσα τους, να αισθάνονται την ασφάλεια και την πνευματική προστασία που προσφέρει η παρουσία του.
Έτσι στην αναφορά του αυτή, αναφέρει ότι κατά το διάστημα της απουσίας του, θα τον αντικαταστήσει ένας άλλος Ιερέας, ονόματι παπαιωάννης, αλλά το επίθετό του είναι δυσανάγνωστο. Δεν έχουμε περισσότερα στοιχεία για αυτόν τον Ιερέα, το σίγουρο είναι, ότι δεν ήταν Στρατιωτικός, αλλά κάποιος Ιερέας της ευρύτερης περιοχής, που με πολύ προθυμία και αγάπη δέχτηκε να αναλάβει μεταξύ των άλλων υποχρεώσεών του και αυτή την ποιμαντική διακονία, για το χρονικό διάστημα που θα απουσίαζε ο αδελφός του.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών με έγγραφο του στη συνέχεια, αφού διαβιβάστηκε προς αυτό η επιστολή του Ιερέως Παπαχρήστου, στις 8 Ιουλίου 1848, προς το Αρχηγείο Φθιωτιδοευρυτανίας, εγκρίνει το ανωτέρω αίτημα, αλλά κάνει την εξής παρατήρηση, ότι αυτή η αναφορά η οποία προωθήθηκε από το 5ο Τάγμα, στις 3 Ιουλίου 1848, απευθείας προς το Υπουργείο, δεν έπρεπε να γίνει έτσι, αλλά να διαβιβαστεί δια του Αρχηγείου.
Μετά την χορήγηση της αδείας στον Ιερέα του 5ου Τάγματος, ακολουθεί ένα έγγραφο με ημερομηνία 23 Ιουλίου 1848, προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, με το οποίο ζητείται να εγκριθεί το ποσό των δεκαπέντε δραχμών, προκειμένου να δοθεί στον Ιερέα που θα εκτελέσει τα καθήκοντά του, κατά την περίοδο της απουσίας του δικού τους Ιερέως. Το έγγραφο αυτό το υπογράφει ο προσωρινός Διοικητής του Τάγματος, που φέρει το βαθμό του Λοχαγού, ενώ η υπογραφή του είναι δυσανάγνωστη.
Οι αναφορές που καταθέτουν διάφοροι Ιερείς, από διάφορες περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας, προκειμένου να προσληφθούν και να διοριστούν ως Στρατιωτικοί Ιερείς, δεν σταματούν. Στις 11 Νοεμβρίου 1848, ο Ιερέας Παπαθανασίου Νικόλαος, με επιστολή που αποστέλλει στο Νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδος, ζητά να προωθήσει την επιστολή του προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, προκειμένου να διοριστεί ως Ιερέας στο 3ο Τάγμα Οροφυλακής, που στερείται Ιερέως.
Στη συνέχεια, ο Νομάρχης με επιστολή του, στις 22 Νοεμβρίου 1848, προτείνει τον ανωτέρω Ιερέα, που κατάγεται από το χωριό Αγά του Δήμου Σπερχειάδος, εξαίροντας το ήθος και την προσφορά του στην πατρίδα και στον αγώνα, τονίζοντας τις ικανότητες και το αγωνιστικό φρόνημα το οποίο διέθετε και το απέδειξε στους απελευθερωτικούς αγώνες που έδωσε ο λαός μας, την περίοδο εκείνη. Η απάντηση όμως που έρχεται από το Υπουργείο, δεν είναι και τόσο ευχάριστη για αυτό που επιθυμούσε ο ενδιαφερόμενος Ιερέας.
Το Υπουργείο Στρατιωτικών, σε απάντηση της ανωτέρω επιστολής του Νομάρχη, απευθυνόμενος προς αυτόν, στις 4 Δεκεμβρίου 1848, αναφέρει ꞉ «ότι μη υπαρχούσης θέσεως Ιερέως του Στρατού δεν δυνάμεθα να διορίσωμεν εις τον Στρατόν». Βλέπουμε λοιπόν, άλλο ένα ακόμα αίτημα, να απορρίπτεται, εξαιτίας της μη υπάρξεως οργανικής θέσεως. Έτσι ενώ υπάρχει ενδιαφέρον από την πλευρά των Ιερέων, να τοποθετηθούν στη διακονία του Στρατού, από την άλλη η πολιτεία αδυνατεί να τους προσλάβει όλους, αφού υπάρχουν και κάποιες άλλες παράμετροι, που είναι πέραν των προθέσεων και των απαιτήσεων.
Εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε και το εξής που φυσικά δεν φαίνεται σε κάποιο έγγραφο που έχει διασωθεί, αλλά αποτελεί αν θέλετε μια άγραφη παράδοση, που υπαγορεύεται από την συναίσθηση της ιερατικής διακονίας και προσφοράς, που χαρακτηρίζει τους Ιερείς διαχρονικά. Αυτή η αίσθηση, ότι η διακονία δεν υπαγορεύεται από υπαλληλικούς κώδικες και διατάξεις, δεν αφήνει ποτέ αδιάφορο τον Ιερέα, που ξέρει να είναι πάντα έτοιμος για να εκπληρώσει το χρέος και την αποστολή του, όταν του ζητηθεί οτιδήποτε, αλλά και πριν ακόμα του ζητηθεί, προνοώντας και μεριμνώντας, τόσο για το παρόν, όσο και για το μέλλον.
Σε συνέχεια των παραπάνω ως επιβεβαίωση αυτών, θέλουμε να προσθέσουμε, ότι οι Ιερείς που δεν προσελήφθησαν, ενώ κατέθεσαν ανάλογες αναφορές, αν στο μέλλον τους ζητούσαν τη συνδρομή και τη βοήθειά τους, ένα είναι σίγουρο, ότι αμέσως θα ανταποκρίνονταν και δεν θα αδιαφορούσαν, μένοντας απαθής στις παρακλήσεις αυτών, δείχνοντας έμπρακτα ότι η προσφορά, είναι πέρα από τα χαρτιά και τους διορισμούς και έχει να κάνει με πρόσωπα, που είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού»..
Συνεχίζεται {30}