Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Η έρευνα μας στο αρχειακό υλικό το οποίο έχει διασωθεί, μας οδηγεί σε αποκαλύψεις νέων προσώπων, νέων στοιχείων και πληροφοριών που έχουν να κάνουν με την παρουσία των Στρατιωτικών Ιερέων μέσα στο χώρο του Στρατού, που σιγά- σιγά και αυτός οργανώνεται και αρχίζει να έχει μια δυναμική εμφάνιση και παρουσία, ενός καλά οργανωμένου συνόλου, που πολλές φορές θέλει να αντιγράψει ή και να μιμηθεί δυτικά πρότυπα. Γι’ αυτό καλούνται και οι Στρατιωτικοί Ιερείς, να ενταχθούν μέσα σε αυτό το οργανωμένο σύνολο, να προσαρμοστούν οι ίδιοι, να προσαρμόσουν την ποιμαντική τους διακονία μέσα στα νέα δεδομένα και πλαίσια και να φανούν αντάξιοι των προκλήσεων, που τους απευθύνει η εποχή τους.
Τα στοιχεία τα οποία μέχρι και σήμερα έχουμε παρουσιάσει, δείχνουν ότι οι Ιερείς μας, με υπερβάλλοντα ζήλο, με προθυμία και με καλλιεργημένη ιερατική συνείδηση, προσφέρουν πλουσιοπάροχα, χωρίς να φείδονται κόπου, μόχθου, θυσιών, τα δώρα της χάριτος του Θεού, προκειμένου ο λαός Του, ευλογημένος και ενισχυμένος από την παρουσία Του, να προχωρά και να νικά στους καθημερινούς αγώνες τους οποίους δίνει.
Σε έγγραφο της 2ας Απριλίου 1837, ο Ιερέας Νικόλαος Οικονόμου, με αίτηση του ζητά να προσληφθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας στο Άργος, στο Ιππικό Τάγμα. Όμως η θέση αυτή ήδη έχει καλυφτεί και εξυπηρετείται από τον Στρατιωτικό Ιερέα, Βησσαρίων Λάσκαρη.
Συναντούμε και πάλι και γι’ αυτό και την αναφέρουμε, μια νέα διαταγή την οποία εξέδωσε εκ νέου η Γραμματεία των Στρατιωτικών, με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1842 και υπενθυμίζει παλαιότερη διαταγή, που έχει εκδοθεί και έχει αποσταλεί σε όλα τα Φρουραρχεία, Αρχηγεία, Τάγματα και Μοίρες και αφορά την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των στρατιωτικών και στρατιωτών. Τονίζεται μέσα από αυτό το πολύ σύντομο νέο κείμενο, η πιστή εφαρμογή της διαταγής που ισχύει και θα λέγαμε ότι αποτελεί διαταγή διαρκούς ισχύος. Η εκτέλεση επομένως των θρησκευτικών καθηκόντων και δη του εκκλησιασμού, όπως παρουσιάζεται μέσα και από το νέο αυτό κείμενο, δεν επαφίεται στην καλή προαίρεση ή στην πίστη του εκάστοτε Διοικητού, αλλά αποτελεί διαταγή, την οποία πρέπει να εκτελέσουν άπαντες, πέραν των προσωπικών τους απόψεων ή και πεποιθήσεων.
Η Ηγεσία την εν λόγω διαταγή περί εκκλησιασμού, την έχει τοποθετήσει μέσα στο γενικότερο πρόγραμμα, το οποίο ο Στρατός οφείλει να εκτελέσει και να υπακούσει και δη οι ηγήτορες αυτού, πέραν των προσωπικών τους τοποθετήσεων, όπως αναφέραμε και παραπάνω. Η υπενθύμιση αυτή, προφανώς προήλθε από έρευνα που μπορεί να έγινε σε κάποια μέρη ή και από καταγγελίες κάποιων, ότι δεν εφαρμόζεται η εν λόγω διαταγή του εκκλησιασμού. Σε κάθε περίπτωση πιστεύουμε, ότι στο μέλλον δεν πρόκειται να συναντήσουμε νέα διαταγή που να επανέρχεται πάνω στο θέμα αυτό, αλλά και αν υπάρξουν δυσκολίες που δεν επιτρέπουν την εφαρμογή αυτής, όπως είχαμε συναντήσει σε προηγούμενες αναφορές μας, τότε μέσω της υπηρε- σιακής οδού, το Φρουραρχείο ή το Τάγμα ή η Μοίρα, το οποιοδήποτε πρόβλημα θα το γνωστοποιήσει και η Ηγεσία, θα αναλάβει τις οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες απαιτούνται, προκειμένου να δώσει την συμφέρουσα λύση.
Ένας άλλος κληρικός, ο Ιερομόναχος Αγάπιος Φραντζής, με επιστολή του, στις 20 Φεβρουαρίου 1842, στο Βασιλικό Φρουραρχείο της Τριπόλεως, ζητά κάποια αντιμισθία για το έργο το οποίο επιτελεί ανελλιπώς από το 1838. Μάλιστα αναφέρει ότι κάνει, το κάνει με ιδιαίτερο ζήλο και πίστη, αλλά και «προθύμως υπηρετών τον υψηλόν θρόνον». Η επιστολή του απλή και σύντομη, δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και παρεξηγήσεις, αλλά αποτυπώνει την άδολη και αγνή καρδιά ενός απλού παπά, που προσφέρει χωρίς να ζητά, αλλά και όταν ζητά το κάνει με αξιοπρέπεια και σεβασμό, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της οικογενείας του, που οφείλει να συντηρήσει και έχοντας απέραντη και αιώνια ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη του.
Η παρουσία του Στρατιωτικού Ιερέως όπως είδαμε και σε προηγούμενες αναφορές μας, αλλά και θα δούμε και στη συνέχεια, μέσα από τα έγγραφα τα οποία μελετούμε, είναι αναγκαία και πολλές φορές καθίσταται επιβεβλημένη. Η παρουσία ενός κληρικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέσα στο χώρο του στρατεύματος, δεν αποτελεί μία φιγούρα τυπική, που απλώς πρέπει να υπάρχει μεταξύ των άλλων θεσμών ή προσώπων, που ορίζουν οι κανονισμοί και διατάξεις. Η παρουσία του Ιερέως και δη η φωνή της Εκκλησίας, έρχεται να προσφέρει μια άλλη νότα, μια άλλη εικόνα, μια άλλη άποψη για τη ζωή και τα τεκταινόμενα σε αυτή. Έρχεται ένας άνθρωπος, που δεν είναι τυχαίος, αλλά είναι ο άνθρωπος του Θεού, το όργανό του Θεού, ο λειτουργός των μυστηρίων Του, ο άνθρωπος εκείνος που ζει το μυστήριο της ιερωσύνης, που ζει και αναπνέει για την Εκκλησία, μεταφέροντας έναν ξεχωριστό λόγο.
Αυτός ο ξεχωριστός Λόγος που προσφέρει η Εκκλησία δια των λειτουργών Της, ζωογόνει, ανασταίνει, θεραπεύει καρδιές, που έχουν χάσει την ησυχία, την ηρεμία και γαλήνη και έρχεται να αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα τάξη και να ξαναφέρει τα πράγματα όπως ήταν και πριν, ξεπερνώντας άσχημες καταστάσεις, με ανεξέλεγκτες προεκτάσεις και φθορές, τόσο υλικές, πολύ δε περισσότερο πνευματικές.
Σε έγγραφο του Φρουραρχείου Μεθώνης, με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1843, το οποίο αποστέλλει στη Στρατιωτική Γραμματεία της Επικρατείας, γνωστοποιεί για τη μετακίνηση- μετάθεση του Ιερέα που υπήρχε στη Φρουρά, λόγω της μετακίνησης του Τάγματος στο οποίο ανήκε, στην Τρίπολη. Το εν λόγω Φρουραρχείο ζητά την άμεση αντικατάσταση του Ιερέα με κάποιον άλλον, για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών των υπηρετούντων εκεί, ενώ παράλληλα αποστέλλει και επιστολή ενός ενδιαφερομένου Ιερέως, για αυτή τη θέση, με ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 1843, την οποία υπογράφει ο Ιερομόναχος Αγάπιος.
Η Γραμματεία των Στρατιωτικών, αφού έλαβε την ανωτέρω αλληλογραφία, κινήθηκε όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που συναντήσαμε στο παρελθόν με τον ίδιο τρόπο, ακολουθώντας την ίδια τακτική. Έτσι με έγγραφό της, στις 17 Απριλίου 1843, απαντά στο Φρουραρχείο της Μεθώνης, ότι το αίτημα του ενδιαφερομένου Ιερέως, δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί, διότι η Ιερά Σύνοδος δεν τον εγκρίνει να αναλάβει την θρησκευτική υπηρεσία στη Φρουρά αυτή, αποστέλλοντας παράλληλα και το αντίστοιχο έγγραφο Της, για να λάβει γνώση, αλλά και πιθανόν να το γνωστοποιήσει και στον Ιερέα, προκειμένου να μην αναμένει μια ενδεχόμενη πρόσληψή του στη Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατού που ακόμα δεν ονομάζεται έτσι.
Μετά την απάντηση την οποία έλαβε το Φρουραρχείο της Μεθώνης, σχετικά με το αίτημα της τοποθετήσεως Ιερέως στη Φρουρά και την απόρριψη αυτού, το Φρουραρχείο τρεις ημέρες μετά, αποστέλλει νέο έγγραφο, με ημερομηνία 20 Απριλίου 1843, προς τη Γραμματεία της Επικρατείας, με την οποία πληροφορεί ότι κατά την περίοδο του Πάσχα, κάλεσαν έναν Ιερέα από την ευρύτερη περιοχή για την κάλυψη των αναγκών των ημερών εκείνων, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό, χωρίς να αναφέρει περισσότερες πληροφορίες, γι’ αυτό ζητά εκ νέου να εξετάσουν το θέμα του Ιερομονάχου Αγαπίου.
Στις 20 Μαρτίου 1843, το Σώμα της Οροφυλακής Ευρυτανίας, αποστέλλει έγγραφο στη Γραμματεία των Στρατιωτικών, με το οποίο διαβιβάζει τα απαιτούμενα έγγραφα του Ιερέως Γεωργίου Πρωτοπαπά, με τα οποία αποδεικνύει την ιερατική του ιδιότητα, προκειμένου στη συνέχεια να προσληφθεί και να τοποθετηθεί στη Φρουρά αυτή ως ο Ιερέας της. Η Γραμματεία των Στρατιωτικών σε απάντηση του προηγουμένου εγγράφου αναφέρει, στις 9 Απριλίου 1843, ότι δεν φέρει καμία αντίρρηση για τον εν λόγω Ιερέα, αρκεί να τον εγκρίνει η Ιερά Σύνοδος.
Η απουσία Ιερέως μετά τα παραπάνω που αναφέραμε, δεν είναι μόνο στη Φρουρά της Μεθώνης ή στο Σώμα της Οροφυλακής της Ευρυτανίας, αλλά διαπιστώνεται σε πάρα πολλές Φρουρές, όπου οι κατά τόπους Φρούραρχοι, καταθέτουν αναφορές για το θέμα αυτό, προκειμένου η κεντρική εξουσία και Ηγεσία του Στρατού, σε συνεργασία με την Εκκλησία, να δουν το πρόβλημα το οποίο υπάρχει, εξαιτίας της απουσίας των Ιερέων από τις θέσεις αυτές και από κοινού να αποφασίσουν για την τοποθέτηση και τον διορισμό των κατάλληλων προσώπων, που είναι απαραίτητοι για την κάλυψη θα λέγαμε σήμερα των οργανικών αυτών θέσεων. Αυτή την συνεργασία της Πολιτείας, του Στρατού με την Εκκλησία, την διαπιστώνουμε για μια ακόμα φορά μέσα και από το τελευταίο έγγραφο που μνημονεύσαμε παραπάνω. Βεβαίως δεν υπήρχαν οργανικές θέσεις εκείνη την εποχή για Στρατιωτικούς Ιερείς όπως υπάρχουν σήμερα, μετά την θεσμοθέτηση τους, όμως τοποθετούνταν Ιερείς, με βάση κάποια κριτήρια που έβαζε τόσο ο Στρατός, όσο και η Εκκλησία, μέσα από το ανύσταχτο ενδιαφέρον Της, για τα στρατευμένα μέλη Της.
Η παρουσία των Στρατιωτικών Ιερέων την εποχή την οποία εξετάζουμε, προκύπτει περισσότερο από μια εσωτερική ανάγκη και στη συνέχεια διέπεται από διατάγματα και διατάξεις, που στο διάβα του χρόνου, με αργά, αλλά σταθερά βήματα και μέσα από νεώτερα διατάγματα, που φτάνουν σχετικά λίγες δεκαετίες από την εποχή μας, έχουμε τη σημερινή μορφή της Θρησκευτικής Υπηρεσίας και του έργου του Στρατιωτικού Ιερέως.
Η εποχή που ζούμε με τα σημερινά δεδομένα, με τις νέες προκλήσεις και απαιτήσεις, μας καλεί σε μια τροποποίηση κάποιων θεμάτων. Μας καλεί να μελετήσουμε κάτω από το πρίσμα των σύγχρονων εξελίξεων και μεθόδων, νέες πρακτικές και νέες μεθόδους, που σε καμία περίπτωση δεν θα είναι ξένες με την πίστη, με την παράδοση και τις αξίες μας. Όλα αυτά θα βελτιώσουν και θα προάγουν το ποιμαντικό έργο στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας, με την μακραίωνη παράδοση και ιστορία που έχουμε, μέσα στην ενότητα του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος.
Οι διατάξεις και τα διατάγματα τα οποία ίσχυαν και ισχύουν, καλύπτουν τον τύπο και την επιφάνεια και είναι απολύτως αναγκαία. Η εσωτερική ανάγκη της εποχής εκείνης, που είναι ανάγκη κάθε εποχής, εξασφαλίζει την ουσία των πραγμάτων και το βαθύτερο αίτημα των ανθρώπων για κάτι σίγουρο, μόνιμο και σταθερό, μέσα σε ένα γενικότερο πνεύμα, που πολλές φορές κυριαρχεί μια ανασφάλεια και αβεβαιότητα, που όλα αυτά προκαλούν σύγχυση και αναστάτωση, που δεν βοηθούν στην πνευματική πρόοδο και προκοπή.
Συνεχίζεται {21}